Ἀπόσπασμα
ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ὁ
Γέροντάς
μου
Ἰωσήφ
ὁ
ἡσυχαστής
καί
σπηλαιώτης”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἐκεῖ
στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα εἴχαμε μόνιμη
ἔλλειψι νεροῦ. Οὔτε νά μαγειρέψουμε
δέν εἴχαμε καμιά φορά. Ἔτσι, κάθε λίγο
καί λιγάκι, μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας:
- Ἄντε, κούτσικο, νά φέρῃς νερό.
Γιά
νερό τότε πήγαινα πάνω στόν πατέα
Γεράσιμο τόν Μικραγιαννανίτη, τόν
Ὑμνογράφο. Αὐτός τότε ἦταν περίπου 45
ἐτῶν. Πολύ προσεκτικός μοναχός,
εὐλεβέστατος καί πολύ καλόκαρδος,
πραγματικό στολίδι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Καί ζοῦσε μέ συνέπεια τήν ἀσκητική
ζωή. Γεννήθηκε στήν Βόρειο Ἤπειρο τό
1903 καί στό Ἅγιον Ὄρος ἦρθε τό 1922 σέ
ἡλικία 19 ἐτῶν. Ζοῦσε στήν καλύβη τοῦ
Τιμίου Προδρόμου στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα.
Τοῦ εἶχε δοθῆ ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα
τῆς ὑμνογραφίας καί τά ἔργα του
ἀπαρτίζουν δεκάδες χειρογράφους τόμους.
Τότε εἶχε ἤδη στό Ἅγιον Ὄρος 25 ἔτη.
Ξεκινοῦσα,
λοιπόν, καί πήγαινα στόν πατέρα Γεράσιμο
γιά νερό. Ἔπαιρνα δύο στρατιωτικά
μπετόνια τῆς βενζίνης, πού εἶχαν μεγάλη
χωριτικότητα καί τά γέμιζα.
Ἔκανα
τό σταυρό μου καί ἔπαιρνα τό ἕνα μπετόνι
στήν πλάτη καί τό ἄλλο στό χέρι. Τό πολύ
δύσκολο ὅμως ἦταν ὁ κατήφορος, διότι
ἄν λύγιζαν τά γόνατά μου, θά ἔπεφτα
κατευθεῖαν στόν γκρεμό καί εἴτε θά
σκοτωνόμουν εἴτε θά γινόμουν ἕνα μάτσο
χάλια. Ἔτσι, μέ συνεῖχε φόβος καί τρόμος.
Ἀλλά ἡ εὐχή τοῦ Γέροντος δέν ἄφησε
ποτέ.
Μέ
ἔβλεπε ὁ πατήρ Γεράσμος καί μέ λυπόταν.
Τότε ἤμουν μιά σταλιά καί ἄρρωστος καί
ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἄσκησι. Τά μπετόνια
θά ζύγιζαν περισσότερο καί ἀπό ᾿μένα.
Μέ ἔπαιρνε, λοιπόν, μέ τό εὐγενικό ὁ
πατήρ Γεράσιμος καί μέ φίλευε, ἀλλά ἐγώ
δέν ἔπαιρνα τίποτα. Ὁ Γέροντας μοῦ
εἶχε δώσε αὐστηρή ἐντολή: «Δέν
θά πάρῃς τίποτε!»
Βρέ, καί Ἄγγελος νά κατέβαινε κάτω, ἐγώ
δέν ἔπαιρνα τίποτε. Εἶπε ὁ Γέροντας
ὄχι; Ὄχι! Τέρμα.
- Πῶς θά τά πᾶς καλογέρι τά μπετόνια γεμᾶτα νερό; μέ ρωτοῦσε μέ συμπόνοια καί ἀγάπη ὁ πατήρ Γεράσιμος.
- Θά τά πάω, μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντός μου, ἀφοῦ δέν ἔχουμε οὔτε νά μαγειρέψουμε, πάτερ.
Τό
νερό γιά ἐμᾶς ἦταν χρυσάφι. Εἶδος
πολυτελείας. Τό πρόσωπό μας τό πλέναμε
μόνο μέ τά δάκρυά μας. Τά πόδια μας; Ἔ,
ἅμα πηγαίναμε κάτω στήν θάλασσα! Τά
ροῦχα μας; Τό πολύ-πολύ καμμιά φανελλίτσα.
Δύσκολα χρόνια, ἀγωνιστικά χρόνια, ἀλλά
εὐλογημένα.
Σάν
τρωγλοδύτες ζούσαμε, καί ὅμως μᾶς
σκέπαζε ὁ Θεός καί δέν καταλαβαίναμε
τήν δυσκολία. Ἦταν μαρτυρική ἡ ζωή μας,
ἀλλά καί τρισχαριτωμένη.
Τίς
περισσότερες φορές τόν χειμῶνα τήν
ἀγρυπνία μας τήν κάναμε ἔξω, στήν
ὕπαιθρο, γιά νά μή μᾶς πιάνῃ ὁ ὕπνος.
Βρέχει, χιονίζει, λυσσομανᾶ ὁ ἀέρας,
ἔξω! Ἀγρυπνούσαμε καί φυσικά κρυώναμε.
Εἴχαμε δέ τόσα κρυώματα καί τόσες ἄλλες
ταλαιπωρίες ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες
ἀλλά μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντος ἀντέξαμε.
Ἔτσι μᾶς δίδασκε ὁ Γέροντας, νά δώσουμε
ὅλο τόν ἑαυτό μας στόν ἀγῶνα κατά τῶν
παθῶν καί στήν ἀρετή τῆς ἀγρυπνίας,
γιά νά βροῦμε τήν Χάρι. Σύνθημά του
ἦταν: «Θάνατος!».
Τό
καλοκαίρι, μέ τήν ἀφόρητη ζέστη
ἀγρυπνούσαμε στήν ὕπαιθρο, ἄν θέλαμε.
Ἔτσι ὁ καθένας μας, ἀπομακρυσμένος
ἀπό τόν ἄλλο μποροῦσε νά προσευχηθῇ
κατά μόνας, εἴτε μέσα στό κελλί εἴτε
ἔξω στήν ὕπαιθρο.
Λίγοι
ἀσκητές πέρασαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τόν
20ο αἰῶνα μέ τέτοια αὐστηρή ἄσκησι καί
θεωρία Θεοῦ. Ὁ
Γέροντας Ἰωσήφ ἦταν αὐστηρός, ἀλλά
καί γενναῖος. Ἀνυποχώρητος σέ θέματα
ὑπακοῆς, ἀλλά καί γεμᾶτος ἀγάπη. Εἶχε
ἀπόλυτη πίστι στόν Θεό καί πολλή
διάκρισι.
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα
ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ὁ
Γέροντάς
μου
Ἰωσήφ
ὁ
ἡσυχαστής
καί
σπηλαιώτης”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἐκδόσεις
Γ. Γκέλμπεσης
Εὐχαριστοῦμε
θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου
γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων
ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά
Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου