Από το βιβλίο «Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους»
του Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου(†)
(Το κείμενο έχει γραφεί το 1953)
Ότε η χάρις του
Θεού ένευσεν εις την καρδίαν μου ίνα έλθω εις τον ευλογημένον τούτον
τόπον της ησυχίας και προσευχής, ήτο Φεβρουάριος του σωτηρίου έτους
1910˙ ο πόθος μου ήτο να μεταβώ
εις την Σκήτην των Καυσοκαλυβίων, όπου ήσκησεν ο συντοπίτης μου Όσιος
Ακάκιος και όπου εμόναζον και μονάζωσιν εισέτι δύο αυτάδελφοι
ιερομόναχοι συμπολίται μου, ων ο πνευματικός Παντελεήμων[1], οσιώτατος
και εις άκρον ενάρετος, είναι και ο πρεσβύτερος ίσως των επιζώντων
αγιορειτών ήδη 103 ετών γέροντας.
Είχον πράγματι
την απόφασιν και μετά την άφιξίν μου εις Άγιον Όρος να μεταβώ και ζήσω
ως ασκητής, και εκίνησα διά ξηράς εκ Δάφνης διά Καυσοκαλύβια.
Διερχόμενος όμως εκ της ιεράς ταύτης Μονής του Αγίου Διονυσίου και ιδών
την ευταξίαν των πατέρων εις συμπεσούσαν εκείνην την ημέραν κηδείαν
γηραιού ιεροδιακόνου και επηρεασθείς εκ της ασκητικής μορφής της τε
Μονής και του φυσικού περιβάλλοντος παρέμεινα, εις τον πανάγαθον Θεόν
και τον Τίμιον Πρόδρομον επιρρίψας τας ελπίδας της σωτηρίας μου.
Ήτο Μεγάλη
Τεσσαρακοστή όταν εκοινοβίασα (εντάχθηκα στο μοναστήρι) και εδιωρίσθην
να υπηρετώ ως βοηθός εις τον ξενώνα της Μονής. Κατ’ εκείνην την έποχήν
αι ιεραί Σκήται και τα ερημητήρια ήσαν υπερπλήρη μοναχών, αι δε ιεραί
Μοναί έχουσαι τα Μετόχια των τότε, έδιδον αφειδότερον την ελεημοσύνην,
και δεν υπήρχε και ο χωρισμός του μνημόσυνου, έφ’ ω κάθε Σάββατον
εσπέρας ήρχοντο ασκηταί και ερημίται πατέρες, ίνα και εις την αγρυπνίαν
μείνωσι και την καθιερωμένην ελεημοσύνην λάβωσι.
Φυσική συμπάθεια
και ευλαβώς προς αυτούς διακείμενος, αλλά και συστελλόμενος εκ σεβασμού
δι’ ερωτήσεις, προσεπάθουν οτέ μεν ωτακουστών οτέ δε παρακαθήμενος να
υποκλέψω τι εκ των ομιλιών και συζητήσεων των δια να κρίνω εξ αυτών περί
της πνευματικής των καταστάσεως.
Ήτο νυξ σχεδόν
και ανεμένοντο αι κρούσεις των σημάντρων δια την αγρυπνίαν, είχε δε
τελειώσει και το κέρασμα του καθιερωμένου καφέ προς τε τους αδελφούς και
ξένους και εκαθήμην ξεκουραζόμενος ένδοθεν της «Καφετζαρίας»[2] εως ου
αρχίση η αγρυπνία της Ε’ Κυριακής των Νηστειών.
Θέλων ως
φαίνεται, ο πανάγαθος Θεός να με πληροφόρηση περί της διαίτης των
ασκητών πατέρων, έτι δε περισσότερον ίνα άρη τον ενδόμυχον γογγυσμόν μου
δια τους ακρέμονας (αβρονιές) δι’ ας διττώς εμεμψιμοίρουν, πρώτον ότι
ως νεώτερον με έστελλον δις της εβδομάδος προς συλλογήν μετ’ άλλων
συνηλικιωτών, και εστερούμεθα της ιεράς ακολουθίας, και δεύτερον διότι
δεν ηδυνάμην να τας φάγω μαγειρευομένας ως εκ της πικρότητός των,
ωκονόμησε και ήλθον και εκάθησαν εις το έξωθι σκαμνίον δύο ερημίται, και
η πρώτη ερώτησις του ενός προς τον έτερον ήτο «πως επέρασαν την αγίαν
Τεσσαρακοστήν έως τότε»˙ εις απάντησιν ο άλλος είπε, «δι’ ευχών σας και
χάριτι Χριστού καλά, έχομεν στην γειτονιά μας τον άγιον πνευματικόν
παπά-Ματθαίον και μας κάμει τας λειτουργίας και μεταλαμβάνουν οι αδελφοί
Τετάρτην και Σάββατον, γι αυτό με έστειλεν ο Γέροντας να έλθω να πάρω
πρόσφορα και λίγα κεριά και νάμα και να επιστρέψω».
«Κατά τα άλλα τα
σωματικά πως περνάτε;» ξαναερώτησεν ο πρώτος˙ «δόξα τω αγίω Θεώ»,
ανταπάντησεν ο έτερος˙ «εφέτος η ευσπλαγχνία του Θεού μας ελυπήθη και
εγέμισεν ο τόπος «αβρονιές» και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η αγία
Τεσσαρακοστή, κάθε μέρα αυτές βράζομεν με λίγο ρύζι και τα
Σαββατοκύργιακα με λίγο λάδι, και είμεθα πλούσιοι από φαγητό, δοξασμένο
το όνομα του Κυρίου». Ως ήκουσα ταύτα εταλάνισα εμαυτόν και ιατρεύθην
από το πάθος του γογγυσμού, καθότι ημείς εις το Μοναστήριον μόνον μίαν –
δύο φοράς την εβδομάδα εμαγειρεύαμεν και επί πλέον είχεν η τράπεζα
προσφάγιον ελαίας ή σύκα, ενώ αυτοί εις την ξηράν έρημον στερούνται ίσως
και τούτων.
Είναι δε αι
«αβρονιές» αι τρυφεραί κορυφαί φυτού εκ της κατηγορίας των
«ελλισσομένων» (πού αναρριχούνται) υδροχαρές (που ευδοκιμεί στο νερό)
μάλλον, και πικρίζον κατά την γεύσιν, διουρητικόν και καθαρτικόν του
αίματος κατά τους βοτανολόγους. Φύεται καθ’ όλας τας διεράδας (υγρά
μέρη) του Αγίου Όρους, και οι ακρέμονές (κλωναράκια) του αναδύονται
τρυφερώτατοι εκ της γης από αρχάς μέχρι τέλους Μαρτίου, και θεωρούνται
ευλογία Θεού δια την νηστήσιμον ταύτην περίοδον. Δια τον τρώγοντα ταύτας
πρώτην φοράν και δη άνευ ελαίου, ως γίνεται κατά τας νηστησίμους ημέρας
εν Αγίω Όρει, φαίνονται πράγματι ως κάτι το δηλητηριώδες και βλαβερόν,
οι πατέρες όμως τας συνηθίζουν συν τω χρόνω και τας ευρίσκουν και
εδωδίμους (φαγώσιμους) και ωφελίμους.
Εις την έρημον
ταύτην του Άθω από Μικράς Αγίας Άννης και μέχρι «Βίγλας» υπάρχουν και
πολλοί σαλιάγγοι (σαλιγκάρια) και εις μέγεθος και εις γεύσιν εξαίρετοι.
Μοι έτυχε να
γνωρίσω πατέρας της ερήμου ταύτης, οι οποίοι ουδέποτε καταλύουσι
μαγειρευμένον φαγητόν, καρποφάγους ούτως ειπείν και φρουτοφάγους, ως
άρτον δε έχοντες το παξιμάδιον, ήτοι τον διπυρίτην τοιούτον.
Υπήρχε τότε
καλλίστη συνήθεια εις την Μονήν μας όπως τα περισσεύματα των κλασμάτων
του άρτου εκ της τραπέζης των πατέρων, γίνονται «παξιμάδι» και
διανέμονται δωρεάν εις τους ασκητάς. Όθεν ερχόμενοι ούτοι κατά καιρούς,
ίνα λάβωσι την «ευλογίαν» και γνωρίζοντες ότι η Μονή μας παράγει εν
«Μονοξυλίτη» πολλά και εκλεκτά σύκα, έφερον και τους σαλιάγγους των και
αντήλλασσον αυτούς με ελαίας και σύκα.
Ίσως να μη
υπάρχωσι εν τω Όρει πατέρες άκρως νηστευταί ως οι παλαιοί της Αιγύπτου,
Παλαιστίνης και Θηβαΐδος, οίτινες διήγον νήστεις ολόκληρα δεκαήμερα και
πλέον ή ηρκούντο το καθ’ ημέραν εις τρείς ισχάδας (σύκα) ή πέντε
φοίνικας (χουρμάδες), υπάρχουν όμως και σήμερον πατέρες ευλαβέστατοι και
εγκρατέστατοι, τόσον εις την έρημον και τας Σκήτας όσον και εις τας
ιεράς Μονάς, οι οποίοι και τριήμερον και πενθήμερον ασιτίαν διάγουσι,
την δε καθημερινήν μονοφαγίαν και ταύτην άνευ ελαίου, δηλαδή ξηροφαγίαν
θεωρούσιν ως φυσικήν δίαιταν του μοναχού.
Οι τοιούτοι
μακαριστοί πατέρες είναι ισάξιοι των προαναφερθέντων παλαιών, όταν ληφθή
υπ’ όψιν και μόνη η διαφορά του κλίματος του Άθω, βορεινοτέρου όντος
και φυσικώς απαιτούντος περισσοτέρας θερμίδας δι’ επιβίωσιν ή εις τας
θερμάς και ξηράς εκείνας χώρας της Ανατολής και του μεσημβρινού, ως
διαπιστούσι και οι εκείσε ζήσαντες και ενταύθα διερχόμενοι ή
εγκαταβιούντες.
Επί πλέον δε με
την ελλάτωσιν του προσωπικού εις όλα τα ιερά ιδρύματα του Όρους, με τον
μετριασμόν της ελεημοσύνης εκ μέρους των ιερών Μονών, αφότου αύται, ως
έφημεν, έχασαν τα Μετόχια των, και με την διάθεσιν του χριστιανικού
κόσμου, ο οποίος ή ουδόλως έρχεται εις το Άγιον Όρος και δη εις τους
πτωχούς ερημίτας ή και ερχόμενος ουδέν σχεδόν αφίνει αυτοίς ως
ελεημοσύνην, αναγκάζονται ούτοι, παρά την σωματικήν των αδυναμίαν, παρά
την ηλικίαν να εργάζονται σκληρά διά την πτωχήν συντήρησίν των.
Μόνον όσοι
εγνώρισαν τας δυσβάτους ατραπούς (μονοπάτια) του Άθω και είδον τους
πατέρας των Σκητών και της ερήμου με τας επινωτίους πήρας των (τορβάδες)
με 20 και 30 οκάδας βάρος ενίοτε βαδίζοντας πεζή και επί ώρας τας
ανωφερείας και κατωφερείας του Όρους, αυτοί μόνον δύνανται να εκτιμήσωσι
τον κόπον και τον μόχθον των θαυμασίων αυτών αγωνιστών.
Και μη νομίση ή
ειπή τις ότι οι πατέρες ούτοι ήσαν συνειθισμένοι εκ του κόσμου εις τας
τοιαύτας χειρωνακτικάς και αχθοφορικάς εργασίας. Παρακατιόντες θέλομεν
παρουσιάσει επιζώντας και σήμερον ανθρώπους ευπορούντας, υψηλά αξιώματα
κατέχοντας εν τω κόσμω, επιστήμονας λαμπρούς, σοβαρούς και εξόχους, και
εκ βασιλικών εισέτι οίκων ελκόντων την καταγωγήν, οι οποίοι τα πάντα
καταλιπόντες ήλθον εις τα ερημητήρια του Άθω και αίρουσι τον ελαφρόν
ζυγόν του Κυρίου, αποσυνηθίσαντες και των προτέρων ευμαρειών του βίου
και προσαρμοσθέντες θεία βοηθεία τη ασκητική σκληραγωγία.
Κατά κανόνα εις
τας Σκήτας και την έρημον απαγορεύεται η κτήσις φορτηγού ζώου και οι
πατέρες εκτελούσιν εργασίας, καθ’ όλα μεν τιμίας και επαινετάς πλήν
αήθεις (ασυνήθιστες) ως επί το πλείστον εις αυτούς∙ μόνοι των κόπτουσι
τα ξύλα, αυτοί τα μεταφέρουσι, αυτοί σκάπτουσι και καλλιεργούσι τους
μικρούς κήπους των, ζυμώνουσι, μαγειρεύουσι, πλύνουσι και όσα ανθρώπω
χρήσιμα και απαραίτητα εν τη παρούσι ζωή.
Αλλ’ εκτός τούτου
και το «απαρνησάσθω εαυτόν» (Μτ. 16,24∙ Μρκ. 8,34∙ Λκ. 9,23). Η φύσις
του σώματος ζητεί μετά την από μεσονυκτίου επίπονον ακαλουθίαν, τροφήν
και τόνωσιν, η τάξις όμως, ο κανών της μοναχικής πολιτείας, επιτάσσει
και επιβάλλει νηστείαν έως «ενάτης» δηλαδή έως 3ης απογευματινής. Η
διάθεσις η ανθρωπίνη, ζητεί συνομιλίας, αναστροφάς και ψυχαγωγίας, η
αυτοσυγκέντρωσις όμως η πνευματική, η νήψις, η ψυχική κατά Θεόν εργασία,
υπαγορεύει εις το ούς του μοναχού την σιωπήν, το «πρόσεχε σεαυτώ» (Γεν.
24,6), το «φεύγε και σώζου» [3].
Και έρχονται είτα
τα καθ’ αυτό μοναχικά καθήκοντα, η υπακοή του υποτακτικού άνευ
διακρίσεως και αντιλογίας, η υπομονή και εν οίς υπέρ αυτού το δίκαιον
έχει, η κοπή του θελήματος και τα λοιπά, όσα τα κατά προαίρεσιν
μαρτύριον ήγουν η μοναχική ζωή απαιτεί.
Δια τούτο
αδελφοί, όσοι της κατά Θεόν ζωής και πολιτείας εφίεσθε (επιθυμείτε) και
όσοι της εν τω κόσμω χριστιανικής αρετής επιμελείσθε και την σωτηρίαν
της ψυχής σας ποθείτε, ευλαβείσθε εξ όλης της καρδίας τους πτωχούς
αυτούς ταπεινούς μοναχούς, τους εθελουσίως πτωχεύσαντας και
εξουθενωθέντας, ίνα Χριστόν κερδήσωσι. Μη γίνεσθε, παρακαλώ και ικετεύω,
ταχείς εις την κατάκρισιν και εκ του μικρού ή εκ μέρους κρίνετε το
όλον. Είθισται τη αταξία και τη αναιδεία να εκτίθεται εις την κοινήν
θέαν, ενώ εξ εναντίας, η αρετή ευσχημονεί, ταπεινοφρονεί και κρύπτεται.
Μη δίδεται απόλυτον πίστην εις φημολογουμένας κατηγορίας κατά των μοναχών, αλλ’ ως νουνεχείς
και φρόνιμοι, έχετε υπ’ όψιν πάντοτε ότι και εις πάσαν τάξιν ανθρώπων
υπάρχουν οι κακοί, ότι και μεταξύ των αποστόλων ευρέθη ο προδότης και
ότι μόνον εις τον ουρανόν υπάρχει το απόλυτον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι Γέροντες του Μακαριστού Γέροντος Πορφυρίου
[2] Χώρος στο Αρχονταρίκι για την παρασκευή καφέ και αφεψημάτων.
[3] Απόφθεγμα του Μεγάλου Αρσενίου.
http://periodikoendon.blogspot.gr/2015/03/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου