Ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (1759-1833), ἐνισχυόταν στούς ἀγῶνες του ἀπό τή θεία πρόνοια μέ πνευματικά ὁράματα, ποῦ πλημμύριζαν τήν ψυχή του μέ θεϊκή παρηγοριά. Ἰδιαιτέρως κάποτε, τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί μάλιστα τήν Μεγάλη Πέμπτη, ἀξιώθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας νά δεῖ μία ὑπέροχη ὀπτασία.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος:
-Λειτουργοῦσα κάποτε τή Μ. Πέμπτη μαζί μέ τόν ἡγούμενο Παχώμιο καί τόν πατέρα Ἰωσήφ. Ἡ θεία Λειτουργία εἶχε ἀρχίσει στίς δύο τό μεσημέρι μαζί μέ τόν ἑσπερινό. Μετά τή... μικρά εἴσοδο καί τά ἀναγνώσματα εἶπα ὁ ταπεινός μπροστά στό ἅγιο θυσιαστήριο τήν ἐκφώνηση: «Κύριε, σῶσον τούς εὐσεβεῖς καί ἐπάκουσον ἡμῶν». Ὕστερα βγῆκα στήν ὡραία πύλη καί ὑψώνοντας τό ὀράριο πρός τό ἐκκλησίασμα συμπλήρωσα: «Καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Τή στιγμή ἐκείνη ἔλαμψε ἕνα φῶς μπροστά μου σάν ἡλιακή ἀκτῖνα. Κοιτάζω πρός τά ἐκεῖ καί βλέπω ἐν δόξῃ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τή μορφή τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἔλαμπε πιό πολύ ἀπό τόν ἥλιο μέσα σέ ἄπλετο καί ἀνέκφραστο φώς. Βλέπω ἐπίσης τριγύρω νά τόν περιβάλλουν σάν σμῆνος ἀπό μέλισσες οἱ Οὐράνιες Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, Χερουβείμ καί Σεραφείμ. Εἶχε μπεῖ ἀπό τή δυτική πύλη καί βαδίζοντας ἀνάερα στάθηκε ἐμπρός στόν ἄμβωνα. Ὑψώνοντας μάλιστα τό χέρι εὐλόγησε τούς λειτουργούς καί τούς προσευχομένους.
Τέλος μπαίνοντας στήν εἰκόνα Του, πού βρίσκεται πλάϊ στήν ὡραία Πύλη μεταμορφώθηκε, περικυκλουμενος ἀπό χορούς Ἀγγέλων πού ἔλαμπαν καί φώτιζαν ὁλόκληρη τήν ἐκκλησία. Κι ἐγώ, πού εἶμαι γῆ καί σποδός, ἀξιώθηκα μιά ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπό Αὐτόν. Ἡ καρδιά μου σκίρτησε ἀπό ἱερή ἀγαλλίαση, πλημμύρισε ἀπό ἄρρητη χαρά μέσα σ' ἕνα αἴσθημα γλυκειάς, φλογερῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο».
Μέ τό ὅραμα αὐτό ἡ ὄψη τοῦ ὁσίου ἀλλοιώθηκε. Δέν μποροῦσε οὔτε νά κινηθεῖ ἀπό τή θέση του οὔτε νά μιλήσει. Πολλοί πρόσεξαν τή στάση του, χωρίς ὅμως νά καταλάβουν τήν ἀληθινή αἰτία. Ἀμέσως τόν πλησίασαν δύο διάκονοι, καί τόν ὁδήγησαν μέσα στό ἅγιο Βῆμα.
Ἀλλά κι ἐκεῖ συνέχισε νά στέκεται ἐπί τρεῖς σχεδόν ὧρες ἀκίνητος, σέ ἔκσταση. Μόνο τό πρόσωπό του ἀλλοιωνόταν συνεχῶς. Πότε τό σκέπαζε μιά χλωμάδα, πότε ἁπλωνόταν ἐπάνω του ζωηρό ρόδινο χρῶμα, καί πότε γινόταν ἄσπρο σάν τό χιόνι. Πέρασε πολλή ὥρα χωρίς νά μιλήσει. Τόν εἶχε ἀπορροφήσει ἡ θαυμαστή ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καί εὐφραινόταν μέ τή γλυκεῖα Του παρηγοριά.
Ἀφοῦ συνῆλθε διηγήθηκε τό ὅραμα μόνο στούς γέροντες Παχώμιο καί Ἰωσήφ. Ἐκεῖνοι τόν συμβούλευσαν, σάν ἔμπειροι πνευματικοί, νά μήν ὑπερηφανευθεῖ, ἀλλά νά ἀσφαλίσει τόν ἑαυτό του μέ τήν σιωπή καί νά βυθισθεῖ ἀκόμη πιό πολύ στήν ταπείνωση.
«Ἐγενήθη ἡ καρδία μου, ἔλεγε κάποτε, ὡσεί κηρός τηκόμενος. Δέν θυμᾶμαι ὅμως τίποτε ἀπ' αὐτή τήν ἀγαλλίαση. Θυμᾶμαι μόνο πώς μπῆκα στόν ναό καί μετά βγῆκα».
Μετά τήν οὐράνια αὐτή ὀπτασία ὀχυρωμένος μέ βαθειά ταπείνωση ἀνερχόταν ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, καί ἀσκούμενος ἀκατάπαυστα στήν αὐτομεμψία ἀκολουθοῦσε πιστά καί σταθερά τόν Κύριο, βαστάζων τόν σταυρόν ἑαυτοῦ.
Ἔκτοτε ἄρχισε νά ἀναζητᾶ ὅλο καί περισσότερο τήν ἡσυχία καί ν' ἀπομακρύνεται συχνότερα χάριν προσευχῆς στό δάσος τοῦ Σάρωφ....
ethnegersis
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2022/04/blog-post_189.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου