Ὡστόσο, γεννῶνται μερικές φορές διάφορα ἐρωτήματα, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ τήν λατρευτική ζωή. Ἡ Ἐκκλησία στά ποικίλα αὐτά ἐρωτήματα δέν μένει βέβαια ἀπαθής. Ἀπαντᾶ στηριζόμενη στήν ζῶσα θεολογία της, στήν ἱερά Παράδοση καί στούς ἱερούς Κανόνες της.
Μερικά ἀπό αὐτά τά ἐρωτήματα παρουσιάζουμε στίς παρακάτω γραμμές, δίνοντας συγχρόνως καί τίς δέουσες ἀποκρίσεις.
1. Μπορεῖ ὁ ἱερουργός Ἱερέας νά χρησιμοποιήσει λευκό οἶνο γιά τήν θειά Εὐχαριστία;
Κατ' ἀρχήν κατά τόν κανόνα 37 τῆς Καρθαγένης «ἐν τοῖς ἁγίοις μηδὲν πλέον τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου προσενεχθείη, ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος παρέδωκε, τουτέστιν, ἄρτον καὶ οἶνον ὕδατι μεμιγμένον». Καί ὁ 3ος Ἀποστολικός κανόνας ὁμιλεῖ σαφῶς γιά οἶνον καί ὄχι κάποιο εἶδος οἴνου. Κατά τήν ἄποψή μας ὁ οἶνος πρέπει νά εἶναι ἐρυθρός γλυκός ἀπό ἀμπέλια, δηλωτικός τοῦ αἵματος. Σήμερα μάλιστα πού εἶναι ἄφθονος ὁ ἐρυθρός οἶνος, δέν δικαιολογεῖται ἡ χρήση λευκοῦ οἴνου γιά τήν θεία Εὐχαριστία. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Ἱερέας ὀφείλει νά ἐλέγχει ἀφ' ἑσπέρας τόν οἶνον τόν ὁποῖον θά χρησιμοποιήσει κατά τήν Προσκομιδήν, ὥστε νά εἶναι καθαρός καί πραγματικός οἶνος.
2. Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό «ζέον» ἐκτός τῆς θείας Εὐχαριστίας;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὄχι. Τό «ζέον», ἤτοι τό θερμόν ὕδωρ τό ὁποῖο ρίχνει ὁ ἱερουργῶν Ἱερέας ἐντός τοῦ ἁγίου Ποτηριοῦ μετά τόν μελισμόν τοῦ Ἁγίου Ἄρτου, μόνον κατ' αὐτήν τήν περίσταση ἔχει θέση. Κάθε ἄλλη χρήση τοῦ «ζέοντος» ἐκτός τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι παντελῶς ἀνεπίτρεπτη.
Στό «ζέον» μάλιστα ἀναφέρεται ὁ 13ος κανών τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τά ἑξῆς: «Οὐ χρὴ ἄνευ θερμοῦ λειτουργῆσαι πρεσβύτερον, εἰ μὴ κατὰ πολλὴν περίστασιν καὶ εἰ οὐδαμῶς εὑρίσκεται θερμὸν». Δηλοῦται ὅτι τὸ ζέον ὕδωρ χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία καί, ὡς ἑρμηνεύουν οἱ θεοφόροι Πατέρες, συμβολίζει τὴν κάθοδον τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν». Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γράφει: «Τό μέν γάρ ὕδωρ, τοῦτο αὐτό τέ ὕδωρ ὄν καί πυρός μετέχον, τό Πνεῦμα σημαίνει τό ἅγιον, ὁ καί ὕδωρ λέγεται καί ὡς πῦρ ἐφάνη τότε τοῖς τοῦ Χριστοῦ μαθηταῖς ἐμπεσόν. Ὁ δέ καιρός οὗτος τόν καιρόν ἐκεῖνον σημαίνει. Τότε μέν γάρ κατῆλθε μετά τό πληρωθῆναι τά κατά Χριστόν ἅπαντα, νῦν δέ τελειωθέντων τῶν δώρων τό ὕδωρ ἐπεισάγεται τοῦτο»(Εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν, κεφ. ΛΗ´, 4).
Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι «πᾶν καλόν καί ἀγαθόν διά τῆς νηστείας κατορθοῦται καί τελειοῦται» (Γρηγ. Παλαμᾶ, Ὁμιλία Θ, Ρ.G. 151, 105 Β). Καί ἀκόμη νηστεία δέν ὁρίζεται μόνον ἡ «ἀποχή βρωμάτων» ἀλλά καί ἡ «Ἀλλοτρίωσις τῶν κακῶν», ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Πρωτίστως οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζουν περί τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας σέ ἀναφορά μέ τό ἅγιον Πάθος τοῦ Κυρίου. Ὁ 69ος Ἀποστολικός κανών εἶναι ἡ βάση. Διακελεύει τά ἑξῆς: «Εἰ τίς ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἤ ὑποδιάκονος ἤ ἀναγνώστης ἤ ψάλτης τήν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν τοῦ Πάσχα οὐ νηστεύει ἤ τετράδα ἤ παρασκενήν, καθαιρείσθω, ἐκτός εἰ μή δι' ἀσθένειαν σωματικήν ἐμποδίζοιτο, εἰ δέ λαϊκός εἴη ἀφοριζέσθω». Φυσικά ἐκτός ἀπό τίς ἀρχαιότατες αὐτές ἡμέρες νηστειῶν Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί Τετάρτης καί Παρασκευῆς, ὑπάρχουν καί οἱ ἄλλες γνωστές ἡμέρες νηστείας, Χριστουγέννων, Δεκαπενταύγουστου, ἁγίων Ἀποστόλων, παραμονῆς Θεοφανείων, Ὑψώσεως τιμίου Σταύρου, Ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τοῦ Βαπτιστοῦ καί ἄλλες. Εἰδικώτερα γιά τό θέμα τῆς νηστείας πρό τῆς θείας Κοινωνίας οἱ ἱεροί Κανόνες δέν προβλέπουν κάποια εἰδική νηστεία. Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁ πιστός ὁ ὁποῖος προσέρχεται στήν θεία Κοινωνία τηρεῖ τίς καθιερωμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεῖες ἀλλά καί τυχόν νηστεία πού ἔχει ἐπιβάλει ὁ πνευματικός πατέρας ὡς ἐπιτίμιο. Ὑπάρχει ἀκόμη καί ὁ 29ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὅτι οἱ πιστοί, Κληρικοί καί λαϊκοί, ὀφείλουν νά προσέρχονται στήν θεία Εὐχαριστία νηστικοί.
4. Κάθε πότε πρέπει νά κοινωνεῖ ὁ πιστός;
Ἡ θεία Λειτουργία τελεῖται γιά νά κοινωνήσουν οἱ πιστοί, ὅταν βέβαια ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις καί ἔχει προηγηθεῖ ἡ κατάλληλη πνευματική προετοιμασία. Ἀποτελεῖ ἀταξία ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρίς τή συμμετοχή τῶν πιστῶν στήν ἁγία Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ προσενεγκών ἑαυτόν εἰς θυσίαν συνέστησε: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον». Δέν εἶπε «ὁ φαγών καί ὁ πιών», ἀλλά σέ ἐνεστώτα χρόνο «ὁ τρώγων καί πίνων». Οἱ μαρτυρίες ἄλλωστε τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, τῶν Ἀποστολικῶν καί τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρ τῆς συχνῆς μάλιστα θείας Κοινωνίας εἶναι πολλές καί πολύ χαρακτηριστικές. Ἐφόσον δέν ὑφίσταται κάποιο κώλυμα, ὁ πιστός πρέπει νά κοινωνεῖ ὡς ὁ πνευματικός του πατέρας ἔχει κανονίσει.
Εἶναι ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς ὅτι καί οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά τή συχνή θεία Κοινωνία. Ὁ 9ος Ἀποστολικός κανών ὁρίζει τά ἑξῆς: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας πιστούς, καὶ τῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ ἀγίᾳ μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρῇ». Δηλαδή, ὅλοι οἱ πιστοί πού προσέρχονται στήν Ἐκκλησία ὅταν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία καί ἀκοῦνε τίς Γραφές, ἀλλά δέν παραμένουν στήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἁγίας Μεταλήψεως, ἐπειδή προκαλοῦν ἀταξία στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀφορίζονται.
Συναφής εἶναι καί ὁ 2ος κανών τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος λέγει τά ἑξῆς: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατὰ τινὰ ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης...». Ἐξηγεῖ μάλιστα ὁ Ζωναρᾶς τήν ἔννοια τῆς ἀποστροφῆς, πού ἀναφέρει ὁ κανών, λέγοντας -ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς «ἀποστροφὴν... οὐ τὸ μισεῖν τὴν Θείαν μετάληψιν ὠνόμασαν, καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἀνέχεσθαι τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ τὸ ἀποφεύγειν αὐτὴν, δι' εὐλάβειαν τάχα, καὶ οἶον διὰ ταπεινοφροσύνης». Διαφορετικά, ἐάν εἴχαμε περίπτωση μίσους ἤ βδελυγμίας, τότε θά εἴχαμε τήν καταδίκη τους μέ τόν μέγα ἀφορισμό.
5. Πῶς κοινωνοῦν οἱ Κληρικοί;
Ὁ Ἱερέας πρό τῆς θείας Κοινωνίας ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης μέ συντριβή καρδίας, ταπείνωση, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, συλλογιζόμενος τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀναγιγνώσκει ἤ ἀκούει τίς εὐχές πρό τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἀκολούθως, ἀφοῦ ζητήσει συγχώρησιν παρά τῶν ἄλλων Ἱερέων, τοῦ Διακόνου καί τοῦ λαοῦ, λέγει τά λόγια: «Ἰδοὺ προσέρχομαι Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν. Μεταδίδοταί μοι...». Ἔπειτα λαμβάνει μικράν μερίδα ἐκ τοῦ Ἁγίου Ἄρτου ἀπό τό τμῆμα ἐκεῖνο πού φέρει τόν χαρακτήρα XΣ καί μεταλαμβάνει. Ἀκολούθως, ἀφοῦ λάβει τό Ἅγιον Ποτήριον μαζί μέ τό μάκτρον καί εἰπεῖ: «Ἔτι μεταδίδοταί μοι...», μεταλαμβάνει Αἷμα Χριστοῦ, ἀποσπογγίζει μέ τό μάκτρον τά ἴδια χείλη τοῦ καί τὸ Ἅγιο Ποτήριον καί ἀφοῦ τό ἀσπασθεῖ τό ἐναποθέτει μετ' εὐλάβειας στήν Ἁγία Τράπεζα λέγων, «τοῦτο ἥψατο τῶν χειλέων μου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας μου καὶ τὰς ἁμαρτίας μου περικαθαριεῖ». Μετά τόν Ἱερέα μεταλαμβάνει ὁ Διάκονος, τόν ὁποῖον κοινωνεῖ ὁ Ἱερεύς. Ὁ Ἀρχιερεύς μεταλαμβάνει μόνος του καί πρῶτος. Οἱ Ἱερεῖς μεταλαμβάνουν ὁ καθένας κατά τήν τάξιν καί τόν βαθμόν τους. Ἐάν τελεῖται Ἀρχιερατική θεία Λειτουργία, ὅλοι οἱ Ἱερεῖς καί ὁ Διάκονος κοινωνοῦν ἀπό τόν Ἀρχιερέα.
Ὅσον ἀφορᾶ τούς κληρικούς οἱ ὁποῖοι δέν λειτούργησαν καί ἐπιθυμοῦν νά κοινωνήσουν, τότε περίπου μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» φοροῦν τά διακριτικά τοῦ βαθμοῦ τους, συμμετέχουν στίς προπαρασκευαστικές εὐχές τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως καί κοινωνοῦν κατά τάξιν μετά τόν λειτουργοῦντα Ἱερέα, οἱονδήποτε ὀφφίκιον κι ἄν φέρουν μόνοι τους, πλήν τοῦ Διακόνου στόν ὁποῖο μεταδίδει τήν θεία Κοινωνία ὁ λειτουργός Ἱερεύς. Ὁ Διάκονος ποτέ δέν μεταδίδει στόν Ἱερέα θεία Κοινωνία. Ὁ 18ος κανών τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σαφής: «Ἐμμενέτωσαν οἱ διάκονοι τοῖς ἰδίοις μέτροις, εἰδότες ὅτι τοῦ μὲν ἐπισκόπου ὑπηρέται εἰσί, τῶν δὲ πρεσβυτέρων ἐλάττους. Λαμβανέτωσαν δὲ κατὰ τὴν τάξιν τὴν Εὐχαριστίαν μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους ἢ τοῦ ἐπισκόπου μεταδίδοντοςἡ αὐτοῖς ἢ τοῦ πρεσβυτέρου».
6. Ποῖοι μποροῦν νά κοινωνοῦν στό ἱερό Βῆμα;
Μόνον οἱ κληρικοί. Ὁ 69ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι, ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου, μηδαμῶς ἐπὶ τοῦτο τῆς Βασιλικῆς εἰργομένης ἐξουσίας καὶ αὐθεντίας, ἡνίκα ἂν βουληθείη προσᾷξαι δῶρα τῷ πλάσαντι, κατὰ τίνα ἀρχαιοτάτην παράδοσιν». Ἐφόσον ὁ παραπάνω κανών δέν ἐπιτρέπει τήν εἴσοδο τῶν λαϊκῶν στό ἱερό Βῆμα, πολλώ μάλλον δέν εἶναι ὀρθόν νά μεταλαμβάνουν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων στόν χῶρο, πού μόνον οἱ κληρικοί μετά φόβου Θεοῦ ἐπιτρέπεται νά εὑρίσκονται πρός διακονίαν καί τέλεσιν τῶν Μυστηρίων. Ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης σημειώνει ὅτι ὁ βασιλεύς μόνον κοινωνεῖ ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος «εἰς τὸν καιρὸν τῆς χρίσεως καὶ ἀναγορεύσεως ἀλλὰ καὶ τότε μετὰ τοὺς διακόνους» (Τά Ἅπαντα, ἐκδ. Γ. Ρηγόπουλου, σελ. 151).
7. Ὑπάρχει κίνδυνος μεταδόσεως ἀσθενειῶν ἀπό τήν λαβίδα τῆς θείας Κοινωνίας;
Κανένας ἀπολύτως κίνδυνος δέν ὑπάρχει. Ἡ ἐρώτηση ἀγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριος καί Θεός μας, καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, καί ὄχι ἡ ἀσθένεια, ἡ πτώση καί ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός οὔτε μολύνεται οὔτε μολύνει. Μόνον ἁγιάζει καί χαριτώνει, γιατί εἶναι ἡ Ἀυτοζωή καί ἡ Ἀνάσταση. Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι κατά τούς ἁγίους Πατέρας «φάρμακον ἀθανασίας» καί Πηγή Ζωῆς. Ἄλλωστε, ποτέ κανείς ἀνά τούς αἰῶνες δέν ἔπαθε τό παραμικρό ἀπό τήν θεία Μετάληψη μέ τήν ἴδια λαβίδα, οὔτε λαϊκός οὔτε κληρικός. Πλεῖστες εἶναι μάλιστα οἱ μαρτυρίες τῶν κληρικῶν τῶν διακονούντων στά νοσηλευτικά ἱδρύματα, οἱ ὅποιοι οὐδέποτε ἔπαθαν τίποτα ἀπό μεταδοτική νόσο, τήν στιγμή πού «καταλύουν» ὡς εἶναι γνωστόν, ὅτι ἔχει ἀπομείνει στό Ἅγιον Ποτήριο μετά τήν μετάληψη τῶν ἀσθενῶν καί δή φυματικῶν, λεπρῶν παλαιότερα κ.ἄ., γλείφοντας στήν κυριολεξία τήν ἁγία λαβίδα καί καθαρίζοντας πλήρως τό ἅγιον Ποτήριον.
8. Μπορεῖ νά κοινωνήσει μία γυναίκα ἡ ὁποία βρίσκεται σέ «ἀδιαθεσία»;
Κατ' ἀρχήν τό θέμα αὐτό εἶναι καθαρά πνευματικό, πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ ἐνδοκοσμικές σκέψεις, φεμινιστικοῦ εἴδους ἀντιλήψεις καί λογικοκρατικές ἀπόψεις. Τό θέμα τῆς γυναικείας ἀδιαθεσίας ἤ ὅπως διαφορετικά ὀνομάζεται τό ἀκάθαρτον αὐτῆς λόγω ρύσεως αἵματος ἤ τῆς ἐχούσης περίοδο, ἤ τῆς γυναικός τῆς εὑρισκομένης ἐν ἀφέδρω, χρειάζεται ἀφ' ἑνός μέν θεολογικό λόγο, ἀφ' ἑτέρου δέ θεολογική σιωπή.
Ὀφείλουμε νά διατυπώσουμε τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ προσέλευση στήν θεία Κοινωνία τῶν γυναικῶν ἐκείνων πού βρίσκονται σέ «περίοδο». Ἀναφέρουμε τόν 2ο κανόνα τοῦ ἁγίου Διονυσίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τά ἑξῆς: «Περὶ δὲ τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, εἰ προσῆκεν αὐτὰς οὕτω διακειμένας, εἰς τὸν οἶκον εἰσιέναι τὸν Θεοῦ, περιττὸν καὶ τὸ πυνθάνεσθαι νομίζω, οὐδὲ γὰρ αὐτὰς οἶμαι πιστὰς οὔσας καὶ εὐλαβεῖς, τολμήσειν οὕτω διακειμένας ἢ τῇ τραπέζῃ τῇ ἁγίᾳ προσελθεῖν, ἢ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ προσάψασθαι... εἰς τὰ ἅγια καὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὁ μὴ παντὶ καθαρὸς καὶ ψυχὴ καὶ σώματι, προσιέναι κωλυθήσεται».
Ἐπίσης, ἀναφέρουμε καί τόν 7ο κανόνα τοῦ ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος λέγει νά μήν προσέρχεται ἡ ἀκάθαρτος γυναίκα, ἕνεκα τῆς ρύσεως αἵματος, στήν θεία Μετάληψη κατ' ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής στόν 17ο κανόνα τοῦ γράφει ὅτι «τὰς ἐν ἀφέδρῳ γυναῖκας μηδενὸς τῶν Ἁγίων ἅπτεσθαι». Τό ἴδιο λέγει καί ὁ Πέτρος ὁ Χαρτοφύλαξ καί Διάκονος τῆς τοῦ Θεοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας στήν 18η ἀπόκρισή τοῦ, ὅτι δηλ. ἐάν συμβοῦν τά συνήθη στήν γυναίκα, τότε αὐτή ὀφείλει νά περιμένει τήν κάθαρση καί δέν πρέπει νά προσέρχεται στήν Θεία μετάληψη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Τέλος, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει ὅτι πρέπει νά δεχθοῦμε τούς παραπάνω κανόνες, νά ὑπακούσουμε σ' αὐτούς καί νά μήν φερόμεθα «ὡς κριταὶ καὶ ἐξετασταὶ τῶν ὑπὸ τοῦ Πνεύματος προστεταγμένων, ἵνα μὴ ὑποπέσωμεν εἰς τὰ φρικωδέστατα ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων τοὺς κανόνας».
Ἐπειδή ἴσως προβληθεῖ ἡ ἀντίρρηση ὅτι αὐτά πού συμβαίνουν στήν γυναίκα ἀνήκουν στήν φυσική λειτουργία τοῦ γυναικείου ὀργανισμοῦ, ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ἐν προκειμένω: «Ἀληθινά, αὐτά δέν ἦσαν ἁμαρτία, οὔτε συνιστοῦσαν ἀκαθαρσίαν. Ἐπειδή ὅμως εἴμεθα ἐλλιπεῖς στήν πνευματική μας ἀνάπτυξη, ὁ Θεός, μέ τήν Θεία του Πρόνοια, κάνοντάς μας πιό προσεκτικούς, μέ τίς διατάξεις αὐτές μᾶς καθιστοῦσε πιό προσεκτικούς στήν θεωρία καί τήν τήρηση πραγμάτων πιό σημαντικῶν». Ὅπως γράφει, πολύ ὀρθά, ὁ ἀείμνηστος γέροντας καί ἀξιόλογος ἑρμηνευτής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, «ἐπειδή διά τῆς γεννήσεως τό προπατορικόν μεταδίδεται ἁμάρτημα, τό γονορρυές ἀνδρός καί γυναικός ὡς ὑπενθυμίζον τήν ἐκ τοῦ ἁμαρτήματος τοῦτον Ἀδαμιαίαν καί ἡμῶν ἐνοχήν εἶναι ἀκάθαρτον ἵνα, κρατύνηται (γιά νά μένει ζωηρά) ἡ συνείδησις τῆς ἐνοχῆς καί ἡ ἀνάγκη τοῦ Λυτρωτοῦ».
Μέ τήν ἀπαγόρευση αὐτή τῆς θείας Μεταλήψεως ὁ βαθύτερος σκοπός δέν εἶναι ἡ καταδίκη τῆς γυναίκας, ὅταν βρίσκεται σ' αὐτή τήν ἀδιαθεσία, ἀλλά ἡ ἔμπνευση καί ἡ προοπτική τοῦ σεβασμοῦ ἔναντι τοῦ ἰδίου σώματος, ἡ ὑπόμνηση τοῦ χοϊκοῦ στοιχείου τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ τόνωση τῆς ἠθικῆς καθαρότητος. Εἶναι, τελικά, παιδαγωγία πνευματική.
9. Σέ θεία Λειτουργία σχολείου μποροῦν νά μεταλάβουν καί παιδιά-μαθητές ἑτερόδοξοι, ἀλλόθρησκοι ἤ ἄθρησκοι;
Σέ καμία περίπτωση. Ἀσφαλῶς ἡ ἐρώτηση ἔχει σχέση μέ τίς θείες Λειτουργίες πού τελοῦνται κατά τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα, πού σχεδόν ὅλα τά παιδιά κοινωνοῦν, ὅταν τά σχολεῖα ἐκκλησιάζονται. Ἐπειδή ἐξ ἀγνοίας εἶναι δυνατόν νά προσέλθουν καί παιδιά ἀπό οἰκογένειες οἰκονομικῶν μεταναστῶν πού δέν εἶναι χριστιανοί ὀρθόδοξοι, χρειάζεται ἐπισταμένη προσοχή καί μέριμνα τοῦ Ἱερέως ὡς πρός τό θέμα τοῦτο. Ὀφείλει πρό τῆς θείας Μεταλήψεως νά τό ἐπισημάνει αὐτό μέ τήν ἀπαιτουμένη ποιμαντική διάκριση. Ἡ θεία Κοινωνία μεταδίδεται μόνον στούς βεβαπτισμένους ὀρθοδόξους χριστιανούς, μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «Διδαχή τῶν Ἀποστόλων» ἐπιτάσσει: «Μηδεὶς φαγέτω μηδὲ πιέτω ἀπὸ τῆς Εὐχαριστίας ὑμῶν, ἀλλ' οἱ βαπτισθέντες εἰς ὄνομα Κυρίου» (ΒΕΠ, τ. 2, 212).
10. Ποῖος εἶναι ἁρμόδιος νά μεταδίδει τήν θεία Κοινωνία;
Ἡ μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας σύμφωνα μέ τούς ἱρεούς Κανόνες γίνεται μόνον ἀπό τούς κληρικούς καί ἀποτελεῖ ἱερό καθῆκον τους. Συγκεκριμένα, ὁ 58ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διακελεύει τά ἑξῆς: «Μηδεὶς τῶν ἐν λαϊκοῖς τεταγμένων ἑαυτῷ τῶν θείων μυστηρίων μεταδιδότω, παρόντος ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου ἢ διακόνου. Ὁ δὲ τὶ τοιοῦτο τολμῶν, ὡς παρὰ τὰ διατεταγμένα ποιῶν, ἐπὶ ἑβδομάδα μίαν ἀφοριζέσθω, ἐντεῦθεν παιδαγωγούμενος, μὴ φρονεῖν παρ' ὁ δεῖ φρονεῖν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β', σελ. 437). Ὁ Ζωναρᾶς στήν ἑρμηνεία τοῦ λέγει ὅτι «τὸ μεταχειρίζεσθαι τὰ ἅγια καὶ ἑτέροις αὐτῶν μεταδιδόναι, τοῖς Ἱερωμένοις δέδοται» (ὅπ. παρ., σελ. 437-438). Θεωρεῖ μάλιστα ὅτι «τοῦτο οἴησιν ἐκείνῳ προσμαρτυρεῖ. Διὸ καὶ ἀφορισμῷ μιᾶς ἑβδομάδος κολάζεται ἵνα μάθῃ, φησί, μὴ φρονεῖν, παρ' ὁ δεῖ φρονεῖν, ἵνα ταπεινωθῇ καὶ ἐπιγνῷ ἑαυτόν, καὶ μὴ τοῖς ὑπὲρ αὐτὸν ἐγχειρῇ» (ὅπ. παρ.).
Καί ὁ Βαλσαμών ὁμοίως ἑρμηνεύει τόν παραπάνω κανόνα. Μάλιστα προχωρεῖ στήν ἑρμηνεία τοῦ ὑπογραμμίζοντας ὅτι «λέγουσι γοῦν τινὲς ἐξ ἀντιδιαστολῆς, ὡς ὅταν οὐ πάρεστί τις ἐξ αὐτῶν (δηλ. κληρικῶν), διὰ προκειμένην ἀνάγκην, καλῶς μεταδώσει τὶς ἑαυτῷ τῶν θείων ἁγιασμάτων ἐμοὶ δὲ οὐ δοκεῖ, τοιοῦτον γὰρ τολμηθῆναι ἀπὸ ἑρμηνείας καὶ ἀντιδιαστολῆς οὐκ ἐκχωρηθήσεται» (ὅπ. παρ.). Δυστυχῶς, ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί στό σημεῖο αὐτό ἐπέφερε καινοτομία καί παρουσιάζεται ἐνίοτε τό φαινόμενο λαϊκοί νά λαμβάνουν μόνοι τους τήν θεία Κοινωνία ἤ καί νά τήν μεταδίδουν.
Συναφής εἶναι ἐν προκειμένω καί ὁ 23ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιά τόν μή χρηματισμό ἐπί τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας. Οἱ θεοφόροι Πατέρες καθώρισαν τήν αὐστηρότατη καί ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ποινή, ἐκείνη τῆς καθαιρέσεως, ὅταν ὑποπέσει στό παραπάνω ἀτόπημα οἱουδήποτε βαθμοῦ κληρικός. Συγκεκριμένα, ὁ κανών ὁρίζει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια: «Περὶ τοῦ μηδένα τῶν εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, τῆς ἀχράντου μεταδίδοντα κοινωνίας, παρὰ τοῦ μετέχοντος εἰσπράττειν, τῆς τοιαύτης μεταλήψεως χάριν, ὀβολούς, ἢ εἶδος τὸ οἰονοῦν. Οὐδὲ γὰρ πεπραμένη ἡ χάρις, οὐδὲ χρήμασι τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος μεταδιδόαμεν, ἀλλὰ τοῖς ἀξίοις τοῦ δώρου ἀπανουργεύτως μεταδοτέον. Εἰ δὲ φανείη τὶς τῶν ἐν κλήρῳ καταλεγομένων ἀπαιτῶν, ᾧ μεταδίδωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας, τὸ οἱονοῦν εἶδος, καθαιρείσθω, ὡς τῆς Σίμωνος ζηλωτὴς πλάνης καὶ κακουργίας» (ὁπ. -παρ., σελ. 354-355).
Ἀκόμη πρέπει νά ὑπομνησθεῖ ὅτι ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη προσοχή κατά τήν μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας ἀλλά καί κατά τή μεταφορά τῶν τιμίων Δώρων στά σπίτια ἤ στούς θαλάμους τῶν νοσοκομείων, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νά κοινωνήσουν ἀσθενεῖς πιστοί χριστιανοί. Κατά τήν μεταφορά τῶν τιμίων Δώρων καλόν εἶναι νά προηγεῖται ἀναμμένο κερί ἤ κανδήλι καί νά ὑπάρχει ἀπόλυτη σιωπή καί εὐλάβεια. Πρό τῆς θείας Κοινωνίας ἀλλά καί κατόπιν δέν χρειάζονται συζητήσεις.
11. Πῶς γίνεται ἡ θεία Κοινωνία τῶν νηπίων;
Κατ' ἀρχήν εἶναι ἀρχαιότατος θεσμός τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ συμμετοχή καί τῶν νηπίων στήν θεία Κοινωνία, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία τῶν πρώτων αἰώνων. Χαρακτηρίζεται δέ ὡς ἀδικαιολόγητη καινοτομία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀπό τόν 12ο αἰώνα ἀπόφαση τῆς στερήσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας στά νήπια. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τήν σχετική ἀναφορά τῶν Διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων γιά τήν θεία Κοινωνία τῶν νηπίων καί τῶν παιδιῶν. «Καὶ μετὰ τοῦτο μεταλαμβανέτω ὁ ἐπίσκοπος, ἔπειτα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ ὑποδιάκονοι καὶ οἱ ἀναγνῶσται καὶ οἱ ψάλται καὶ οἱ ἀσκηταὶ καὶ ἐν ταῖς γυναιξὶν αἱ διάκονοι καὶ αἱ παρθένοι καὶ αἱ χῆραι, εἶτα τὰ παιδία καὶ τότε πᾶς ὁλκὸς κατὰ τάξιν μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας ἄνευ θορύβου» (ΒΕΠ, τόμ. 2, VIII, 14, 158).
Τά νήπια ὀφείλει ὁ λειτουργός νά τά κοινωνεῖ μέ μεγάλη προσοχή. Εἶναι δέ ἀνεπίτρεπτο, ἀντιπαιδαγωγικό καί ἀψυχολόγητο ὁ Ἱερεύς νά θυμώνει ἤ νά φωνασκεῖ καί νά διαμαρτύρεται γιά τήν προσέλευση τῶν νηπίων στήν θεία Κοινωνία. Οὔτε, ἐπίσης, εἶναι ὀρθόν νά λέγει φράσεις λαϊκοῦ ἤ ἀσεβοῦς τύπου - γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ὡς «τό χρυσό δοντάκι» ἤ «ἔλα, μελάκι», ἤ «κρασάκι» κ. ἄ.. Κατά τήν ὥρα τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας στά νήπια χρειάζεται ἀπόλυτη ἠρεμία, ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια καί προσοχή γιά τυχόν κινήσεις τοῦ νηπίου καί ἡ ἁγία λαβίδα ἀναλόγως βεβαίως τῆς ἡλικίας ἔχει καί τήν ἁρμόζουσα ποσότητα Ἁγίας Κοινωνίας. Ἐλάχιστον τίμιον Αἷμα καί ἴχνη μαργαριτῶν τιμίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀρκοῦν.
12. Ἐπιτρέπεται νά μεταδίδεται ἡ θεία Κοινωνία μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας;
Ἡ μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας κατά τήν διάρκεια τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι καθορισμένη, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρει τό λειτουργικό τυπικό ἀλλά καί ἡ θεολογία τῆς Εὐχαριστίας ἐπιβεβαιώνει, ἀφοῦ πρόκειται γιά τό «Κυριακόν Δεῖπνον» γιά τήν «Τράπεζα Κυρίου», τήν Δεσποτική Τράπεζα, στήν ὁποία καλοῦνται οἱ πιστοί νά λάβουν μέρος. Ἡ ἱερή πρόσκληση «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε» δηλώνει τήν ὥρα καί τήν στιγμή τῆς προσελεύσεως στήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μετάθεση σέ ἄλλη χρονική στιγμή τῆς θείας Κοινωνίας τῶν πιστῶν εἶναι ἀπαράδεκτος ἀντιευχαριστιακή κίνηση. Ὡς ἀναφέρει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης «τό νά μετατίθεται ἡ θεία κοινωνία στό τέλος τῆς θείας λειτουργίας εἶναι λειτουργικῶς ἀδιανόητο καί ἀποτελεῖ, ἄς μήν θεωρηθεῖ ὑπερβολική ἡ ἔκφρασις, καταστροφή τῆς ὅλης ἱερουργίας» (Ἰω. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας, τόμ. Β´, Ἀθήνα 1989, σελ. 96).
Συναφές εἶναι καί τό ζήτημα τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας τά Χριστούγεννα, τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τό Μέγα Σάββατο, πού σέ πολλούς Ναούς σήμερα, κατ' οἰκονομίαν, τελεῖται καί δεύτερη θεία Λειτουργία. Ἐδῶ θά πρέπει νά δοθεῖ ἡ δέουσα προσοχή, ὥστε νά ἐκλείψει τό ἀπαράδεκτο φαινόμενο τῆς μεταδόσεως θείας Κοινωνίας διαρκούσης ἤδη τῆς δευτέρας θείας Λειτουργίας δι' οἱονδήποτε λόγο. Τέλος, δέν ἐπιτρέπεται κατάλυση τοῦ Ἁγ. Ποτηριοῦ τῆς πρώτης θείας Λειτουργίας ἀπό τόν λειτουργόν τῆς δεύτερης.
13. Δίδεται θεία Κοινωνία σέ ἑτοιμοθάνατους;
Βασικώτατη προϋπόθεση συμμετοχῆς στήν θεία Κοινωνία εἶναι ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μεταλαμβάνει πρέπει νά ἔχει τίς αἰσθήσεις του. Αὐτό διακελεύει ὁ 83ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. «Μηδεὶς τοῖς σώμασι τῶν τελευτησάντων τῆς εὐχαριστίας μεταδιδότω. Γέγραπται γὰρ "Λάβετε, φάγετε" τὰ δὲ τῶν νεκρῶν σώματα, οὐδὲ λαβεῖν δύναται, οὐδὲ φαγεῖν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β´, 495). Τά ἴδια λέγει καί ὁ 18ος τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης( ὅπ. παρ., τόμ. Γ´, σελ. 352). Συνεπῶς, ἡ θεία Κοινωνία δίδεται μόνον στούς ζῶντες.
Ἡ περίπτωση τῶν ἑτοιμοθάνατων ἀντιμετωπίζεται ἀπό τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Σχετικός εἶναι ὁ 13ος κανών τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθορίζει τά ἑξῆς: «Περὶ δὲ τῶν ἐξοδευόντων, ὁ παλαιὸς καὶ κανονικὸς νόμος φυλαχθήσεται καὶ νῦν, ὥστε, εἰ τὶς ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καὶ ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μὴ ἀποστερεῖσθαι»(ὅπ. παρ., τόμ. Β´, σελ. 143).
Ἡ Ἐκκλησία κινούμενη ἀπό ἀγάπη παρέχει τήν θεία Κοινωνία σ' αὐτούς οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς κίνδυνον θανάτου, ὅπως καί ὁ παλαιός κανών τό ἴδιο εἶχε ὁρίσει, δηλαδή ὁ 6ος κανών τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου, παρά τήν ὕπαρξη μάλιστα καί ἐπιτιμίων, τούς ὁποίους καί κανονίζει ἀναλόγως ἐάν ἐπιζήσουν( ὅπ. παρ., τόμ. Γ´, σελ. 34). Ὁ προαναφερθείς 13ος κανών τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι πολύ κατατοπιστικός στήν τελευταία του παράγραφο, στήν ὁποία ὁρίζει τά ἑξῆς καί μάλιστα ὑπό τύπον γενικῆς ἀρχῆς: «Καθόλου δέ, καὶ περὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος τοῦ μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ ἐπίσκοπος μετὰ δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς». Ἀξίζει ἐν προκειμένω νά ὑπογραμμιστεῖ ἡ φράση τοῦ κανόνος «μετά δοκιμασίας», δηλ. ὕστερα ἀπό κάποια ἐξέταση. Ἡ μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας δίδεται σ' ἐκείνους τούς ἑτοιμοθάνατους οἱ ὁποῖοι ἔχουν συναίσθηση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου καί μέ τήν βούλησή τους δίδουν ἔστω καί διά μικρῶν νευμάτων ἤ ἄλλων σημείων τήν συγκατάθεσή τους (βλ. Γαβριήλ Κων/λεως, Διάταξις ΜΓ´, εἰς Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, τόμ. Α´, σελ. 129 καί π. Δημ. Τζέρπου, Ἐφόδιον Ζωῆς, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι 2001, σελ. 90 ἑξ.). (ὅπ. παρ., τόμ. Β´, σελ. 143).
14. Ἐπιτρέπεται τό ἀντίδωρο νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς φαγητό;
Ὄχι, διότι ὁ ἄρτος τοῦ ἀντίδωρου δέν εἶναι κοινός ἄρτος ἀπό τήν στιγμή τῆς εὐλογίας κατά τήν Προσκομιδή καί τῆς ὑψώσεώς του κατά τό «Ἄξιόν ἐστίν...». Εἶναι ἕνας εὐλογημένος ἄρτος ὁ ὁποῖος προσφέρεται «ἀντί τοῦ μεγάλου ἐκείνου Δώρου τῆς φρικτῆς Κοινωνίας». Ὡραιότατα μάλιστα στήν ἑρμηνεία τοῦ στόν 2ο κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας ὁ Βαλσαμῶν γράφει ὅτι διανέμεται τό ἀντίδωρον, «ὥστε πᾶσαν ἀνάγκην ἔχειν καὶ αὐτοὺς τοὺς μὴ δυναμένους μεταλαμβάνειν τῶν ἁγίων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων, προσκαρτερεῖν μέχρι τέλους τῆς θείας ἱεροτελεστίας, καὶ ἐκ χειρὸς ἱερατικῆς λαμβάνειν αὐτὸ εἰς ἁγιασμὸν» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Γ´, σελ. 128). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ὅτι «ἐπειδὴ δὲ ὅλοι δὲν εἶναι ἑτοιμασμένοι διὰ νὰ μεταλάβουν, διὰ τοῦτο, ὡς φαίνεται ἐπενοήθη τὸ ἀντίδωρον, ἵνα καὶ οἱ μὴ μεταλαμβάνοντες τῶν Μυστηρίων λάβωσιν αὐτὸ παρὰ τοῦ Ἱερέως πρὸς ἁγιασμὸν ἡγιασμένος γὰρ ἄρτος ἐστὶ τὸ ἀντίδωρον καὶ διὰ τὶ ἐπροσφέρθη πρὸς τὸν Θεόν...» (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1982, σελ. 408).
Σέ συγκεκριμένη ἐρώτηση (ὑπ᾽ ἀριθμ. Ε´) μοναχῶν πρός τήν Σύνοδον τῆς Κων/λεως (11ος αἰώνας), «ἂν πρέπῃ ἀδιαφόρως καὶ ὡς θέλει νὰ τρώγῃ ὁ Ἱερεὺς τὰ προσφερόμενα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, προσφορᾶς δηλ. καὶ νάματα καὶ ἂν πρέπῃ νᾷ τρώγῃ ταῦτα ὡσὰν τὸν κοινὸν ἄρτον καὶ τὶ πρέπει νὰ κάμνῃ ὅταν αἱ τοιαῦται προσφοραὶ καὶ τὰ νάματα συναχθοῦν πολλά;», ἡ Σύνοδος διά τοῦ Πατριάρχου Νικολάου ἔδωσε τήν ἀκόλουθη Ἀπόκρισιν:
«Τὰ κομμάτια ὁποῦ μείνουν ἀπὸ τὴν ὑψωθεῖσαν προσφορὰν δὲν πρέπει νὰ τρώγωνται εἰς ἄλλον τόπον, πάρεξ εἰς μόνην τὴν Ἐκκλησίαν, ἕως ὃτου νὰ ἐξοδευθοῦν ὅλα, ὅσα καὶ ἂν εἶναι. Τὰ δὲ κομμάτια ὁποῦ μείνουν ἀπὸ τὰς ἄλλας προσφορᾶς ὁποῦ δὲν ὑψώθησαν, πρέπει νᾷ τρώγωνται καὶ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως μαζὶ μὲ γάλα καὶ τυρὶ καὶ ὀψάρια θετέον, ὡσὰν ὁ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ μοναχὰ χωρὶς ἄλλο φαγητὸν» (Πηδάλιον, σελ. 734).
Κάνει βεβαίως ἐδῶ μία διάκριση ὁ Πατριάρχης Νικόλαος καί διαχωρίζει τά περισσεύματα κλάσματα ἀπό τήν δηλωθεῖσα προσφορά ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται ὁ Ἀμνός καί ἀπό τά κλάσματα ἐκ τῶν ἄλλων προσφορῶν. Θεωρεῖ δέ ὡς ἀντίδωρο ἐκεῖνα τά κλάσματα ἐκ τῆς προσφορᾶς ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθε ὁ Ἀμνός. Ἐξάλλου, ὁ 8ος κανών τοῦ ἁγ. Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας ὁρίζει ὅτι: «Τὰ προσφερόμενα εἰς λόγον θυσίας, μετὰ τὰ ἀναλισκόμενα εἰς τὴν τῶν Μυστηρίων χρείαν, οἱ Κληρικοὶ διανεμέσθωσαν καὶ μήτε κατηχούμενος ἐκ τούτων ἐσθιέτω ἢ πινέτω, ἀλλὰ μᾶλλον οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς πιστοὶ ἀδελφοὶ» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Δ´, σελ. 348). Ἄλλως, ἐάν ἡ προσφορά δέν εἶναι εὐλογημένη, δηλαδή δέν χρησιμοποιήθηκε κατά τήν Προσκομιδή, μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καί ὡς κοινός ἄρτος.
Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου
Δρ. Νομ.- Θεολογίας, Ἱεροκήρυκα Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2003
http://agiapisti.blogspot.gr/2018/03/y.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου