[Ματθ. 9,10: 13]
«Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν»[1] μᾶς διδάσκει ὁ Πανάγιος Κύριος. Δηλαδή ἀναπαύομαι εἰς τήν εὔσπλαχνο διάθεση, εἰς τήν ἀγάπη καί ὄχι σέ ἐξωτερικές θυσίες, ὅπως ἦσαν αὐτές πού ἔκαναν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς Του. Ὁ Κύριος θέλει νά ἔχουμε ἀγάπη πρῶτα εἰς Αὐτόν καί μετά ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον. Γι' αὐτό καί μέ τήν πάνσοφο Θεία Πρόνοιά Του, οἰκονομεῖ ὥστε νά δημιουργοῦνται τέτοιες συνθῆκες στή ζωή μας, ὥστε νά μποροῦμε νά ἐξασκοῦμε αὐτή τή μεγίστη ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία μᾶς κάνει νά ὁμοιάζουμε μέ Αὐτόν, ἀφοῦ «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»[2]. Καί δέν εἶναι βεβαίως ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη, ἀλλά εἶναι ἡ κατεξοχήν -θά μπορούσαμε νά ποῦμε- ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ κορυφαία καί ἡ πιό χαρακτηριστική θεία ἐνέργεια.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐβίωσε αὐτή τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά καί τό θαῦμα τῆς Θείας Πρόνοιας στήν προσωπική του ζωή. Ἔτσι, ἐνῶ ἀγωνίστηκε καί πολύ γρήγορα καθαρίστηκε, φωτίστηκε καί θεώθηκε μέσα στό περιβόλι τῆς Παναγίας, οἰκονόμησε ὁ Θεός στή συνέχεια νά βγεῖ ἔξω, παρόλα τά σχέδια πού ἔκανε ὁ μικρός τότε Πορφύριος καί νά διακονήσει τούς ἀνθρώπους στόν κόσμο, ἐξασκώντας αὐτή τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας, τοῦ ἐλέους, ἀνάμεσα στόν λαό τοῦ Θεοῦ.
«Ποτέ δέν εἶχα φανταστεῖ», λέει ὁ Ἅγιος, «ὅτι θά γύριζα στόν κόσμο. Πατρίδα μου ἦταν τά Καυσοκαλύβια. Εἶχα βέβαια παρακαλέσει τόν Θεό νά μοῦ δώσει μιά ἀρρώστια. Καί μοῦ ἔδωσε ἀρρώστια. Ἀλλά λέω: «Καλά, Θεέ μου, μοῦ τήν ἔδωσες, ὄχι καί νά μέ βγάλεις ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος!». Ἀλλά μέ ἔβγαλε. Ἀπό τήν ἀρρώστια ἔφυγα. Μέ διώξανε δηλαδή. Ἄκουσε ὁ Θεός, ἀλλά ὄχι καί καλά τό θέλημά μου. Μοῦ ἔδωσε καί κάτι πού δέν τό ἤθελα, διότι ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας μου ἔφυγα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Κι ἔτσι μετά ἀπό τόσα χρόνια γύριζα πάλι στό σπίτι μου!...
Μές στό καράβι ἀτελείωτες οἱ ὧρες. Ὅλα γιά μένα ἦταν παράξενα. Παιδάκια, γυναῖκες εἶχα χρόνια νά δῶ. Στό χωριό ἐπῆγα μέσω Χαλκίδας. Βρίσκω κάποιον, συγκεκριμένα τόν γαμπρό μου. Τόν ρωτάω: - Ποιοί ἄλλοι βρίσκονται ἐδῶ; - Ἔ, λέει, λίγο πιό κεῖ εἶναι ὁ Λεωνίδας ὁ Μπαιρακτάρης -ὁ πατέρας μου- καί πιό κάτω ἄλλοι», εἶπε τά ὀνόματα.
Ἐγώ τώρα μέ χτυποκάρδι ξεκίνησα νά συναντήσω τόν πατέρα μου. Εἶχα πολλά χρόνια νά τόν δῶ. Ἔλειπε στήν Ἀμερική. Ὅταν τόν ἀντίκρυσα, τόν γνώρισα ἀμέσως. Ἐκεῖνος ποῦ νά μέ καταλάβει! Καλόγερος, τά μαλλιά, τά γένια ὡς κάτω. Ντρεπόμουνα κι ὅπως φοροῦσα τό ζωστικό∙ τά εἶχα ἀπό μέσα κρύψει. Πετσί καί κόκκαλο ἀπ' τήν ἀρρώστια!...
Τόν καλημέρισα. Μοῦ λέει: - Ποιός εἶσαι καί ἀπό ποῦ; - Καλόγερος, τοῦ ἀπαντῶ. Ἐσύ ἔχεις οἰκογένεια, παιδιά; Πόσα παιδιά ἔχεις; - Τέσσερα εἶχα, ἀλλά ὁ ἕνας γιός μου χάθηκε πρίν ἀπό χρόνια. Τόν χάσαμε. Δούλευε στόν Πειραιᾶ καί χάθηκε. - Στόν Πειραιᾶ; Πῶς τόν λέγανε;- Βαγγέλη. - Βαγγέλη; Ἦταν φίλος μου παλιά. - Πές μου, ξέρεις ποῦ βρίσκεται; Ἄ δυστυχῶς πέθανε.- Πέθανε;»[3]. Εἶναι ὁ ἴδιος.
«Ράγισε ἡ καρδιά τοῦ πατέρα μου. Ἄρχισε νά κλαίει. Τότε δέν ἄντεξα. Κι ἀπό σίδερο νά ἤμουνα, θά ἔλιωνα. Κλάματα κι ἐγώ. Χτύπαγε ἡ καρδιά μου. Δέν ἄντεξα νά τόν βλέπω νά σπαράζει ἡ πατρική του καρδιά καί τοῦ ἀποκαλύφθηκα: - Ἐγώ εἶμαι πατέρα! Ὁ Εὐάγγελος. Τί ἔγινε ἐκείνη τή στιγμή! Χαρά καί κλάμα σμίξανε. Ἀγκαλιαστήκαμε καί συγκινημένοι κινήσαμε γιά τό σπίτι νά βροῦμε τήν μητέρα μου. Ἡ μητέρα μου ὅμως ἦταν σκληρή. Ὅταν μέ εἶδε, μέ μάλωσε πολύ. Τό θεώρησε, μεγάλη, πολύ μεγάλη προσβολή, νά γίνει τό παιδί της καλόγερος.
Ὁ κόσμος τό ἔμαθε. Ἐρχόντουσαν διάφοροι νά μέ δοῦνε. Ἤμουν νέο παλικάρι. Πρίν ἀρρωστήσω, ἤμουν πάρα πολύ ὄμορφος καί κόκκινος. Ἀλλά τό πρόσωπό μου εἶχε ὀμορφιά, ὄχι κοσμική, θεία ὀμορφιά. Κι ἐδῶ πού ἦλθα στόν κόσμο, ὅλοι κάνανε λόγο γιά μένα καί γιά τά μαλλιά μου. Ἀπό τήν ἡμέρα πού πῆγα στό Ὄρος, δέν εἶχα κόψει τά μαλλιά μου. Εἶχαν μεγαλώσει κι ἔφθαναν κάτω ἀπό τή μέση. Ἔγινε πολύς θόρυβος στό χωριό. Γι' αὐτό κι ἐγώ, γιά νά μήν τά κόψω, ἔβρασα μιά κατσαρόλα μέ νερό καί τά ἔβαλα μέσα καί τά ἔβρασα πολύ. Τότε χαλάσανε καί μοῦ πέσανε. Ἔκανα φαλάκρα.
Κι ἐρχόντουσαν, ὅπως σᾶς εἶπα, γιά νά μέ δοῦνε στό χωριό μου. Διαδόθηκε ἐκεῖ, ὅτι ὁ γιός τοῦ Λεωνίδα τοῦ Μπαϊρακτάρη, πού τόν εἴχανε χάσει καί τόν εἴχανε γιά πεθαμένο, γύρισε ἀπό τό Ὄρος πού ἦταν ἀσκητής. Κι ἐρχόντουσαν ὁ κόσμος ἀπό περιέργεια, γιά νά μέ δοῦνε. Ἐγώ δέν μιλοῦσα, ντρεπόμουνα κιόλας πάρα πολύ. Πῆγα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ὅλοι μέ κοροϊδεύανε. Ἡ μητέρα μου ντρεπόταν. Ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε. Δέν ἤθελε οὔτε νά μέ δεῖ. Δέν μέ ἤθελε ἡ καημένη καί μέ ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι»[4].
Βλέπουμε ὅμως, πῶς μέ στοργή μιλάει γιά τήν μητέρα του, παρόλο πού ἐκείνη τοῦ φέρθηκε σκληρά, γιατί προφανῶς ἔβαζε πρῶτα τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί δέν ἤθελε νά ἔχει τό παιδί της νά εἶναι δακτυλοδεικτούμενο καί ἀπαξιωμένο ἀπό τόν κοσμικό περίγυρο. «Στήν ἀρχή μέ μάζεψε ἡ θεία μου. Ἐκεῖ ἄρχισα καλό φαγητό, γάλα, τυρί, αὐγά, κρέας, γιά νά συνέλθω ἀπό τήν ἀρρώστια. Ὅμως δέν μπόρεσα νά καθίσω ἐκεῖ πέρα, γιατί ἐγώ ἤθελα ἄλλο περιβάλλον. Τί νά ἔκανα στό σπίτι; Ντρεπόμουνα κιόλας, γιατί ἐγώ δέν εἶχα προσφέρει καί τίποτα στούς δικούς μου... καί τώρα νά θελήσω νά μέ περιποιηθοῦν αὐτοί;»[5].
Ἔτσι λέει ὁ Ἅγιος ὅτι ἔκανε προσπάθειες, «καί ὅταν αἰσθάνθηκα καλά ἔτρεξα πάλι στό Ἅγιον Ὄρος.
Τέσσερεις πέντε ὧρες μέ τά πόδια μακριά ἀπό τό χωριό μου ἦταν ἕνα μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος. Εἶπα μιά μέρα στόν πατέρα μου νά μέ πάει ἐκεῖ, ὄχι γιά νά μείνω. Ἐγώ δέν ἤξερα κιόλας τί θά εἶναι ἐκεῖ κι ἄν μέ θέλανε. Ἐν τῷ μεταξύ στό Ἀλιβέρι κατά σύμπτωση συναντήσαμε τόν παπα-Γιάννη Παπαβασιλείου. Αὐτός τηλεφώνησε στόν δεσπότη ὅτι ἔχει ἔλθει ἕνας μοναχός ἀπ' τό Ἅγιον Ὄρος. Τοῦ λέει ὁ δεσπότης: - παπα-Γιάννη, νά τόν φυλάξεις μή μᾶς φύγει!
Ὁ δεσπότης τότε Κύμης, ἦταν ὁ Παντελεήμων Φωστίνης, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τούς καλογήρους. Ὁ πατέρας μου μέ πῆρε, πήγαμε, φίλησα τῆς μάνας μου τό χέρι, ἀλλά ἡ καημένη τό τράβηξε πίσω, δέν μοῦ τό ἔδωσε. Μέ πῆρε, λοιπόν, ὁ πατέρας μου καί μέ πῆγε στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Ὁ ἡγούμενος μέ δέχθηκε μέ εὐχαρίστηση, μέ ἀγάπησε καί μοῦ μίλησε. Ὅταν τοῦ εἶπα τίς δυσκολίες, λέει: - Νά μείνεις ἐδῶ. Ἔχουμε καί αὐγά καί γάλα, κοτόπουλα, ἔχουμε ἀπ' ὅλα. Κι ἔμεινα ἐκεῖ. Ὁ ἡγούμενος μ' ἀγάπησε τόσο, πού μοῦ μαγείρευε κι ἰδιαίτερα φαγητά. Στήν ἀρχή δέν εἶχα ὄρεξη νά φάω, ἀλλά σιγά-σιγά συνῆλθα. Ὁ πατέρας μου κάθισε κι ἐκεῖνος τόν πρῶτο καιρό, γιά νά μέ περιποιεῖται. Ὁ πατέρας μου ἦταν ψάλτης κι ἀξιώθηκε νά γνωρίσει καί τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Εἶχε πολλή πίστη κι εὐλάβεια.
Ὅταν αἰσθάνθηκα καλά, ἔτρεξα πάλι στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπῆγα ἐκεῖ. Χαρά οἱ Γέροντές μου! Ἀλλά σέ δέκα μέ δεκατρεῖς ἡμέρες πάλι κάτω. Κόπηκε ἡ ὄρεξή μου. Χλώμιασα, ἀδυνάτισα, ἐξαντλήθηκα μέ τόν φιδέ καί τά παρόμοια. Εἶχα, βλέπετε, ἀρρωστήσει βαριά. Πάλι τώρα καινούργια ἄδεια καί ἀναχώρηση γιά τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Ἐκεῖ πάλι αὐγά, τυρί, βούτυρο καί λοιπά, ὅπως πρίν. Συνῆλθα πάλι, δυνάμωσα. Μετά τρεῖς μῆνες πάλι στό Ἅγιον Ὄρος. Τρεῖς φορές ἐπῆγα καί ἐγύρισα. Ἀλλά πάνω στίς δέκα μέ δεκατρεῖς ἡμέρες ξανά τά ἴδια»[6]. Βλέπουμε πόσος ἦταν ὁ πόθος τοῦ Ἁγίου γιά νά παραμείνει στό Ἅγιον Ὄρος καί πῶς ἡ Θεία Πρόνοια οἰκονομοῦσε τά πράγματα γιά νά παραμείνει στόν κόσμο.
«Τήν τρίτη φορά οἱ Γέροντές μου μοῦ λένε: - Ἔχουμε εὐθύνη γιά τήν ὑγεία σου, δέν μποροῦμε νά σέ κρατήσουμε. Σ' ἀγαπᾶμε, σέ θέλουμε, ἀλλά ὁ Θεός δείχνει ὅτι πρέπει νά φύγεις, γιά νά μήν πεθάνεις. Καί μάλιστα προσθέσανε: - Ἐμεῖς σέ ἀγαπᾶμε καί ἄν ποτέ ὁ Θεός σε ἀξιώσει -καί τό πιστεύουμε ὅτι θά σέ βοηθήσει νά γίνεις καλά- καί θελήσεις νά ἔλθεις ἐδῶ, νά βρεῖς καί κανένα ἄλλο παιδί, ἔτσι σάν κι ἐσένα, σέ θέλουμε. Καί μ' ἔστειλαν μέ ἄδεια. Μοῦ εἶπαν: - Φοβόμαστε μή μᾶς κατακρίνουν οἱ ἀδελφοί, ἄν πεθάνεις ἐδῶ, πού εἶσαι νέο παιδί. Δέν μᾶς ἀρέσει πού σέ στέλνουμε ἔξω»[7], γιατί ἔτσι εἶναι ἡ παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί ἔτσι εἶναι μιά ἐπιδίωξη τῶν μοναχῶν νά παραμένουν ἐκεῖ καί νά κοιμῶνται ἐκεῖ.
«Δέν μᾶς ἀρέσει λοιπόν, πού φεύγεις ἔξω, ἀλλά δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς. Βλέπεις ὅτι ἐξαντλήσαμε κι ἐμεῖς τήν ἀγάπη μας. Τρεῖς φορές πῆγες καί ἦλθες καί δέν μπόρεσες νά κάνεις ἐδῶ. Μοῦ ἔδωσαν μιά κουβέρτα, βελέντζα, γιά τόν δρόμο, τήν ὁποία ἔχω φυλάξει κι εἶναι ἡ πιό καλή μου κουβέρτα», λέει ὁ Ἅγιος. «Αὐτή τήν εἶχα στό κελλί μου κι ἔκανα τίς μετάνοιες κι ἐκεῖ ξαπλωνόμουνα κι ἐκεῖ στεκόμουνα ὄρθιος, γιά νά ἀποκοιμηθῶ καθιστός. Δηλαδή κοιμόμουνα ξύπνιος!»[8]. Ἐδῶ μᾶς περιγράφει μιά μεγάλη ἄσκηση πού ἔκανε ὁ Ἅγιος. Μαζί μέ τίς πάρα πολλές μετάνοιες, ἀσκοῦσε καί τήν ἀγρυπνία. Ὅπως λέει ἐδῶ, κοιμόμουν ξύπνιος!
«Σ' αὐτή τήν κουβέρτα ἔκανα ὅλες τίς πνευματικές μου ἀσκήσεις. Ἔτσι ἔφυγα πλέον ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος χωρίς ἐπιστροφή. Πῆγα στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Ἐκεῖ ὅλοι μέ θέλανε, μέ ἀγαποῦσαν καί χάρηκαν πού ἐπέστρεψα. Πάλι ἄρχισα κι ἔτρωγα.
Νά σᾶς πῶ κι ἕνα σπουδαῖο πού θυμήθηκα; Ἕνας καλόγηρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους λεγότανε πατήρ Ἰωακείμ κι ἔμενε στόν Ἅγιο Νεῖλο. Ζοῦνε τώρα οἱ ὑποτακτικοί του. Αὐτός, λοιπόν, ἔγραψε στήν μητέρα μου ἕνα γράμμα καί πολύ τήν ἐτσάκισε, πάρα πολύ. Τῆς ἔγραψε πώς καί τά ἄγρια θηρία ἀκόμη ἀγαποῦν τά παιδιά τους. Πολλά, πολύ ὡραῖα πράγματα, ἀλλά χτυπητά ὅμως, πολύ βαριά. Ἔτσι ἡ μητέρα μου συντρίφθηκε. Ἀργότερα, ὅμως ἡ καημένη, ἄλλαξε. Ἀφοσιώθηκε στήν Ἐκκλησία. Ὅταν λειτουργοῦσα, ἐκείνη καθόταν ἀπέναντι. Σταύρωνε τά χέρια καί προσευχότανε. Ὅλο μέ κοίταζε. Δέν μέ ἄφηνε καθόλου. «Ὁ παπάς μου!», ἔλεγε μέ καμάρι. Σέ κάποιο χωριό, στούς Τσακαίους, πού εἶχα πάει κι ἔμεινα λίγο μετά τήν χειροτονία μου, τήν λέγανε παπαδιά. Τῆς φιλοῦσαν τό χέρι καί ἐκείνη καμάρωνε ἡ καημένη. Καί πέθανε κοντά μου. «Μωρέ, ὅλους καλογέρους νά τούς ἔκανα! μοῦ ἔλεγε. Τό εἶχα πάρει στραβά στήν ἀρχή. Ὅλα τά παιδιά μου καλόγεροι νά γινόντουσαν!»[9].
Γιατί ὅταν ἦρθε σέ μετάνοια, ἦρθε σέ συναίσθηση, τότε χάρηκε πού ὁ γιος της εἶχε γίνει μοναχός. Βλέπουμε πῶς ἡ Θεία Πρόνοια οἰκονομεῖ τά πράγματα ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους καί ὁδηγεῖ ὅλους πρός τήν σωτηρία. Προσπαθεῖ ὁ Θεός μέσα ἀπό ὅλα καί ἀπ' ὅλους νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰώνια Βασιλεία. Εἶναι θαυμαστή ἡ Θεία Πρόνοια!
«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τήν σκέψη του στά κρίματα τοῦ Θεοῦ, ζήτησε νά μάθει καί εἶπε: «Κύριε, πῶς μερικοί ζοῦν λίγα χρόνια καί πεθαίνουν, ἐνῶ ἄλλοι φτάνουν στά βαθιά γεράματα; Γιατί κάποιοι ζοῦν μέσα στή φτώχια καί ἄλλοι πλουτίζουν; Καί πῶς συμβαίνει οἱ ἄδικοι νά πλουτίζουν καί δίκαιοι ἄνθρωποι νά εἶναι φτωχοί; Καί ἄκουσε τότε μιά φωνή νά τοῦ λέει: Ἀντώνιε, τόν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτά εἶναι κρίματα Θεοῦ καί δέν σέ συμφέρει νά τά μάθεις»[10].
«Οἱ ἀνόητοι θυμώνουν», λέει ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «ἐπειδή ὁ Θεός δέν διοικεῖ τόν κόσμο κατά τήν δική τους λογική καί οἱ λογικοί κοπιάζουν ἀσταμάτητα νά μποῦν στή λογική τοῦ Θεοῦ». Ἀλλά ὁ Θεός δέν προσεγγίζεται μέ τήν λογική. «Εἶναι δύσκολο», λέει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, «καμιά φορά καί στόν λογικότατο νά κατανοήσει τό γιατί σέ ἕναν ἄνθρωπο συμβαίνει ἔτσι, ἐνῶ στόν ἄλλον συμβαίνει ἀλλιῶς. Γιατί ὁ νέος πού ἐπιθυμεῖ τήν ζωή πεθαίνει, ἐνῶ ὁ γέρος πού ἐπιθυμεῖ τόν θάνατο ζεῖ; Γιατί ὁ εὐσεβής βασανίζεται, ἐνῶ ὁ ἄθεος καλοπερνᾶ; Ἀκόμα καί οἱ ἁγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σέ ἀμηχανία, μπροστά στό αἴνιγμα τῶν γεγονότων»[11]. Ἀλλά ὅμως ὁ Θεός εἶναι πάνσοφος καί δίκαιος καί οἰκονομεῖ τά πάντα κατά τό συμφέρον γιά τήν σωτηρία ὅλων.
«Οἱ περιστάσεις πού μᾶς περιστοιχίζουν», λέει ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ τῆς Ὄπτινα, «δέν ὑπάρχουν ἁπλῶς τυχαίως ὅπως νομίζουν πολλοί, ἀλλά ὅλα συντελοῦνται σύμφωνα μέ τήν Θεία Πρόνοια».
«Πῶς θά γνωρίζαμε τόν ἑαυτό μας», παρατηρεῖ καί ὁ Ἅγιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα, «ἄν ποτέ κανείς δέν μᾶς προσέβαλε; Πῶς θά ἀποκτούσαμε ὑπομονή καί πῶς θά ἐπιδεικνύαμε ταπεινοφροσύνη;». Ἔτσι παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ταπεινωθοῦμε ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους γιά νά δοῦμε ἀληθινά τόν ἑαυτό μας καί νά μάθουμε τό μεγάλο μάθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. «Ὅλα αὐτά συμβαίνουν», λέει ὁ Ἅγιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα, «χάρη στήν Θεία Πρόνοια. Μέ τήν πάνσοφη ἐπίβλεψή της ὅμως ἐπιτρέπεται νά συμβοῦν στόν καθένα γεγονότα, τά ὁποῖα δοκιμάζουν τήν προαίρεση καί τήν ὑπομονή του∙ ἱκανά νά τόν κάνουν νά σαστίσει καί νά διστάσει, ὥστε νά κατανοήσει τήν ἀδυναμία του καί νά ἐπιδείξει ταπεινοφροσύνη ἤ νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης. Τό νόημα καί τό ὄφελος αὐτοῦ πού ζοῦμε στίς περισσότερες περιπτώσεις γίνεται ἀντιληπτό ἀργότερα» καί ὄχι τή στιγμή πού τά ζοῦμε. «Ποτέ δέν εἶναι δυνατό τά πράγματα νά πάρουν καλύτερη ἐξέλιξη, παρά μόνο ἔτσι ὅπως τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός μέσα στό ἔλεός Του. Γι' αὐτό δόξασέ Τον γιά ὅλα.»[12].
«Ὀφείλουμε νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια», λέει ὁ Ὅσιος Λέων τῆς Ὄπτινα, «πάντοτε σκέπτεται γιά λογαριασμό μας καί ρυθμίζει τά πάντα πρός ὄφελός μας, ἀκόμα καί μέσῳ γεγονότων τά ὁποῖα μπορεῖ νά ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά συμφέροντά μας». «Διά τῶν ἐναντίων τά ἐναντία» οἰκονομεῖ ὁ Θεός. Ἐκεῖ πού φαίνονται ὅλα ὅτι πᾶνε στραβά καί εἶναι ἀντίθετα μέ τό συμφέρον μας σύμφωνα μέ τήν λογική μας, ἐκεῖ εἶναι πού ἐκπληρώνεται τό ἀληθινό μας συμφέρον.
Δέν ὑφίσταται τό τυχαῖο στή ζωή», λέει καί ὁ Ὅσιος Βαρσανούφριος τῆς Ὄπτινα. «Ὅλα γίνονται κατά τήν βούληση τοῦ Δημιουργοῦ. Δέν ὑπάρχει τύχη, παρά μόνο ἡ Θεία Πρόνοια».
«Τίποτα δέν συμβαίνει τυχαῖα, ὅλα ρυθμίζονται ἀπό τήν Θεία Πρόνοια», λέει καί ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος. «Γι' αὐτό, ὅποτε σᾶς βρεῖ κάποια θλίψη, νά σκέπτεστε ὅτι εἶναι μιά ἐπίσκεψη, μιά ὑπόμνηση, μιά εἰδοποίηση τοῦ Θεοῦ γιά κάποιο σφάλμα σας. Νά Τόν εὐχαριστεῖτε καί νά διορθώνεστε»[13].
Ὅπως εἴδαμε καί στή ζωή τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, πού τρεῖς φορές προσπάθησε νά μπεῖ καί νά παραμείνει στό Ἅγιον Ὄρος καί τρεῖς φορές ὁ Θεός τόν ἔβγαλε ἔξω, καί ἔτσι ἔδειξε τό θέλημά Του. Ὁ Θεός μᾶς δείχνει διά τόν περιστάσεων, διά τῶν γεγονότων τό θέλημά Του. Ἐπίσης, καί δια μέσω τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός, πάλι μᾶς πληροφορεῖ γιά τό ποιό εἶναι τό θέλημά Του σέ κάθε συγκεκριμένη περίσταση.
«Σύμφωνα μέ τήν πάνσοφη εὐταξία πού ἔχει θέσει ὁ Θεός σέ αὐτόν τόν κόσμο», παρατηρεῖ καί ὁ Ἅγιος τῆς Κροστάνδης, «τό ἕνα πράγμα προηγεῖται τοῦ ἄλλου ἤ μεταβάλλεται σέ κάτι ἄλλο. Ἔτσι γίνεται μέ τήν τιμή καί τήν ἀτιμία, τήν φτώχεια καί τόν πλοῦτο, τήν ὑγεία καί τό χάρισμα. Προτοῦ ὁ Θεός χαρίσει πλοῦτο σέ κάποιον, τόν δοκιμάζει συχνά μέ ἄκρα φτώχεια, τόν στερεῖ ἀπό ὅλα τά ἀγαθά. Πρίν ἀπό τήν τιμή παραχωρεῖ την ἀτιμία. Ἐκείνους πού ἔχουν τιμηθεῖ, τούς δοκιμάζει μέ τήν ταπείνωση, γιά νά μάθουν τήν ἀξία πού ἔχουν τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν θά ὑπερηφανεύονται σέ καιρούς εὐτυχισμένους. Θά ἔχουν ἐπίγνωση πώς ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ πού οἱ ἴδιοι δέν ἐκτίμησαν. Ὁ κόσμος βρίσκεται σέ κατάσταση ἀδράνειας, εἶναι βυθισμένος στόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, κοιμᾶται βαθιά καί ὁ Θεός τόν ξυπνάει μέ πολέμους, θανατικές ἐπιδημίες, πυρκαγιές, καταστροφικές καταιγίδες, σεισμούς πλημμύρες, κακούς θερισμούς. Ὅταν μᾶς λείπει ἡ πίστη στήν Πρόνοιά Του, πολλά κακά μᾶς προκύπτουν»[14].
Ἄς δοξάζουμε λοιπόν τόν Θεό, γιατί μέ τήν στοργική Του καί πάνσοφη Πρόνοια, κατευθύνει ὅλων μας τίς ζωές πρός τήν αἰώνια Βασιλεία Του καί μακαριότητα. Ἄς Τόν εὐχαριστήσουμε καί γιά τούς Ἁγίους πού μᾶς χαρίζει, τόν Ἅγιο Πορφύριο καί τόν Ἅγιο Εὐαγγελιστή Ματθαῖο, τόν ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα καί εἶναι καί αὐτός πρότυπο γιά μᾶς μετανοίας καί αὐταπαρνήσεως καί ὁ ὁποῖος μᾶς διαζωγράφισε ὡραιότατα τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου καί μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἄς παρακαλοῦμε τόν Ἅγιο Ματθαῖο καί τόν Ἅγιο Πορφύριο νά μᾶς δίνει ἀκράδαντη πίστη στήν Πρόνοια καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε ποτέ νά μήν γογγύζουμε, νά μήν μεμψιμοιροῦμε, ἀλλά γιά ὅλα νά λέμε δόξα τῷ Θεῷ.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ὡσ. 6, 6 & Ματθ. 9, 13.
[2] Α΄ Ἰωάν. 4, 18.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[12] Πνευματικές Νουθεσίες, Ὅσιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2009.
[13] Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή, Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ἔγκλειστου, Ἱ.Μ. Παρακλήτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου