Ἀπόσπασμα
ἀπό τό
βιβλίο:
“Ὁ
Γέροντάς
μου
Ἰωσήφ
ὁ
ἡσυχαστής
καί
σπηλαιώτης”
Γέροντος
Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ὅταν
ἤμουν
ἀρχάριος,
εἶχα ἕναν ἐγωϊσμό πάνω ἀπό τό κεφάλι
μου. Νόμιζα ὅτι κάτι ἤμουν! ἐπειδή σάν
παιδί ζοῦσα ζωή προσεκτική καί εἶχα
μητέρα ἀσκήτρια. Ὁ κόσμος, πού δέν ξέρει
νά ἐκτιμᾶ τήν πραγματική πνευματική
κατάστασι, ἔλεγε πάρα πολλά ἐπαινετικά
λόγια καί μέ θεωροῦσε ἁγιασμένο παιδί
κι᾿ ἐγώ φούσκωνα τόσο πολύ, πού νόμιζα
ὅτι εἶχα φθάσει μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
Οἱ ἔπαινοι μοῦ ἔκαναν κακό χωρίς νά
τό καταλαβαίνω. Κόλλησα τό μικρόβιο καί
δηλητηριάσθηκα ἀπό τήν ὑπερηφάνεια
καί τήν κενοδοξία.
Ὅμως
οἱ διόπτρες τοῦ Γέροντος, πού ἤξεραν
καλά νά βλέπουν τά πράγματα ὅπως ἔχουν,
εἴδαν τί θεριό ὑπῆρχε μέσα μου καί
βάλθηκε νά τό σκοτώσῃ! Πῆρε λοιπόν, τό
μαχαίρι τῆς πειθαρχίας κι᾿ ἀρχισε νά
ἀνοίγῃ τόν δρόμο τῆς ταπεινώσεως. Ὅλος
σχεδόν ὁ χρόνος τῆς ὑποταγῆς μου δέν
ἦταν τίποτε ἄλλο παρά μία σκέτη παιδεία.
Ἔπεσα σέ καθηγητή, σέ ἐπιστήμονα. Μέ
ψυχολόγησε πέρα ὥς πέρα καί ἀπό τήν
πρώτη ἡμέρα ἄρχισε τήν θεραπεία τῆς
ψυχῆς μου. Καί δέν μέ ἄφηνε σέ χλωρό
κλαρί!
Μέ
ἔλεγχε συνέχεια, μέ μάλωνε, μέ ταπείνωνε.
Ἤξερε ὅτι μόνον οἱ ὀνειδισμοί καί οἱ
ὕβρεις ὠφελοῦν πνευματικά, διότι ἔτσι
κερδίζει κανείς στεφάνους, ὅταν ὑπομένῃ
καί ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ κενοδοξία πνίγονται.
Μέ σφυροκοποῦσε παντοιοτρόπως, γιά νά
μοῦ βγάλῃ τήν σκουριά πού εἶχα μέσα
μου. Χάριτι Θεοῦ δέν ἄνοιξα ποτέ τό
στόμα μου νά πῶ:
«Μά
γιατί; Τί ἔκανα;»
Γενικά
ὁ Γέροντας ἦταν πολύ αὐστηρός. Ὅλα
μου τά χρόνια, πού ἤμουν κοντά του, δυό
φορές μόνο ἄκουσα τ᾿ ὄνομά μου ἀπό τό
στόμα του. Συνήθως μέ φώναζε: “ζαβέ”,
“βαβούλη”, “κούτσικο” καί ὅλα τά
κοσμητικά ἐπίθετα῏ εἶναι ἀλήθεια
ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε αὐτούς τούς
ἐλέγχους, ἐγώ πολύ πονοῦσα μέσα μου,
ἀλλά πόσο εὐγνωμονεῖ τώρα ἡ ψυχή μου
γιά ᾿κεῖνες τίς χειρουργικές ἐπεμβάσεις
τῆς καθαρωτάτης γλώσσης του!
Νύκτα-μέρα
κατσάδες. Ὄχι μέρα παρά μέρα, ἀλλά κάθε
ἡμέρα. Πώ, πώ! Τί μοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας.
Οὔτε στιγμή δέν μποροῦσα νά πάρω ἀναπνοή
ἀπό τίς ἐπιπλήξεις. Πονοῦσα καί πήγαινα
στό κελλί μου. Ἀγκάλιαζα τόν Ἐσταυρωμένο
καί μέ δάκρυα τοῦ ἔλεγα:
«Ἐσύ,
ἕνας Θεός, ὑπέμεινες ἀντιλογίες,
ἀδικίες, ὕβρεις καί ἐξευτελισμούς ἀπό
ἕνα πλῆθος ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ
ὁ ἁμαρτωλός καί ἐμπαθής νά μήν δεχθῶ
ἕναν ἔλεγχο; Ὁ Γέροντας τό κάνει, ἐπειδή
μ᾿ ἀγαπᾷ γιατί ἔχει σκοπό νά μέ σώσῃ».
Καί ἔνοιωθα νά
γιγαντώνεται ἡ ψυχή μου καί νά ὑπομένῃ
τήν σταύρωσι.
Ὁ
Γέροντας ἔψαχνε εὐκαιρία, γιά νά
τσεκουρέψῃ τόν ἐγωϊσμό μου. Δέν εἶχαν
περάσει λοιπόν πολλές ἡμέρες πού πῆγα
κοντά του καί μοῦ λέει:
- Δέν μοῦ λές, ἐσύ “κούτσικο”, πού δέν μπορεῖς νά πάρῃς τά πόδια σου, ἄν κάποια μέρα ἕνας ἀδελφός χάσῃ τήν ὑπομονή του, σοῦ φωνάξῃ καί σοῦ δώσῃ καί μία ἀνάποδη, ἐσύ τί θά κάνῃς;
- Θά πῶ «εὐλόγησον».
- Θά πῇς «εὐλόγησον» ὅμως;
- Τί νά πῶ;
- Καλά, γιά νά δοῦμε.
Πέρασαν
μερικές μέρες καί θά σκέφτηκε ὁ Γέροντας
ὅτι: «αὐτός θά
τό ξέχασε».
Ἦταν
Παρασκευή καί τό Σάββατο τό πρωΐ θά
ἐρχόταν ὁ παπα- Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης
νά κάνῃ Λειτουργία. Ἔρχεται λοιπόν ὁ
Γέροντας καί μοῦ λέει:
- Κοίταξε, θά ψάλῃς αὔριο. Κοίταξε νά κάνῃς πρόβα!
- Νά εἶναι εὐλογήμένο, ἀπάντησα. Ἀλλά δέν εἶχα ἰδέα ἀπό ψαλτική διότι ὅταν ἤμουν στόν κόσμο, δέν ἔψελνα. Ἄκουγα ψάλτες στήν ἐνορία καί εἶχα ἐξ ἀκοῆς πιάσει λίγα πράγματα. Δέν εἶχα οὔτε γνώσεις οὔτε ἐμπειρία.
Τό
πρωΐ ἦρθε ὁ παπα- Ἐφραίμ καί ἄρχισε ἡ
Λειτουργία. Τό ἐκκλησάκι, μέσα στή
σπηλιά, ἦταν μικρό. Ἀπό ἐδῶ ὁ Γέροντας,
ἀπό ἐκεῖ ὁ παππούλης ὁ Ἀρσένιος, στή
μέση ἐγῶ, καί πίσω ὁ πατήρ Ἀθανάσιος,
μέ τόν παραδελφό μου πατέρα Ἰωσήφ.
Γίνεται
ἡ Μικρή Εἴσοδος, μιᾶς καί ἦταν Σάββατο
καί εἴχαμε κόλλυβα, στά ἀπολυτίκια πού
ψάλλουμε μετά τήν Μικρή Εἴσοδο, ἔπρεπε
νά ψάλλουμε τό: «Μετά
τῶν Ἁγίω ἀγίων ἀνάπαυσσον...» εἱρμολογικά,
δηλαδή σύντομα.
Μοῦ
λέει, λοιπόν, ὁ Γέροντας:
- Ψάλε «Μετά τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον...»
Έγώ
τό φτωχό ἤξερα μόνο ἀπό τά μνημόσυνα,
πού ἄκουγα ἔξω στόν κόσμο. Δέν ἤξερα
εἱρμολογικά πῶς ψάλλεται στό Ἅγιον
Ὄρος καί ἀρχίζω νά ψέλνω ἀργά-ἀργά:
- Μετά τωωωῶν...
Δέν
πρόλαβα νά συνεχίσω παρακάτω καί μοῦ
ἄστραψε μία μπαταριά μέσα στήν ἐκκλησία.
Εἶδα τόν οὐρανό σφοντύλι!
Καί
μοῦ λέει:
- Βρέ, ἔτσι ψέλνεις; Ψαλμωδία εἶναι αὐτή;
- Ὁ παπα- Ἐφραίμ στό Ἱερό κοκκάλωσε.
- Εὐλόγησον, Γέροντα! Ἀπαντῶ.
- Μνημόσυνο κάνουμε τώρα;
- Εὐλόγησον, Γέροντα.
- Πλανεμένε! Τώρα μόλις τελειώσῃ ἡ Λειτουργία, θά καθίσῃς ἐκεῖ στήν πόρτα θά σκύψῃς κάτω, θά περάσουν ὅλοι καί θά ζητήσῃς συγγνώμη, σάν πλανεμένος πού εἶσαι.
Τελείωσε
ἡ Λειτουργία, κοινώνησα καί γονάτισα
κάτω στήν πόρτα
- Συγχωρέστε με, πατέρες, εἶμαι πλανεμένος.
- Ναί πλανεμένος εἶσαι!
- Πλανήθηκα, συγχωρέστε με.
Τόσο
αὐστηρός ἦταν ἀπένεντί μου ὁ Γέροντας,
στήν πραγματικότητα ὅμως ἦταν πολύ
εὐλογημένος ἄνθρωπος, ἡ καρδιά του
ξεχείλιζε ἀπό ἀγάπη. Δέν μᾶς παίδευε
ἀπό κακία ἤ ἐμπάθεια, ἀλλά γιά νά μᾶς
θεραπεύσῃ τήν πολλή ὑπερηφάνεια, πού
κουβαλήσαμε μαζί μας ἀπό τόν κόσμο.
Δέν
πέρασε ἡμέρα, πού ὁ Γέροντας νά μήν μέ
ἐπιπλήξῃ. Ἐν τούτοις, ὅμως, ὅπως ἔμαθα
ἀπό τούς ἄλλους πολύ ἀργότερα, ἐνῶ
μπροστά μου καί φανερά μέ κατσάδιαζε
συνέχεια, μόλις ἔφευγα μέ εὐλογοῦσε
ἀπό πίσω κρυφά.
Μιά
φορά, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος καί ἦλθε ὁ
παπα- Ἐφραίμ ἀπό τά Κατουνάκια, μέ
φώναξε ὁ Γέροντας:
- Βαβούλη, κάνε μας καφέ!
- Νά ᾿ναι εὐλογημένο, εἶπα ἀμέσως.
Πῆγα
λοιπόν τόν καφέ καί γιά “εὐχαριστῶ”
μέ ἔδιωξε “κακήν κακῶς”. Μόλις ὅμως
ἀπομακρύνθηκα, ὁ Γέροντας, παρουσίᾳ
τοῦ παπα- Ἐφραίμ, εἶπε σιγανά ἀπό πίσω
μου:
- Νά εἶσαι εὐλογημένος πάντοτε παιδί μου!
Κι᾿
ἔτσι πίσω ἀπό τήν πλάτη μου ἔδινε
πολλές εὐχές! Ἀλλά βέβαια ἐγώ τότε
αὐτά δέν τά γνώριζα. Ἀργότερα μοῦ τά
εἶπαν, ὅταν εἶχε πλέον κοιμηθῇ ὁ
Γέροντας.
Ἄν
καί ὁ Γέροντας ἦταν ἀπίστευτα αὐστηρός
ἀπέναντί μας κατά τήν διάρκεια τῆς
ἡμέρας, ὅμως κατά τήν ὥρα τῆς
Ἐξομολογήσεως ἦταν γεμᾶτος πολλή
ἀγάπη καί μέ ἤπιο τρόπο μᾶς ἐξηγοῦσε
γιά ποιό λόγο κάναμε ἐκεῖνο τό λάθος,
ποιές ἦσαν οἱ αἰτίες πού τό προκάλεσαν
καί μᾶς ἀνέλυε λεπτομερῶς τί συμβαίνει
μέσα ἀπό τήν πρώτη προσβολή τοῦ λογισμοῦ
μέχρι τήν πρᾶξι. Μέ τόση σαφήνεια μᾶς
τά ἐξηγοῦσε, πού λέγαμε ὅτι αὐτός μᾶς
γνωρίζει καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι τόν ξέρουμε.
Εἶναι
γεγονός πώς ὅλα τά ἔκανε μέ διάκρισι
καί σοφία γιά νά μᾶς διαπαιδαγωγήσῃ
ἐν Χριστῷ. Κατσάδες, γιά νά
κλαδέψῃ τόν ἐγωϊσμό, ἠπιότητα καί
κατανόησι γιά νά θεραπεύσῃ τό σφάλμα.
Διότι ὁ καλός γιατρός, πού ἀγαπᾶ τόν
ἀσθενῆ, γιά νά θεραπεύσῃ τίς πληγές
του δέν χρησιμοποιεῖ μόνο βαμβάκι, ἀλλά
καί οἰνόπνευμα, οὔτε πάλι μόνο νυστέρι
ἀλλά καί παυσίπονα. Ἔτσι καί ὁ Γέροντας,
τά πάντα χρησιμοποιοῦσε μέ ἀπίστευτη
διάκρισι γιά νά μᾶς ὁδηγήσῃ στήν εὕρεσι
τῆς Χάριτος.
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα
ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ὁ
Γέροντάς
μου
Ἰωσήφ
ὁ
ἡσυχαστής
καί
σπηλαιώτης”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις
Γ.
Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε
θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου
γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων
ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά
Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτηςhttp:// HristosPanagia3.blogspot.com
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτηςhttp://
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου