Ή έννοια τής Εκκλησίας κατά τό ορθόδοξον
φρόνημα ένέχει τό περί πρεσβείας τών άγιων δόγμα, όπερ ήν καθολικόν παρ’ άπάση
τή Έκκλησίμ τών πρώτων αιώνων καί έθεωρήθη άνέκαθεν ώς άλήθεια άναμφήριστος καί
έπρεσβεύθη ώς τοιούτον καθ’ όλους τούς αιώνας.
Εν τή έννοίμ τής Εκκλησίας ώς σώματος
Χριστού παραλαμβάνονται πάντες οί έν τή πίστει άναγεννηθέντες ζώντες καί
τεθνεώτες καί γενόμενοι σώμα Χριστού.
Εν τή έννοία τής Εκκλησίας περιλαμβάνονται
πλήν τών εις Χριστόν πιστευσάντων καί πάντες οί προ τού Νόμου καί έν τφ Νόμψ
άποθανόντες δίκαιοι οί άπεκδεχόμενοι σωτηρίαν διά τού Τίού τής επαγγελίας, διά
τού υιού τού άνθρώπου, τού άναμενομένου Σωτήρως κόσμου. Κατά τήν έννοιαν ταύτην
τήν άποδιδομένην τή Έκκλησίμ, ή Εκκλησία περιλαμβάνει ώς μέλη έαυτης καί θεωρεί ώς
μέλη Χριστού καί πάντας τούς Από Αδάμ δίκαιους τούς εις Χριστον πίστεύσαντας
προς της έλεύσεως αύτού.
Ή ’Εκκλησία τού Χριστού δίακρίνεταί εις
στρατευομένην καί θρίαμβεύουσαν, καί στρατευομένην μέν λέγομεν την έπί γης υπέρ
τού έργου τού λόγου τού Θεού στρατευομένην καί άγωνίζομένην κατά των ύπεναντίων
δυνάμεων της Απώλειας-θρίαμβεύουσαν δέ την έν ούρανφ αύλίζομένην, την αγωνίσθείσαν καί θρίαμβεύσασαν καί έν δόξη προς τον αγωνοθέτην Χριστον απελθούσαν.
Αί Έκκλησίαί αύταί, ή τε έν ούρανφ καί ή
έπί γης, είσίν ή μία Αδιαίρετος τού Χριστού Εκκλησία, ή νύμφη τού Χριστού.
Ταύτης της Εκκλησίας κεφαλή έστίν ό Χριστός, όστίς συγκροτεί εις έν σώμα την τε
έν ούρανφ καί την έπί γης ’Εκκλησίαν.
Κατά την ορθόδοξον άρα έννοιαν την
δίδομένην τη Έκκλησία οί έν Κυρίω άποθνήσκοντες ώς άγια της Εκκλησίας μέλη, ώς
μέλη τού σώματος τού Χριστού, εύρίσκονταί έν άδιαρρήκτψ μετά της ’Εκκλησίας
ένότητί. Ώς μέλη της ’Εκκλησίας εύρίσκονταί έν συναίσθήσεί τών λειτουργιών της
Εκκλησίας καί συναίνούσί καί συνδοξάζουσί μετά της όλης Εκκλησίας τον Σωτήρα
καί δέονται ύπέρ της στρατευομένης ’Εκκλησίας καί τών έν άσθενείμ ψυχική ή
σωματική μελών αύτής, τών μήπω τετελείωμένων έν τή άρετή, καί βοηθούσί τή θείμ
έπίνεύσεί τοίς δεομένοίς αύτών.
Αί δεήσεις τής θρίαμβευούσης Εκκλησίας
ένούνταί ταΐς εύχαΐς τής στρατευομένης Εκκλησίας καί ούρανός καί γή δοξάζει τον
Κύριον καί δέεται ύπέρ τής του κόσμου ζωής καί σωτηρίας.
Ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία Αδυνατεί νά νοήση
δίάσπασίν καί χωρισμόν τών έαυτής μελών, τών τε ζώντων καί τεθνεώτων, διότι
Αδυνατεί νά νοήση μέλη Χριστού χωρισθέντα τής Εκκλησίας, τού σώματος τού
Χριστού, μετά θάνατον καί κατασταθέντα νεκρά καί Αναίσθητα. Ή ’Εκκλησία
Αδυνατεί νά έννοήση τοιούτον χωρισμόν μετά τήν μετά τού Κυρίου ένωσιν Αδυνατεί
νά έννοήση μέλη αύτής λαβόντα τήν έν Χριστφ ζωήν καί μή έχοντα πλέον αύτήν
Αδυνατεί νά έννοήση μέλη άνευ νοήσεως, άνευ συναισθήσεως· τουναντίον ή
’Εκκλησία πιστεύει κατά τάς άγιας Γραφάς, ότι «άρτι βλέπομεν δι’ έσόπτρου έν
αίνίγματι, τότε δέ πρόσωπον προς πρόσωπον άρτιγινώσκω έκ μέρους, τότε δέ
έπιγνώσομαι καθώς καί έπεγνώσθην» (Α' Κορινθ. ιγ' 12-13.)
Ή ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύει ότι πάντες
οί πιστοί, ζώντες καί τεθνεώτες, ώς μέλη Χριστού έχουσι ζωογονούσαν τήν ήν
έλαβον ζωήν τού Χριστού καί ότι αύτή έστίν άΐδιος, ότι τό πνεύμα τού Χριστού
ένοικε! έν αύτοίς καί ότι μετά τήν διάλυσεν τού χοϊκού σκήνους πλήρη έχουσίν
τήν συναίσθησίν τής ζωογονούσης αύτούς ζωής τού Χριστού καί τέλειον τον
φωτισμόν τής γνώσεως (Β' Κορινθ. δ' 8—15 καί ε' 1—10) καίγενώσκουσί τά έν τή
Έκκλησίμ συμβαίνοντα καί έπίκαλούμενοί ύπό τών στρατευομένων μελών τής
’Εκκλησίας καί ύπ’ αύτής τής ’Εκκλησίας παρέχουσί θείμ εύδοκίμ τήν έαυτών
άντίληψίν καί βοήθειαν τοίς έπίκαλουμένοίς διά τήν παρρησίαν ήν έχουσι προς τον
Κύριον καί Σωτήραήμών Ίησούν Χριστόν.
Κατά τήν δοξασίαν λοιπόν ταύτην τής
Εκκλησίας σφάλλονται μεγάλως καί έλέγχονταί άγνοούντες τό πνεύμα τής τού
Χριστού Εκκλησίας οί φρονούντες ότι οί προς τον Κύριον έκδημήσαντες άγίΟί
άγνοούσί τάκαθ’ ήμάς. Τήν Αλήθειαν τού ορθοδόξου δόγματος περί τής πρεσβείας
τών άγιων καί έπομένως τής τελείας τών καθ’ ήμάς γνώσεως τών άγιων κυρούσί ού
μόνον τά είρημένα Αλλά καί ρητή τού Εύαγγελίου μαρτυρία, ήτίς κυροϊ ταύτην καί
βέβαιοί ώς ορθόδοξον.
Ό Κύριος Λέγει έν τφ Ίερφ Εύαγγελίψ «έπί
ένί άμαρτωλφ, μετανοοϋντι χαρά έσταί έν οϋρανφ» (Λουκ. ιε' 8). ΠοΙοί χαίρουσιν
έν οϋρανφ; μόνον οι Άγγελοί! άλλ’ έάν οί Άγγελοί χαίρωσι, διατί ούχί καί οί
άγιοί οί ώς άγγελοί Θεού παριστάμενοι τφ Σωτήρι Χρίστώ, οί ύπό τού φωτός της
γνώσεως φωτίσθέντες; Εάν οί άγιοί άγνοώσί τά καθ’ ημάς, πόθεν οί άγγελοί
έπίστανται ταϋτα; Eι δέ τω θείω φωτισμώ φωτιζόμενοι οί άγγελοί γίνώσκουσί,
δίατί τοίς άγίοίς τοίς έχουσί τον θεΐον φωτισμόν άρνούμεθα τούτο; Ώστε οί
χαίροντες έν Ούρανφ είσιν οί τε άγγελοί καί οί άγιοί. Ώστε καί οί άγγελοί καί
οί άγιοί οί έν ούρανφ έπίστανταί τά καθ ’ ή μάς.
Επίσης ό Σωτήρ Λέγει προς τούς Ιουδαίους,
ότι «Αβραάμ ό πατήρ ύμών ήγαλλίάσατο, ϊνα ϊδη την ημέραν την έμήν καί είδε καί
έχάρη» (Ίωάν. η' 56)· ότι ένταύθα σαφώς περί της γνώσεως Λέγει τού Αβραάμ, καί
έπομένως καί όλων τών άγιων, δήλον. Έν τοίς προς Εβραίους ια' 13 λέγει περί τού
Αβραάμ, καί Ισαάκ καί Ιακώβ ότι «κατά πίστίν άπέθανον πάντες μη κομίσάμενοί τάς
έπαγγελίας, άλλά πόρρωθεν αύτάς ίδόντες καί άσπασάμενοί κτλ.» Ώστε τό «είδε καί
έχάρη» δηλοΐ την γνώσίν, ήν έλαβεν ό Αβραάμ καί την χαράν, ήν ήσθάνθη ίδών την
έπαγγελίαν την γενομένην αύτφ περί της έλεύσεως τού Σωτήρος έκ τού σπέρματος
αύτού τό κατά σάρκα πληρωθεΐσαν.
Εις την ύπό Γ. Κωνσταντίνου έρμηνείαν τού
κατά Ίωάννην Εύαγγελίου άναγίνώσκομεν ταύτα: «Έχάρη δέ Αβραάμ έν Ούρανοίς ίδών
την πραγματοποίησή τών έπαγγελίών κατά την έλευσίν τού Χριστού διά τής χάρίτος
τού όποιου ό ταλαίπωρος Άάζαρος εύρεν άνάπαυσίν έν τοίς κόλποίς αύτού». Ώστε οί
άγιοί γίνώσκουσί τά καθ ’ ή μάς.
Επίσης έκ τής παραβολής τού Σωτήρας περί
τού πλουσίου καί τού πτωχού Άαζάρου μανθάνομεν αύθεντίκώς, ότι ό Αβραάμ
έγίνωσκεν τελείως ού μόνον τά περί τής καταστάσεως έκάστου έν τφ κόσμψ, άλλά
καί τήν ιστορίαν αύτήν τού Ιουδαϊκού έθνους, καί ότι Μωσέα έσχον καί προφήτας
καί νόμον καί διδασκαλίαν κτλ. ώς δηλούταί έκ τής άπαντήσεως τού Αβραάμ προς
τον πλούσιον: «Εί Μωσέως καί τών προφητών ούκ άκούουσίν ούδ’ έάν τις έκ νεκρών
άναστή πείσθήσονταί» (Άουκ. ις' 25—31).
Έν τή παλαίφ Άγίμ Γραφή έν Β' βιβλίψ τών
Μακκαβαίων (κεφ. ιε' στίχ. 1-16) σαφώς καί άπερίφράστως άναφέρεταί ή τών καθ ’
ή μάς γνώσίς τοίς άποίχομένοίς δίκαίοίς καί ή δέησίς αύτών ύπέρ τών έπίζώντων
άδελφών αύτών. Έν τοίς είρημένοίς στίχοίς άναφέρεταί ό Ιερεμίας εύχόμενος ύπέρ
τού Λαού τών Ιουδαίων καί Όνίας ό γενόμενος Άρχίερεύς άνήρ καλός καί άγαθός
έπίσης εύχόμενος ύπέρ τού Λαού καί καθ ’ ύπαρ τούτο τφ Ίούδμ τφ Μακκαβαίψ
άποκαλύψας. Οί τήν πρεσβείαν τών άγιων άποκρούοντες άδυνατούσί νά άποκρούσωσί
καί τήν μαρτυρίαν ταύτην διότι καί μετά τήν άπόκρουσίν αύτών μένει ή μαρτυρία
τών Ιουδαίων τών πίστευσάντων τφ Ίούδμ· διότι έπίστευσαν τοίς λόγοίς καί έτι
πίστεύουσίν αύτοϊς. Έάν οί Ιουδαίοι δέν έπίστευον έξ ίεράς παραδόσεως εις τήν
έμφάνείαν τών άγιων, ό Ιούδας δέν ήθελε γίνη πιστευτός ώς έναντία προς τά
δεδομένα αύτοϊς φθεγγόμενος.
Ή μαρτυρία αύτή τότε μόνον δύναταί νά
παύση έχουσα ίσχύν, έάν τά βιβλία τών Μακκαβαίων άπορρίφθώσίν ώς έστερημένα
ιστορικής άληθείας, άλλά τούτο είναι άδύνατον, διότι ή ιστορική άξια τών
βιβλίων μαρτυρεϊταί ύπό τής πολιτικής ιστορίας.
Οί τάς πρεσβείας τών μεταστάντων άγιων
άποκρούοντες, άποκρούουσί καί τάς πρεσβείας τών έπίζώντων άγιων καί αύτής τής
Εκκλησίας ύπέρ τών δεομένων τής παρακλήσεως αύτών διά τήν προς τον Θεόν
παρρησίαν ήν έχουσί· διότι άποκρούουσί πάσαν μεσιτείαν καί φρονούσί τό τοίούτον
ώς έναντίούμενον τή Γραφή. Ήμεϊς προς βεβαίωσιν του Ορθοδόξου φρονήματος θέλομεν
προσαγάγει μαρτυρίας εκ τε της Παλαιάς καί τής Κ. Διαθήκης.
α) Μαρτυρία» έκ τής Παλαιάς Διαθήκης.
Τό δόγμα περί τής πρεσβείας των άγιων
μαρτυρείτε πρώτον έκ τής Παλαιάς Διαθήκης.
Εν αύτη ιστορείται ότι ό Αβραάμ έδεήθη τού
Θεού υπέρ τού Άβιμέλεχ· «προσηύξατο δέ Αβραάμ προς τον Θεόν, καί ίάσατο ό Θεός
τον Αβιμέλεχ καί τήν γυναίκα αϋτοϋ καί τάς παιδίσκας αϋτοϋ καί έτεκον» (Γέν. κ'
17)· καί ό Μωϋσής ύπέρ τοϋ Φαραώ: «Καί έξήλθε ό Μωϋσής άπό Φαραώ, καί ηϋξατο
προς τον Θεόν έποίησε δέ Κύριος καθάπερ είπε Μωϋσής, καί περιειλε τήν κυνόμυιαν
άπό Φαραώ καί τών θεραπόντων αύτοϋ καί τοϋ λαού καί ού κατελείφθη ούδέ μία.»
(Έξοδ. η' 28-31, Έξοδ, λβ' 11-14). ’Επίσης ύπέρ τοϋ λαού τών Ιουδαίων: «καί
ηϋξατο Μωϋσής καί έκόπασε τό πϋρ» (Αριθ. ια' 2) καί ύπέρ τοϋ Ααρών (Δευτερ. θ'
12, 20), καί προσέτι Σαμουήλ ύπέρ τοϋ Ισραήλ: «καί έβόησε Σαμουήλ προς Κύριον
καί έπήκουσεν αύτοϋ ό Κύριος» (Α' Βασιλ. Ζ 8-9 καί Α' Βασιλ. ΙΑ'. 19-23, Γ'.
Βασιλ. ΙΓ'. 1-7, Α' Βασιλ. ΙΒ'.23)
Εν τφ Βιβλίψ τοϋ Ιώβ ό Κύριος λέγει προς
Έλιφάζ τον Θαιμανίτην: «ήμαρτες σύ, καί οί δύο φίλοι σου· ού γάρ έλαλήσατε
ένώπιόν μου άληθές ούδέν, ώσπερ ό θεράπων μου Ιώβ. Νϋν δέ λάβετε έπτά μόσχους
καί έπτά κριούς καί πορεύθητε προς τον θεράποντά μου Ιώβ καί ποιήσει κάρπωσιν
ύπέρ ύμών. Ιώβ δέ ό θεράπων μου εύξεται ύπέρ ύμών, ότι εί μή προσώπων αύτοϋ
λήψομαι, είμή γάρ δι’ αύτόν άπώλεσα άν ήμάς... καί έποίησαν καθώς συνέταξεν
αύτοίς ό Κύριος καί έλυσε τήν άμαρτίαν αύτοίς διά Ιώβ» (Ιώβ. μβ' 7—9)·
Οί άρχιερείς καί οί ιερείς κατά τήν
διάταξιν τοϋ Μωσαϊκού Νόμου ηύχοντο τφ Θεφ ύπέρ τοϋ λαού. Εν Λευιτικφ θ' 7 ό
Μωϋσής λέγει τφ Ααρών: «πρόσελθε προς τήν θυσιαστήριον καί ποίησον τό περί τής
άμαρτίας σου καί τό ολοκαύτωμά σου καί έξίλασαι περί σεαυτοϋ καί τοϋ οίκου σου
καί ποίησον τά δώρα τοϋ λαού, καί έξίλασαι περί αύτών, καθάπερ ένετείλατο
Κύριος κτλ.» Ή έπίκλησις έν τή προσευχή τοϋ Μανασσή, βασιλέως Ιούδα «Κύριε
Παντοκράτορ, ό Θεός τών Πατέρων ήμών τοϋ Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ καί τοϋ
σπέρματος αύτών τοϋ δικαίου κτλ» είναι τύπος παρακλήσεως έν φ έμφαίνεταιή τών
προπατόρων προς τον Θεόν πρεσβεία, διότι δι’ ούδένα έτερον λόγον μνημονεύει τών
προπατόρων καί τοϋ σπέρματος αύτών τοϋ δικαίου ή όπως προσαγάγη πρεσβευτάς ύπέρ
έαυτοϋ τούς εύαρεστήσαντας αύτφ καί έπικαλεσθή τό έλεος αύτοϋ όπερ έαυτοϋ.
Επίσης έν τοίς λόγοις τοϋ Ήσαΐου προς τον
Έζεκίαν, εύξάμενον τφ Θεφ όπως μή άποθάνη ώς ήγγέλθη αύτφ ύπό τοϋ Ήσαΐου, «τάδε
λέγει Κύριος ό Θεός Δαυίδ τοϋ πατρός σου, ήκουσα τής προσευχής σου καί είδον τά
δάκρυά σου· ιδού προστίθημι τον χρόνον σου έτη δεκαπέντε κτλ», έμφαίνεται
γενομένη ή χάρις καί τό έλεος χάριν Δαυίδ τοϋ πατρός αύτοϋ, ούτινος φαίνεται
τοϋ ονόματος έμνήσθη έν τή έαυτοϋ προσευχή ό Έζεκίας (Ήσαΐας ΔΗ' 1—7).
Επίσης καί έν Βασιλ. Δ' κεφ. κ' 15 ό
Έζεκίας έπικαλούμενος τον Θεόν τον προσφωνεί Θεόν τοϋ Ισραήλ· ή ύπόμνησις δέ
τοϋ ονόματος έδήλου τήν πρεσβείαν τοϋ Ισραήλ, ήτοι τοϋ Ιακώβ καί τοϋ σπέρματος
αύτοϋ τοϋ δικαίου.
Εν τή προσευχή τοϋ Βασιλέως Σολομώντος
κατά τά έγκαίνια τοϋ Ναού τοϋ Θεού, ό Σολομών έπικαλείται τον Θεόν, όπως
έπακούση αύτοϋ δεομένου ύπέρ τοϋ Ναού, καί μνημονεύει τών λόγων τοϋ Θεού προς
Δαυίδ τον πατέρα αύτοϋ λέγων: «καί νϋν, Κύριε, ό
Θεός τού Ισραήλ, φύλαξον τφ παιδί σου τφ
Δαυίδ τφ πατρί μου δ έλάλησας αϋτφ λέγων κτλ.». Εν τη όλη προσευχή φαίνεται ό
Σολομών παρακαλών τον Θεόν να μνησθή τού Ισραήλ καί τού Δαυίδ καί έπακούση
αϋτοϋ δεόμενου.
Ή έπίκλησις αύτη φέρει τύπον πρεσβείας των
άγιων των εύαρεστησάντων τφ Θεφ. Τοιούτους τύπους προσευχών εύρίσκομεν καί έν
άπάση τη Π. Διαθήκη. Εκ τούτων δε άποδείκνύεταί, ότι έν τη Παλαιφ Διαθήκη όμολογείταί
ότι οί δίκαιοί ζώντες καί τεθνεώτες πρεσβεύουσι τφ Θεφ.
β) Μαρτυρίαι έκ τής Καινής Διαθήκης περί
τής πρεσβείας τών άγιων
Έν τη Καινή Διαθήκη τό εύχεσθαιύπέρ
άλλήλων είναι έντολή τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού (Ματθ. ε' 44, Λουκ. ς’ 27).
Αύτός ό Κύριος έδειξεν ύμίν ύπόδειγμα εύχηθείς ύπέρ τών σταυρωτών αύτού (Λουκ.
κγ' 34). ’Επίσης ό αρχιδιάκονος Στέφανος ηύχήθη ύπέρ τών λιθοβολησάντων αύτόν
(Πράξ. ζ' 60). Καί ό Παύλος τά αύτά διδάσκει προς τούς 'Ρωμαίους (ιβ' 14)·
έπίσης καί προς Κορινθίους (Α' δ' 13 — 15)· καί ό Πέτρος έν τή αη' αύτού
έπιστολή (γ' 9) καί ό Ιάκωβος (ε' 16)· καί ό Ιωάννης εύχεται τφ Γαίψ εύοδούσθαί
περί πάντων καθώς εύοδούται αύτού ή ψυχή (Γή 2)· καί καθόλου είπείν τό διαπνέον
έν τή Γραφή πνεύμα είναι τό ύπέρ άλλήλων εύχεσθαι τφ Θεφ. Ό εύχόμενος ύπέρ
έτέρου μεσιτεύει μεταξύ τού Θεού καί τού ύπέρ ου γίνεται ή μεσιτεία, ώστε πάς ό
εύχόμενος ύπέρ έτέρου μεσιτεύει ύπέρ έτέρου καί τελεί έργον τού μεσίτου.
Ή ’Εκκλησία έλαβεν έντολήν καί τό
παράδειγμα παρά τών Αποστόλων νά εύχηται όπερ τού σύμπαντος κόσμου καί
μεσιτεύει προς τον Χρίστον ύπέρ τού κόσμου. Ή ’Εκκλησία έν ταΐς προς τον Θεόν
αύτής δεήσεσίν εύχεται προς τό γενέσθαί τον Κύριον εύίλατον ταΐς δεήσεσίν αύτής
καί έπακούσαί τών δεήσεων αύτής, προσάγει δέ τάς τών άγιων πρεσβείας καί τής
Θεομήτορος πεποίθυΐα έπί τή παρρησίμ αύτών προς τον Κύριον καί τή προς τήν
Εκκλησίαν τού Χριστού τήν στρατευομένην άδιαλείπτψ καί άμειώτψ άγάπη αύτών.
Ή ’Εκκλησία έπίκαλουμένη τάς πρεσβείας τών
άγιων πιστεύει, ότι οί άγιοί οί πρεσβεύσαντες ζώντες τφ Κυρίψ ύπέρ τής ειρήνης
τού κόσμου, τής εύσταθείας τών άγιων τού Χριστού Εκκλησιών κτλ. δέν διαλείπουσί
τούτο πράττοντες καί έν τή ούρανίψ τού Χριστού Εκκλησία τή θρίαμβευούση, καί
είσακούουσί τών δεήσεων ήμών έπίκαλουμένων αύτούς, καί εύχονται προς τον Κύριον,
καί γίνονται φορείς τής χάρίτος καί τού έλέους τού Κυρίου.
Περί πρεσβείας τών άγιων ότι οί άγιοί
ο’ίδασί τάκαθ’ ή μάς· Δ' Βασίλ. Ε' 26. Πράξεων Ε' 1—11 καί ίβ' 5. Ίωανν. Η' 56.
Διονύσιος ό Αρεοπαγ. Έκκλ. Ίεραρ. κεφ. 7, 3. Αναστασ. Σιναίτ. έρωταποκρ. ς' Ωριγένης
(Σ. έ. 186) Τόμ. Α', Σελ. 269 έκδ. Παρίσ. 1733. Ό Καισαρείας Εύσέβίος ό
Παμφίλου (Σ. έ. 270) περί πρεσβείας τών άγιων γράφει (Εύαγγ. Προπαρασκευή Βιβλ.
ΙΓ. σελ. 663 τής έν Κολωνίμ έκδόσεως τού 1688 καί ή έν Γάγγρμ τής Παφλαγονίας
Σύνοδος Σ. έ. 325) έν τφ Κ' αύτής Κανόνι ορίζει...
Περί τών προσευχών τών άγιων σαφώς
διαλαμβάνει ή άποκάλυψις (Ιωάν, ε' 8). Έν ταΐς Πράξεσι δέ τών Αποστόλων
ιστορείται, ότι ή Εκκλησία προσηύξατο ύπέρ τού Πέτρου τού τηρουμένου έν τή
φυλακή: «ό μέν ούν Πέτρος έτηρείτο έν τή φυλακή· προσευχή δέ ήν έκτενής
γινομένη ύπό τής Εκκλησίας προς τον Θεόν ύπέρ αύτού» (Πράξ. ίβ' 5—7—12).
Ό δέ Απόστολος Παύλος γράφει προς
'Ρωμαίους ότι άδιαλείπτως μνείαν αύτών ποιείται πάντοτε έπί τών προσευχών αύτού
(Ρωμ. α 9) καί παρακαλεΐ αύτούς νά
συναγωνισθώσιν αύτφ έν ταΐς προσευχαΐς
ύπέρ αϋτοϋ προς τον Θεόν, ϊνα ρυσθή άπό τών άπείθούντων Ιουδαίων καί ή διακονία
αϋτοϋ ή εις Ιερουσαλήμ εύπρόσδεκτος τοίς άγίοιςγένηταικτλ. (Ρωμ. ιε' 30—31).
Ό Απόστολος Παύλος έν τή Βα' προς
Κορινθίους Επιστολή λέγει ότι έρρύσθη έκ θανάτου καί ρύσεται αύτόν ό Χρίστος
«συνυπουργούντων καί ύμών ύπέρ ήμών τή δεήσεί, ϊνα έκ πολλών προσώπων τό εις
ήμάς χάρισμα διά πολλών εύχαρίστηθή ύπέρ ήμών» (α, 19—11). ’Εν δέ τή προς
Έφεσίους ό Παύλος γράψεr «ού παύομαι εύχαρίστων ύπέρ ύμών μνείαν ποιούμενος έπί
τών προσευχών μου» (α 16), καί παραγγέλλεί αύτοίς λέγων: «διά πάσης προσευχής
καί δεήσεως προσευχόμενοι έν παντί καίρφ έν πνεύματί καί εις αύτό τούτο
άγρυπνοϋντες έν πάση προσκαρτερήσεί καί δεήσεί περί πάντων τών άγιων, καί ύπέρ
έμοϋ» (στ' 18 — 10).
Ό Απόστολος Παύλος τό αύτό παραγγέλλεί καί
έν άπάσαίς αϋτοϋ ταΐς έπίστολαΐς. Έν τή προς Φιλίππησίους γράφει: «Εύχαρίστώ τφ
Θεφ μου έπί πάση τή μνείμ ύμών πάντοτε» κτλ. (α 3—4).
Έν τή προς Κολοσσαείς άναγγελεΐ, ότι
πάντοτε ύπέρ αύτών προσεύχεται (α 3—4) καί έντέλλεταί αύτοίς νά εύχονται καί
ούτοί ύπέρ αϋτοϋ λέγων; «Τή προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγοροϋντες έν αύτή έν
εύχαρίστίμ, προσευχόμενοι Άμα καί περί ήμών» (δ' 2—3).
Καί προς ΘεσσαλονίκεΤς γράφει:
«εύχαρίστοϋμεν τφ Θεφ πάντοτε περί πάντων ύμών μνείαν ποιούμενοι έπί τών
προσευχών ήμών, άδίαλείπτως μνημονεύοντες ύμών τού έργου τής πίστεως» κτλ, A' a
2—3)· έντέλλεταί έν τέλεί αύτοίς εύχεσθαίύπέρ αϋτοϋ λέγων: «άδελφοί
προσεύχεσθαί περί ήμών» (Ε' 25), καί έν τή δευτέρμ αϋτοϋ έπίστολή προς αύτούς γράφει:
«Τό λοιπόν άδελφοί προσεύχεσθε περί ήμών» (Τ' 1—2).
Έν δέ τή Αη' προς Τιμόθεον παρακαλε!
λέγων: «Παρακαλώ ούν πρώτον πάντων ποίείσθαί δεήσεις, προσευχάς, έντεύξείς
εύχαρίστίας ύπέρ πάντων άνθρώπων, ύπέρ βασιλέων καί πάντων τών έν ύπεροχή
όντων, ϊνα ήρεμον καί ήσύχίον βίον δίάγωμεν έν πάση εύσεβείμ καί σεμνότητί.
Τούτο γάρ καλόν καί άποδεκτόν ένώπίον τού Σωτήρος ήμών Θεού» (Β' 1—4).
Καί έν τή Β' προς Τιμόθεον γράφει «ότι
άδίάλείπτον έχει περί αϋτοϋ μνείαν έν τή δεήσεί αϋτοϋ νυκτός καί ήμέρας» (α 3),
καί εύχεται καί ύπέρ τής ψυχής τού κοίμηθέντος έν Κυρίψ Όνησίφόρου λέγων «δωη
αύτφ Κύριος εύρείν έλεος παρά Κυρίου έν έκείνη τή ήμέρμ». Τά αύτά γράφει καί
προς Φίλήμονα (α 4—22) καί προς Εβραίους (ίγ' 18).
Ό Απόστολος Ιάκωβος συνίστφ τάς ύπέρ
άλλήλων δεήσεις λέγων: «εύχεσθε ύπέρ άλλήλων όπως ίαθήτε- πολύ γάρ ισχύει
δέησίς δίκαιου ένεργούμενη»· Τνα δέ ύποδείξη αύτοίς τήν ίσχύν τής δεήσεως τού
δίκαιου έπιλέγευ «Ήλίας άνθρωπος ήν ομοιοπαθής ήμίν καί προσευχή προσηύξατο τού
μή βρέξαί, καί ούκ έβρεξεν έπί τής γης ένίαυτούς τρείς καί μήνας έξ· καί πάλιν
προσηύξατο καί ό ούρανός έδωκεν ύετόν καί ή γή έβλάστησε τον καρπόν αύτής» (ε'
16 — 18).
Ό δέ Ιωάννης ό Θεολόγος έντέλλεταί νά
εύχώμεθα καί ύπέρ τών άμαρτανόντων άδελφών ήμών λέγων: «έάν τις ϊδη τον άδελφόν
αϋτοϋ άμαρτάνοντα άμαρτίαν μή προς θάνατον, αιτήσει, καί δώσει αύτφ ζωήν κτλ».
Έκ των μέχρι τουδε είρημένων άποδείκνύεταί
α) ότι τό εύχεσθαι ύπέρ άλλήλων είναι
έντολή τοϋ Σωτήρος καί των Αποστόλων,
β) ότι τό τοιοϋτον είναι εϋάρεστον τφ Θεφ,
γ) ότι ό Θεός δέχεται τάς ύπέρ των αδελφών
ημών δεήσεις,
δ) ότι εισακούει τής αίτήσεως καί δίδωσι
ζωήν τοίς άμαρτάνουσιν, ήτοι άφίησι τα αμαρτήματα τού μή προς θάνατον
άμαρτήσαντος,
καί ε) ότι πολύ ισχύει ή δέησις δικαίου
παρά τφ Θεφ.
Όφείλομεν άρα εύχεσθαι ύπέρ άλλήλων καί
έπικαλείσθαι τάς δεήσεις τών δικαίων ύπέρ ήμών άμαρτανόντων, ώς μεγάλην
παρρησίαν προς τον Θεόν κεκτημένων τών δικαίων, άφού μάλιστα ο’ίδαμεν, ότι
τούτο έστιν εύπρόσδεκτον τφ Θεφ, καί ότι ό Θεός έπικαμπτόμενος ταΐς δεήσεσι τών
δικαίων συγχωρε! καί τά μή προς θάνατον άμαρτήματα.
Ήδη ταύτα γινώσκοντες έπιτρέπεται νά
άμφιβάλλωμεν, ότι οί ύπέρ ήμών πρεσβεύσαντες Άγιοι καί δίκαιοι καί μεταστάντες
ύπό τού Κυρίου άπό τής Εκκλησίας τής στρατευομένης προς τήν θριαμβεύουσαν
θέλουοιν εύχεσθαι ύπέρ ήμών τών στρατευομένων; Τοιαύτη άμφιβολία έκφράζει
άπιστίαν προς τό δόγμα, ότι οί έν Κυρίψ άποθνήσκοντες μεταβαίνουσιν άπό τού
θανάτου εις τήν έν χώρμ ζώντων, έν σκηναΐς δικαίων, έν τή Βασιλείμ τών Ούρανών
εί δέ πιστεύομεν εις τό δόγμα τούτο, όφείλομεν έπίσης νά πιστεύωμεν ότι οί
άγιοι καί οί δίκαιοι πρεσβεύουσιν ύπέρ ήμών καί τών δεήσεων ήμών ένωτίζονται ώς
μέλη ένός καί τού αύτού σώματος τής Εκκλησίας καί δέονται ύπέρ ήμών καί φορείς
τών θείων δωρεών ήμίν γίνονται.
Οί προς ταύτα άντιφρονούντες λέγουσιν:
«Εις μεσίτης μεταξύ Θεού καί άνθρώπων»-άλλ’ οί ταύτα λέγοντες προς ήμάς
όφείλουσι πρώτον προς τούς διδάξαντας ήμάς Αποστόλους νά άποτείνωσι τήν
ένστασιν έάν πεποίθασιν έπί τή όρθότητι αύτής καί φρονώσιν ότι αύτή όρθώς
τίθεται- διότιήμείς έπόμεθα, ώς ε’ίδομεν, τή διδασκαλίμ τών Αποστόλων, άλλά
δυστυχώς ούκ όρθώς τίθεται, διότι ή ένστασις άλλάσσει τό θέμα τής συζητήσεως
καί φέρει εις παράλογον συμπέρασμα.
Καί πρώτον, ή ένστασις δέν κείται προς τό
θέμα (περί τής πρεσβείας τών άγιων), διότι έτερον μεσιτεία Χριστού, τού
Λυτρωτού τού άνθρωπίνου γένους, τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού τού Τίού τού Θεού
προς τον έαυτού Πατέρα, καί έτερον πρεσβεία ή μεσιτεία τών άγιων πάντων, τής
Θεοτόκου καί τών άγγέλων προς τον Σωτήρα Χριστόν.
Διότι τό μέν «εις μεσίτης μεταξύ Θεού καί
άνθρώπων» κηρύσσει τον Κύριον ήμών Ίησούν Χριστόν Σωτήρα καί Λυτρωτήν τού
κόσμου καί γνωρίζει πάσιν, ότι εις έστιν ό λυτρούμενος τούς Ανθρώπους έκ τής
καταδυναστείας τού πονηρού, ότι όφείλομεν αύτφ πιστεύσαι καί έν τφ όνόματι
αύτού βαπτισθήναι καί λαβείν άφεσιν άμαρτιών, καί ότι έκτος αύτού ούκ έστιν
σωτηρία.
Προς ταύτα ούδείς Αντιλέγει- ήμείς ταύτα
πιστεύομεν καί όμολογούμεν. Τό δέ περί πρεσβείας τών άγιων προς τον Σωτήρα
Χριστόν δόγμα έκφράζει ταύτην Ακριβώς τήν πίστιν τών πιστευσάντων προς τον
Σωτήρα τον δοξάσαντα τούς άγιους αύτού καί έπακούοντα τών δεήσεων αύτών. Ώστε ή
ένστασις τών διαμαρτυρομένων ή μέχρι κόρου Αφόρητου προβαλλομένη, «εις μεσίτης
μεταξύ Θεού καί Ανθρώπου», δι’ ής ζητούσι νά πείσωσιν ήμάς μή αίτείσθαι τάς
πρεσβείας τών άγιων, δέν κείται προς τό συζητούμενον
θέμα άλλ’ έκτος αυτού- διότι τό
προτεινόμενον είναι νέον θέμα, όπερ ούδείς αμφισβητεί, ώς νέον δέ θέμα καί
διάφορον προς τό συζητούμενον ούδ’ όλως αίρει ή αναιρεί τιθέμενον την ήμετέραν
περί πρεσβείας των άγιων δοξασίαν διότι έτερον μεσιτεία Τίού προς Πατέρα, καί
έτερον μεσιτεία άγιων προς τον δοξάσαντα αυτούς Κύριον. Ή ένστασις δέν φέρει
εις ορθόν συμπέρασμα, διότι έκ τής μείζονος προτάσεως- «εις μεσίτης μεταξύ Θεού
καί άνθρώπων, Ιησούς Χριστός», έξάγουσι συμπέρασμα, ότι ούδείς μεσίτης προς
Χριστόν»- όπερ λογικώς ψευδές.
Ό ορθός συλλογισμός θά ήτο: «άρα ούδείς
έτερος προς τον Θεόν τον Πατέρα μεσίτης»· άλλ’ οί ένιστάμενοι ούχ ούτως
λογικεύονται, έν φ δέ παραλογίζονται περιπίπτοντες εις τό έν τή λογική
καλούμενον σόφισμα έτεροζητησεως, διδάσκουσιν ήμάς τήν μετά λόγου εύσέβειαν.
Αληθώς προς μέν τον Πατέρα εις μεσίτης ό
Υιός· προς τον Υιόν όμως πάντες οί άγιοι οί κύκλψ αύτού- διό οσάκις δεόμεθα
προς τον Υιόν έπικαλούμεθα πρεσβευτάς τήν Θεοτόκον καί τούς άγιους πάντες καί
τούτους προς τον Σωτήρα τιθέμεθα μεσίτας· τούτο δέ έδιδάχθημεν παρά των Αγίων
Αποστόλων οσάκις δέ δεόμεθα προς τον Θεόν Πατέρα τότε μόνον τον Υιόν προσάγομεν
πρεσβευτήν καί μεσίτην, ούδέποτε δέ λέγομεν εύχήν προς τον Θεόν Πατέρα ύπέρ τελέσεως
μυστηρίου γινομένην ή έτέρας τάξεως μή άναφέρουσαν τον Υιόν τού Θεού ώς μόνον
μεσίτην μεταξύ Θεού καί ανθρώπων.
Μαρτυρίαι περί πρεσβείας τών άγιων έκ τής
Ίεράς παραδόσεως
Εκ τής ίεράς παραδόσεως διδασκόμεθα ότι οί
Άγιοι Πάντες καί ή Θεοτόκος έθεωρήθησαν άπό τών άποστολικών χρόνων έν τή μιφ
άγίμ καθολική καί άποστολική Έκκλησίμ πρέσβεις προς τό Σωτήρα Χριστόν ύπέρ τής
στρατευομένης Εκκλησίας, ώς παρρησίαν πολλήν προς Αύτόν κεκτη μένοι.
Καί,
α) έν άπασι τοϊς λειτουργικοϊς βιβλίοις
τής τε Ανατολικής Εκκλησίας καί έν αύτοϊς τοϊς τών έτεροδόξων ’Εκκλησιών
άναφέρονται οί άγιοι ώς πρεσβεύοντες ύπέρ ήμών προς τον Κύριον ήμών Ίησούν
Χριστόν.
β) Εκ παραδόσεως παρέλαβαν ή Εκκλησία άπό
τών άποστολικών χρόνων καί τίθησι μερίδας τής ύπεραγίας Θεοτόκου καί τών άγιων
έν τφ δισκαρίψ, δεξιόθεν καί άριστερόθεν τού άγιου Άρτου, καί ποιείται κατ’
όνομα μνείαν αύτών. Ή παράδοσις δ’ αύτή έγίνετο καί γίνεται έν τή Καθολική
Έκκλησίμ πάντοτε πανταχού καί ύπό πάντων
γ) Εν τοϊς διπτύχοις έμνημονεύοντο καί
μνημονεύονται πάντες οί προαπελθόντες άγιοι.
δ) Οί άρχαιότατοι Πατέρες τής Εκκλησίας
δοξάζουσιν ότι οί άγιοι πρεσβεύουσιν ύπέρ ήμών προς τον Κύριον καί αύτοί
έξαιτούνται τάς πρεσβείας αύτών.
Ούτως ό Μέγας Βασίλειος έν λόγψ προς τούς
τεσσαράκοντα Μάρτυρας λέγει: «Πόσα άν Έκαμες, ϊνα ένα πού εύρης ύπέρ σού
δυσωπούντα τον Κύριον; Τεσσαράκοντά σοι είσι, σύμφωνον άναπέμποντες προσευχήν.
Όπου δύο ή τρεις είσι συνηγμένοι έπί τφ όνόματι τού Κυρίου, έκεί έστιν έν μέσω
αυτών, όπου δέ τεσσαράκοντα τις άμφιβάλλει Θεού παρουσίαν; Ό θλιβόμενος έπί
τούς τεσσαράκοντακαταφεύγει, ό εύφραινόμενος επ' αύτούς άποτρέχει- ό μέν ϊνα
λύσιν εύρη τών δυσχερειών, ό δέ ϊνα φυλαχθή αύτφ τά χρηστότερα. Ενταύθα γυνή
εύσεβής ύπέρ τέκνων εύχομένη καταλαμβάνεται,
άποδημούντι άνδρί την επάνοδον αίτουμένη,
άρρωστοϋντι την σωτηρίαν. Μετά μαρτύρων γενέσθω τά αιτήματα υμών. Οί νεανίσκοι
τούς ήλικιώτας μιμείσθωσαν. Οί πατέρες τοιούτων είναι παίδες εύχέσθωσαν αί
μητέρες καλής μητρός διήγημα διδαχθήτωσαν.... Ώ χορός άγιος! Ώ σύνταγμα ιερόν!
Ώ συνασπισμός άρραγής! Ώ κοινοί φύλακες τού γένους των άνθρώπων! Αγαθοί
κοινωνοί φροντίδων, δεήσεως συνεργοί, πρεσβευταί δυνατώτατοι, άστέρες τής
Οικουμένης, άνθη των Εκκλησιών. Υμάς ούχ ή γή κατέκρυψεν, άλλ’ ούρανός
άπεδέξατο· ήνοίγησαν ύμ'ιν παραδείσου πύλαι» (ομιλία θ').
Ομοίως έπικαλεΐται ύπέρ έαυτού τάς
πρεσβείας τών έν Ούρανοίς άγιων λέγων: «Δέχομαι καί τούς άγιους Αποστόλους,
προφήτας καί μάρτυρας καί εις τήν προς τον Θεόν ικεσίαν τούτους έπικαλούμαι,
τού δι’ αύτών, ήγουν διά τής μεσιτείας αύτών ϊλεών μοι γενέσθαι τον φιλάνθρωπον
Θεόν καί λύτρον μοι τών πταισμάτων γενέσθαι καί δοθήναι.» (Βασιλ. έπιστολ. τξ'
προς Ιουλίαν, τον Παραβάτ.)
Ο δέ Γρηγόριος ό Θεολόγος έν λόγψ εις
αύτόν τον Μέγαν Βασίλειον λέγει καί τάδε έν τέλει: «Σύ δέ ήμάς έποπτεύοις
άνωθεν, ώ θεία καί ιερά κεφαλή καί τον δεδομένον ήμΐν παρά Θεού σκόλοπα τής
σαρκός εις τήν ήμετέραν παιδαγωγίαν, ή στήσαις ταΐς σεαυτού πρεσβείαις, ή
πείσαις καρτερώς φέρειν, καί πάντα βίον ήμΐν διεξάγοις προς τό λυσιτελέστερον,
εί δέ μετασταίημεν, δέξαιο κάκεΐθεν ήμάς ταΐς σεαυτού σκηναΐς».
Ωσαύτως καί έν τφ εις τήν μνήμην τού
μάρτυρος Κυπριανού λόγψ αύτού ό θείος Γρηγόριος μνημονεύει παρθένου
κινδυνευούσης καί τήν βοήθειαν καί πρεσβείαν τής Θεοτόκου αίτησάσης (1).
Επίσης ό θείος Χρυσόστομος έπικαλεΐται εις
πρεσβείαν καί τήν Μητέρα τού Κυρίου λέγων: «.... Ού λείπει τφ Θεφ Δεβώρα, ού
λείπει τφ Θεφ Ισραήλ· έχομεν γάρ καί ήμεΐς τήν Αγίαν Παρθένον καί Θεοτόκον
Μαρίαν πρεσβεύουσαν ύπέρ ήμών εί γάρ ή τυχούσα γυνή ένίκησε, πόσψ μάλλον ή τού
Χριστού Μήτηρ καταισχύνει τούς έχθρούς τής άληθείας;» (2)
Επίσης καί έν τφ λόγψ αύτού εις Μελέτιον
τον Αντιόχειας λέγει: «Εύξώμεθα δέ κοινή πάντες, άρχοντες καί άρχόμενοι,
γυναίκες καί άνδρες, πρεσβύτεροι καί νέοι, δούλοι καί έλεύθεροι, αύτόν τον
Μελέτιον κοινωνόν τής εύχής ταύτης λαβόντες» (Τόμ. Β' σελ. 619.)
Ωσαύτως καί ό Ωριγένης μαρτυρεί περί τής
πρεσβείας τών άγιων, καί διά τής άρχαιότητος τής μαρτυρίας αύτού τήν
άρχαιοτάτην δόξαν τής Εκκλησίας περί τής πρεσβείας τών άγιων κυροΐ. Ό Ωριγένης
λέγει τάδε: «Αί ψυχαί τών πεπελεκισμένων ένεκα τής μαρτυρίας τού Ιησού, μή
μάτην τφ έν Ούρανοίς θυσιαστηρίψ προσεδρεύουσαι, διακονούσι τού Εύχομένοις
άφεσιν άμαρτημάτων;» (3)
Ό δέ Θεοδώρητος γράφων περί τής άφανείας
τών Τάφων τών γενομένων Αύτοκρατόρων καί παραβάλλων αύτούς προς τούς ναούς τών
άγιων μαρτύρων, λέγει ταύτα: «Οί δέ τών καλλινίκων μαρτύρων σηκοί λαμπροί καί
περίβλεπτοι, καί μεγέθει διαπρεπείς καί παντοδαπώς πεποικιλμένοι καί κάλλους
άφιέντες μαρμαρυγάς. Εις δέ τούτους ούχ άπαξ ή δίς τού έτους ή πεντάκις
φοιτώμεν, άλλά πολλάκις μέν πανηγύρεις έπιτελούμεν, πολλάκις δέ καί ήμέρας
έκάστης τφ τούτων Δεσπότη τούς ύμνους προσφέρομεν καί οί μέν ύγιαίνοντες
αίτούσι τής ύγείας φυλακήν οί δέ τινι νόσψ παλαίοντες, τήν τών παθημάτων
άπαλλαγήν αίτούσι καί άγονοι παίδας, καί στερίφαι παρακαλούσι γενέσθαι μητέρες,
καί οί τής δέ τής δωρεάς άπολαύσαντες, άξιούσιν άρτια σφίσι φυλαχθήναι τά δώρα-
καί οί μέν εις τίνα άποδημίαν στελλόμενοι λιπαρούσι τούτους συνοδοιπόρους
γενέσθαι καί τής οδού ήγεμόνας, οί δέ τής έπανόδου τετυχηκότες τήν τής χάριτος
ομολογίαν προσφέρουσιν ούχώς θεοίς αύτοίς
προσιόντες, άλλ’ ώς θείους ανθρώπους άντιβολούντες, καί γενέσθαι πρεσβευτάς
υπέρ σοφών παρακαλοϋντες· ότι δε τυγχάνουσίν ών περ αίτοϋσιν οί πίστώς
έπαγγέλοντες, αναφανδόν μαρτυρεί τα τούτων αναθήματα, την ίατρείαν δηλοϋντα. Οί
μεν γάρ οφθαλμών, οί δε ποδών, άλλοι δε χειρών προσφέρουσιν έκτυπώματα, καί οί
μέν έκ χρυσού, οί δέ έξ ύλης αργύρου πεποιημένα, δέχεται γάρ ό τούτων Δεσπότης
καί τά σμικρά τε καί εύωνα τη τού προσφέροντας τό δώρον δυνάμει μετρών δηλο! δέ
ταύτα προκείμενα τών παθημάτων την λύσιν ής άνετέθη μνημεία παρά τών άρτιων
γεγενημένων. Ταύτα δέ κηρύττει τών κειμένων την δύναμιν, ή δέ τούτων δύναμις
τον τούτων Θεόν άληθινόν άποφαίνει Θεόν» (Τόμ. 4ος σελ. 453- 454).
Ταύτα δέ έγραφεν ό Θεοδώρητος κατά τά μέσα
τού πέμπτου αίώνος, γράψας έκκλησιαστικήν Ιστορίαν άπό τού 320 μέχρι τού 436.
’Εάν λοιπόν τοιούτος ήτο ό σεβασμός τών πιστών προς τούς μάρτυρας άπό τάς άρχάς
τού τετάρτου αίώνος, τις δυναται νά μη συνομολόγηση ήμιν μετά τάς προσαχθείσας
μαρτυρίας ότι οί πιστοί, οί άπό τού πρώτου μάρτυρος άρξάμενοι σέβειν τούς
μάρτυρας, έτίμων αύτούς καί κατά τον δεύτερον καί τρίτον αιώνα, καί ότι τούτων
τφ παραδείγματι καί τφ ζήλψ έπόμενοι καί οί τού τετάρτου αίώνος χριστιανοί
έτίμων τούς μάρτυρας καί ϊδρυον μεγαλοπρεπείς ναούς; Από δέ τών προσφερομένων
έκτυπωμάτων τών θεραπευθέντων μελών μαρτυρείται καί ή τών εικόνων τών άγιων έν
ταΐς Έκκλησίαις άνιστόρησις διότι έπ’ αύταΐς άνηρτώντο τά έκτυπώματα,
άπαραλλάκτους ώς καί σήμερον γίνεται, έξ ών δηλούται, ότι ή Εκκλησία
άπαρασαλεύτως έτήρησεν ό,τι παρέλαβε, καί ότι περί ών φρονεί όρθοφρονεΐ.
Ό Πατριάρχης Ιερεμίας έν τή πρώτη αύτού
άποκρίσει προς τούς διαμαρτυρόμενους θεολόγους τής Τυβίγγης κατά τό 1576,
άπαντών εις τό εικοστόν πρώτον καί πάντων τελευταίον κεφάλαιον τής Αύγουσταίας
ομολογίας, λέγει τά έξής:
«Καί ότι μνείαν τών άγιων ποιείσθαι
συμφέρει εις τό στηριχθήναι τήν πίστιν ήμών έννοούντων, πώς τής χάριτος καί
βοήθειας διά τής πίστεως θεόθεν έπέτυχον, λέγομεν. Ότι έπίκλησις κυρίως μέν
άρμόζει μόνψ τφ Θεφ καί πρώτως καί ιδιαίτατα αύτφ προσήκει, ή δέ προς τούς άγιους
γενομένη, ού κυρίως έστίν, άλλά κατά συμβεβηκός είπείν καί κατά χάριν. Ούχί γάρ
Πέτρος ή Παύλος εισακούει τών έπικαλουμένων αύτούς, άλλ’ ή χάρις ήν έχουσι,
κατά τό είρημένον παρά τού Κυρίου: «έσομαι μεθ’ ύμών έως τής συντέλειας».
«Καί περί μέν τής έπί Θεού έπικλήσεως,
Παύλος ό θείος, 'Ρωμαίοις έπιστέλλων, φησέ πώς γάρ έπικαλεσόμεθα εις δν ούκ
έπιστεύσαμεν; δεικνύων ότι έκεΐνον μόνον δε! έπικαλείσθαι, εις όν έπιστεύσαμεν,
τον Θεόν δηλονότι· ότι δέ καί ήμείς Θεφ μόνψ κυρίως τήν έπίκλησιν άπονέμομεν,
έν τή θείμ, Μυσταγωγίμ έκφωνούμεν «καταξίωσον ή μάς Δέσποτα, μετά παρρησίας
άκατακρίτως τολμάν έπικαλείσθαι Σέ τον έπουράνιον Θεόν Πατέρα καί λέγειν: Πάτερ
ήμών, ό έν τοίς ΟύρανοΤς. Καί άλλαχού, φησί, Κύριε τών δυνάμεων μεθ’ ήμών
γενού, άλλον γάρ έκτος Σου βοηθόν έν θλίψεσιν ούκ έχομεν. Καί πάλιν, άλλον γάρ
έκτος Σου Θεόν ού γινώσκομεν. Μεσίτας δέ ποιούμεθα τούς άγιους πάντας,
έξαιρέτως δέ τήν τού Κυρίου Μητέρα, άναθήμασι, παρακλήσεσι, είκόσιν ίεραΐς,
σχετικώς ού λατρευτικώς προσκυνουμέναις. Ο’ίδαμεν γάρ λατρείαν μόνψ τφ Θεφ
έξαιρέτως προσάγειν, καί έκτος αύτού άλλον ού γινώσκομεν, ούτε προσκυνεΐν Θεφ
άλλοτρίψ.»
«....Άλλα καί τούς άγιους πάντας μεσίτας
ήμών καί πρέσβεις άναγραφόμεθα. Καί ού μόνον έν τφ παρόντι αίώνι, άλλά καί έν
τφ μέλλοντί φαμεν, ότι μεσιτεία τις έσται, άγγέλων δεηθησομένων ύπέρ τινων, καί
άγιων, καί τής τού Κόσμου Κυρίας ούχ ήκιστα.
Πλήν ούχ υπέρ πάντων απλώς, ουδέ υπέρ
τίνος έν άμαρτίαις θμνόντος· ούμενουν, απέκλεισε γάρ ό Θεός τοΐς τοιούτου; καθ’
άπαξ τό έαυτού Έλεος. Διό καί άπεφήνατο κατ’ αυτών καί θυγατέρας ού μή
έξέλωνται, άλλ’ υπέρ μόνον έκείνων ίκετεύουσι πάντες, υπέρ ών καί αί πρεσβεΐαι
δεκταί· ήγουν, τών έν μετανοίμ φθασάντων άπαλλάξαι τον βίον, ούπω δέ τάς τών
άμαρτημάτων κηλίδας δυνηθέντων έκπλύναι, καί έτι τής κρίσεως ίσταμένης. Μετά δέ
τό λυθήναι τό θέατρον, καί έκαστον άπαχθήναι εις τον άποτεταγμένον τόπον αύτφ
τής κολάσεως, μεσιτεία ούκ έστιν ούδ’ ού μή γένηται.»
«Καί ή μεσιτεία αϋτη νύν έν τή Έκκλησίμ
γίνεται καί κηρύττεται καί προς τούς άγιους άναφωνούμεν καί προς τήν Κυρίαν
ήμών, Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, πρέσβευε ύπέρ ήμών τών άμαρτωλών προς δέ τούς
άγιους άγγέλους, Πάσαι αί ούράνιαι δυνάμεις τών άγιων άγγέλων καί άρχαγγέλων
πρεσβεύσατε ύπέρ ήμών άλλά καί προς τον προφήτην καί πρόδρομον καί βαπτιστήν
τού Κυρίου, τούς τε ένδοξους άποστόλους, μάρτυρας, όσιους, ποιμένας, προφήτας,
διδασκάλους οικουμενικούς καί λοιπούς πάντας άγιους καί γυναικών άγιων χορόν
δεόμεθα πρεσβεύειν ύπέρ ήμών τών άμαρτωλών, όπως χάριτι Θεού, τή άηττήτψ καί
θείψ καί άκαταλήπτψ δυνάμει τού Σταυρού, ϊλεως ήμ'ιν άμαρτάνουσι γένηται, αύτφ
λατρεύουσι καί έν έξομολογήσει καί μετανοίμ προσκαρτερούσι καί δεομένοις
φωτισθήναι τούς οφθαλμούς τής ψυχής ήμών, μήποτε άμαρτάνοντας ύπνώσωμεν εις
θάνατον καί ό έχθρός ίσχύση καθ’ ήμών. Όθεν τή πρεσβείμ πάντων ών εϊπομεν
άντιλήπτορα γενέσθαι τον Θεόν δεόμεθα, καί ρυσθήναι τών παγίδων τού πονηρού ».
Ό Θεός τών χριστιανών είναι Θεός ζώντων,
οί δέ Άγιοι ένδιαφέρονται ύπέρ τής στρατευομένης Εκκλησίας ίκετεύοντες ύπέρ
αύτής προς τον Κύριον. Ότι δέ ό τοιούτος σύνδεσμος άναθερμαίνει τήν καρδίαν,
ζωογονεί τό συναίσθημα καί εις άπομίμησιν τών προτύπων τούτων τής χριστιανικής ζωής
παροτρύνει, είναι παντί που δήλον. Κυρούται δ’ άλλως τό δίδαγμα τούτο ύπό τής
πράξεως τής Εκκλησίας τιμώσης τούς άγγέλους κατά Ιουστίνον τον φιλόσοφον καί
μάρτυρα (Thiersch. II, 338) γεραιρούσης τούς μάρτυρας τής πίστεως κατά τήν ή
μέραν τού μαρτυρίου αύτών, τελούσης έπί τού τάφου αύτών τήν θείαν μυσταγωγίαν
καί έξμιτουμένης τάς εύχάς αύτών (όρα τάς μαρτυρίας τών πατέρων εις τήν
Dogmegesch τού Munscher I, 85 καί 449 έξ).
Μαρτυρίαι έκ τών άγιων Γραφών ότι
όφείλομεν τιμάν τούς άγιους τού Θεού
Ή Παλαιά άγια Γραφή πλεΐστα περιέχει χωρία
έν οίς δείκνυται ήμΐν ή οφειλή τού τιμάν τούς άγιους τού Θεού. «Αινείτε τον
Θεόν έν τοΐς άγίοις αύτού» (ψαλ. 150,1) έθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αύτού
(Ψαλ. 4, 4) έμοί δέ λίαν έτιμήθησαν οί φίλοι σου ό Θεός, λίαν έκραταιώθησαν αί
άρχαί αύτών (ψαλ. 138.17). Καί ό παροιμιαστής γνωρίζει ήμΐν ότι μνήμη δικαίων
μετ’ έγκωμίων (παροιμ. 10, 7). Εν τή Παλαιφ Γραφή τιμώνται πάντες οί άπό Άδάμ
μέχρι Χριστού δίκαιοι, ό προφητάναξ ψάλλει έν ψαλμφ λβ' «άγαλλιάσθε δίκαιοι έν
Κυρίψ, τοΐς εύθέσι πρέπει αϊνεσις» οί δίκαιοι καλούνται υιοί Θεού καί τιμώνται
ύπό πάντων τών άγαπώντων τον Θεόν. Περί τής τιμής τών δικαίων όσα γράφονται έν
τή Παλαιφ Γραφή έν τή μελέτη ταύτη άδύνατον νά περιληφθώσιν έάν τις εϊπη ότι
όλα τά ποιητικά βιβλία τής Παλαιάς Γραφής είσιν έπαινος τών δικαίων δέν θέλει
άποστή τής άληθείας· Άρα έάν τοΐς εύθέσι πρέπει αϊνεσις, τοΐς ύπέρ πίστεως καί
άληθείας καί δικαιοσύνης παθόντας καί προς τον Θεόν μεταστάντος τις έπαινος
ικανός; πιστεύω ότι πάς έπαινος άνεπαρκής θέλει δειχθή προς πλήρη έκφρασιν τής
προσηκούσης αύτοΐς τιμής.
Ή δέ Καινή Διαθήκη άρχεται άπό τού
μακαρισμού τών δικαίων καί καταλήγει εις τήν άνύψωσιν αύτών μέχρι τού καθίσαι
έκ δεξιών καί εύωνύμων τού θρόνου τής δόξης τού
Θεού- πώς Λοιπόν οΰς ό Θεός έδόξασε καί
έτίμησεν οι πιστοί αύτοϋ θεράποντες δύνανται νά άτιμάζωσιν αυτούς; ό πιστός ό
αγαπών τον Θεόν άγαπφ καί τούς άγιους αύτού καί τιμά καί γεραίρει την μνήμην
αύτών.
Εν τη όμολογίμ Μητροφάνους τού Κριτοπούλου
άναγινώσκομεν «Οί παλαιοί έκεΐνοί καί άγιοι τής προτύπου ’Εκκλησίας προστάται,
ίδόντες πολλάς άποκαλύψεις διά τών τήδε μεταστάντων άγιων γενομένας τοίς έτι τφ
βίφ τούτφ περιούσι χριστιανοίς — Λέγω δε Γρηγόριον τον θαυματουργόν, τον
άκροατήν Ώριγένους, έξ άποκαλύψεως διδασκόμενον τήν εύσεβή τών χριστιανών
πίστιν διά τού άγιου Ίωάννου τού Εύαγγελιστού καί τής Παναγίας Θεοτόκου·
Κωνσταντίνον τον μέγαν καί πρώτον έν χριστιανοίς βασιλεύσιν, ύπό τών άγιων
άποστόλων Πέτρου καί Παύλου διδασκόμενον τον χριστιανισμόν καί αύτός δέ ό
περιφανέστατος έν άγίοις Γρηγόριος ό Θεολόγος φησί, πολλάκις κατ’ όναρ
νουθετείσθαιύπό τού μεγάλου Βασιλείου, ήδη τό χρεών λειτουργήσαντος· άλλάκαί
πολλά τούτοις παρόμοια εύρίσκεται έν ταΐς ίστορίαις τής άρχαίας Εκκλησίας —
συνήκαν έκ Πνεύματος άγιου τήν ήδη έν ούρανφ θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν μή άναίσθητον
είναι τών άναγκών καί παθημάτων τής έπί γής στρατευομένης ’Εκκλησίας, μηδέ κάρω
τάς τών άγιων ψυχάς κατέχεσθαι μέχρι τής άναστάσεως καθάπερ ύπό μανδραγόρα
καθειζούσας, όπερ έδοξέτισι Λίαν άνοήτως».
«Θαυμαστόν δέ, πώς διελαθέν αύτούς τό τού
Αποστόλου έπιθυμούντος άναλύσαικαί σύν Χριστφ είναι. Ού γάρ άν έπεθύμησε ποτ’
έν κάρω έσεσθαι, εί τούτο ήδει».
«Ταύτ’ ούν συνιέντες οί τής άρχαίας
Εκκλησίας τρόφιμοι, καί θεόθεν κινούμενοι — ούδέν γάρ άθεεί κοινή πάντες οί
έκλεκτοί δύνανται ποιήσαι — ήρξαντο τούς άγιους έπικαλείσθαι εις πρεσβείαν, άμα
μέν άναιρούντες διά τούτου τήν τών ώς άληθώς κεκαρωμένων ματαίαν ύπόληψιν,
έμφαίνοντές τε ένεΐναι τοίς ψυχαΐς αϊσθησιν καί δίχα τών σωμάτων ού γάρ
άναισθήτους έπεκαλέσαντο άν άμα δέ πιστεύοντες τό πανάγιον Πνεύμα τό έν
έκείνοις οίκούν άποκαλύπτειν αύτοίς τήν χρείαν τών έπικαλούντων, εις συμπάθειαν
τών άδελφών τούτους διεγείρον, ήτις συμπάθεια έμφαίνει τήν ένότητα έκείνων τε
καί ήμών, εϊπερ τι άλλο, ήν ό Απόστολος τοίς τού σώματος μέλεσι παρείκασεν, ών
ένός πάσχοντος ούκ έσθ’ όπως μή καί πάντα συμπάσχειν καί συναλγείν τφ κάμνοντι
μέλλει».
«Εί γάρ έτι έν τφ σώματι τούτφ τφ παχεί
τής ψυχής προκαλύμματι — όθεν ούκ άλλως είμή ώς έν έσόπτρφ καί αίνίγματι
δυνάμεθα καθοράν τι τών ύψηλότερων καί πνευματικοίς προσηκόντων — ούσι τοίς
άγίοις άπεκαλύφθη τά πόρρω, οίον τφ προφήτη Έλισσαίφ ή τού Γιεζή πονηριά, τφ
άποστόλφ Παύλφ ή τών ήμεδαπών Μακεδόνων χρεία. Όραμα, φησίν, ώφθη, τφ Παύλφ-
άνήρ τις Μακεδών έστώς, παρεκάλει αύτόν Λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοηθήσον
ήμίν πως ούχί νύν μάλλον τής σκηνής καί τού έπιπροσθούντος καλύμματος
άπαλλαγείσι τούτοις τρανότερον τάήμέτερ’ άποκαλυφθήσεται, ϊνα μή
ένδεέστεροιήμών Φσιν έν τούτφ».
Εν τή συμβολική τού Χρήστου Ανδρούτσου
άναγινώσκωμεν :
«Δύο είναι κυρίως τά έπιχειρήματα, δι’ ών
οί διαμαρτυρόμενοι καταπολεμούσι τό δόγμα τούτο τών Αγίων, ένθεν μέν ότι
Αντιβαίνει εις τήν θείαν Λατρείαν καί τήν πρώτην έντολήν τού δεκαλόγου, καθ’
όσον «εις μεσίτης Θεού καί άνθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός» (Α' Τιμοθ. β' 5),
μεταποιούν τον Θεόν εις έπίγειόν τινα βασιλέα δι’ αύλικών μεσιτειών καμπτόμενον
ύπέρ τών Αμαρτωλών καί τό έπιχείρημα τούτο έπαναλαμβάνουσι μέχρις Αηδίας
δημοκοπούσαι αί έν Ανατολή προτεσταντικαί έταιρείαι.
ΑΛΑ’ ότι μέν δεν προσκρούει εις την θείαν
Λατρείαν, ούδ’ έχει σχέσιν τινά προς την πρώτην ή δευτέραν έντολήν
συνομολογοϋσι μέν καί οι νηφαλιώτεροι των Διαμαρτυρομένων (Thiersch. 11,342),
πείθεται δε πας τις άναλογιζόμενος, ότι, ώς διέστειλε πρώτος ό Ιερός
Αυγουστίνος, ή προς τούς Αγίους άπονεμόμενη τιμή δεν είναι δουλεία ή aboratio,
άλλα μόνον τιμητική προσκύνησις· καθόσον ό άσπαζόμενος την εικόνα διαστέλλει
προδήλως ού μόνον εικόνα καί πρωτότυπον, άλλα καί δημιουργόν άπό των
δημιουργημάτων αύτού- τουναντίον μάλιστα ή έπίκλησις των Αγίων καί άναδεικνύει
την θείαν λατρείαν, καθ’ όσον ή των Αγίων εύδαιμονία πηγάζει έκ της άξιομισθίας
τού Κυρίου, ούτινος ή δόξα Ακτινοβολεί καί έπί των πιστών αύτού άκολούθων,
δοξαζόμενου έν αύτοίς τού Ύψ ιστού.
«Ή αίγλη τών Αγίων, ώς άριστα παρατηρεί ό
Mohler ούδέν άλλο είναι ή τό άπαύγασμα της δόξης τού Χριστού καί ή άπόδειξις
της άπειρου αύτού δυνάμεως, έκ κόνεως καί άμαρτίας αιώνια καί φωτεινά
παραγούσης πνεύματι» (448)...
'Ομοίως ήκιστα παραβλάπτεται καί ή τού
Ιησού Χριστού μεσιτεία διά τής έπικλήσεως τών Αγίων, διότι πάσα προς τούς
Αγίους δέησις Αποτείνεται προς αύτούς ούχί ώς ίδια δυνάμει καί οϊκοθεν
δυναμένους σώσαι καί άπαλλάξαι άπό τού κακού, άλλ’ έν τφ όνόματι τού Κυρίου
ούτινος καί έμμέσως ζητείται ή χάρις καί ή άρωγή.
Ού μόνον αί έκφράσεις πρεσβεύειν,
δυσωπείν, ίκετεύειν καί εϊ τινες έτεροί, καί αί λατινικοί Miserere nobis, audi
nos, διαστελλόμεναί τού ora pro nobis (Kat. Rom. IV 6,8), δηλούσί τό είδος
τούτο τής δεήσεως τό ούδαμώς τή μεσίτείμ άντίκείμενον, άλλά καί αί άμεσοί
ένίαχού προς τούς Αγίους καί δή μάλιστα τήν Θεοτόκον δεήσεις αί διά τού τύπου
«σώσον, έλέησον ήμάς» έκφωνούμεναί κατ’ ούσίαν άναφέρονταί εις τήν διά τής
παρεμβάσεως τών Αγίων θείαν βοήθειαν καί σωτηρίαν. Άλλως δέ Αποδεχόμενοι οί
Δίαμαρτυρόμενοί ότι οί ΆγίΟί οϊκοθεν δέονται τού Θεού ύπέρ τής στρατευομένης
Εκκλησίας χωρίς αί τοίαύταί δεήσεις νά παραβλάπτωσί τήν μεσιτείαν τού Κυρίου,
δεν δύνανταί φυσίκώς νά άρνηθώσί καί τοίς έπί γής πίστοίς, όπως έξαίτώνταί παρά
τών Αγίων ό,τί αύτοί ποίούσίν οϊκοθεν, ούδαμώς προσκρούοντες εις τον Θεόν τούτο
δέ τοσούτψ μάλλον, όσψ διατηρείται μέν ούτω ισχυρός καί Ακμαίος ό προς τήν
θρίαμβεύουσαν Εκκλησίαν σύνδεσμος, πλείστα δέ έκ τής συνάφειας ταύτης Αγαθά
καρπούνταί οί έπί τής γής άγωνίζόμενοί (Πρβλ. Mohler 452). ’Εν γένεί δέ όπως
καί έν τφ καθ’ ή μέραν βίψ έπευχόμενοί άλλήλοίς οί άνθρωποί μακροβίότητακαί εύδαίμονίαν
ήκιστα προσκρούουσίν εις τήν ύψίστην τών πάντων άρχήν τήν τά πάντα δωρουμένην,
ούτω καί ή τών Αγίων έπίκλησις δεν δύναταί νά χαλάρωση τήν μεταξύ
δημιουργήματος καί δημιουργού Απόλυτον σχέσιν.
Ούδέν ύπάρχεί έν τή Γραφή χωρίον
άντίβαίνον εις τήν τιμήν τών Αγίων ή τών λειψάνων καί εικόνων, αύτών, ούδέ
έχουσίν δίκαιον οί Δίαμαρτυρόμενοί προβάλλοντες τά τής άποκαλύψεως ίθ' 10,
καίκβ' 8—9, ένθα ό άγγελος Αποκρούει τήν προσκύνησίν τού Ίωάννου λέγων «τφ Θεφ
προσκύνησον»· καί τυφλφ δήλον ότι ό άγγελος Αποποιείται τήν προσκύνησίν τού
Ίωάννου λέγων «τφ Θεφ προσκύνησον»· καί τυφλφ δήλον, ότι ό Άγγελος Αποποιείται
τήν προσκύνησίν ταύτην, διότι ό Ιωάννης έκλαμβάνεί αύτόν ώς Θεόν τουναντίον δέ
ή Γραφή ύπεμφαίνεί μάλλον τό τών Αγίων δόγμα, δέ ών λέγει περί Ιούδα τού
Μακκαβαίου ίδόντος έν όνείρψ τούς Αρχιερείς Όνίαν καί Ιερεμίαν δεομένους ύπέρ
τού λαού (2 Μακκαβ. 15, 22) καί περί δίκαιων είσακουομένων, (Πράξ. 12, 5. Β'
Πέτρ.
1,15. Ίακ. 5,16. Άποκ. 5, 8 εξ.), ομοίως
δέ καί περί τού Αποστόλου Παύλου, είτε αύτού ύπέρ άλλων εύχόμενου (ΦιΛήμ. 1, 4)
είτε τάς εύχάς τών άλλων αίτουμένου (Ρωμ. 15, 30)· ομοίως δέ καί τά περί
χερουβίμ έζωγραφημένων καί τά περί σημίΚίνθίων καί Σουδαρίων
έν τή Γραφή παρατηρούμενα (Έξ. 25,18—23.
Πράξ. 19,12), μάλλον υπέρ τής τιμής των εικόνων καί των λειψάνων δύνανται νά
προσαχθώσιν.
Ούδέν δε άνύτουσιν αί πυκνοί των
διαμαρτυρομένων ενστάσεις ότι ό Ιησούς Χριστός είναι ό ήλιος οί δε άγιοι τά
άστρα τά παρά τού ήλιου λαμβάνοντα τό φως, καί ότι τής ήμέρας κατάφωτου ύπό τού
ήλιακού φωτός ούσης ούδείς προσφεύγει εις τό άμυδρόν φως των άστέρων (πρβλ.
Stolting Gebet 192) (4). Σχολαία δ’ όντως είναι ή ένστασις, πώς ποτέ
είσακούουσι τήν δέησιν ήμών οί Άγιοι οί μή δυνάμενοι ώς έκ τής πεπερασμένης
αύτών φύσεως νά γινώσκωσι τά ήμέτερα. Ώς οί άγγελοι χαίρουσιν έν ούρανφ έπί ένί
άμαρτωλφ μετανοούντι, μένει δέ άκατανόητον ήμΐν, πώς ποτέ πεπερασμένοι καί
ούτοι όντες γινώσκουσι τήν μετάνοιαν ταύτην, ούτω καί οί έν τφ Θεφ όντες άγιοι,
κατά τρόπον άκατανόητον, λαμβάνουσι γνώσιν τής δεήσεως, ήν άπευθύνουσιν αύτοϊς
οί έπί γής πιστοί (Thiersch, II, 332).
Ομοίως δέ ούδαμώς όρθά άποφαίνονται
νεώτεροί τινες διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι άξιούντες ότι είναι μέν όρθή ή γενική
των εικόνων βάσις, ότι πάν τό ίστορικώς έμφανισθέν δύναται νά άποδοθή διά τής
τέχνης, ούδαμώς όμως φέρει ούτε εις έξάρτησιν τής ύλης (5) τών εικόνων έκ τής
Ιστορίας τών Άγιων, ούτε εις θρησκευτικήν προς αύτάς τιμήν (Cass 324 έξ.).
Πάντα ταύτα είναι διακρίσεις άσύστατοι καί άπόβλητοι. Ακριβώς τό διδακτικόν
στοιχεϊον έν τή Απεικονίσει φέρει κατ’ άνάγκην εις έξάρτησιν τής ύλης άπό τής
ιστορίας τών Άγιων, άπλή δέ τεχνική μόνον άπόλαυσις έν τή Έκκλησίμ, άντικειμένη
εις τον σκοπόν τής ίεράς λατρείας, ήκιστα δύναται νά τεθή ώς σκοπός καί νά
έπιτραπή εις τάς τό πνεύμα τής άρχαίας Εκκλησίας διακατεχούσας έκκλησίας.
Ή τιμή τών ύπό τής Εκκλησίας γεραιρομένων
Άγιων δέν δύναται νά περιορισθή εις γενικήν μέν καί Αόριστον, ήθικώς δέ άκαρπον
τών έργων αύτών άναγνώρισιν, οϊα είναι ή τιμή τών κοσμικώς άναδειχθέντων καί
ώφελησάντων, άλλ’ Ανάγκη νά λάβη τήν προσήκουσαν θρησκευτικήν μορφήν, δΓ ής
έμπεδούται καί έξαγνίζεται καί καρποφορεί έπί τών πιστών, καί αύτή είναι ό διά
τού Ασπασμού τών εικόνων καί τών λειψάνων σεβασμός καί ή προς αύτούς δέησις.
Εντεύθεν δέ βλέπομεν ότι καί αί γενικαί έκεϊναι περί Αποδοχής τής τιμής τών
Άγιων έν τή Αύγουσταίμ όμολογίμ έκφράσεις, άποστερηθείσαι τήν μόνην άληθή
θρησκευτικήν αύτών περιβολήν ταύτην, ούτε εις τήν καρδίαν τού λαού είσέδυσαν,
ούτε άλλως έπί τής ζωής τών Ανθρώπων έπέδρασαν. Τήν ροπήν, ήν Ασκεί έπί τής
θρησκευτικής ζωής ή παράστασις τού Κυρίου περιβαλλόμενου ύπό τοσούτου νέφους
μαρτύρων παθόντων ύπέρ αύτού καί δοξασθέντων καί καθόλου περιστεφομένου ύπό τών
έν τφ ένιαυσίψ κύκλψ έορτών τών τοΐς ϊχνεσιν αύτού άκολουθησάντων Άγιων,
κατανοεί τις καί σήμερον, τάς χριστιανικός κοινότητας τής Ανατολής, τάς μή ύπό
τού ρεύματος τού πολιτισμού παρασυρθείσας, έπισκεπτόμενος.
Εις τήν ροπήν δέ, ταύτην άποβλέπων ό
Herder έπόθησεν όπως έκδοθεΐ Ανθολογίάν τι διά τον λαόν έκ τών Actorum
Sanctorum (Tiersch, II 343)
Ό Ιεροσολύμων Κύριλλος λέγει περί τής
τιμής τών άγιων τά έξής:
Τιμώμεν τής τών άγιων θήκας καί τής ούτω
λαμπράς αύτών εύανδρίας καθάπερ έν τάξει γερών καί Αντιμισθίας τήν άμάραντον
αύτοϊς κατατιθέμενοι μνήμην. Τιμώμεν άνδρας άγιους τιμώντας τήν πίστιν καί τοίς
τής εύανδρίας έκχύμασιν εύ μάλακατεστεμμένους, άγωνισαμένους τε μέχρι ψυχής καί
αίματος καί μαρτυρήσαντας τή δόξη τού Χριστού καί τοίς τής εύσεβείας
άνδραγαθήμασιν έκλαμπρυνομένοις (Κυριλλ. Ίεροσολ. βιβλ. στ').
Καί φ μέγας Βασίλειος λέγει:
Ταύτα φρονεί καί δοξάζει ή Ανατολική
Ορθόδοξος Εκκλησία περί τής τιμής καί τής πρεσβείας των άγιων τού Θεού, ών ταΐς
πρεσβείαις έλεήσαι καί σώσαι ήμάς Χριστός ό Θεός ήμών.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γρηγορ.
Ναζιαν. Λόγ. εις Μάρτυρα Κυπριονόν. Τόμ. Α' σελ. 279.
2. Χρυσοστ.
Λόγ. περί τού χρησίμως τής προφητείας άσαφεΐς είναι.
3. Ώριγ.
προτρεπτ. εις μαρτύρων § 30 βλέπε καί § 50.
4. Σημ.
II. Ν. Εάν έζητούμεν παρά των Αγίων φωτισμόν προς γνώσιν τής άληθείας, είχε
θέσιν τινά ή παραβολή, ήδη όμως ούδεμίαν θέσιν ούδέ ίσχύν τίνα, διότι ούδέν
τοιούτον ζητούμεν παρ’ αύτών. Ώστε πλανιόνται πλάνην δεινήν οί ταύτα Λέγοντες.
5. Τού
περιεχομένου.
Άγιος Νεκτάριος
Περί τής δημιουργίας του κόσμου
Τί καλείται κόσμος;
- Κόσμος
καλείται τό σύνολον τής δημιουργίας, ένεκα τής τάξεως καί αρμονίας τής
έπικρατούσης έν αυτή. Διαιρείται δε ή δημιουργία εις τον ορατόν καί τον αόρατον
κόσμον, καί ορατός μεν κόσμος έστίν ή ένυλος φύσις· αόρατος δε κόσμος έστίν ή
άϋλος φύσις, ήτοι οί άγγελοι καί ή ψυχή τού ανθρώπου (1).
Τί διδάσκει ή Εκκλησία περί τής
δημιουργίας τού κόσμου;
- Ότι
ό Θεός (2) έκτισε τον κόσμον εις εξ ήμέρας {3} έκ τού μηδενός {4} έξ ύπερβολής
τής αύτού αγαθότητας καί βουλήσεως {5} καί μόνψ τφ λόγψ (6), έπειδή είπε καί
έγένετο· ώστε ό κόσμος έστίν έργον μόνης τής θείας δυνάμεως καί σοφίας (7).
Εις πόσον χρόνον λέγει ή Άγ. Γραφή ότι
έκτισεν ό Θεός τον κόσμον;
- Ή
Π. Δ. λέγει, ότι ό Θεός έκτισε τον κόσμον εις εξ ήμέρας (Γεν. κεφ. α'), ότι τήν
μέν πρώτην έποίησεν ό Θεός τον ούρανόν καί τήν γήν. Ή δέ γή ήν αόρατος καί
ακατασκεύαστος καί πνεύμα Θεού έπεφέρετο έπάνω τού ύδατος, καί είπεν ό Θεός
«Γενηθήτω φώς καί έγένετο φώς». Τήν δέ δεύτερον τό στερέωμα ήτοι τό έκταμα τού
ούρανού «καί έκάλεσεν ό Θεός τό στερέωμα ούρανόν» (Γεν. α' 14). Τήν τρίτην
διεχώρισεν ό Θεός τα ύδατα εις συναγωγήν μίαν καί ώφθη ή ξηρά, ήτις έβλάστησε
τα φυτά καί τα δένδρα. Τήν δέ τετάρτην έκτισε τον ήλιον, τήν σελήνην καί τούς
άστέρας (8). Τήν πέμπτην έκτισε τούς ίχθύας τής θαλάσσης καί τα πετεινά τού
ούρανού καί πάσαν ψυχήν ζφων έρπετών κατά γένος αύτών. Τήν δέ έκτην τα
τετράποδα καί τα έρπετά καί τα θηρία τής γής κατά γένος. Μετά δέ τήν
δημιουργίαν ύλών ό Θεός έπλασε τον άνθρωπον. (9)
Τί λέγει ή άγια Γραφή περί τής
δημιουργίας;
- Ότι
τα πάντα έποίησεν ό Θεός καλά λίαν.
Πού έθετο ό Θεός τον Άδάμ καί τήν Εύαν;
- Εν
τφ παραδείσψ. (ίδέ σημ. παραρτ. Ια.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ό
Δαμασκηνός λέγει τα έξής- «ό Θεός έκ τού μή όντος εις τό είναι παράγει καί
δημιουργεί τα σύμπαντα, άόρατά τε καί ορατά καί τον ές άοράτου καί ορατού
συγκείμενον άνθρωπον». (Έκδ. Όρθ. Πίστ. βιβλ. β', κεφ. ιζ').
(2) Γεν.
α' 1, ψαλμ. ρμε' 5, 6, Ήσαΐ. β' 5 με' 18. Ίερεμ. θ' 12, Μάρκ. ιγ', Πραξ. δ' 24,
Ιζ', 24, Άποκάλ. Γ 6, Ιδ' 7, Έβρ. γ' 4. Ρωμ. α' 19, Α' Κορ. ια' 12, Έφεσ. γ' 9,
Δαμασκ. έκθ. πίστ. α' 3. August Confess. XL 4 de dv. Dei XI, 4.
(3) Γεν.
a 1, Ψαλμ. ιζ'. 5, πη'. 2, ρα'. 26, Μάρκ. α' 6, Ιωάν, a 1, Έφεσ. α' 34, Κολ. α
17, Έβρ. α' 2, Αθηναγόρ. πρεσβ. Ιζ'. Κυριλλ. Αλεξανδρείας εις Ίωάν.ζ', August
Confess. XL 4 XII.
15, Confess. XI. 10.
(4) Β'
Μακκαβ. ζ' 28, Ιωάν, α' 3, Ρωμ. δ' 17, Έβρ. ια' 3, Τατιαν. προς Έλλην ε',
Αθηναγ. πρεσβ. δ' ιε', ιθ', Είρην, adv.Haer Iiv 10, IV. 20. Tertulll. De
praescript haeret. 13, Έφραίμ ό Σύρ. εις Γένεσ. α' 1, Χρυσόστ. εις Γένεσ. όμ.
β', Ladant. Divin insit. II. 9. Οι περί τον Έρμογένη έδόξαζον, ότι ό κόσμος
έκτίσθη έκ της ύλης προυπαρχούσης αιωνίως (Tertull. Adv. Hermogenem II, Εϋσέβ.
έκκλ. ίστορ. ε' 21). Σίμων δε ό Μάγος, Μένανδρος, Βασιλείδης, Καρποκράτης καί
άλλοι έδίδασκον, ότι έκ της προαιώνιου ταύτης ύλης διέπλασαν τον κόσμον οί
άγγελοι (Tertull.de praescr. haeret 46, Είρην. κατά αίρ. α' 24, Εϋσεβ. έκκλ.
ίστ. δ' 7, ό Κήρινθος, ότι ό κόσμος έπλάσθη ύπό κατωτέρας δυνάμεως έν αγνό ία
τού Θεού (Είρην. adv.Haer. III. 11, August .Haer. 8), οό Όφίται, Μανιχαίοι καί
Πρισκιλλιανοί, ότι έπλάσθη ύπό τού δαίμονος. Ό Ωριγένης έθεώρει τον κόσμον ώς
συνέπειαν άναγκαίαν καί άναπόφευκτον αύτης της παντοδυναμίας τού Θεού, όθεν καί
έλεγεν αυτόν προαιώνιον. Άπασαι αύταί αί κακοδοξίαι κατεδικάσθησαν έκπαλαι ύπό
της έκκλησίας. Αλλά καί κατά τούς μέσους αιώνας άνεφάνησαν οί Παυλικιανοί καί
οί Βογόμιλοι, άποδιδόντες την δημιουργίαν τού κόσμου εις τον δαίμονα ή Σαταναήλ
(Φώτιος κατά Μανιχ. β' 5, Εύθύμ. Ζιγαβην. πανοπλ. κζ').
(5) Ψαλμ.
ργ' 11, ρλδ' 6, Αποκ. δ' 11, Είρ. Haer.11.1. Θεοδώρ. άπορ. Γενεσ. γ', Δαμασκην.
έκθ. β'2.
(6) Γεν.
α 3, 6.7,9, Ψαλμ. ρμζ' 5, Αποκ. α 11, Ίερεμ. λβ' 17, Κλήμ.
(7) Ψαλμ.
ρλδ' 5, παροιμ. γ'19, η' 23 -30, Ίερεμ. Γ 12, Είρην. Adv haer II. 2, Ώριγ. περί
άρχών α' 2, Εύσέβ. Εύαγγ. προπαρ. ια' 10, Κύριλλ. Αλεξ. εις Ίώ. ιζ' Δαμασκ.
έκθ. όρθ. πίστ. α' 9.
(8) Ό
Δαμασκηνός λέγει- «Τοίς φωστηρσι τούτοις τό πρωτόκτιστον φώς ό δημιουργός
έναπέθετο, ούχώς άπορών άλλου φωτός, άλλ’ ϊνα μη άργόν έκεΐνο μείνη τό φώς.
Φωστηρ γάρ έστιν ούκ αύτό τό φώς, άλλά φωτός δοχείον». (Έκθεσ. Όρθ. Πίστ. β'
κβ').
(9) Πολλοί,
καί πάλαι (οίον οί γνωστικοί, οί Μανιχαίοι, οί περί τον Μαρκίωνα κ.λπ.) καί
νύν, έθεώρουν τον κόσμον ώς άκρως άτελή καί πλήρη έλλείψεων καί κακών, καί
άπέδιδαν την αιτίαν τούτου ή εις τον Θεόν ή εις άλλην τινά άντίθετον καί
άντίπαλον άρχήν τού κακού- δόξα, ήν κατεδίκασεν άείποτε ή Εκκλησία. Άλλοι πάλιν
έθεώρησαν καί θεωρούσι τον κόσμον τόσον καλόν καί τέλειον, ώστε λησμονούντες
καί άρνούμενοι τον Κτίστην θεοποιούσι την κτίσιν, καί μάλιστα την ύλικήν.
Άμφότερα τά άντίθετα ταύτα άκρα είσίν έσφαλμένα, διό ό ορθόδοξος χριστιανός
οφείλει ν’ άποπτύη έξ ίσου τάς βλασφημίας άμφοτέρων τών ύλοφρόνων
(materialistes) καί τών ψευδοπνευματοφρόνων (Pseudospiritualistes). Πρβλ. I.
Χρυσόστ. εις την β' προς Κορ. όμ. ια'.
Άγιος Νεκτάριος
Περί Όρκου
Από τό βιβλίο «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις»,
τού Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, τού θαυματουργού. Εκδόσεις
Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη. Σελίδες 126,
127.
'Ολόκληρο αυτό τό βιβλίο, φέρει και την
έγκριση τής Ίεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής
'Ελλάδος,
είναι δέ αναμφισβήτητα τεκμηριωμένο μέσω
χωρίων τής θεοπνεύστου Άγιας Γραφής. Τό κείμενο αναπτύσσεται από τον Άγιο
Νεκτάριο, μέ μορφή έρωταποκρίσεων.
Πώς συμπληροί την περί όρκου εντολήν τού
παλαιού Νόμου;
- Διά
των εξής ρημάτων. «Πάλιν ήκούσατε ότι έρρέθη τοΐς άρχαίοις: ούκ έπιορκήσεις,
άποδώσεις δέ τφ Κυρίψ τούς όρκους σου. Εγώ δέ λέγω ύμΐν μή όμόσαι όλως. Μήτε έν
τφ Ούρανφ, ότι θρόνος έστί τού Θεού. Μήτε έν τή γή, ότι ύποπόδιόν έστι των
ποδών αύτού. Μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις έστί τού μεγάλου βασιλέως. Μήτε έν
τή κεφαλή σου όμόσης, ότι ού δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. Έστω
δέ ό λόγος ύμών Ναι ναί, Ού ού. Τό δέ περισσόν τούτων έκ τού πονηρού έστιν».
Τί επιζητεί διά τών είρημένων ό Σωτήρ;
- Τήν
ήθικήν τελειότητα τών οπαδών έαυτού. Διότι ό όρκος Φν έπιμαρτύρησις τών
λεγομένων ύποθέτει ήθικήν άτέλειαν εις ψεύδος ύπολισθαίνουσαν, ήν ή τού
Χριστιανισμού τελειότης ούδ’ όλως άνέχεται. Διό διατάσσει να άποβώσι τοσούτον
άξιόπιστοι, ώστε ούδ’ ένός να έπιδέωνται όρκου προς βεβαίωσιν τής άληθείας τών
ύπ’ αύτών λεγομένων. Νά ήναι δέ ικανόν προς πίστωσιν καί βεβαίωσιν τό ναί, ναί,
καί τό ού, ού. Ήτοι πράγματι καί άληθείμ ναί, έχει ούτως, ή πράγματι καί
άληθείμ ού, ούκ έχει ούτως. Τούτο έστι χριστιανική τελειότης. Διό ό Χριστιανός
οφείλει να άποβή άξιόπιστος, όπως πιστεύηται λέγων ναί ή ού, καί δέν έπιδέηται
έπιμαρτυρίας προς βεβαίωσιν τής άληθείας τών ύπ’ αύτού λεγομένων.
Άλλ’ εάν οί τήν άλήθειαν έπιζητούντες
άπιστούσι τοϊς ύπ’ αυτού λεγομένοις;
- Τούτο
ούδ’ όλως έπιτρέπει αύτφ τήν άθέτησιν τής έντολής, ούτος, οφείλει να έμμένη έν
τή διαβεβαιώσει τής άληθείας διά τού ναί, καί ού.
Απαγορεύει ό Σωτήρ καί τον ύπό τών άρχών
καί εξουσιών άπαιτούμενον όρκον;
- Εκ
τών ύπό τού Σωτήρος είρημένων δέν έξακριβούται τό τοιούτον. Εκ τού σκοπού όμως
δι’ όν έρρήθησαν μάλλον καταφαίνεται, ότι ό Σωτήρ άπηγόρευσε τον όρκον τον προς
άλλήλους καί ούχί τον όρκον τον διδόμενον ένώπιον τών άρχών καί έξουσιών τον
ύπό τού νόμου άπαιτούμενον προς πίστωσιν τής άληθείας καί διαβεβαίωσιν τών
άρχών. Διότι καί αύτός ό Σωτήρ έξορκισθείς ύπό τού άρχιερέως να μαρτυρήση εί
αύτός έστιν ό Χριστός, έδέχθη τον όρκον, καί ώμολόγησεν ότι αύτός έστιν (Ματ.
κς' 63). Επίσης καί ό Απόστολος Παύλος γράφων προς Ρωμαίους έπικαλεΐται μάρτυρα
τον Θεόν προς
πίστωσιν των λόγων αύτοϋ, ότι μνείαν
ποιείται πάντοτε αυτών επί των προσευχών αυτού (Ρωμ. α' 9). Ωσαύτως καί προς
τούς Κορινθίους γράφων μάρτυρα τον Θεόν επικαλείται προς πίστωσιν τών λόγων τού
ότι φείδεται αύτών (Β' Κορινθ. α' 23). Καί ό άγγελος τής Άποκαλύψεως ώμοσεν έν
τφ ζώντι εις τούς αιώνας τών αιώνων, ός έκτισε τον Ούρανόν καί τά έν αύτφ καί
την Γήν καί τά έν αύτή, καί την θάλασσαν καί τά έν αύτή. (Αποκάλ. I' 6).
Πόθεν άλλοθεν δύναται να έξαχθη ότι ό
Σωτήρ δεν άπηγόρευσεν απολύτως τον όρκον;
- Εκ τών έξης, α') έκ τής έντολής, ήν
λαμβάνει ούχί άμέσως έκ τού δεκαλόγου, άλλ’ έκ τού Λευϊτικού (ιθ' 12). Εκεί δέ
άπαγορεύεται τό όμνύειν τφ όνόματι τού Θεού επ' άδίκψ, καί βεβηλούν τό όνομα
αύτού, ένεκεν άθετήσεως τού όρκου δοθέντος προς τον πλησίον (ίδέ Αριθ. λ' 3 ίδέ
καί Δευτερονόμ. κγ' 23) καί περί παντός πράγματος. Τούτο ό Σωτήρ ονομάζει
έπιορκίαν. Έκ τούτου δηλούται, ότι πρόκειται περί τής προς άλλήλους άμοιβαίας
πίστεως καί έμπιστοσύνης. β') Έκ τού ότι δέν φαίνεται ότι ό Σωτήρ άπολύτως
άπηγόρευσε τό λαμβάνειν τό όνομα τού Θεού εις βεβαίωσιν τής άληθείας έν τφ
δέοντι χρόνψ. Τούναντίον φαίνεται, ότι τούτο έπέτρεψε διά τού ίδιου
παραδείγματος, όπερ ήκολούθησαν καί οί μαθηταί αύτού. Έάν ό Σωτήρ προυτιθετο να
άπαγορεύση άπολύτως τον όρκον τόν τε έπί ματαίψ λαμβανόμενον καί τον έπί δικαίψ
πάντως θά συνεπλήρου τήν έντολήν δΤ έτέρας σαφούς άπαγορεύσεως, τοιαύτη δέ
σαφής άπαγόρευσις δέν έγένετο ύπό τού Κυρίου. Ρητέον δέ καί τόδε, ότι ό Σωτήρ
ένταύθα έξ ηθικών καί ούχί δογματικών όρμάται άρχών. Ώστε ό όρκος έπί δικαίψ
ένώπιον άρχών έπιτρέπεται».
Άγιος Νεκτάριος
Περί Προσευχής
Νεοελληνική απόδοση, από τό βιβλίο «Αγίου
Νεκταρίου Θεοτοκάριον», Έκδ. Παναγόπουλος
1.
Θά όμιλήσωμε σήμέρα δι’ ένα καίριο θέμα
τής πνευματικής ζωής, εις τό όποιον μάς εισάγει καί τό Τριώδιον ολόκληρον,
ιδιαιτέρως όμως ή άρχομένη αυτή περίοδος. Τό θέμα τής προσευχής.
Άραγε, ξεύρομε τί είναι ή προσευχή καί
ξεύρομε νά προσευχώμαστε; Από μικρά παιδάκια πού ήμαστε, μαθαίναμε νά
προσευχώμαστε, άλλά ή προσευχή μας έχει τήν πορεία πού πρέπει; Ή προσευχή είναι
μία πορεία τής ψυχής προς τον Θεόν, μέ σκοπό νά φθάση σ’ Αυτόν καί νά ένωθή
μαζί του. Εάν ή πορεία δέν είναι σωστή, τό αύτοκίνητο ή τό πλοίο δέν φθάνει
ποτέ στον προορισμό του. Εάν ή πορεία τής προσευχομένης ψυχής μας δέν είναι
όρθή, καταλαβαίνετε ότι ποτέ δέν θά φθάση στον Θεό. Σάν νά έχωμε μία βάρκα, άς
πούμε, πού ό βαρκάρης κτυπάει τά κουπιά, άλλά τελικώς δέν κάνει τίποτε άλλο,
παρά στριφογυρίζει γύρω στο ίδιο σημείο. Τό ίδιο μπορεί νά παθαίνωμε καί έμεΐς
καί νά μή τό ξεύρωμε κάν. Πρέπει νά δούμε, ή προσευχή μας είναι έπιτυχημένη
προσευχή;
Άντιλαμβάνεσθε ότι ένας άνθρωπος πού δέν
ξεύρει νά προσευχηθή, είναι έν τή πραγματικότητι ένας έξωφλημένος άνθρωπος. Δέν
ύπάρχει ένδεχόμενο νά έπιτύχη εις τήν ζωή του. Καί μοναχός νά είναι, θά μείνη
πάλι ένας έπίγειος άνθρωπος καί δέν θά γίνη ποτέ ένας ούράνιος άνθρωπος. Ακόμη
περισσότερο, δέν θά γίνη ένας άγγελος, έφ’ όσον δέν θά ξεύρη νά χρησιμοποιή
πολύ καλά αύτό τό μέσο πορείας καί πλεύσεως, τήν προσευχή.
Είναι άνυπολόγιστο τό κακό πού παθαίνομε,
τό νοιώθετε, άν δέν ξεύρωμε νά προσευχηθούμε. Ανυπολόγιστο! Τό μοναδικό κακό,
τό όποιον πάσχομε. Δέν είναι δυνατόν νάγίνη σύγκρισις καταστροφής μέ καμιά
καταστροφή. Καί έάν ύποθέσωμε ότι θά χτυπηθούν όλα τ’ άστέρια καί όλοι οί
κόσμοι μεταξύ τους, καί θά γίνουν τά άνω κάτω θρύψαλα, τό κακό θά είναι πολύ
μικρότερο άπό τό κακό τό όποιον ύφιστάμεθα έ με ΐς, έάν δέν ξεύρωμε νά
προσευχηθούμε. Καί έπομένως, ό κίνδυνός μας είναι άμεσος, κίνδυνος οριστικός,
στήν περίπτωσι αύτής τής πνευματικής άγνοιας.
Τί είναι ή προσευχή; Είναι τό όχημα τής
ψυχής, είπαμε. Άς τό πούμε έτσι, είναι άκόμη καί ή Ατμόσφαιρα μέσα εις τήν
όποιαν ζή ή ψυχή. Πώς οί πνεύμονές μας Αναπνέουν τον άέρα; Έτσι καί ή ψυχή μας
Αναπνέει μέ τήν προσευχή. Καί γιατί ήλθαμε στο μοναστήρι; Διότι Ακριβώς τό
μοναστήρι πάλι είναι ή Ατμόσφαιρα τής προσευχής. Τά πάντα διά μίαν προσευχή.
Εάν, λοιπόν, ή προσευχή αύτή δέν γίνεται ή έάν στραβά γίνεται, τότε πώς είναι
δυνατόν τελικώς νά γίνωμε έπιτυχημένοι άνθρωποι καί μάλιστα πνευματικοί
άνθρωποι; Ενώ ή προσευχή ή όρθή, νοιώθετε ότι τακτοποιεί τά πάντα, Αναχαιτίζει
κάθε δυσκολία, τά προβλήματά μας, τις Αγωνίες μας, τις Αμαρτίες μας, όλα τά
διευθετίζει. Ακόμη, μπορεί καί νά τερατουργή, νά κάνη θαύματα εις τήν πορεία
μας δηλαδή, καί εις τον Αγώνα μας καί εις τήν ζωή μας.
Εάν δεν έχωμε μέσα μας πλούτον Πνεύματος,
αν δεν έχωμε πλούτον χαράς, πλούτον ειρήνης, άν δεν έχωμε καρπούς, οι οποίοι
είναι άμέσως άντιληπτοι και έμφανείς και μεγάλοι, είναι, διότι δέν τούς
έπιθυμούμε ή διότι δέν ξεύρομε νά προσευχώμαστε. Καί άν έπιθυμούμε —
«έπιθυμεΐτε, καί ούκ έχετε», πού λέγει πολύ ωραία ό άδελφόθεος Ιάκωβος — καί δέν
έχετε «διά τό μή αίτείσθαιύμάς», διότι δέν ζητάμε. Καί έάν ζητάμε, κακώς
ζητάμε, όπως λέγαμε προηγουμένως. Διότι «κακώς αίτείσθε», όπως πάλι λέγει έκεΐ
ό Απόστολος.
Γιά μάς τούς μοναχούς προσιδιάζει
ιδιαιτέρως ή προσευχή ή νοερά, ή προσευχή τού Ιησού, ή μονόλεκτος, όπως θά
λέγαμε, προσευχή, μέ τήν όποια ιδιαιτέρως θά άρχίσωμε νά άσχολούμεθα αύτό τό
διάστημα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ή σημερινή μας αύτή κατήχησις θά έχη ένα
σκοπό εισαγωγικό. Προτού μπούμε στις λεπτομέρειες καί στις άφετηρίες καί στις
βάσεις τής νοεράς προσευχής, νά πούμε μερικά πράγματα γενικώς περί προσευχής.
Διότι ή προσευχή είναι τό πάν. Αλλά άμα δέν ξεύρω, όπως σάς είπα, δέν κάνω
τίποτα. Καί τό παν γίνεται μία καταστροφή τελεία. Μία αύτοκαταστροφή...
Άγιος Νεκτάριος
Τά μυστήρια
(άπό τό βιβλίο του, Ποιμαντική)
Τί έστι Βάπτισμα;
Τό Βάπτισμα, κατά τον Θεσσαλονίκης Συμεών,
έστιν άρχή καί όδοποίησις τής προς Θεόν οίκειώσεως καί τής έπουρανίου
κληρονομιάς καί λουτρόν παλιγγενεσίας καθαρίζον τον βαπτιζόμενον άπό τού ρύπου
τής άμαρτίας καί άναγεννών εις ζωήν αιώνιον.
Τί έστι Χρίσμα;
Τό Χρίσμα, όπερ καί Άγιον Μύρον λέγεται,
έστι σημείωσις Χριστού καί σφραγίας. Μύρον έστι τελειωτική χρΐσις εύώδη ποιούσα
τον τετελεσμένον καί τφ θεαρχικφ πνεύματι ένούσα αύτόν.
Τί έστιν Εύχαριστία;
Ή Εύχαριστία έστιν ή πνευματική τροφή τού
πιστού πού ζωογονεί τήν ψυχήν καί φέρει τον άνθρωπον εις άμεσον έπικοινωνίαν
προς τον Χριστόν.(Γαβριήλ Φιλαδέλφειας, περί Μυστηρίου)
Τί έστιν Ίερωσύνη;
Ή Ίερωσύνη έστι τάξις θεία μυστηρίου
αισθητού δύναμιν έχουσα πνευματικήν ύπό άρρένων άνθρώπων ένεργουμένη, ύπέρ τής
τών άνθρώπων σωτηρίας καί βοήθειας, παρά τού Σωτήρος ήμών παραδεδομένη.
Τί έστι Μετάνοια;
Ή μετάνοια έστι λουτρόν καθαρισμού τών ιδίων
άμαρτιών καί έπάνοδος έκ τού παρά φύσιν εις τό κατά φύσιν καί έκ τού Διαβόλου
προς τον Θεόν.
Τί έστι Γάμος;
Ό Γάμος εύλογία καί άγιασμός έστι τών
συνερχομένων εις γάμου κοινωνίαν προς εύλογίαν καί άγιασμόν τής άρχής τού
άνθρωπίνου γένους.
Τί έστι Εύχέλαιον;
Τό Εύχέλαιον έστι έγκαινισμός καί
άνάμνησις τού ένός θείου θαύματος πολλάκις ήμΐν τελούμενον διά τό τού θανάτου
άωρον. Τό Εύχέλαιον έστιν ίατρεΐον τών ψυχών καί τών σωμάτων.
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/www.alavastron.net/2016/08/Agios-Nektarios-6.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου