Πηγή: Το Ειλητάριον
Ο όσιος Ιωακείμ γεννήθηκε το 1786 από ευσεβείς γονείς, τον Άγγελο Πατρίκιο και την Αγνή, στον οικισμό Καλύβια, στο νησί της Ιθάκης. Στη βάπτισή του έλαβε το όνομα Ιωάννης, ενώ μόλις επτά χρόνια από τη γέννησή του ορφάνεψε από μητέρα. Έτσι, ο πατέρας του πραγματοποίησε δεύτερο γάμο. Η μητριά του, με το πρόσχημα ότι παραμελούσε τα καθήκοντά του στο σπίτι για να συχνάζει στην εκκλησία, τον απομάκρυνε από το σπιτικό του. Αφού δούλεψε για λίγο στο πλοίο του πατέρα του, μπάρκαρε μούτσος σε εμπορικό πλοίο και εργαζόταν σκληρά χωρίς ωστόσο να παραμελεί την προσευχή και τη νηστεία. Μία ημέρα το πλοίο έπιασε στο Άγιον Όρος και ο Ιωακείμ, που ήταν τότε δεκαεπτά ετών, πήγε να επισκεφθεί τη Μονή Βατοπαιδίου και στη στιγμή αποφάσισε να ζητήσει να γίνει δεκτός ως δόκιμος, παρά τις αντιρρήσεις του καπετάνιου του. Επέδειξε άριστη υπακοή, εκάρη σύντομα μοναχός με το όνομα Ιωακείμ και, λίγο μετά την κουρά του σε μεγαλόσχημο, του ανέθεσαν το διακόνημα του οικονόμου της μονής, όπου και παρέμεινε επί μία εικοσαετία. Οι συχνές επαφές του με τον λαό, που στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό και λιμοκτονούσε από έλλειψη πνευματικής τροφής, τον έπεισαν τότε ότι περισσότερο από ποτέ άλλοτε άξιζε να συνδεθεί η αγάπη του Θεού με εκείνην της αγάπης προς τον πλησίον.
Τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης και των ανείπωτων δεινών που επακολούθησαν, ανέλαβε, ως άλλος άγιος Κοσμάς Αιτωλός [24 Αυγ.], ιεραποστολικές περιοδείες για να παρηγορήσει τον λαό και για να ενισχύσει το εθνικό και χριστιανικό του φρόνημα. Υπηρετώντας ως ναύτης σε πλοίο, μοίραζε τρόφιμα κατορθώνοντας έτσι να σώσει πολυάριθμες οικογένειες στα Ιόνια νησιά. Μια νύκτα, καθώς το καράβι του είχε αράξει κοντά στην ακτή της Πελοποννήσου, άκουσε πυροβολισμούς και φωνές γυναικόπαιδων που έτρεχαν να ξεφύγουν από τους Τούρκους που τα κατεδίωκαν. Με όπλο του την προσευχή, πλησίασε στην ακτή και παρέλαβε τα γυναικόπαιδα κάτω από τα πυρά των στρατιωτών, χωρίς κανένας να πληγωθεί.
Όταν τα πράγματα ειρήνευσαν, αποσύρθηκε στην ησυχία στην Ιθάκη, ώστε να εξακολουθεί να μεταδίδει το έλεος του Θεού στον λαό χωρίς ωστόσο να θυσιάζει τη μοναστική του βιοτή. Έτσι έζησε πέντε χρόνια απογυμνωμένος από κάθε τι, βαθιά σ’ ένα δάσος, προσευχόμενος. Έφτασε σε υψηλό βαθμό θεωρίας της δόξης του Θεού και σιγά-σιγά οι κάτοικοι της περιοχής άρχισαν να έλκονται από αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, που τον αποκαλούσαν «Παπουλάκη». Η γλυκύτητα και η ευπροσηγορία του κατόρθωναν να παρηγορούν όλους τους θλιβομένους, να ενθαρρύνουν τους απελπισμένους και να εμπνέουν σε όλους τον πόθο της αρετής. Κάθε δώρο που του έκαναν αμέσως το μοίραζε στους πτωχούς και με το προορατικό χάρισμα που είχε λάβει από το Άγιο Πνεύμα προειδοποιούσε όσους θα διέτρεχαν κίνδυνο, εμπόδιζε τα εγκλήματα, θεράπευε τη στειρότητα όσων ζευγαριών είχαν μείνει άτεκνα, προέλεγε το μέλλον για την οικοδόμηση και ωφέλεια των ψυχών. Προπαντός όμως το παράδειγμα της βιοτής του αποτελούσε αδιάκοπη διδαχή για τον πληθυσμό του νησιού, ο οποίος άλλαξε ριζικά τρόπο ζωής.
Όταν τον κατήγγειλαν από ζηλοφθονία ότι διασπείρει κινδυνολογίες, κλήθηκε από τον Άγγλο διοικητή του νησιού, ο οποίος, μπροστά στην παρρησία και την ηρεμία του αγίου, θέλησε να τον χτυπήσει, αλλά η πολυθρόνα του διαλύθηκε και ο ίδιος έπεσε ανάσκελα χάνοντας τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, ζήτησε συγνώμη από τον άγιο και τον άφησε ελεύθερο να συνεχίσει το έργο του. Φέροντας κατάσαρκα μια βαριά πλάκα μολύβι, νηστεύοντας και προσευχόμενος αδιάλειπτα, προπαντός τη νύκτα, ο άγιος Ιωακείμ μετέβαινε από τόπο σε τόπο καταθέτοντας μαρτυρία της παρουσίας του Χριστού και δεν χρησιμοποιούσε κατάλυμα παρά μόνο τους χειμερινούς μήνες. Τις ελεημοσύνες που του έδιναν τις διαμοίραζε και παρότρυνε τους χριστιανούς να χτίζουν εκκλησίες σε όσα χωριά δεν υπήρχαν. Κατέστη κυριολεκτικά η Πρόνοια του νησιού: έθεσε τέρμα στις επιδημίες, απώθησε επιδρομές από σμήνη ακριδών, θεράπευσε ασθενείς και αναπήρους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης που λυμαινόταν μια κωμόπολη, έβαλε τους κατοίκους να κτίσουν ναό και, μόλις προσευχήθηκε εκεί, ο λοιμός έπαυσε. Μολονότι δεν έπραττε και δεν κήρυττε παρά ειρήνη και αγάπη, υπέστη ωστόσο επανειλημμένα βιαιότητες εκ μέρους ανθρώπων που εχθρεύονταν την ακτινοβολία του, αλλά που όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να αποσπάσουν ούτε έναν μνησίκακο λόγο από τα χείλη του.
Αφού φανέρωσε κατ’ αυτό τον τρόπο την παρουσία του Θεού εν μέσω του λαού της Ιθάκης επί πολλά χρόνια, ο όσιος Ιωακείμ εκοιμήθη εν ειρήνη, ύστερα από σύντομη αρρώστια, στις 2 Μαρτίου 1868. Η κηδεία του αποτέλεσε αφορμή να συναχθεί μέγα μέρος του ντόπιου πληθυσμού. Όλοι τους συναγωνίζονταν να αποκτήσουν ένα κομμάτι από τα ρούχα του ή το σάβανό του, σε σημείο που κινδύνευσε η ακεραιότητα της σορού· έτσι αναγκάσθηκαν να τον ενταφιάσουν κρυφά πίσω από τον ναό της Αγίας Βαρβάρας, που είχε ανοικοδομήσει στο χωριό Σταυρός.
Ύστερα από πολλά χρόνια, με πρωτοβουλία του ηγουμένου της Μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα λείψανά του στις 23 Μαΐου 1992 και η τιμή του αναγνωρίσθηκε επίσημα από τη ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1998.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 23–25.
https://wra9.blogspot.com/2020/03/blog-post_21.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου