Ὁ
Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα
Κεφ.
16
Βαθειά
χαράχθηκε στήν
μνήμη τοῦ π.
Ἀμβροσίου ἕνα
ἐντυπωσιακό ὄνειρο
πού εἶχε ἰδεῖ
πρίν σαρανταπέντε
χρόνια, ὅταν
δοκίμασε τόν πρῶτο
κλονισμό στήν
ὑγεία του. Αὐτό
δέν ἦταν ὄνειρο,
ἀλλά – θά λέγαμε
– προφητικό ὅραμα
πού ἀναφερόταν
στήν ὅλη πορεία
τῆς ζωῆς του.
Ἄς τό παρακολουθήσουμε:
«Βρισκόμουν
στό κελλί
μου – διηγεῖται
ὁ στάρετς
στόν π.
Ἀνατόλιο καί
στόν π.
Κλήμεντα τόν
ἐπιστολογράφο του
– καί βλέπω
νά μπαίνη
μέσα κάποιο
ἄγνωστο πρόσωπο,
πού ἔμοιζε
σάν ἀξιωματοῦχος.
Μέ ὕφος
ἐπιτακτικό μέ
διέταξε νά
τόν ἀκολουθήσω
ἀμέσως. Συμμορφώθηκα
μέ τήν
προσταγή του
καί προχώρησα
στήν σκοτεινή
νύχτα. Βαδίζοντας
μέσα σέ
ἀδιαπέραστο σκοτάδι
βρέθηκα κάπου,
ὅπου ἄκουγα
νά ἀντηχοῦν
ἰσχυροί ρόχθοι
κυμάτων. Μπροστά
μας φάνηκε
μία βάρκα μέ
τούς κωπηλάτες
της, πού
ἦταν βέβαια
ἀδύνατο νά
τούς διακρίνω
καθαρά. Οὔτε
πάλι μποροῦσα
νά ξεχωρίσω
ἄν ἁπλωνόταν
μπροστά μας
θάλασσα ἤ
λίμνη. Ὁ
συνοδός μου
μέ τρόπο
βίαιο μέ
ὑπεχρέωσε ν᾿
ἀνεβῶ μαζί
του στήν
βάρκα.
Σέ
λίγο εἴχαμε
ἀπομακρυνθῆ ἀπό
τήν παραλία. Ἡ
τραγῳδία πού
ἐπακολούθησε ὑπῆρξε
τρομακτική. Ἡ
θύελλα καί
τά μανιασμένα
κύματα κτυποῦσαν
τήν βάρκα
καί τήν
πετοῦσαν ἐδῶ
κι᾿ ἐκεῖ,
ὅπως ὁ
ἄγριος ἄνεμος
τό φτερό.
Γιά μένα
κάθε ἐλπίδα
σωτηρίας εἶχε
σβήσει. Ὥρα
μέ τήν ὥρα
περίμενα τόν
θάνατο. Καί
τότε – Θεέ
μου τί
ὀπτασία ἦταν
αὐτή! – πρόβαλε
στό βάθος
ἕνα ἐξαίσιο
φῶς. Στρέφω
πρός τά
ἐκεῖ τό
βλέμμα μου,
καί τί
βλέπω; Μία
ἀπερίγραπτη σέ
ὀμορφιά καί
δόξα πολιτεία.
Παρόμοια δέν
εἶχα ἀντικρύσει
ποτέ στήν
ζωή μου
καί δέν
χόρταινα νά
τήν κοιτάζω
ἔκθαμβος. Ἡ
καλλονή της
καί ἡ
μεγαλοπρέπειά της
μέ ἔκανε
νά τά
λησμονήσω ὅλα.
Σκοτάδι, κύματα,
ἄνεμοι, τρικυμία,
βοή... γιά
μένα πλέον
δέν ὑπῆρχαν.
Στήν ψυχή
μου εἶχε
ἁπλωθῆ πρωτοφανής
γλυκύτης, ἀγαλλίασις
καί εἰρήνη.
Ὅταν τέλος,
ἡ βάρκα
προσήραξε στήν
ἀντίπερα ὄχθη,
συνῆλθα ἀπό
τήν ἔκστασί
μου. «Ἀκολούθησέ
με»! ἀκούσθηκε
πάλι ἡ
προστακτική φωνή
τοῦ ὁδηγοῦ
μου. Σέ
λίγο βρέθηκα
σ᾿ ἕνα
σπίτι ὅπου
μέ ὑποδέχθηκαν
δύο ἐπίσημοι
ἄνδρες μέ
πριγκηπικό παρουσιαστικό.
Μέ πληροφόρησαν
ὅτι ὀνομάζονται
Βσεβολόντομ καί
Μπόρις (πρόκειται
γιά
δύο
Ἁγίους
τῆς
Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας).
Καί ἀμέσως
ξύπνησα».
Ἡ
ἀποκαλυπτική αὐτή ὅρασις, ὅπως καί ὁ
ἴδιος ὁ στάρετς τήν ἐννόησε, προτύπωνε
τήν μαρτυρική πορεία τῆς ζωῆς του. Πρίν
ἀποβιβασθῆ στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, εἶχε
νά γνωρίση τό σκάφος του ἀγριεμένες
καταιγίδες καί φοβερές τρικυμίες· καί
τίς πιό σκληρές ἔμελλε νά τίς δοκιμάση
τούς τελευταίους μῆνες τοῦ ἐπιγείου
βίου του, στό Σαμορτῖνο.
Μέχρι
νά ἔρθη ἡ 10η Ὀκτωβρίου τοῦ 1891, ὁπότε
ἡ ψυχή του ἀπολυτρώθηκε ἀπό τά δεσμά
τοῦ «γεώδους σκήνους», ἡ μία
θλῖψις διαδεχόταν τήν ἄλλη. Δέν
προλάβαινε νά κλείση ἡ μία πληγή καί
ἀμέσως ἄνοιγε δεύτερη καί τρίτη. Τήν
περίοδο αὐτή βγῆκαν ἀπό τά χείλη του
λόγια συνταρακτικά: «Μητέρες καί
ἀδελφές! Ἐδῶ ἀνάμεσά σας
πού βρίσκομαι αἰσθάνομαι
σάν καρφωμένος στόν Σταυρό».
«Τώρα, πάτερ Θεοδόσιε (ὁ
π. Θεοδόσιος
ἦταν Ἡγούμενος
κάποιας Μονῆς
πού τόν
ἐπισκέφθηκε στό
Σαμορτῖνο), ὅλος
ὁ ᾅδης ἔχει ἐπαναστατήσει
ἐναντίον μου»!
Ἡ
πρώτη πηγή τῶν θλίψεών του ἦταν ἡ
Ὄπτινα. Ἡ ἀπομάκρυνσίς του ἀπ᾿ ἐκεῖ
εἶχε δημιουργήσει μεγάλη ἀναστάτωσι.
Οἱ ἀδελφοί κάθε τόσο ἔρχονταν στό
Σαμορτῖνο καί τόν παρακαλοῦσαν νά
ἐπιστρέψη. Εἶχαν τίς πνευματικές τους
ἀνάγκες, τά προβλήματά τους καί
χρειάζονταν τήν συμπαράστασί του. Κάθε
φορά πού τόν ἐπισκέπτονταν καί τοῦ
διηγοῦντο τήν θλῖψι τους γιά τήν ἀπουσία
του, ὁ εὐαίσθητος καί εὐσπλαγχνικός
στάρετς πού καταλάβαινε τόν πόνο τους,
τόσο πολύ ἐστενοχωρεῖτο πού δέν μποροῦσε
οὔτε τό φαγητό του νά φάγη.
Ἀλλά
καί ἡ κατάστασις στό Σαμορτῖνο δέν
ἦταν εὐχάριστη. Εἶχε νά σηκώση στούς
ὤμους του πολυάριθμα ζητήματα -πνευματικά,
διοικητικά, οἰκονομικά... Συνέβη μάλιστα
τήν ἐποχή ἐκείνη λιμός σ᾿ ὅλη τήν
Ρωσία, πρᾶγμα πού δημιουροῦσε σοβαρές
δυσκολίες στήν ἐξασφάλισι τῆς διατροφῆς
πεντακοσίων καί πλέον μοναχῶν. Καί τό
πιό κουραστικό: Ἔπρεπε νά ἐπιστατῆ
στά τεράστια οἰκοδομικά ἔργα τῆς Μονῆς
καί νά ἐξοικονομῆ τά ἀντίστοιχα
χρηματικά ποσά. Καί σάν νά μήν ἔφθαναν
ὅλα αὐτά εἶχε καί τούς πολυάριθμους
ἐπισκέπτες πού ἔρχονταν νά ἀποθέσουν
ἐπάνω του τά ποικίλα προβλήματά τους.
Ἡ
Ἡγουμένη ἀντί
νά ἐλαφρύνη τό
φορτίο του,
προσέθετε καί τό
δικό της. Ἡ
ὑγεία της τόν
τελευταῖο καιρό
ἦταν κλονισμένη
ἐξ αἰτίας καρδιακῆς
ἀνεπαρκείας. Κάποια
ἡμέρα πού πῆγε
στό κελλί τοῦ
π. Ἀμβροσίου νά
συζητήση ἕνα
θέμα, ἔπαθε σοβαρή
καρδιακή κρίσι
καί ἔπεσε ἀναίσθητη
κάτω· ἡ ἀναπνοή
της σταμάτησε καί
φαινόταν σάν
νεκρή. Ἔπειτα ἀπό
τίς πρῶτες βοήθειες
καί τίς ἔνθερμες
προσευχές τοῦ
στάρετς συνῆλθε
κάπως, ὁπότε
ἔσπευσαν νά τῆς
φέρουν τά Ἄχραντα
Μυστήρια. Τελικά
ξεπέρασε τόν
κίνδυνο, ἀλλά τό
συγκλονιστικό αὐτό
γεγονός πού ἔλαβε
χώρα μπροστά του
ἐτραυμάτισε ψυχικά
τόν π. Ἀμβρόσιο.
Σέ λίγο καιρό,
οἱ καρδιακές
ἐνοχλήσεις σταμάτησαν,
ἀλλά παρουσιάσθηκε
ἄλλο κακό: βαθμιαία
βλάβη τῆς ὁράσεως
πού κατέληξε στά
μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ
σέ ὁλοκληρωτική
σχεδόν τύφλωσι. Τώρα
ὁ στάρετς ἦταν ὑποχρεωμένος μεταξύ
τῶν ἄλλων νά παρηγορῆ καί νά ἐνισχύη
ἠθικά τήν τυφλή Γερόντισσα, γιά νά μή
γίνη ἕρμαιο τῆς λιποψυχίας καί τῆς
ἀπελπισίας.
Παράλληλα
πρός τίς δοκιμασίες αὐτές ὁ πολυβασανισμένος
στάρετς εἶχε νά ἀντιμετωπίση καί τήν
ἀπροκάλυπτη δυσμένεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Ἀρχῆς. Συνέβη τήν ἐποχή ἐκείνη νά
μετατεθῆ ἀπό τήν Καλούγα ὁ Ἐπίσκοπος
Ἀναστάσιος καί νά ἔρθη στήν θέσι του
ὁ Βιτάλιος πού ἦταν Ἐπίσκοπος τοῦ
Ταμπώφ. Ὁ νέος αὐτός Ἀρχιερεύς εἶχε
μεγάλη ἐπιθυμία νά συναντήση τόν
ξακουστό στάρετς. Οἱ μοναχοί ὅμως τῆς
Ὄπτινα τόν εἰδοποίησαν νά ἀναβάλη τόν
ἐρχομό του, γιατί ὁ στάρετς ἀπουσίαζε
στό Σαμορτῖνο. Περνοῦσε ἀρκετός καιρός,
ὁ Δεσπότητης ἐρωτοῦσε ἄν ἐπέστρεψε
ὁ στάρετς; καί ἡ ἀπάντησις ἦταν πάντοτε
ἀρνητική. Τό γεγονός αὐτό ἄρχιζε νά
τόν ἐνοχλῆ. Δέν μποροῦσε νά δικαιολογήση
μέσα του τόση μεγάλη καθυστέρησι.
Βρέθηκαν τότε καί ὡρισμένοι καλοθεληταί
οἱ ὁποῖοι δέν ἐδίστασαν νά δυσφημήσουν
τήν παραμονή τοῦ π. Ἀμβροσίου στό
γυναικεῖο Μοναστήρι μέ τά πιό ἐλεεινά
λόγια. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο ἡ δυσμένεια
τοῦ Ἐπισκόπου αὐξήθηκε περισσότερο.
Στό
Σαμορτῖνο ἔφθασε ἡ εἴδησις ὅτι ὁ
Δεσπότητης θά ἐρχόταν αὐτοπροσώπως
καί θά ἀπεμέκρυνε βιαίως ἀπ᾿ ἐκεῖ
τόν στάρετς. Τό καλοκαίρι τοῦ 1891 ἦταν
μαρτυρικό γιά τῆς ἀδελφές. Ἡμέρα μέ
τήν ἡμέρα περίμεναν τόν ἀπειλητικό
ἐρχομό τοῦ Ἐπισκόπου καί καταλαμβάνονταν
ἀπό πανικό. Τότε ἔγιναν καί μερικοί
διάλογοι, πού τό νόημά τους ἔγινε
κατανοητό μετά τήν κοίμησι τοῦ στάρετς.
- «Μπάτουσκα, πῶς νά ὑποδεχθοῦμε τόν Δεσπότη»;
- «Δέν θά τόν ὑποδεχθοῦμε ἐμεῖς· αὐτός θά μᾶς ὑποδεχθῆ».
- «Μπάτουσκα, τί νά ψάλουμε, ὅταν ἔρθη ὁ Δεσπότης»;
- «Νά ψάλετε τό ἀλληλούϊα».
Ἄς
σημειωθῆ ὅτι οἱ δυσφημήσεις τοῦ
προσώπου τοῦ στάρετς δέν εἶχαν φθάσει
μόνο ὥς τόν Ἐπίσκοπο, ἀλλά εἶχαν
σκορπισθῆ πρός κάθε κατεύθυνσι. Βρέθηκαν
μάλιστα σοβαροί καί πνευματικοί ἀκόμη
ἄνθρωποι πού πίστεψαν στίς οἰκτρές
αὐτές διαδόσεις. Ἔτσι παρεχώρησε ἡ
παιδεύουσα ἀγάπη τοῦ Οὐρανίου Πατρός·
νά σηκώση ὁ δοῦλος Του τόν σκληρό σταυρό
τῆς συκοφαντίας καί νά ἀκούση «πᾶν
πονηρόν ρῆμα» (Ματθ.
Ε΄: 11) εἰς βάρος του.
Ἡ
μία θλῖψις διαδεχόταν τήν ἄλλη. Ἔτσι
στά τέλη τοῦ Αὐγούστου ὑπέστη ἡ ὑγεία
του ἰσχυρότατο κλονισμό. Ἀπό τόν ὑψηλό
πυρετό, τό ἔντονο ρῖγος καί τήν ὑπερβολική
κατάπτωσι ἔμοιαζε μέ ὠχρό τρεμάμενο
φύλλο πού ἀπό στιγμή σέ στιγμή θά
ἀποκοβόταν ἀπό τό δένδρο τῆς ζωῆς.
Παραδόξως ὅμως κατά διαστήματα παρουσίαζε
αἰφνίδιες βελτιώσεις καί τακτοποιοῦσε
διάφορες ὑποθέσεις τῆς Μονῆς, τῶν
μοναχῶν καί τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἔκπληκτος
ὁ γιατρός πού εἶχε προσκληθῆ ἀπό τήν
Μόσχα, ἔλεγε: «Ἄν ἦταν γιά
ἄλλον ἀσθενή, θά ὑπέγραφα πώς σέ μισή
ὥρα τελειώνει... Ἐδῶ ὅμως πρόκειται
γιά τόν στάρετς! Καί δέν μπορῶ νά πῶ
τίποτε».
Σάν
νά μήν ἔφθανε ἡ ὅλη κατάστασις τῆς
ὑγείας του, στά τέλη τοῦ Σεπτεμβρίου
τόν βρῆκε ἄλλη δοκιμασία. Ἀπό κάποια
μόλυνσι, ὅπως φαίνεται, σχηματίσθηκε
ἀπόστημα στά αὐτιά πού προξενοῦσε
φοβερούς πόνους. Ὅταν πέρασε κι᾿ αὐτό
τό κῦμα, τοῦ ἔμεινε τό κατάλοιπο: μιά
σοβαρᾶς μορφῆς βαρηκοΐας! Γι᾿ αὐτό
στό ἑξῆς, ἄν ἤθελαν κάτι νά τοῦ ποῦν,
τοῦ τό ἔδιναν κατά κανόνα γραμμένο.
Τί
ταλαιπωρίες πού περνοῦσε ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ αὐτή τήν περίοδο! Ἀναφέρεται
στό Εὐαγγέλιο γιά κάποιο σπίτι πού
ὥρμησαν καταπάνω του ἀγριεμένα ὅλα
τά στοιχεῖα τῆς φύσεως – «κατέβη
ἡ βροχή καί ἦλθον οἱ ποταμοί καί
ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καί προσέκοψαν τῇ
οἰκίᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ.
Ζ΄: 27). κάτι ἀντίστοιχο
συνέβαινε καί ἐδῶ. Τώρα ζοῦσε τήν
σκοτεινή ἐκείνη νύχτα μέ τήν τρικυμία
καί τήν καταιγίδα πού εἶχε ἰδεῖ σ᾿
ἐκεῖνο τό προφητικό ὄνειρο.
Ἡ
7η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Δευτέρα, ἦταν ἀπό
τίς πιό σκοτεινές. Τόν ἐπισκέφθηκε ἡ
Ἡγουμένη γιά νά ἐξομολογηθῆ τήν
κατάστασί της, ἤ μᾶλλον τήν τραγῳδία
της. Ὅλα τά δεινά τοῦ τελευταίου καιροῦ
δημιούργησαν στήν ψυχή της, ὅπως
ἀναφέρεται στά πατερικά κείμενα, σ
κ ο τ α σ μ ό. Ἀπερίγραπτο
σκοτασμό! «Μπάτουσκα»,
ἄρχισε νά λέη μέ θρηνώδη
φωνή, «νιώθω σάν νά εἶμαι
ριγμένη μέσα στόν ᾅδη». Ἀλλά
καί ὁ στάρετς δέν βρισκόταν σέ καλύτερη
κατάστασι. «Αὐτό πού γεύομαι
τώρα», τῆς εἶπε, «δέν
τό αἰσθάνθηκα ποτέ στήν ζωή μου»! Πόσο
σκληρές εἶναι οἱ ὧρες αὐτῆς τῆς θείας
ἐγκαταλείψεως! Εἶναι οἱ ὧρες πού
δημιουργοῦν τίς ὀδυνηρές ἐκεῖνες
ἀναφωνήσεις: «Θεέ μου, Θεέ
μου, ἰνατί με ἐγκατέλιπες»; (Ματθ.
Κζ΄: 46). Καί ἀπ᾿ αὐτές
τίς φάσεις περνοῦν ἀπαραιτήτως ὅλα
τά πολύ ἀγαπητά τέκνα τοῦ Θεοῦ. Πρίν
φθάσουν στήν μακαριότητα καί στήν
ἀναψυχή, πρέπει νά διέλθουν «διά
πυρός καί ὕδατος» (Ψαλμ.
Ξστ΄: 12).
Στίς
8 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Τρίτη, ἡ κατάστασις
τοῦ στάρετς χειροτέρευσε αἰσθητά. Τίς
βραδυνές ὧρες κατάπεσε περισσότερο,
τόσο πού ἔδινε τήν ἐντύπωσι τοῦ νεκροῦ.
Ὁ π. Ἰωσήφ καί ὁ Προϊστάμενος τῆς
Σκήτης π. Ἀνατόλιος πού ἦρθαν ἐσπευσμένα,
κατόπιν εἰδοποιήσεως ἀπό τήν Ὄπτινα,
ἀπεφάσισαν νά τελέσουν τό Ἅγιο Εὐχέλαιο.
Κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστηρίου ὁ
ἀσθενής βρισκόταν σέ πλήρη ἀναισθησία,
ἐνῶ ὁ ἠχηρός ρόγχος του ἐσκόρπιζε
γύρω τήν θλῖψι καί τήν ὀδύνη. Ὅλα
ἔδειχναν πώς τό νῆμα τῆς ζωῆς ἀπό
στιγμή σέ στιγμή θά κοβόταν. Οἱ ἀδελφές
πῆραν ἐντολή νά μπαίνουν μέ τήν σειρά
τρεῖς – τρεῖς στό κελλί καί νά τόν
ἀποχαιρετοῦν· νά ἀσπάζωνται τό
φλογισμένο ἀπό τόν πυρετό χέρι του.
Στίς
ψυχές ὅλων εἶχαν ἁπλωθῆ τά μαῦρα
σύννεφα τῆς θλῖψεως. «Πῶς
θά γίνη», σκέπτονταν οἱ
Πατέρες πού τόν περιστοίχιζαν, «νά
τόν κοινωνήσουμε»; Εὐτυχῶς
– ὁ Πνευματικός του – κίνησε νά φέρη
τήν Θεία Κοινωνία, ὅταν ὅμως ἐπέστρεψε
τόν βρῆκε νά κοιμᾶται βαθειά. Ὅταν ὁ
κουρασμένος π. Θεόδωρος ἀπεχώρησε γιά
νά ἀναπαυθῆ, ὁ στάρετς ξύπνησε καί
ζήτησε νά τόν κοινωνήσουν. Ὁ π. Ἰωσήφ
γεμᾶτος συγκίνησι προσέφερε στόν
πολυσέβαστο διδάσκαλό του τόν Ἄρτο τῆς
Ζωῆς. Ἔτσι τά οἰκονόμησε ὁ Θεός: νά
πάρη ἀπό τά χέρια τοῦ πιό ἀγαπητοῦ
του μαθητοῦ γιά τελευταία φορά τά
Ἄχραντα Μυστήρια. Θά ἀναφέρουμε καί
μία – δύο λεπτομέρειες: Πρίν κοινωνήση
ὁ π. Ἀμβρόσιος κάτι ζητοῦσε μέ διάφορα
νεύματα. Ἤθελε νά τόν βοηθήσουν νά κάνη
τόν σταυρό του. Μόλις ἔγινε ἀντιληπτός,
ὁ π. Ἰωσήφ τοῦ ἔπιασε τό ἀσθενικό χέρι
καί σχημάτισε ἐπάνω του τήν σφραγῖδα
τοῦ ζωοποιοῦ σημείου. Λίγο πρίν δεχθῆ
τήν Θεία Κοινωνία, γεύθηκε καί τήν
εὐλογία τοῦ Ἰορδάνου. Τοῦ ἔδωσαν
δηλαδή νά πιῆ νερό πού προερχόταν ἀπό
τόν ἱερό αὐτόν ποταμό, γιά νά ἰδοῦν
ἄν μπορῆ νά καταπίνη. Μετά τήν Ἁγία
Μετάληψι παρατηρήθηκε κάποια μικρή
καλυτέρευσι πού κράτησε μέχρι τό μεσημέρι
τῆς καινούργιας ἡμέρας.
Ἀπό
τίς 2 καί ἔπειτα τά πράγματα πῆραν πολύ
ἀνησυχητική στροφή. Ὅπως φαινόταν, τό
τέλος ἦταν ἀναπόφευκτο. Ὁ ἥλιος βάδιζε
σταθερά πρός τήν δύσι του. Οἱ μοναχές
καί πολλοί ἄλλοι ἐπισκέπτες ἔκαναν
συνεχῶς στόν Ναό Παρακλήσεις στήν
Θεοτόκο ἀναπέμποντας συνεχῶς δακρύβρεχτες
ἱκεσίες μπροστά στήν ἁγία εἰκόνα της.
Ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ μποροῦσαν νά πιστεύσουν
ὅτι ὁ μπάτουσκας θά τίς ἐγκατέλειπε
ὀρφανές. Κάτι τέτοιο ἦταν φοβερό, καί
νά τό σκεφθοῦν ἀκόμη.
Αὐτή
ἡ ἡμέρα, ἡ 9η Ὀκτωβρίου, τί καταθλιπτική
πού ἦταν! Σάν νά μήν ἔφθαναν ὅλα τά
ἄλλα, ἦρθε κι᾿ἕνα τηλεγράφημα ἀπό
τόν Νομάρχη τῆς Καλούγας. Καί ποιό ἦταν
τό περιεχόμενό του; Ὁ ἐρχομός! Τήν
ἑπομένη ἡμέρα, 10η Ὀκτωβρίου – αὐτό
ἔλεγε τό τηλεγράφημα – ὁ Ἐπίσκοπος
Βιτάλιος ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Καλούγα μέ
κατεύθυνσι τό Σαμορτῖνο. Ἡ εἴδησις
αὐτή σκόρπισε στό Μοναστήρι ταραχή καί
ἐκνευρισμό. Πόσο ἀδύνατοι φαίνονται
οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ πιστοί, στίς
δύσκολες φάσεις τῆς ζωῆς! Πόσο εὔκολα
τό ξεχνοῦν, ὅ,τι τίποτε δέν γίνεται πού
νά μή πηγάζη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
καί ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι
τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»
(Ρωμ. Η΄: 28).
Ἀπό
τό ἀπόγευμα καί ἔπειτα, καί συγκεκριμένα
μετά τίς 6, ὁ στάρετς ἐβάρυνε πολύ. Ἀπό
τήν ὥρα αὐτή καί συνεχῶς ὅλη τήν νύχτα
ἀνέπνεε μέ δυσκολία, ἐνῶ τά μάτια του
ἔβλεπαν κάπου ψηλά καί τά χείλη του
ψιθύριζαν γοερά λόγους προσευχῶν. Μετά
τά μεσάνυχτα δοκίμασε ἰδιαίτερη χαρά,
γιατί κάποια μοναχή ἐκάλυψε τό κεφάλι
του μ᾿ ἕνα ὡραιότατο μαντήλι, πάνω στό
ὁποῖο εἶχε κεντήσει τήν μορφή τοῦ
ἁγίου ἱεράρχου Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ.
Νά δεχθῆ κάποιος ἑτοιμοθάνατος τήν
παρηγορία καί τήν σκέπη ἑνός Αγίου,
ὁπωσδήποτε πρόκειται γιά σπάνια εὐλογία!
Στίς
ψυχές πολλῶν ὑπῆρχε ἡ προαίσθησις
πώς ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου τῆς 11ης
Ὀκτωβρίου, θά ἦταν ἡ τελευταία τῆς
ἐπιγείου ζωῆς τοῦ στάρετς. Ἡ ἡμέρα
αὐτή ὁπωσδήποτε θά ἐπεφύλασσε θλιβερές
ἐκπλήξεις.
Τῷ
Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τώρα καί
πάντοτε
καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ο
ΟΣΙΟΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ
ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ
ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ
ΑΤΤΙΚΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου