Κάποτε,
τήν ὥρα πού προσευχόταν μέ τά μάτια προσηλωμένα στούς οὐρανούς, ἔλαμψε ξάφουν
γύρω του θεῖο καί οὐράνιο φῶς. Συνάμα παρουσιάστηκε κι ἕνας λευκοντυμένος ἄγγελος
μέ στολή διακόνου, πού κρατοῦσε χρυσό θυμιατό.
Θύμιασε πρῶτα πρός τόν οὐρανό κι ἔπειτα τό Νήφωνα. Μετά στάθηκε δίπλα του καί σιγόψαλλε...
Σέ λίγο βλέπει ὁ ἅγιος
τίς πύλες τ’ οὐρανοῦ ν’ ἀνοίγουν καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καί
νά κατεβαίνουν σάν μέλισσες, μεταφέροντας τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού
πέθαιναν. Βλέπει καί ἀρκετούς μαύρους
–τά ἐναέρια τελώνια- πού πάσχιζαν ν’ ἁρπάξουν καί νά γκρεμίσουν κάτω τίς ψυχές .
Οἱ ἄγγελοι ὅμως ἀντιστέκονταν δυναμικά στά πονηρά πνεύματα τοῦ αἰθέρα,
μαστιγώνοντάς τα καί σώζοντας τίς ψυχές.
Κάποια στιγμή βλέπει δυό ἀγγέλους ν’ ἀνεβάζουν
μιά ψυχή στόν οὐρανό. Μόλις ὅμως
πλησίασαν στό τελώνιο τῆς πορνείας, ὁ ἄρχοντας τοῦ τελωνίου ἄρχισε νά ταράζεται
καί ν’ ἀγανακτεῖ.
-Φανέρωσέ μας, ποιάν ἐξουσία
ἔχεις ἐπάνω της, τοῦ λένε οἱ ἄγγελοι.
-Μέχρι τά τελευταῖα
της, ἀποκρίθηκε ὁ δαίμονας, κυλιόταν στήν ἀκολασία. Καί σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, τολμοῦσε νά
κατακρίνει καί τούς ἄλλους! Θέλετε
λοιπόν κι ἄλλα παραπτώματα, χειρότερα ἀπ’ αὐτά;
Οἱ ἄγγελοι θέλησαν νά ὑπερασπιστοῦν
τήν ψυχή.
-Ναί, εἶπαν, ξέρουμε
πώς ἦταν ὑποδουλωμένη σ’ αὐτά τά πάθη, ἀλλά τά ἔκοψε λίγο πρίν πεθάνει.
-Ὄχι, δέν εἶναι δέν εἶναι
ὅπως τά λέτε! Διαμαρτυρήθηκε ἀγριεμένο
τό πονηρό πνεῦμα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πέθανε ἀμετανόητος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή ἁμάρτανε. Οὔτε ἐξομολογήθηκε
ποτέ, μά οὔτε καί σταμάτησε νά παρανομεῖ.
Ξεψύχησε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό εἶναι ὁλότελα δικός μου!
Τοῦ λέει τότε ἕνας ἀπό
τούς ἀγγέλους αὐστηρά:
-Δέν θά πιστέψουμε βέβαια ἐσένα, ἀκάθαρτε, πού εἶσαι ἐχθρός τοῦ
Θεοῦ καί πρωτοψεύτης. Θά καλέσουμε τόν ἄγγελό
του, αὐτό πού τοῦ δόθηκε στό ἅγιο βάπτισμα σάν φύλακας καί προστάτης. Ἐκεῖνος
θά μᾶς πεῖ τήν ἀλήθεια.
Τόν κάλεσαν λοιπόν
–γιατί παραστεκόταν ἀκόμα στό σῶμα μέχρι τήν ταφή του-καί τοῦ λένε:
-Πές μας, ἀδελφέ, αὐτή ἡ
ψυχή μεταμελήθηκε γιά τίς ἁμαρτίες της ἤ πέθανε μαζί τους; Θέλουμε τήν καθαρή ἀλήθεια.
-Ἐγώ δέν εἶμαι οὔτε ἄνθρωπος
οὔτε πονηρό πνεῦμα γιά νά λέω ψέματα, ἀπάντησε ὁ ἄγγελος. Ἐνώπιον λοιπόν τοῦ
Θεοῦ σᾶς βεβαιώνω ὅτι, ἀπ’ τήν ὥρα πού αὐτός ἐδῶ ἀρρώστησε καί πρίν ἀκόμα
βαρύνει, συλλογίστηκε –δέν ξέρω πῶς- τό θάνατο.
Καί ἄρχισε νά κλαίει καί νά μετανοεῖ καί νά ἐξομολογεῖται στόν Κύριο τίς
ἁμαρτίες του, σηκώνοντας συχνά-πυνκνά τά χέρια του ἱκετευτικά στόν οὐρανό. Ἄν
τώρα τόν συγχώρεσε ὁ Θεός μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει –καί μακάρι νά τόν συγχώρεσε,
ἀφοῦ καί θέλει καί μπορεῖ- δέν ξέρω. Ἄν
πάλι ὄχι, δόξα στή δικαιοκρισία Του!
Μόλις τ’ ἄκουσαν αὐτά οἱ
ἄγγελοι, περιγέλασαν τό δαίμονα περιφρονητικά.
Πῆραν τήν ψυχή καί προχώρησαν πρός τόν οὐρανό, ἐλευθερώνοντάς την ἀπ’ τήν
δαιμονική παγίδα.
Ἔπειτα βλέπει ὁ ἄγιος
ν’ ἀνεβάζουν ἄλλη ψυχή, ἑνός ἀνθρώπου σκληροῦ, ὀργίλου καί φιλάργυρου.
Σκληρές ἦταν γι’ αὐτόν
οἱ κατηγορίες καί οἱ ἔλεγχοι τῶν δαιμόνων.
Τοῦ ἀράδιαζαν ἕνα-ἕνα τά αἰσχρά λόγια καί τίς βρισιές πού ξεστόμιζε, ὅσο
ζοῦσε, καθώς καί ὅλα τ’ ἄλλα κακά πού ἔκανε.
Οἱ ἄγγελοι ὅμως τόν ὑπερασπίζονταν,
λέγοντας πώς ἔχει κάποια δικαιώματα σωτηρίας.
Κι ἔφερναν γι’ αὐτό μερικά παραδείγματα: Πολλές φορές στή ζωή του, ἐνῶ
σκεφτόταν νά κάνει κάτι κακό, ξαφινικά μετανοοῦσε καί δέν τό πραγματοποιοῦσε, ἐνῶ
κατηγοροῦσε κι ἐλεεινολογοῦσε τόν ἑαυτό
του. Ἄλλοτε πάλι ἐρχόταν σέ συναίσθηση καί κατάνυξη, στέναζε πικρά καί
δάκρυζε. Καμιά φορά ἔδινε καί λίγη ἐλεημοσύνη
στούς φτωχούς.
Γνωρίζοντάς τα ὅλ’ αὐτά
οἱ φωτεινοί ἄγγελοι, ἀντιστέκονταν στούς δαίμονες καί ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Θεός, ὁ
ἐλεήμων, θά ἐλεήσει κι αὐτή τήν ψυχή.
Οἱ δαίμονες ἔχασαν τήν
ψυχραιμία τους. Ἀναστατώθηκαν, ταράχθηκαν.
-Μά αὐτός, ξέσπασαν, ἀπ’
τά νιάτου ἔκανε.... καί τί δέ ἔκανε!... Πράγματα πού δέν πρέπουνε σέ
χριστιανό! Δέν ἦταν πού πόρνευε μονάχα,
μά καί σοδομιτικές ἁμαρτίες ἔφτανε νά κάνει!
Ποῦ νά βάλουμε μετά καί τίς βρισιές καί τά ξεσπάσματα τῆς ὀργῆς
του! Ἀλλά τί εἶν’ ὅλα τοῦτα μπροστά στά χειρότερα καί
φοβερότερα; Γιατί ἔκανε -ἀκοῦστε καί
φρίξε- ἀκόμα καί φόνους! .... Τί λέτε λοιπόν τώρα; Ἄν ταιριάζει σωτηρία σ’ ἕνα
τέτοιο ὑποκείμενο, τότε πάρτε ὅλο τόν κόσμο καί ὅλους τούς ἁμαρτωλούς τῆς γῆς,
καί σῶστε τους τζάμπα. Κι ἐμεῖς νά τό
ξέρουμε πιά, πώς ἄδικα ταλαιπωρούμαστε καί συγχυζόμαστε!
-Ἀκοῦστε, ἄθλιοι! τούς λένε οἱ ἄγγελοι. Ὅλες αὐτές τίς ἁμαρτίες
τῆς νιότης του τίς ἔκοψε. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν συγχώρεσε. Μά καί πάλι, ἄν
καμιά φορά ἀπό κακή συνήθεια, ἔπεφτε σέ κανένα σφάλμα, τό ξέπλενε μέ τά δάκρυα
καί τή μετάνοια καί τήν αὐτομεμψία, καθώς καί πολλές ἐλεημοσύνες. Τί θέλετε
λοιπόν, ἀνήμερα θηρία; Νά κολαστεῖ αὐτή ἡ ψυχή; Ὄχι! Τό ξέρετε δά, πονηροί, πώς
ὁ Θεός τιμωρεῖ μονάχα γιά τίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες πού δέν φανερώθηκαν μέ τήν ἐξομολόγηση.
Ὅσες ὅμως τίς ἐξομολογηθοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ δάκρυα καί ταπείνωση καί δέν τίς
ξανακάνουν τίς ἐξαφανίζει ἡ θεία εὐσπλαχνία.
Μ’ αὐτά τά λόγια οἱ ἄγγελοι
ἐξουδετέρωσαν τούς ἰσχυρισμούς τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Τά παραμέρισαν καί
πέρασαν τήν πύλη τ’ οὐρανοῦ μαζί μέ τήν ψυχή, πού γλύτωσε κι αὐτή τήν κόλαση
καί ἀξιώθηκε νά λάβει δωρεάν τή σωτηρία ἀπό τόν Κύριο.
Σέ λίγο βλέπει πάλι ὁ
μακάριος ν’ ἀνεβάζουν ἄλλη ψυχή, πού ἦταν πολύ εὐλαβής καί θεοσεβούμενη. Σ’ ὅλη της τή ζωή δέν ἔκανε ἄλλο ἀπό
καλοσύνες κι ἐλεημοσύνες. Ἀγαποῦσε ἀδιάκριτα ὅλους τούς ἀνθρώπους, φίλους καί ἐχθρούς. Κι ὥς τήν ἔξοδό της ἔζησε μέ ἁγνεία,
σωφροσύνη καί σεμνότητα.
Τά ἐναέρια πνεύματα τήν
ἀπειλοῦσαν, τρίζοντας τά δόντια τους. Καί ἡ καϋμένη ἡ ψυχή, τρομαγμένη ἀπ’ τήν ἀγριότητά
τους, ζάρωνε στή ἀγκαλιά τῶν ἀγγέλων.
Στό μεταξύ, ἄλλοι ἄγγελοι, πού κατέβαιναν γιά νά παραλάβουν ψυχές, τήν
πλησίαζαν καί τήν ἀσπάζονταν μέ στοργή.
Ὅταν, τέλος πάντων, ἡ ἁγία
ἐκείνη ψυχή ἔφτασε στήν πύλη τ’ οὐρανοῦ, βλέπει ὁ ὅσιος νά ξεπροβάλλουν ἀπ’ ὅλα
τά σημεῖα τοῦ στερεώματος ἀναρίθμητοι ἄγγελοι, φωτεινοί καί πασίχαροι, πού τήν ἀγκάλιαζαν
καί τή γλυκοφιλοῦσαν, λέγοντας:
-Δόξα νά ’χει ὁ Θεός,
πού λύτρωσε καί τούτη τήν ψυχή ἀπ’ τόν φοβερό δράκοντα!
Καί ὅσο προχωροῦσε στά ἐνδότερα
τῶν ἐπουράνιων σκηνωμάτων, τόσο καί πλήθαιναν οἱ ἄγγελοι πού ἔτρεχαν κοντά της
γιά νά τήν ἀσπασθοῦν μέ χαρά. Ἔτσι πάντα χαίρονται οἱ οὐράνιες δυνάμεις γιά
κάθε ἄνθρωπο πού σώζεται.
Ὅταν πιά οἱ ἄγγελοι ἔφεραν
τήν ψυχή στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, τήν παρέδωσαν στά χέρια τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἐκεῖνος τή μακάρισε καί τήν πρόσφερε σάν ἅγια θυσία στόν Πατέρα
Του. Κι ἀμέσως τήν τύλιξε μέ τή χάρη Του
τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν πλημμύρισε μέ τήν ἀθάνατη ἡδονή τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὕστερα ἡ ψυχή
παραδόθηκε στόν ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ, τόν ἄρχοντα τῆς Διαθήκης, γιά νά τήν ὁδηγήσει
στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί μακαριότητα, ὅπως γίνεται μέ ὅλες τίς ψυχές.
Καί νά! Βλέπει τώρα ὁ ὅσιος θέαμα θλιβερό: Τούς
δαίμονες νά σέρνουν βάναυσα μιά ψυχή στά καταχθόνια. Ἦταν κάποιου δούλου, πού
πρίν ἀπό λίγο εἶχε αὐτοκτονήσει. Εἶχε κρεμαστεῖ!
Ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε
πιό πίσω, κλαίγοντας πικρά γιά τήν ἀπώλειά του.
-Ἄχ, τούς πανούργους
δαίμονες, ἔλεγε μέσα στά δάκρυά του, πού βάζουν τούς ἀνθρώπους νά κάνουν τόσα
κακά! Νά, ὁ κύριος τοῦ δούλου αὐτοῦ, μέ δαιμονική ὑποκίνηση, ἐξαγριωνόταν χωρίς
σοβαρό λόγο μαζί του, τόν χτυποῦσε ἀλύπητα καί τόν ἄφηνε νηστικό. Κι αὐτός ὁ ταλαίπωρος, ἀπ’ τήν ἀπόγνωση πού
τοῦ ἔσπειραν οἱ δαίμονες, πῆρε σκοινί καί κρεμάστηκε. Κι ἔτσι προσφέρθηκε ὁλόκληρος θυσία στόν
διάβολο, καί μάλιστα μέ τά ἴδια του τά χέρια.
Ἀλίμονό μου! Αὐτόν πού μοῦ ἔδωσε ὁ
Θεός νά φυλάω, μοῦ τόν ἅρπαξε ἀναπάντεχα ὁ σιχαμερός δράκοντας καί τόν
κατάπιε! Συμφορά μου! Πῶς θά παρουσιαστῶ στόν Κύριο; Καί πῶς
θ’ ἀντικρύσω τόν Πλάστη μου λυπημένο γιά
τό χαμό τῆς ταλαίπωρης τούτης ψυχῆς.....
Ἐνῶ θρηνοῦσε ἔτσι ὁ ἄγγελος,
κατέβηκε ἄλλος ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, πού τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε:
-Ὁ πατέρας μας, ὁ
Κύριος Σαβαώθ, σοῦ δίνει αὐτήν τήν προσταγή: ‟Πήγαινε
στή Ρώμη, ὅπου τήν ὥρα τούτη βαπτίζεται τό παιδί ἐνός στρατιώτη. Θ’ ἀναλάβεις
νά τό φυλᾶς μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό βάπτισμα. Κι ἐγώ θά τιμωρήσω τόν κύριο τοῦ δοῦλου καί
θά τόν μάθω νά μήν ὀργίζεται μ’ αὐτούς πού τοῦ δουλεύουν, οὔτε νά τούς χτυπάει
οὔτε νά τούς ἀφήνει νηστικούς. Καί
μάλιστα, ὅταν δέν τοῦ φταῖνει σέ τίποτα’’.
Αὐτά εἶπε ὁ ἄγγελος στόν
ὅμοιό του κι ἀνέβηκε πάλι στόν οὐρανό. Ὁ ἄλλος τότε ἔφυγε χωρίς ἀργοπορία γιά
τή Ρώμη, ἐκπληρώνοντας τήν προσταγή τοῦ Θεοῦ.
Τότε ὅμως βλέπει ὁ ὅσιος
ν’ ἀνεβαίνει μιά ψυχή στόν αἰθέρα μέσα σέ πολλή ταραχή καί φασαρία. Τί συνέβαινε; Πλήθη δαιμόνων, μέ φωνές καί
θορύβους, ἀγωνίζονταν ν’ ἁρπάξουν τήν ταλαίπωρη ἐκείνη ψυχή, πού -ἀλίμονο- ἀνῆκε
σέ κληρικό!
Ἦταν ἕνας ἱερέας πού
λεγόταν Ἐλευθέριος, καί εἶχε περάσει τήν ζωή του μέσα σέ φρικτές σαρκικές ἁμαρτίες.
Μέχρι καί φόνους εἶχε κάνει! Παραφύλαγε τίς νύχτες στούς δρόμους καί σκότωνε
διαβάτες. Μετά ἔπαιρνε τά ροῦχα τους καί τά πουλοῦσε, γιά νά ταΐζει τίς
παράνομες συντρόφισσές του!
Ἀνεβαίνοντας λοιπόν ἡ ἄθλια
ψυχή του, δέν πρόφτασε νά περάσει οὔτε τό τρίτο τελώνιο. Ἅπλωσε θαρρετά ὁ
δαίμονας τά χέρια του, τήν ἅρπαξε μέσ’ ἀπό τά χέρια τῶν ἀγγέλων καί τήν
γκρέμισε στή γῆ. Ἀπό κεῖ τήν πῆραν ἄλλοι δαίμονες καί, χτυπώντας την χαιρέκακα,
τήν κατέβασαν στήν ἄβυσσο καί τήν παρέδωσαν δεμένη μαζί μέ τίς ὅμοιές της ἄνομες
ψυχές μέχρι τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.
Γυρίζοντας πίσω στή
θέση τους οἱ ζωφεροί δαίμονες, φούσκωναν ἀπό καμάρι καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Βλέπεις; Ἀκόμα καί
κληρικό τοῦ Ναζωραίου νικήσαμε καί τσακίσαμε κάτω ἀπ’ τά πόδια μας! (Μέ ἄλλο ὄνομα
δέν τολμᾶνε ν’ ἀποκαλέσουν τόν Κύριο, παρά Ναζωραίο ἤ Ἰησοῦ).
Ἕνας τους ὅμως κούνησε
μέ καϋμό τό κεφάλι καί τούς θύμισε μιά πικρή ἀλήθεια:
-Καί τί καυχιόμαστε πού
ξεπαστρέψαμε ἕναν ταλαίπωρο παπά; Ἔχω ἐγώ νά σᾶς δείξω ἀναρίθμητους ἄλλους, πού
λάμπουν ἀπό ἀρετή καί δέν μποροῦμε οὔτε νά τούς ἀγγίξουμε....
-Ἄς μήν εἶχαν τό σημάδι
τοῦ Ἰησοῦ, τόν διέκοψαν οἱ ἄλλοι, πού τούς προστατεύει ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές σάν
ὀχυρό τεῖχος, καί θά ’βλεπες τή δύναμή μας!
-Καί γιατί νά φοβόμαστε
τό ξύλο, ὅπου καρφώθηκε ὁ Ναζωραῖος; Αὐτό πιά δείχνει ὅτι ξεπέσαμε τελείως!
-Δέν εἶν’ ὁ φόβος τοῦ
ξύλου, τό ξέρεις καλά, μά τῆς φοβερῆς φωτιᾶς πού ξεχύνει.
-Καί νά ’βγαινε
μονάχα ἀπ’ τό ξύλο ἡ φωτιά θά ἦταν μικρό
τό κακό. Μά κι ὅταν ἀκόμα οἱ χριστιανοί σχηματίζουν μέ τό χέρι τους αὐτό τό
σημεῖο καί σφραγίζουν τό σῶμα τους, καί τότε...πώ πώ, τί φλόγες εἶν’ αὐτές πού
πετάγονται καί μᾶς καῖνε!
Οἱ ἄλλοι κατάλαβαν πώς
εἶχε θυμηθεῖ κάποιο μεγάλο πάθημά του.
Γιά νά τόν πιάσουν λοιπόν, τοῦ λένε:
-Καί ποῦ τάχα τά
δοκίμασε ἐσύ ὅλ’ αὐτά πού λές καί μᾶς ἀπελπίζεις;
-Εἶναι στήν
Κωνσταντινούπολη ἕνας ἄνθρωπος πού λέγεται Νήφων, ἐχθρός μας μεγάλος. Στά νιάτα του λοιπόν τοῦ ριχτήκαμε κι ἐγώ καί
ἄλλοι δικοί μας. Τόν τρελάναμε στίς ἐπιθέσεις,
στούς γαργαλισμούς καί στούς αἰσχρούς λογισμούς. Τόσο πολύ τόν ἀνάψαμε καί τόν
πυρώσαμε, πού τελικά ἔπεσε στήν ἁμαρτία. Ἐμεῖς σκιρτήσαμε ἀπό χαρά γιά τή νίκη
μας καί καταγράψαμε μέ καμάρι τήν ἁμαρτία του στά τεφτέρια μας. Αὐτός ὅμως τήν ἴδια
κιόλας ὥρα μετανόησε κι ἄρχισε νά θρηνεῖ καί νά κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του:‟Ὤ! Σ’ αὐτό τό σῶμα, πού θά τό φᾶνε
τά σκουλήκαι ὑπακούω; Σ’ αὐτήν τήν ἐπιθυμία, πού θά μέ παρασύρει στή φωτιά, ὑποτάσσομαι;’’. Καί μ’ αὐτά τά λόγια, λέτε καί μάνιασε. Ἐμεῖς
βέβαια δέν τόν φοβηθήκαμε. Γελούσαμε μπροστά του κοροϊδευτικά. Αὐτός ὅμως, πού εἶναι πανοῦργος καί ξέρει
καλά τ’ ἀδύνατα σημεῖα μας, φώναξε ἀπειλητικά: ‟Τώρα
θά σᾶς δείξω ἐγώ, διεφθαρμένοι δαίμονες!’’.
Σηκώνεται ἀμέσως καί σχηματίζει μέ τό χέρι του πάνω μας τόν τύπο τοῦ
ξύλου τοῦ Ναζωραίου. Ἄχ! Τί νά σᾶς πῶ!
Σά νά πέρασε φωτιά στίς καρδιές μας καί μᾶς κατάκαψε! Στή στιγμή ἐξαφανιστήκαμε. Ἕνας μας μόνο, ὁ
πιό περίεργος καί τολμηρός, στάθηκε ἀπό μακριά γιά νά δεῖ τί θά κάνει ὁ
Νήφων. Τόν εἶδε λοιπόν νά μπαίνει
γρήγορα στήν ἐκκλησία, νά βάζει μετάνοιες στό Θεό καί νά λέει:
‟Κύριε,
ἐγώ εἶμ’ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός,
νέος στήν ἡλικία,
πού μέ τά πάθη μου ἀκόμα πολεμῶ
καί μέ τήν πύρωση τῆς σάρκας.
Γι’ αὐτό μή λογαριάσεις
τούτη τήν πτώση μου σάν ἁμαρτία,
παρακαλῶ Σε, Χριστέ ὁ Θεός.
Ἐσύ, σάν Κύριος, ἔχεις τήν ἐξουσία
καί μόνο μέ τό λόγο Σου
τά πταίσματά μας νά τά σβήνεις’’.
‟Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἱκεσία –συνέχισε τό δαιμόνιο- ἄγγελος
κατέβηκε καί τόν στεφάνωσε γιά τή μετάνοια καί τή συντριβή του. Καί ὅμως, ἔξαλλος
ἐκεῖνος μέ τή σάρκα του, ἄρχισε νά χαστουκίζει τό πρόσωπό του μ’ ὅλη του τή
δύναμη, ὥσπου ἐξαντλήθηκε. Μετά, σηκώνοντας μέ πολλή δυσκολία τά χέρια στόν οὐρανο,
παρακαλοῦσε τό Θεό λέγοντας:
‟Ὁ φρικτός, Ἐσύ,
Πατέρας,
πού γέννησε τόν φοβερό Υἱό
καί πού τά πάντα μέ τό Πνεῦμα Σου γεμίζεις,
ἄκουσέ με, τόν ἀκάθαρτο,
καί παίδεψέ τα τά βδελύγματα,
πού καμαρώνουν σέ βάρος μου.
Γιατί σ’ Ἐσένα μόνο ἔσφαλλα,
ὁ ρυπαρός καί διεφθαρμένος’’.
‟Καί νά! Εὐθύς ὁ ἄγγελος, πού τόν στεφάνωσε, ἔριξε ἀπό
ψηλά ἕνα σπαρτόσκοινο καί μᾶς ἔδεσε ὅλους μαζί. Ὕστερα ἄρχιζε νά μᾶς βγάζει ἕναν-ἕναν
καί νά μᾶς δίνει ἀπό χίλιους ραβδισμούς. Ἐκεῖ καί ν’ ἀκούγατε τά βογγητά μας,
τά ‟ἄχ!’’ καί τά ‟βάχ’’... Ἐκεῖνος ὅμως ἀτόητος μᾶς
χτυποῦσε κι ἔλεγε: ‟Νά! Ἔτσι!
Γιά νά μήν ἀναγκάζεται τούς δούλους τοῦ Θεοῦ νά χτυπᾶνε τό σῶμα τους!’’. Τό πόσο μᾶς τυράννησε ἐκεῖνος ὁ ἄσπλαχνος ἄγγελος,
δέν λέγεται. Κι ἀφοῦ μᾶς ρήμαξε στό
ξύλο, μέ τά χίλια βάσανα μᾶς ἄφησε ἐλεύθερους... Ἀπό τότε λοιπόν, ὅταν ἀντικρύζω
αὐτόν τόν Νήφωνα, γίνομαι ἄφαντος. Τρέμω
μήν πάθω τά ἴδια...
Μέ τά τελευταῖα τοῦτα
λόγια τοῦ δαίμονα, οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νά τόν περιγελᾶνε γιά τό πάθημά του.
-Χά, χά! Τί ἔπαθες, ταλαίπωρε!
Ρεζίλι ἔγινες! Ξεφτιλίστηκες! Φοβιτσιάρη!.....
Στό μεταξύ ὁ δίκαιος
Νήφων, πού μέσα στή θεωρία ἄκουγε ὅσα ἔλεγαν τά πονηρά πνεύματα, ἄρχισε κι αὐτός
νά γελάει μαζί τους.
Σέ λίγο βλέπει ἕναν ἄγγελο
πύρινο νά κατεβαίνει στήν Ἑπτάλοφη*, κρατώντας ἀπειλητικά μιά φοβερή ρομφαία. Ἐκείνη τήν ὥρα κάποιος ἄνθρωπος
ψυχομαχοῦσε κάπου στήν πόλη καί βασανιζόταν οἰκτρά. Ἦταν τοκογλύφος καί ἄσπλαχνος.
Ἀλλά καί τόν δίκαιο Νήφωνα ἔλουζε πάντα μέ βρισιές καί συκοφαντίες. Καί αἱρετικό τόν ἔλεγε καί ὑποκριτή καί ἄλλα
πολλά, κατηγορώντας τον σ’ ὅλο τόν κόσμο: ‟Γιατί
λέει τό καί τό; Γιατί κάνει αὐτό κι ἐκεῖνο;’’. Δέν ἔβλεπε τά χάλια του, ὁ ἄθλιος,
μόνο κοιτοῦσε τούς ἄλλους.
Ἦρθε λοιπόν ὁ ἄγγελος
καί στάθηκε πλάι στό κρεβάτι του μέ τό βλέμμα στραμμένο στόν οὐρανό, περιμένοντας
κάτι. Καί πραγματικά, ἀκούστηκε μιά
φωνή:
-Πάταξε τόν ἀντίχριστο! Μήν τόν λυπᾶσαι τόν ἀκάθαρτο! Κόψε ὀδυνηρά
τήν ἄσωτη ψυχή του ἀπ’ τά δεσμά τοῦ σώματος!
Ὅσο ἔζησε στή γῆ, ἀνάπαυση δέν μοῦ ἔδωσε αὐτός ὁ ἀλιτήριος! Τολμοῦσε μάλιστα νά κατακρίνει καί τόν δοῦλο
μου Νήφωνα. Χτύπα τον ἀνελέητα! Γιά νά μήν πνίγει πιά τούς φτωχούς μέ τίς
τοκογλυφίες του...
Στό ἄκουσμα τῆς φοβερῆς
ἐκείνης προσταγῆς, ὁ ἄγγελος σήκωσε χωρίς δισταγμό τή ρομφαία του καί χτύπησε
κατάκαρδα, μ’ ὅλη του τή δύναμη, τόν ἄθλιο τοκογλύφο. Κι αὐτός τήν ἴδια στιγμή ξεψύχησε, βογγώνας
μέ πόνο καί τρίζοντας τά δόντια. Ὁ ἄγγελος πῆρε τήν ψυχή του, πού βασανιζόταν
φοβερά, καί τήν ὁδήγησε πρός τήν ἄβυσσο.
Ἐδῶ τέλειωσε ἡ θεωρία
τοῦ ὁσίου. Ἦρθε στὸν ἑαυτό του καί συλλογιζόταν σαστισμένος, ἔκθαμβος καί
συγκλονισμένος τά ὅσα εἶχει δεῖ.
-Ἄχ, τί ταλαίπωροι πού
εἴμαστε οἱ ἁμαρτωλοί! μονολογοῦσε. Τί ἐλεεινό καί πικρό τέλος ἔχει ἡ ζωή
μας! Κι ἔρχεται μετά ἡ φοβερή κρίση καί ἡ
αἰώνια φωτιά, ὅπου ριχνόμαστε, οἱ δύστυχοι, γιά πάντα.... Πρέπει λοιπόν μέ κάθε
τρόπο νά ἐπιδιώξουμε τή σωτηρία μας, βιάζοντας τόν ἑαυτό μας στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς
καί στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ἔτσι θά Τόν εὐαρεστήσουμε.
Τίς σκέψεις του συμπλήρωσε
μέ τούτη τήν προσευχή:
-«Κύριε ὁ Θεός μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα·
σῶσον με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με
καί ῥῦσαί με»
μὴν ἁρπάξει σὰ λιοντάρι τὴν ψυχή μου
ὁ δολερὸς τοῦ σκότους ἄρχοντας,
ὅταν Ἐσύ, Χριστέ, δέν θά ’σαι δίπλα της
γιά νά τή λευτερώσεις
οὔτο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο
γιά νά τή σώσει117...
Εἶναι μακάριος, Κύριέ μου,
ὅποιος ἑνώνεται μ’ Ἐσένα,
πού ἔγινες ἑκούσια φτωχός κι ἀδύνατος
γιά τή δική μας σωτηρία.
Γιατί στή φοβερή τή μέρα τοῦ θανάτου του
θά τόν λυτρώσεις, σάν Θεός φιλάνθρωπος,
ἀπ’ τά διεφθαρμένα πνεύματα τῆς πονηρίας,
πού θά στέκονται καί θά ζητοῦν,
σάν ἀδιάντροποι κατήγοροι
καί ἄσπλαχνοι τελῶνες,
τή δύστυχη ψυχή του.
Γλύτωσε λοιπόν ἀπ’ τούς τυράννους τούτους,
Δέσποτα φοβερέ καί φρικτέ,
πού κάνεις νά τρέμουνε τά σύμπαντα,
γλύτωσε τῶν χριστιανῶν τό γένος.
Ἐλέησε, Ἅγιε, ὅσους ἔχουν στηρίξει
σ’ Ἐσένα τίς ἐλπίδες τους.
Μήν ἀρνηθεῖς τή βοήθειά Σου
σ’ ὅσους βαριά παρανομοῦν
κι Ἐσένα, τόν πολυεύσπλαχνο,
ἀδιάκοπα πικραίνουν.
Σὰν τέλειωσε τήν
προσευχή του, σκέφτηκε πάλι τόν γνωστό του ἐκεῖνο τοκογλύφο, πού τόσο σκληρά τοῦ
πῆρε τήν ψυχή ὁ πύρινος ἄγγελος μέ τή ρομφαία, καί δάκρυσε.
‟Γιά φαντάσου!’’, συλλογίστηκε. ‟Τί πικρό κι ἀξιοθρήνητο θάνατο εἶχε! Δέν τοῦ ἔδειξε κανένα ἔλεος ὁ Θεός, μολονότι
πρέπει νά ἔδινε κάτι καί στούς φτωχούς ἀπ’ τούς τόκους πού κέρδιζε.....’’.
Γιατί, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἀργότερα
ὁ ὅσιος, τήν ὥρα πού βασανιζόταν ἀπ’ τό ψυχομαχητό ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος φώναξε:
-Θυμήσου, Κύριε, τίς ἐλεημοσύνες
πού ἔκανα πότε-πότε!
Ἀλλά μιά αὐστηρή φωνή
τοῦ ἀποκρίθηκε:
-Ναί, ἄθλιε! Ἔπινες τό αἷμα τῶν φτωχῶν καί πότιζες μ’ αὐτό
ἄλλους φτωχούς! Γι’ αὐτό θέλεις νά σ’ ἐλεήσω;
Ἤ γιατί συκοφαντοῦσες ἐκεῖνον πού ἀγαπῶ; Αὐτός μέρα-νύχτα προσεύχεται γιά τούς ἁμαρτωλούς. Ἀκόμα καί γιά σένα δέν σταματοῦσε νά μέ
παρακαλεῖ. Ἐσύ λοιπόν γιατί τόν κατηγοροῦσες; Τώρα -ἄν καί ἀργά γιά σένα πιά-
μάθε ὅτι δέν ἔπρεπε νά κρίνεις καί νά κακολογεῖς κανένα.
Ὁ ὅσιος ὅλ’ αὐτά τά
διηγήθηκε στούς γνωστούς του, προσθέτοντας:
-Προσέχετε, παιδιά μου,
νά μήν κρίνετε κανένα, καί μάλιστα ὅταν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Φυλαχθεῖτε, σᾶς παρακαλῶ, ἀπ’ αὐτή τήν ἁμαρτία. Νά κοιτᾶτε τόν ἐαυτό σας καί τά δικά σας σφάλματα.
Νά ἔχετε συναίσθηση καί ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός σας. Κι ἀπ’ αὐτή τήν ἐπίγνωση
θά μπορέσουμε νά φτάσουμε στή μετάνοια..... Πόσοι, ἀλήθεια, εἶναι οἱ ἀφοσιωμένοι
δοῦλοι τοῦ Θεοῦ! Κι ἀπ’ αὐτούς ἄλλοι εἶναι
φανεροί κι ἄλλοι κρυφοί. Τούς φανερούς τούς κατηγοροῦν πολλοί ἄνθρωποι. Ἀλλά θά δώσουν λόγο γι’ αὐτό τήν ἡμέρα τῆς
Κρίσεως. Γιατί ὅσους ξέρει ὁ Θεός ὅτι περιφρονοῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα, τούς
φανερώνει καί τούς προβάλλει μπροστά σέ ὅλους, γιά νά ὁμολογοῦν θαρραλέα τήν
πίστη τους καί νά ὠφελοῦν ἔτσι πολλούς. Αὐτούς τούς πρόσταξε: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως ἴδωμεσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»118.
Σ’ αὐτούς, πάλι, πού ξέρει ὅτι ἔχουν τάσεις κενοδοξίας, λέει: Ὅποιοι φανερώσουν
τά ἔργα τῆς δικαιωσύνης τους γιά ν’ ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους καί ὄχι σ’ ἐμένα, αὐτοί,
«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν»119.
Παίρνουν, δηλαδή, ἐδῶ ὅ,τι εἶχαν νά πάρουν καί δέν πρέπει νά περιμένουν ἀμοιβή
στήν ἄλλη ζωή. Γιατί ἐκεῖνος πού
κενοδοξεῖ συνειδητά, δέν θά ἐλεηθεῖ. Ἄς μήν κρίνουμε λοιπόν, παιδιά μου
κανέναν. Καί νά ή δίνουμε προσοχή σ’ ἐκείνους πού ἐκείνους πού καταλαλοῦν. Ὁ
Κύριος τό εἶπε: «Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε»120.
Ἀκόμα καί σέ θρόνο βασιλικό νά κάθεσαι, μήν ἐξουθενώσεις τόν κατώτερό σου. Γιατί,
πού ξέρεις; Μπορεῖ νά κλείνει μέσα του τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε θά γίνεις,
χωρίς νά τό καταλάβεις, θεομάχος!
Αὐτά ἔλεγε ὁ μακάριος
στούς ἐπισκέπτες του, καί τούς ἐπαναλάμβανε μέ ἀγάπη νά κοιτάζουν τόν ἑαυτό
τους καί νά μήν κρίνουν κανένα. Ἀλλά καί χρήματα νά μήν δανείζουν μέ τόκο,
γιατί, καθώς παρατηροῦσε, πῶς μπορεῖ κανεὶς νά λέει πώς εἶναι χριστιανός, καί
σινάμα νά μαζεύει χρυσάφι καί νά τό τοκίζει; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, πρῶτα-πρῶτα,
δέν ἔχει ἐλπίδες του στηριγμένες στό Θεό.
Δεύτερον, εἶναι εἰδωλολάτρης.
Τρίτον, ἀγχώνεται ἀπ’ τή φιλαργυρία του καί λιώνει στίς μέριμνες καί τήν
ἀγωνία. Οὔτε ὕπνο δέν χορταίνει! Καί
τέλος.... ἔρχεται ὁ θάνατος! Ἀλήθεια, τί
ματαιότητα καί ἀνοησία!
*Ἑπτάλοφη ὀνομάζεται ἡ Κωνσταντινούπολη -ἡ κύρια πόλη,
τό παλαιό Βυζάντιο-, ἐπειδή ἁπλώνεται πάνω σέ ἑπτά λόφους.
117.. Πρβλ.
Ψαλμ. 7:1-3
118.Ματθ. 5:16.
119.Ματθ. 6: 2.
120. Ματθ. 7:1.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.171-185)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/03/blog-post_82.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου