Κείμενο
ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ (Α ΜΕΡΟΣ)
3. Δικτατορία στην Συρία και εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο
Την εποχή που πήγαινα στην Συρία και τον Λίβανο υπήρχαν διαφορετικές πολιτικές καταστάσεις στις δύο αυτές Χώρες. Στην Συρία υπήρχε το δικτατορικό καθεστώς του Άσαντ, πατέρα του σημερινού Προέδρου, ο οποίος ανήκε στην θρησκευτική μουσουλμανική αίρεση των Αλαουλιτών, που με κάποιες λεπτές διαφορές ομοιάζουν με τους Αλεβίτες. Αποτελούν ένα μικρό ποσοστό στον πληθυσμό, αλλά κατόρθωσαν να καταλάβουν την εξουσία και να κυβερνούν την Χώρα. Παντού έβλεπε κανείς αγάλματα του προέδρου Άσαντ (η λέξη άσαντ στην συριακή γλώσσα σημαίνει λιοντάρι) και ο στρατός είχε την διακυβέρνηση της Χώρας. Η ενδυμασία των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου και της Μέσης Εκπαίδευσης ήταν στρατιωτική. Στην αρχή αισθανόμουν βαθύτατη έκπληξη βλέποντας μικρά παιδιά, ακόμη και του δημοτικού σχολείου, αγόρια και κορίτσια, να είναι ενδεδυμένα με στρατιωτικές στολές. Μάλιστα, πληροφορήθηκα ότι οι μαθητές, κατά καιρούς, εκπαιδεύονταν και στα όπλα.
Σίγουρα οι ηγέτες προσπαθούσαν να επιβάλλουν την ψυχολογία των πολεμιστών. Οι άνθρωποι απέφευγαν να ομιλούν ελεύθερα. Μάλιστα, σε μερικά σπίτια είδα ένα μικρό σύμπλεγμα τριών πιθήκων που ο ένας κάλυπτε τα μάτια, ο άλλος τα αυτιά και ο τρίτος το στόμα. Και στην ερώτησή μου για το τί σημαίνει αυτό, μου απαντούσαν: «Στην Συρία για να περάσης καλά δεν πρέπει να βλέπης, δεν πρέπει να ακούς και δεν πρέπει να μιλάς».
Ο Πρόεδρος Άσαντ έδωσε ελευθερίες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες της Συρίας να επιτελούν την λατρεία τους και να ασκούν ελεύθερα όλες τις θρησκευτικές δραστηριότητές τους, αρκεί να μη καταφέρονταν εναντίον του καθεστώτος. Έτσι, οι Χριστιανοί ήταν ικανοποιημένοι από αυτήν την κατάσταση, γιατί προστατεύονταν από ακραία μουσουλμανικά στοιχεία. Ομίλησα σε Πανεπιστήμια, σε Ενορίες, ερχόμουν σε επικοινωνία με τους Ρωμηούς Χριστιανούς και μετέφερα την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Όμως, εκείνο που παρατηρούσα ήταν ότι υπήρχε μεγάλη φτώχεια, μεγάλη στέρηση των υλικών αγαθών, προφανώς γιατί πολλά χρηματικά ποσά πήγαιναν στον εξοπλισμό του στρατού. Στόν Λίβανο υπήρχε μια άλλη, εντελώς διαφορετική κατάσταση, δηλαδή υπήρχε παντελής αναρχία, και οι άνθρωποι ζούσαν σε μια εμπόλεμη περιοχή. Ο Βόρειος Λίβανος ήταν υπό την κατοχή των Σύρων, γι’ αυτό υπήρχαν παντού Σύροι στρατιώτες, μαζί με Λιβανέζους, για να ελέγχουν τα πάντα. Και στον Νότιο Λίβανο γίνονταν διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ Λιβανέζων και Εβραίων. Λόγω του εμφυλίου πολέμου υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία των Μουσουλμάνων και μία των Μαρωνιτών, δηλαδή των Μονοθελητών Χριστιανών. Σε κάθε τομέα υπήρχαν δύο υπουργοί και εξέδιδαν διαταγές, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς το χάος που υπήρχε στην περιοχή. Και ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών Μαρωνιτών (Μονοθελητών) κράτησε δεκαπέντε χρόνια, από το 19751990. Οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί αν και δεν συμμετείχαν στον εμφύλιο αυτόν σπαραγμό, εν τούτοις υφίσταντο τις συνέπειές του. Η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής αγίου Ιωάννου Προδρόμου Douma Λιβάνου μοναχή Μαριάμ (Zacca) σε μια ομιλία της που έκανε την 21 Οκτωβρίου 1995 στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, και την μετέφρασε ο π. Αντώνιος Γρηγοριάτης, αφού προσδιορίζει ότι ο πόλεμος στον Λίβανο ήταν «πόλεμος εμφύλιος και αστικός», «βαβυλωνιακός πόλεμος» ή «πόλεμος του χάους», πόλεμος «ανταγωνισμού ειδικών συμφερόντων, φεουδαρχικών περιφερειακών και παγκοσμίων επί φθορά και ζημία της μικρής αυτής χώρας και των δύστυχων κατοίκων της», στην συνέχεια αναφέρει ότι λίγες περιοχές του Λιβάνου και λίγοι κάτοικοι εξαιρέθηκαν από τις συνέπειες του τραγικού πολέμου, ενώ κάθε Λιβανέζος στο τέλος της ημέρας έλεγε: «Δόξα τώ Θεώ, ακόμη είμαι ζωντανός». Αυτό που λέει η Ηγουμένη το έζησα προσωπικά. Η αγωνία και η αβεβαιότητα είχαν γεμίσει την ψυχή μου. Πρώτη φορά αισθανόμουν κάθε βράδυ με την δύση του ηλίου να καταλαμβάνομαι από αίσθημα μικρής λύπης. Βλέποντας τον ήλιο να δύη και να πέφτη μέσα στην Μεσόγειο Θάλασσα, νόμιζα ότι έχανα κάτι, έφευγε ένα δικό μου πράγμα, κρυβόταν ο δικός μου ήλιος! Πρώτη φορά αγαπούσα τόσο πολύ τον ήλιο και τον αισθανόμουν ως προστάτη. Και το πρωΐ που πήγαινα προς την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπελεμέντ για την Ακολουθία του Όρθρου και έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλη, χαιρόμουν για την παρουσία του, για τον εκ νέου ερχομό του. Ποτέ άλλοτε δεν είχα αυτό το αίσθημα». Προφανώς προερχόταν από τον κίνδυνο της νύχτας. Θα αναφέρω μερικά αποσπάσματα από αυτήν την ομιλία της Ηγουμένης για να διαπιστωθή η τραγικότητα της καταστάσεως. «Αυτή (η βία) ξέσπασε με τον πιο παράδοξο τρόπο που κανείς δεν θα μπορούσε να τον φαντασθή. Μάχες, βαρβαρότητες, ανεξέλεγκτοι βομβαρδισμοί, καταδιώξεις, αρπαγές ταυτοτήτων, παγιδευμένα οχήματα, δυναμιτίσεις, συλλήψεις. Όλα αυτά στις συνοικίες και τους δρόμους, μέσα στα σπίτια. Δεν έμεινε τίποτε εγκληματικό που να μήν εφαρμοσθή. Ακόμη στραγγαλισμοί, αποκεφαλισμοί, ακρωτηριασμοί, πριονισμοί, κατεδάφιση οικιών πάνω στα κεφάλια των ενοίκων. Δεν σεβάστηκαν και δεν άφησαν όρθιο κανένα ιερό και όσιο. Μέσα σ’ αυτόν τον «ωκεανό» (τής εγκληματικής αθλιότητος) δεκάδες χιλιάδων πέθανανοι πρόχειρες στατιστικές μιλούν για περίπου διακόσιες χιλιάδες, δηλαδή σχεδόν το 7% των κατοίκων του Λιβάνου. Ακόμη ένας περίπου όμοιος αριθμός κατοίκων έχουν καταστή ανάπηροι. Οκτακόσιες χιλιάδες (Λιβανέζων) έχουν μεταναστεύσει, δηλαδή το έν τέταρτο του πληθυσμού. Ως προς αυτούς που εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους αριθμούνται με εκατοντάδες χιλιάδων. Όλων αυτών οι ιδιοκτησίες καταπατήθηκαν, τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν ή κάηκαν. Πολυάριθμες σφαγές έλαβαν χώραν εδώ κι εκεί. Εκατοντάδες προσώπων στραγγαλίσθηκαν μέσα στον ίδιο συνοικισμό ή στο ίδιο χωριό, χωρίς να γίνουν διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά, στους νέους, τους γέρους ή τους ανίσχυρους (ανάπηρους). Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίσθηκαν. Στόν Λίβανο δεν έχει μείνει έστω και μία οικογένεια (ένα και μόνο σπιτικό), που να μήν έχη χάσει ένα από τα μέλη της ή από τους συγγενείς της». Θα παραθέσω και ένα άλλο απόσπασμα από αυτήν την ομιλία. «Και τί θα μπορούσα να πω για τις Εκκλησίες τα Μοναστήρια και τα τζαμιά; Εκεί όπου η διαμάχη υπήρξε παθιασμένη αυτά δέχθηκαν καταστροφικές πιέσεις ή κατεδαφίστηκαν. Και οι άνθρωποι της Εκκλησίας, επίσκοποι, ιερείς ή μουσουλμάνοι σεΐχηδες μερικές φορές εξετέθησαν στο φόνο, στον ξυλοδαρμό ή στον τραυματισμό με απώτερο σκοπό να πάρη η διαμάχη αγριότερο χαρακτήρα ή να κτυπηθή η αντίθετη πλευρά ακόμη στα πρόσωπα που ήσαν σύμβολα της πίστεώς της. Εκεί η μικρή αυτή χώρα είχε καταδικαστή να βρίσκεται σκλαβωμένη στον Άδη, που διήρκεσε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία οι προκλήσεις αποχαλινώθηκαν και τα σκότη επισκοτίστηκαν, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος με κάποιες φαινομενικές συμφωνίες και με κάποιες διευθετήσεις επιπόλαιες, που δεν ανταποκρίθηκαν στο επίπεδο των επιδιώξεων αυτών που ήλπιζαν σ’ ένα αύριο λαμπρό, ούτε στο επίπεδο των διαστάσεων του πολέμου και του μεγέθους των θυσιών που απαίτησε. Ο Λίβανος δεν βγήκε από τον πόλεμο προς την ελευθερία. Βγήκε προς την σκλαβιά... και πάλι». «Έτσι έχομε ζήσει όλα αυτά τα πολλά χρόνια και κάθε φορά που μια κατάπαυση του πυρός αναγγελλόταν, οι μηχανές του θανάτου έσκαζαν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, για να τους εξαναγκάσουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τα χωριά τους, τις πόλεις τους. Άνθρωποι έχουν ζήσει μέσα σε καταφύγια πολλούς μήνες. Άλλοι μυημένοι στα μυστικά των πυροβόλων όπλων σε μερικά λεπτά άρχιζαν να στοχεύουν τους έτι ζώντας και τους έπαιρναν το ψωμί τους και κατέβαιναν στα καταφύγια να κοιμηθούν ανάμεσα στους ποντκούς, στους αρουραίους και στα υγρά των αποχετεύσεων... Και όλα αυτά κράτησαν χρόνια και χρόνια. Πολλοί έχασαν την ελπίδα τους και την ειρήνη της καρδιάς, αλλά πολύ περισσότερο το μίσος ξέσπασε στην πιο ειδεχθή μορφή του. Και ο διάβολος χαιρόταν. Χαίρεται πολύ για όσα γίνονται στο Λίβανο. Και οι δυνάμεις του σκότους χόρεψαν και το κοσμικό κακό σιγοτραγουδούσε πάνω στους τάφους και πάνω στα αποσυντεθειμένα πτώματα τα πεταγμένα στους δρόμους και μέσα στις καρδιές των ζωντανών. Πιστέψτε με η αποφορά των νεκρών αναδινόταν από τους δρόμους, από τις πόλεις, τα χωριά του βουνού και οι τοίχοι των κτισμάτων είχαν διαρραγή και τα παράθυρά τους και οι στέγες τους. Και το μίσος διαχύθηκε σ’ όλη τη χώρα και ο φόβος κατέφαγε τις καρδιές, τα πνεύματα και τις ψυχές και όλος ο κόσμος περίμενε το τέλος που δεν ερχόταν ποτέ». Τα ίδια συμβαίνουν σήμερα στην Συρία και το Ιράκ. Αυτήν την κατάσταση συναντούσα όταν πήγαινα στον Λίβανο, την τραγική εκείνη περίοδο. Οι φοιτητές στην Θεολογική Σχολή μου διηγόταν πολλές τραγικές περιπτώσεις, και ο καθένας είχε μια τρομακτική εμπειρία από την οικογένειά του ή τους φίλους του. Κάθε Παρασκευή που οι φοιτητές έφευγαν από την Θεολογική Σχολή για να πάνε στα σπίτια τους αποχαιρετιόμασταν με την λύπη, με το ενδεχόμενο να μη συναντηθούμε ξανά. Και κάθε Δευτέρα που επέστρεφαν στην Θεολογική Σχολή ήταν ένα πανηγύρι διότι επέστρεψαν ζωντανοί. Στην Βυρηττό, στην Τρίπολη, και στα χωριά της Κούρας, όπου πήγαινα για να ομιλήσω, συναντούσα παντού στρατιώτες με όπλα στα χέρια τους και εξασκούσαν συνεχή έλεγχο. Είδα μπροστά στα μάτια μου να σκοτώνουν ανθρώπους. Μάλιστα, όταν είχα πάει στο Νοσοκομείο της Βηρυττού πληροφορήθηκα ότι εκείνη την ημέρα είχαν προσκομίσει έναν βαρειά τραυματισμένο και ενώ του έκαναν εγχείριση, εκείνοι που τον τραυμάτισαν εισήλθαν βίαια στο χειρουργείο και τον σκότωσαν επάνω στο χειρουργικό κρεββάτι, την ώρα της εγχειρίσεως. Κάποιος άλλος καυχόταν ότι σκότωσε εκατό ανθρώπους και στην ερώτηση γιατί το έκανε απάντησε επειδή του έδωσαν εκατό δολάρια. Έτσι, κάθε ζωή του ανθρώπου κόστιζε ένα δολάριο. Το εκπληκτικό, όμως, είναι ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση συνέχιζε να λειτουργή η ζωή, να είναι ανοικτοί οι Ναοί και οι θρησκευτικοί χώροι λατρείας, να γίνονται γάμοι, βαπτίσεις, οι άνθρωποι να διασκεδάζουν με έναν εκπληκτικό τρόπο.
Όταν θα εκδοθή το βιβλίο μου που προανέφερα θα παρουσιασθή όλη αυτή η κατάσταση που έζησα και θα είναι ένα αποκαλυπτικό ντοκουμέντο στην εποχή μας.
3. Δικτατορία στην Συρία και εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο
Την εποχή που πήγαινα στην Συρία και τον Λίβανο υπήρχαν διαφορετικές πολιτικές καταστάσεις στις δύο αυτές Χώρες. Στην Συρία υπήρχε το δικτατορικό καθεστώς του Άσαντ, πατέρα του σημερινού Προέδρου, ο οποίος ανήκε στην θρησκευτική μουσουλμανική αίρεση των Αλαουλιτών, που με κάποιες λεπτές διαφορές ομοιάζουν με τους Αλεβίτες. Αποτελούν ένα μικρό ποσοστό στον πληθυσμό, αλλά κατόρθωσαν να καταλάβουν την εξουσία και να κυβερνούν την Χώρα. Παντού έβλεπε κανείς αγάλματα του προέδρου Άσαντ (η λέξη άσαντ στην συριακή γλώσσα σημαίνει λιοντάρι) και ο στρατός είχε την διακυβέρνηση της Χώρας. Η ενδυμασία των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου και της Μέσης Εκπαίδευσης ήταν στρατιωτική. Στην αρχή αισθανόμουν βαθύτατη έκπληξη βλέποντας μικρά παιδιά, ακόμη και του δημοτικού σχολείου, αγόρια και κορίτσια, να είναι ενδεδυμένα με στρατιωτικές στολές. Μάλιστα, πληροφορήθηκα ότι οι μαθητές, κατά καιρούς, εκπαιδεύονταν και στα όπλα.
Σίγουρα οι ηγέτες προσπαθούσαν να επιβάλλουν την ψυχολογία των πολεμιστών. Οι άνθρωποι απέφευγαν να ομιλούν ελεύθερα. Μάλιστα, σε μερικά σπίτια είδα ένα μικρό σύμπλεγμα τριών πιθήκων που ο ένας κάλυπτε τα μάτια, ο άλλος τα αυτιά και ο τρίτος το στόμα. Και στην ερώτησή μου για το τί σημαίνει αυτό, μου απαντούσαν: «Στην Συρία για να περάσης καλά δεν πρέπει να βλέπης, δεν πρέπει να ακούς και δεν πρέπει να μιλάς».
Ο Πρόεδρος Άσαντ έδωσε ελευθερίες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες της Συρίας να επιτελούν την λατρεία τους και να ασκούν ελεύθερα όλες τις θρησκευτικές δραστηριότητές τους, αρκεί να μη καταφέρονταν εναντίον του καθεστώτος. Έτσι, οι Χριστιανοί ήταν ικανοποιημένοι από αυτήν την κατάσταση, γιατί προστατεύονταν από ακραία μουσουλμανικά στοιχεία. Ομίλησα σε Πανεπιστήμια, σε Ενορίες, ερχόμουν σε επικοινωνία με τους Ρωμηούς Χριστιανούς και μετέφερα την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Όμως, εκείνο που παρατηρούσα ήταν ότι υπήρχε μεγάλη φτώχεια, μεγάλη στέρηση των υλικών αγαθών, προφανώς γιατί πολλά χρηματικά ποσά πήγαιναν στον εξοπλισμό του στρατού. Στόν Λίβανο υπήρχε μια άλλη, εντελώς διαφορετική κατάσταση, δηλαδή υπήρχε παντελής αναρχία, και οι άνθρωποι ζούσαν σε μια εμπόλεμη περιοχή. Ο Βόρειος Λίβανος ήταν υπό την κατοχή των Σύρων, γι’ αυτό υπήρχαν παντού Σύροι στρατιώτες, μαζί με Λιβανέζους, για να ελέγχουν τα πάντα. Και στον Νότιο Λίβανο γίνονταν διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ Λιβανέζων και Εβραίων. Λόγω του εμφυλίου πολέμου υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία των Μουσουλμάνων και μία των Μαρωνιτών, δηλαδή των Μονοθελητών Χριστιανών. Σε κάθε τομέα υπήρχαν δύο υπουργοί και εξέδιδαν διαταγές, οπότε αντιλαμβάνεται κανείς το χάος που υπήρχε στην περιοχή. Και ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών Μαρωνιτών (Μονοθελητών) κράτησε δεκαπέντε χρόνια, από το 19751990. Οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί αν και δεν συμμετείχαν στον εμφύλιο αυτόν σπαραγμό, εν τούτοις υφίσταντο τις συνέπειές του. Η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής αγίου Ιωάννου Προδρόμου Douma Λιβάνου μοναχή Μαριάμ (Zacca) σε μια ομιλία της που έκανε την 21 Οκτωβρίου 1995 στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, και την μετέφρασε ο π. Αντώνιος Γρηγοριάτης, αφού προσδιορίζει ότι ο πόλεμος στον Λίβανο ήταν «πόλεμος εμφύλιος και αστικός», «βαβυλωνιακός πόλεμος» ή «πόλεμος του χάους», πόλεμος «ανταγωνισμού ειδικών συμφερόντων, φεουδαρχικών περιφερειακών και παγκοσμίων επί φθορά και ζημία της μικρής αυτής χώρας και των δύστυχων κατοίκων της», στην συνέχεια αναφέρει ότι λίγες περιοχές του Λιβάνου και λίγοι κάτοικοι εξαιρέθηκαν από τις συνέπειες του τραγικού πολέμου, ενώ κάθε Λιβανέζος στο τέλος της ημέρας έλεγε: «Δόξα τώ Θεώ, ακόμη είμαι ζωντανός». Αυτό που λέει η Ηγουμένη το έζησα προσωπικά. Η αγωνία και η αβεβαιότητα είχαν γεμίσει την ψυχή μου. Πρώτη φορά αισθανόμουν κάθε βράδυ με την δύση του ηλίου να καταλαμβάνομαι από αίσθημα μικρής λύπης. Βλέποντας τον ήλιο να δύη και να πέφτη μέσα στην Μεσόγειο Θάλασσα, νόμιζα ότι έχανα κάτι, έφευγε ένα δικό μου πράγμα, κρυβόταν ο δικός μου ήλιος! Πρώτη φορά αγαπούσα τόσο πολύ τον ήλιο και τον αισθανόμουν ως προστάτη. Και το πρωΐ που πήγαινα προς την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπελεμέντ για την Ακολουθία του Όρθρου και έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλη, χαιρόμουν για την παρουσία του, για τον εκ νέου ερχομό του. Ποτέ άλλοτε δεν είχα αυτό το αίσθημα». Προφανώς προερχόταν από τον κίνδυνο της νύχτας. Θα αναφέρω μερικά αποσπάσματα από αυτήν την ομιλία της Ηγουμένης για να διαπιστωθή η τραγικότητα της καταστάσεως. «Αυτή (η βία) ξέσπασε με τον πιο παράδοξο τρόπο που κανείς δεν θα μπορούσε να τον φαντασθή. Μάχες, βαρβαρότητες, ανεξέλεγκτοι βομβαρδισμοί, καταδιώξεις, αρπαγές ταυτοτήτων, παγιδευμένα οχήματα, δυναμιτίσεις, συλλήψεις. Όλα αυτά στις συνοικίες και τους δρόμους, μέσα στα σπίτια. Δεν έμεινε τίποτε εγκληματικό που να μήν εφαρμοσθή. Ακόμη στραγγαλισμοί, αποκεφαλισμοί, ακρωτηριασμοί, πριονισμοί, κατεδάφιση οικιών πάνω στα κεφάλια των ενοίκων. Δεν σεβάστηκαν και δεν άφησαν όρθιο κανένα ιερό και όσιο. Μέσα σ’ αυτόν τον «ωκεανό» (τής εγκληματικής αθλιότητος) δεκάδες χιλιάδων πέθανανοι πρόχειρες στατιστικές μιλούν για περίπου διακόσιες χιλιάδες, δηλαδή σχεδόν το 7% των κατοίκων του Λιβάνου. Ακόμη ένας περίπου όμοιος αριθμός κατοίκων έχουν καταστή ανάπηροι. Οκτακόσιες χιλιάδες (Λιβανέζων) έχουν μεταναστεύσει, δηλαδή το έν τέταρτο του πληθυσμού. Ως προς αυτούς που εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους αριθμούνται με εκατοντάδες χιλιάδων. Όλων αυτών οι ιδιοκτησίες καταπατήθηκαν, τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν ή κάηκαν. Πολυάριθμες σφαγές έλαβαν χώραν εδώ κι εκεί. Εκατοντάδες προσώπων στραγγαλίσθηκαν μέσα στον ίδιο συνοικισμό ή στο ίδιο χωριό, χωρίς να γίνουν διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά, στους νέους, τους γέρους ή τους ανίσχυρους (ανάπηρους). Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίσθηκαν. Στόν Λίβανο δεν έχει μείνει έστω και μία οικογένεια (ένα και μόνο σπιτικό), που να μήν έχη χάσει ένα από τα μέλη της ή από τους συγγενείς της». Θα παραθέσω και ένα άλλο απόσπασμα από αυτήν την ομιλία. «Και τί θα μπορούσα να πω για τις Εκκλησίες τα Μοναστήρια και τα τζαμιά; Εκεί όπου η διαμάχη υπήρξε παθιασμένη αυτά δέχθηκαν καταστροφικές πιέσεις ή κατεδαφίστηκαν. Και οι άνθρωποι της Εκκλησίας, επίσκοποι, ιερείς ή μουσουλμάνοι σεΐχηδες μερικές φορές εξετέθησαν στο φόνο, στον ξυλοδαρμό ή στον τραυματισμό με απώτερο σκοπό να πάρη η διαμάχη αγριότερο χαρακτήρα ή να κτυπηθή η αντίθετη πλευρά ακόμη στα πρόσωπα που ήσαν σύμβολα της πίστεώς της. Εκεί η μικρή αυτή χώρα είχε καταδικαστή να βρίσκεται σκλαβωμένη στον Άδη, που διήρκεσε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία οι προκλήσεις αποχαλινώθηκαν και τα σκότη επισκοτίστηκαν, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος με κάποιες φαινομενικές συμφωνίες και με κάποιες διευθετήσεις επιπόλαιες, που δεν ανταποκρίθηκαν στο επίπεδο των επιδιώξεων αυτών που ήλπιζαν σ’ ένα αύριο λαμπρό, ούτε στο επίπεδο των διαστάσεων του πολέμου και του μεγέθους των θυσιών που απαίτησε. Ο Λίβανος δεν βγήκε από τον πόλεμο προς την ελευθερία. Βγήκε προς την σκλαβιά... και πάλι». «Έτσι έχομε ζήσει όλα αυτά τα πολλά χρόνια και κάθε φορά που μια κατάπαυση του πυρός αναγγελλόταν, οι μηχανές του θανάτου έσκαζαν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, για να τους εξαναγκάσουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τα χωριά τους, τις πόλεις τους. Άνθρωποι έχουν ζήσει μέσα σε καταφύγια πολλούς μήνες. Άλλοι μυημένοι στα μυστικά των πυροβόλων όπλων σε μερικά λεπτά άρχιζαν να στοχεύουν τους έτι ζώντας και τους έπαιρναν το ψωμί τους και κατέβαιναν στα καταφύγια να κοιμηθούν ανάμεσα στους ποντκούς, στους αρουραίους και στα υγρά των αποχετεύσεων... Και όλα αυτά κράτησαν χρόνια και χρόνια. Πολλοί έχασαν την ελπίδα τους και την ειρήνη της καρδιάς, αλλά πολύ περισσότερο το μίσος ξέσπασε στην πιο ειδεχθή μορφή του. Και ο διάβολος χαιρόταν. Χαίρεται πολύ για όσα γίνονται στο Λίβανο. Και οι δυνάμεις του σκότους χόρεψαν και το κοσμικό κακό σιγοτραγουδούσε πάνω στους τάφους και πάνω στα αποσυντεθειμένα πτώματα τα πεταγμένα στους δρόμους και μέσα στις καρδιές των ζωντανών. Πιστέψτε με η αποφορά των νεκρών αναδινόταν από τους δρόμους, από τις πόλεις, τα χωριά του βουνού και οι τοίχοι των κτισμάτων είχαν διαρραγή και τα παράθυρά τους και οι στέγες τους. Και το μίσος διαχύθηκε σ’ όλη τη χώρα και ο φόβος κατέφαγε τις καρδιές, τα πνεύματα και τις ψυχές και όλος ο κόσμος περίμενε το τέλος που δεν ερχόταν ποτέ». Τα ίδια συμβαίνουν σήμερα στην Συρία και το Ιράκ. Αυτήν την κατάσταση συναντούσα όταν πήγαινα στον Λίβανο, την τραγική εκείνη περίοδο. Οι φοιτητές στην Θεολογική Σχολή μου διηγόταν πολλές τραγικές περιπτώσεις, και ο καθένας είχε μια τρομακτική εμπειρία από την οικογένειά του ή τους φίλους του. Κάθε Παρασκευή που οι φοιτητές έφευγαν από την Θεολογική Σχολή για να πάνε στα σπίτια τους αποχαιρετιόμασταν με την λύπη, με το ενδεχόμενο να μη συναντηθούμε ξανά. Και κάθε Δευτέρα που επέστρεφαν στην Θεολογική Σχολή ήταν ένα πανηγύρι διότι επέστρεψαν ζωντανοί. Στην Βυρηττό, στην Τρίπολη, και στα χωριά της Κούρας, όπου πήγαινα για να ομιλήσω, συναντούσα παντού στρατιώτες με όπλα στα χέρια τους και εξασκούσαν συνεχή έλεγχο. Είδα μπροστά στα μάτια μου να σκοτώνουν ανθρώπους. Μάλιστα, όταν είχα πάει στο Νοσοκομείο της Βηρυττού πληροφορήθηκα ότι εκείνη την ημέρα είχαν προσκομίσει έναν βαρειά τραυματισμένο και ενώ του έκαναν εγχείριση, εκείνοι που τον τραυμάτισαν εισήλθαν βίαια στο χειρουργείο και τον σκότωσαν επάνω στο χειρουργικό κρεββάτι, την ώρα της εγχειρίσεως. Κάποιος άλλος καυχόταν ότι σκότωσε εκατό ανθρώπους και στην ερώτηση γιατί το έκανε απάντησε επειδή του έδωσαν εκατό δολάρια. Έτσι, κάθε ζωή του ανθρώπου κόστιζε ένα δολάριο. Το εκπληκτικό, όμως, είναι ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση συνέχιζε να λειτουργή η ζωή, να είναι ανοικτοί οι Ναοί και οι θρησκευτικοί χώροι λατρείας, να γίνονται γάμοι, βαπτίσεις, οι άνθρωποι να διασκεδάζουν με έναν εκπληκτικό τρόπο.
Όταν θα εκδοθή το βιβλίο μου που προανέφερα θα παρουσιασθή όλη αυτή η κατάσταση που έζησα και θα είναι ένα αποκαλυπτικό ντοκουμέντο στην εποχή μας.
http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=6934&catid=14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου