ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (τῆς Ἀπόκρεω) ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
.
Μιὰ ἄλλη “ἀνάγνωση” (ἑρμηνεία) “πνευματικότερη” ἀπὸ τὴν κάπως
παρεξηγημένη τῆς “ἱδρυματικῆς φιλανθρωπίας” -καὶ γιὰ τοῦτο εὔπεπτη-
ἐπὶ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐσχάτης Κρίσεως μᾶς δίνει ὁ ἅγ. Συμεὼν
ὁ Νέος Θεολόγος (ὁ τρίτος ποὺ τιμήθηκε μὲ τὴν ἐπωνυμία Θεολόγος, μετὰ
τὸν Μεγαλόπνοο Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό) στὴν
ἐνάτη Κατήχησή του (S .C. 104, σελ. 114-118).
Ἀποσύρει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἐξωστρεφοῦς ἢ ἀκόμα καὶ
ἀκτιβιστικῆς “φιλανθρωπίας” καὶ τὴν ἐπικεντρώνει στὸ μόνο μεγάλο θέμα,
στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στὴν
φιλανθρωπία ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ ἐπιδείξει καὶ νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος
στὴν ἀλλοτριωμένη, διψασμένη, πεινασμένη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὰ πάθη
ψυχή του. Καὶ καταλήγει μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιγραμματικό: «Σεαυτὸν οὐκ
ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ: Ἂν δὲν ἐλεήσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».
. Σήμερα, ἐποχὴ τῶν μεγάλων παραχαράξεων ἀξίζει ἡ προσέγγιση στὴν πατερικὴ ΧΑΡΑΞΗ.
Τὸ πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται σὲ μερικὰ κομμάτια ἀπὸ ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά.
(π. Ἀθ. Σ. Λ.)
Πῶς δὲ καὶ οἱ κατὰ τὸ δοκεῖν
πτωχοὶ γεγονότες – ὥσπερ Χριστὸς ὁ Θεός, πλούσιος ὤν, ἐπτώχευσε δι᾿
ἡμᾶς- , αὐτοὺς ἡμᾶς ἐλεοῦντες τὸν δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον ὡς ἡμεῖς ἐλεεῖν
λογιζόμεθα; Νόει μοι καλῶς τὸ λεγόμενον. Ἐγένετο ὁ Θεὸς διὰ σὲ πτωχὸς
ἄνθρωπος, γενέσθαι χρεωστεῖς καὶ σύ, ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, ὅμοιος ἐκείνῳ
πτωχός. Πτωχὸς ἐκεῖνος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, πτωχός σύ κατά τήν
Θεότητα. Σκόπησον (ἐξέτασε) τοίνυν πῶς θρέψεις αὐτόν, πρόσεχε ἀκριβῶς.
. Ἐπτώχευσεν ἵνα σὺ πλουτήσῃς, ἵνα σοὶ μεταδῷ τοῦ πλούτου τῆς
χάριτος αὐτοῦ· διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν ἐκεῖνος, ἵνα μεταλάβῃς σὺ τῆς
ἐκείνου Θεότητος. Ὅταν γοῦν σεαυτὸν πρὸς ὑποδοχὴν αὐτοῦ εὐτρεπίσῃς, τότε
ὑποδεχθήσεσθαι αὐτὸν ὑπὸ σοῦ λέγεται. Ὅταν δὲ δι᾿ ἐκεῖνον πεινᾷς σὺ καὶ
διψᾷς, τροφὴ ἐκείνῳ καὶ πόσις ταῦτα λογίζεται. Πῶς; Ὅτι διὰ τούτων καὶ
τῶν τοιούτων ἔργων καί πράξεων καθαίρεις σου τήν ψυχήν καί τοῦ λιμοῦ καί
τοῦ ῥύπου τῶν παθῶν ἀπαλλάττεις σαυτόν· καί ὁ ἀναδεξάμενός σε οὕτω καί
ἰδιοποιησάμενος τά κατά σέ πάντα Θεός καί θεόν σε ποιῆσαι ἐπιποθῶν, ὡς
ἐκεῖνος ἐγένετο ἄνθρωπος, ἅπερ ποιεῖς σεαυτῷ, ἐκεῖνος ταῦτα πανθάνειν
λογίζεται καί λέγει· “Ἐφ᾿ ὅσον ἐποίησας τῇ ἐλαχίστῃ ψυχῇ σου, ἐμοί ἐποίησας”. (Ἐπτώχευσε
ὁ Θεός, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἐσύ, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς
Χάριτός Του. Γι᾽ αὐτὸ ἔλαβε σάρκα Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ μεταλάβεις ἐσὺ τῆς
Θεότητος Ἐκείνου. Ὅταν λοιπόν εὐτρεπίσεις τὸν ἑαυτό σου πρὸς ὑποδοχή
Του, τότε λέγεται ὅτι γίνεται ὑποδοχὴ σ᾽Αὐτὸν ἀπὸ σένα. Κι ὅταν γιὰ
Ἐκεῖνον πεινᾶς ἐσὺ καὶ διψᾶς, τότε αὐτὰ [ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα] λογίζονται
[θεωροῦνται, “πιάνονται”] γιὰ Ἐκεῖνον τροφὴ καὶ πόση. Πῶς; Διότι μ᾽ αὐτὰ
καὶ τὰ παρόμοια ἔργα καὶ πράξεις καθαρίζεις τὴν ψυχή σου καὶ
ἀπαλλάττεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν λιμὸ καὶ τὸν ρύπο τῶν παθῶν. Καὶ ὁ
Θεός ποὺ ἔτσι σὲ ἀναδέχθηκε καὶ πῆρε ἀπάνω του σὰν δικά του ὅλα ὅσα σὲ
ἀφοροῦν καὶ ποθεῖ δυνατὰ νὰ σὲ κάνει θεό, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος,
ὅ,τι κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου Ἐκεῖνος τὰ λογαριάζει πὼς τὰ παθαίνει ὁ
Ἴδιος καὶ λέει: «Ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἔκανες γιὰ τὴν ἐλαχίστη ψυχή σου, γιὰ μένα
τά ᾽κανες.»)
Διὰ ποίων γὰρ ἄλλων ἔργων οἱ ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσι τῷ Θεῷ
εὐηρέστησαν, εἰ μὴ δι᾿ ἀγάπης πάντως καὶ μετανοίας καὶ πίστεως – πάντα
γὰρ τὸν κόσμον ἀφέντες καὶ αὐτῷ μόνῳ ἀκολουθήσαντες, διὰ μετανοίας καὶ
δακρύων ἐδέξαντό τε αὐτὸν καὶ ἐξένισαν, ἔθρεψάν τε καί διψῶντα ἐπότισαν
-, ἄλλως δέ πάντες πάντως οἳ ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος υἱοὶ Θεοῦ
χρηματίζουσιν, ἐλάχιστοι δὲ καὶ κατὰ κόσμον εἰσὶ καὶ πτωχοί; Οἱ οὖν
γνόντες ἐν αἰσθήσει ψυχῆς ὅτι υἱοί γεγόνασι τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι ἀνέχονται
κόσμῳ καλλωπισθῆναι φθαρτῷ, ἐνδεδυμένοι γάρ εἰσι τὸν Χριστόν. Τίς δὲ
ἀνθρώπων καταδέξεταί ποτε, πορφύρᾳ βασιλικῇ ἐστολισμένος, ῥυπῶντα και
διερρωγότα χιτῶνα ἐπάνω ταύτης ἐνδύσασθαι; Οἱ δέ μὴ τοῦτο εἰδότες καὶ
γυμνοί τοῦ βασιλικοῦ ὄντες ἐνδύματος, σπουδάσαντες δέ διά μετανοίας καί τῶν ἄλλων, ὡς εἴπομεν, ἀγαθοεργιῶν καί ἐνδυσάμενοι οὕτω τὸν Χριστόν, αὐτὸν ἐκεῖνον ἐνδύουσι τὸν Χριστόν· χριστοὶ γὰρ καὶ αὐτοί, ὡς υἱοί Θεοῦ ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος, πέλουσιν. Εἰ
δέ μή τοῦτο ποιήσουσιν, ἀλλά τούς γυμνούς μέν ἅπαντας, τούς ἐν τῷ
κόσμῳ, ἐνδύσουσιν, ἑαυτούς δέ γυμνούς καταλείψουσι, τί ὠφέλησαν; (Ἂν
ὅμως δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ ντύσουν ὅλους γενικῶς τοὺς γυμνούς ποὺ
εἶναι στὸν κόσμο καὶ ἀφήσουν (πνευματικὰ) γυμνοὺς τοὺς ἑαυτούς τους, τί
ὠφελήθησαν;) Εἶτα πάλιν, ἀδελφοὶ Χριστοῦ οἱ βαπτισθέντες εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λεγόμεθα· καὶ
οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ μέλη ἐσμέν αὐτοῦ.
. Ἀδελφὸς οὖν ὑπάρχων αὐτοῦ καί μέλος, ἐὰν πάντας μὲν ἄλλους
τιμήσῃς, ξενίσῃς, θεραπεύσῃς, σεαυτόν δέ παρίδῃς καί διά πάντων οὐκ
ἀγωνίσῃ εἰς τό ἀκρότατον τῆς κατά Θεόν πολιτείας καί τιμῆς ἀνελθεῖν,
ἀλλά λιμῷ ὀκνηρίας ἤ δίψει ῥᾳθυμίας ἤ
φυλακῇ στενωτάτῃ τοῦδε τοῦ ῥυπαροῦ σώματος διά γαστριμαργίας ἤ
φιληδονίας τήν σεαυτοῦ ψυχήν καταλείψῃς ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν, ἐν βαθυτάτῳ
σκότει κειμένην ὡσεί νεκράν, οὐχί τόν τοῦ Χριστοῦ ἐνύβρισας ἀδελφόν;
Οὐχί πεινῶντα αὐτόν καί διψῶντα κατέλιπες; Οὐχί φυλακῇ ὄντα οὐκ ἐπεσκέψω
αὐτόν; Τοιγαροῦν καί διά τοῦτο ἀκούσεις· “Σεαυτόν οὐκ ἠλέησας, οὐκ
ἐλεηθήσῃ”. (Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶσαι
ἀδελφὸς καὶ μέλος Του, ἐὰν τιμήσεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φιλοξενήσεις,
καὶ τοὺς φροντίσεις καὶ συγχρόνως παραμελήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν
ἀγωνιστεῖς μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ἀνέλθεις στὸ ἀκρότατο ἐπίπδεδο τῆς κατὰ
Θεὸν πολιτείας καὶ τιμῆς, ἀλλὰ ἐγκαταλείψεις στὸν λιμὸ τῆς ὀκνηρίας ἢ
στὴν δίψα τῆς ραθυμίας ἢ στὴν στενωτάτη φυλακὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ρυπαροῦ
σώματος διὰ τῆς γαστριμαργίας ἢ φιληδονίας τὴν ψυχή σου βρωμερή,
κατάξερη καὶ πεταμένη στὸ βαθύτατο σκοτάδι σὰν νεκρή, ἄραγε (μὲ ὅλα
αὐτά) δὲν καταδικάζεις τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ; Ἄραγε δὲν τὸν
ἐγκατέλειψες ποὺ ἦταν πεινασμένος καὶ διψασμένος; Ἄραγε δὲν τὸν ἄφησες
χωρὶς ἐπίσκεψη ποὺ ἦταν στὴν φυλακή; Χωρὶς ἄλλο λοιπὸν δικαιολογημένα θὰ
ἀκούσεις : «Τὸν ἑαυτό σου δὲν ἐλέησες, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».)
http://christianvivliografia.wordpress.com
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
Πῶς δέ καί ἐμεῖς πού γίναμε φαινομενικά πτωχοί-ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός ὁ Ὁποῖος ἐνῶ εἶναι πλούσιος, ἔγινε γιά μᾶς πτωχός- ὅταν ἐλεοῦμε τόν ἑαυτό μας
θεωρούμεθα ὅτι ἐλεοῦμε Αὐτόν, πού ἔγινε ὅπως ἐμεῖς; Πρόσεξε καλά αὐτό
πού θά πῶ. Ὁ Θεός ἔγινε γιά σένα πτωχός ἄνθρωπος· ὀφείλεις καί σύ πού
πιστεύεις σ' Αὐτόν νά γίνεις ὅμοιος μ' Ἐκεῖνον πτωχός. Ἐκεῖνος ἔγινε
πτωχός κατά τήν ἀνθρωπότητα ( ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς
παρουσιάστηκε καλύπτοντας τή Θεότητά Του), καί σύ γίνου πτωχός κατά τήν θεότητα (ἀφοῦ ζεῖς μέσα στήν κατάσταση τῆς ἀπενεργοποίησης τῆς Θείας Χάρης, μέσα στήν ἁμαρτία· ὀφείλεις νά τό παραδεχθεῖς καί νά μετανοήσεις). Ἐξέτασε λοιπόν πῶς θά Τόν θρέψεις.
Μέ ποῖα ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν στό Θεό αὐτοί πού ἔζησαν στά σπήλαια καί στά ὄρη παρά
διά τῆς ἀγάπης καί τῆς μετανοίας καί τῆς πίστεως; Διότι ἀφοῦ ἄφησαν
ὅλον τόν κόσμο καί Αὐτόν μόνον ἀκολούθησαν, Τόν ἐδέχθηκαν καί Τόν
φιλοξένισαν διά τῆς μετανοίας καί τῶν δακρύων, καί Τόν ἔθρεψαν καί ἐνῶ
ἦταν διψασμένος Τόν ἐπότισαν. Ἄλλωστε ὁπωσδήποτε ὅλοι ὅσοι ἀπό τό Ἅγιο
Βάπτισμα ὀνομάζονται «υἱοί Θεοῦ» εἶναι μικροί στόν κόσμο καί φτωχοί;[Δέν
εἶναι ὅλοι πτωχοί κατά κόσμον, ἀλλά γίνονται πτωχοί στό πνεῦμα δηλαδή
ταπεινοί ἐφ' ὅσον θέλουν νά εὐαρεστήσουν στό Θεό].
Ὅσοι λοιπόν μέ
αἴσθηση ψυχῆς ἐγνώρισαν [ἐπειδή πίστεψαν καί ἄρχισαν νά τηροῦν τίς θεῖες
ἐντολές] ὅτι ἔγιναν «υἱοί τοῦ Θεοῦ», δέν ἀνέχονται πλέον νά στολίζονται
μέ φθαρτά στολίδια, ἀφοῦ εἶναι ἐνδεδυμένοι τόν Χριστό. Ποῖος ἄλλωστε
ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐνῶ εἶναι ἐνδεδυμένος μέ βασιλική πορφύρα θά
καταδεχθεῖ ποτέ νά φορέσει πάνω ἀπό αὐτή βρώμικο καί σχισμένο χιτῶνα;
Αὐτοί δέ πού δέν τό γνώριζαν αὐτό καί ἦσαν στερημένοι τοῦ βασιλικοῦ
ἐνδύματος, ἀλλά φρόντισαν μέ τήν μετάνοια καί τίς ἄλλες ὅπως εἴπαμε
ἀγαθοεργίες καί ἐνδύθηκαν ἔτσι τόν Χριστό, αὐτοί Αὐτόν πράγματι ἐνδύουν,
τόν Χριστό. Διότι καί αὐτοί γίνονται χριστοί ὡς υἱοί Θεοῦ ἀπό τό θεῖο
Βάπτισμα.
Ἂν
ὅμως δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ ντύσουν ὅλους γενικῶς τοὺς γυμνούς ποὺ
εἶναι στὸν κόσμο καὶ ἀφήσουν (πνευματικὰ) γυμνοὺς τοὺς ἑαυτούς τους, τί
ὠφελήθησαν; Ἔπειτα πάλι λεγόμαστε «ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ», ὅσοι εἴμαστε
βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος·
καί ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά καί μέλη Του εἴμαστε.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶσαι
ἀδελφὸς καὶ μέλος Του, ἐὰν τιμήσεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φιλοξενήσεις,
καὶ τοὺς φροντίσεις καὶ συγχρόνως παραμελήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν
ἀγωνιστεῖς μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ἀνέλθεις στὸ ἀκρότατο ἐπίπδεδο τῆς κατὰ
Θεὸν πολιτείας καὶ τιμῆς, ἀλλὰ ἐγκαταλείψεις στὸν λιμὸ τῆς ὀκνηρίας ἢ
στὴν δίψα τῆς ραθυμίας ἢ στὴν στενωτάτη φυλακὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ρυπαροῦ
σώματος διὰ τῆς γαστριμαργίας ἢ φιληδονίας τὴν ψυχή σου βρωμερή,
κατάξερη καὶ πεταμένη στὸ βαθύτατο σκοτάδι σὰν νεκρή, ἄραγε (μὲ ὅλα
αὐτά) δὲν καταδικάζεις τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ; Ἄραγε δὲν τὸν
ἐγκατέλειψες ποὺ ἦταν πεινασμένος καὶ διψασμένος; Ἄραγε δὲν τὸν ἄφησες
χωρὶς ἐπίσκεψη ποὺ ἦταν στὴν φυλακή; Χωρὶς ἄλλο λοιπὸν δικαιολογημένα θὰ
ἀκούσεις : «Τὸν ἑαυτό σου δὲν ἐλέησες, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου