[Μᾶρκ. 10, 11:16]
«Ἄφετε τά παιδία ἔρχεσθαι πρός με»[1], λέγει ὁ Κύριος. Καί ἄν κανείς δέν δεχτεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σάν παιδί, ὅπως τά παιδιά, δηλαδή μέ πίστη, μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ αὐτή τήν ἁπλότητα καί τήν ἀφελότητα πού διακρίνει τά παιδιά, δέν θά μπορέσει νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶχαν ἀκριβῶς αὐτή τήν παιδική ἁπλότητα, ἀλλά καί τήν σώφρονα ζωή, τήν συνετή, τήν λογοποιημένη μέ τόν Ἄκτιστο Λόγο, φρόνηση καί σοφία, καί ζούσανε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ πολλή ἁπλότητα τό μυστήριο τῆς πίστεως. Καί γι' αὐτό γίνανε ἕνα μέ τόν Θεό, ἕνα καί μέ τούς ἄλλους Ἁγίους.
«Μέσα στήν Ἐκκλησία», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἴμαστε ὅλοι ἕνα καί ὁ Χριστός Κεφαλή. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί σῶμα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ χριστιανοί. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτός ἐστίν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός εἶναι ἕνα. Τό σῶμα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν κεφαλή του. Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται, ἁγιάζεται, ζεῖ μέ τόν Χριστό», καί θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε, ζεῖ ἀπό τόν Χριστό. «Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ Παντογνώστης, ὁ Πανταχοῦ Παρών καί τά πάντα Πληρῶν, ὁ Στηριγμός μας, ὁ Φίλος μας, ὁ Ἀδελφός μας. Ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ βάσις, τό πᾶν. Χωρίς Χριστό Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει». Νυμφίος ὁ Χριστός, νύμφη ἡ καθεμία ψυχή.
Ὁ Χριστός ἕνωσε τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν οὐρανό καί μέ τή γῆ. Μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί ὅλα τά δημιουργήματα, μέ ὅλη τήν κτίση τοῦ Θεοῦ, μέ τά ζῶα καί τά πουλιά, μέ κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, μέ κάθε μικρό ἔντομο. Ἔγινε ἔτσι ἡ Ἐκκλησία «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[2], δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ἐν Χριστῷ καί σύν Χριστῷ, μέσα καί μαζί μέ τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο»[3]. Καί διά τοῦ Χριστοῦ θεώνεται ὅλη ἡ κτίση καί ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος καί ὅλη ἡ Δημιουργία.
«Ὁ Χριστός φανερώνεται μέσα στήν ἑνότητα τήν μεταξύ μας καί στήν ἀγάπη Του, τήν Ἐκκλησία. Ἐκκλησία δέν εἶμαι μόνος ἐγώ, ἀλλά μαζί κι ἐσεῖς. Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλοι ἐνσωματώνονται. Εἴμαστε ὅλοι ἕνα καί ὁ Χριστός κεφαλή. Ἕνα σῶμα, σῶμα Χριστοῦ: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[4]. Εἴμαστε ὅλοι ἕνα, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας κι εἶναι παντοῦ. Ὅταν τό ζήσομε αὐτό, εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή τοῦ Κυρίου μας στήν ἀρχιερατική Του προσευχή, «ἵνα ὦσιν ἕν»[5], γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔ, αὐτό μόνο διά τῆς Χάριτος τό καταλαβαίνει κανείς. Ζοῦμε τή χαρά τῆς ἑνότητας, τῆς ἀγάπης καί γινόμαστε ἕνα μέ ὅλους. Δέν ὑπάρχει πιό ὡραῖο πράγμα!»[6].
Φανερώνουμε τή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα ἀλλά εἶναι ἕνας Θεός, γιατί ἔχουνε τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια φύση, τήν ἴδια ἐνέργεια, τήν ἴδια θέληση, ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία, κόβοντας ὁ καθένας τό θέλημά του καί ὑποτάσσοντάς το στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶμε ἕνα θέλημα, τό ἴδιο θέλημα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀποκτᾶμε τήν ἴδια ἐνέργεια, τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχουμε καί τήν ἴδια φύση, ἀφοῦ ἐκ κατασκευῆς ὅλοι παίρνουμε τήν ἀνθρώπινη φύση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, καί ἑπομένως γινόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα. Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά γίνει αὐτό, γιατί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά νικήσει τά πάθη του, τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνειά του, νά ἀρνηθεῖ τό θέλημά του καί νά ὑποταχτεῖ ἀγαπητικά καί αὐτοπροαίρετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά καταπολεμήσει κανένα πάθος, καμιά ἀδυναμία. Καί εἶναι αὐτά τά πάθη ἀκριβῶς τά ὁποῖα μᾶς χωρίζουν τόν ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἄλλον. Γι' αὐτό μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ἀληθινά ἕνα μέ τόν συνάνθρωπό του, νά γίνει ἕνα μέ ὅλους. Καί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τοῦ Χριστοῦ ἐπιτυγχάνει ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη σχέση, ὅπως ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μέσα στόν γάμο, ὅπως ἡ ὁμόνοια καί ἡ ὁμοψυχία πού ἀναζητᾶμε πολλές φορές στίς διάφορες κοινωνικές συσσωματώσεις, στίς ἐνορίες, στά μοναστήρια καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Μόνο διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν Χριστῷ μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα μεταξύ μας. Γιατί πρῶτα γινόμαστε ἕνα μέ τόν Χριστό καί στή συνέχεια ἕνα καί μεταξύ μας.
«Τό σπουδαῖο», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία, νά ἑνωθοῦμε μέ τούς συνανθρώπους μας, μέ τίς χαρές καί μέ τίς λύπες ὅλων∙ νά τούς νιώθουμε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, νά πονᾶμε γιά τήν σωτηρία τους. Νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας. Νά κάνουμε τό πᾶν γι' αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστός γιά μᾶς. Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο καί ἁμαρτωλό. Ἀποβάλλουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν ἁμαρτία καί τά πάθη πού μᾶς χωρίζουν καί γινόμαστε ἕνα. Ὁ ἕνας κατοικεῖ μέσα στόν ἄλλον καί ὁ ἕνας ζεῖ γιά τόν ἄλλον καί ἐφαρμόζουμε αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «μηδείς τό ἐαυτοῦ ζητήτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[7]. Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος», ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος μόνος του. «Τούς ἄλλους πρέπει ν' ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς, νά μποῦνε ὅλοι στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔχει ἀξία. Καί μ' αὐτή τήν ἐπιθυμία πρέπει νά φεύγει κανείς ἀπ' τόν κόσμο γιά νά πάει στό μοναστήρι ἤ στήν ἔρημο»[8]. Βλέπουμε ἐδῶ κάτι τό μεγαλειῶδες! Πῶς ὁ Ἅγιος μᾶς προτρέπει, μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά βάζουμε πρῶτα τήν σωτηρία τῶν ἄλλων, νά σκεφτόμαστε πῶς οἱ ἄλλοι θά κερδίσουν τόν Παράδεισο καί τότε πραγματικά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτούς σωζόμαστε.
«Ὅταν ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας, δέν εἴμαστε χριστιανοί. Ἀληθινοί χριστιανοί εἴμαστε, ὅταν αἰσθανόμαστε βαθιά ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, μέ μιά συνεχή σχέση ἀγάπης. Γι' αὐτό καί ὅταν προσευχόμαστε, θά πρέπει νά σκεφτόμαστε ὅτι εἴμαστε ὅλοι μαζί καί προσευχόμαστε γιά ὅλους καί ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό μας»[9]. Γι' αὐτό καί ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος, νά μήν λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς, ἀλλά Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καί στό «μέ» νά εἴμαστε ὅλοι. Νά αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ἕνα μέ ὅλους.
«Ὅταν ζοῦμε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ», λέει ὁ Ἅγιος, «δηλαδή ὅταν ζοῦμε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία Του μέ τό αἴσθημα τοῦ ἑνός», τότε εἴμαστε πραγματικά μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Γι' αὐτό καί ὁ Χριστός προσεύχεται στόν Πατέρα Του λέγοντας: «ἵνα ὦσιν ἕν»[10]. Τό λέει καί τό ξαναλέει, καί οἱ Ἀπόστολοι παντοῦ τό τονίζουν. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο βάθος, ἡ μεγαλύτερη ἔννοια πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ βρίσκεται τό μυστήριο, νά ἑνωθοῦν ὅλοι σάν ἕνας ἄνθρωπος ἐν Θεῷ. Ἄλλη τέτοια θρησκεία δέν ὑπάρχει. Καμιά θρησκεία δέν λέει τέτοια»[11]. Βλέπουμε ἐδῶ, πῶς ὁ Ἅγιος ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ μόνη ἀληθινή πίστη πού σώζει τόν ἄνθρωπο καί ἑνώνει τούς ἀνθρώπους ἀληθινά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
«Εἴμαστε ἕνα -λέει ὁ Ἅγιος- ἀκόμη καί μέ τούς ἀνθρώπους πού δέν εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία. Εἶναι μακριά ἀπό ἄγνοια. Νά κάνουμε προσευχή ὁ Θεός νά τούς φωτίσει καί νά τούς ἀλλάξει νά ἔλθουν καί αὐτοί στόν Χριστό». Μέ ποιά ἔννοια τό λέει αὐτό ὁ Ἅγιος; Ὅτι ἔχουμε τήν ἴδια φύση μέ αὐτούς, εἴμαστε παιδιά τοῦ ἴδιου Πατέρα καί θά πρέπει νά κάνουμε προσευχή, ὥστε καί αὐτοί νά ἔρθουν μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀποκτήσουν τό ἴδιο θέλημα μέ ἐμᾶς, τό ἴδιο θέλημα, δηλαδή τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι νά γίνουμε καί πραγματικά ὄχι μόνο ἕνα κατά τήν φύση, ἀλλά ἕνα καί κατά τό πνεῦμα, νά γίνουμε τέλειοι καί «ἐν μηδενί λειπόμενοι»[12], ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό καί μεταξύ μας. «Ὁ Χριστός «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους»[13]. Μᾶς λέγει: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν»[14]. Νά εὐχόμαστε νά εἴμαστε ὅλοι μαζί, ὅλοι μαζί στόν Θεό. Τότε, ἄν τό ζοῦμε αὐτό, θά ἔχουμε τά ἀνάλογα ἀποτελέσματα, θά εἴμαστε ὅλοι ἀγαπημένοι καί ἑνωμένοι.
Γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἀπόσταση, ἔστω κι ἄν εἶναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε, εἴμαστε ὅλοι μαζί. Ὅσο μακριά κι ἄν βρίσκονται οἱ συνάνθρωποί μας, πρέπει νά τούς συμπαραστεκόμαστε. Ἐμένα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μέ παίρνουνε κάποιοι συνάνθρωποί μας στό τηλέφωνο ἀπό μιά πολιτεία πού εἶναι στίς ὄχθες τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ, λέγεται Ντέρμπαν -ἄν τό λέγω καλά- εἶναι στή Νότιο Ἀφρική, δύο ὧρες ἔξω ἀπ' τό Γιοχάνεσμπουργκ. Μάλιστα αὐτές τίς ἡμέρες ἦλθαν ἐδῶ, γιά νά συνοδεύσουν κάποιον ἄρρωστο στήν Ἀγγλία καί περάσανε νά τοῦ διαβάσω μιά εὐχή. Συγκινήθηκα πολύ. Ὅταν μᾶς συνδέει ὁ Χριστός, ἀποστάσεις δέν ὑπάρχουν. Ὅταν φύγω ἀπ' τή ζωή αὐτή, θά 'ναι πιό καλά. Θά εἶμαι πιό κοντά σας»[15].
Βλέπουμε, πῶς ὁ Ἅγιος βίωνε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἑνότητας, τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας μέσα στήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί καλούμαστε καί ἐμεῖς νά βιώσουμε αὐτό τό μέγα μυστήριο. Καί αὐτό, ὅπως λέει πάλι ὁ Ἅγιος, εἶναι καί ὁ Παράδεισος, τό νά ζεῖ ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, μέσα στήν καρδιά τοῦ ἄλλου καί ὅλοι νά ζοῦν μέσα στήν καρδιά μας. Καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας νά εἶναι πῶς νά ἀναπαύσουμε τόν Χριστό καί τόν πλησίον μας, ὥστε νά δοξαστεῖ ὁ Χριστός μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, διαμέσου ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί τότε αὐτό εἶναι καί ἡ δική μας σωτηρία καί ἡ δική μας δόξα.
«Ἡ Ἐκκλησία», λέει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «εἶναι πνευματικό ἰατρεῖο καί πρέπει ἐκεῖνοι πού πᾶνε ἐκεῖ, ἀφοῦ πάρουν τά κατάλληλα φάρμακα καί τά ἐπιθέσουν στά τραύματά τους, ἔτσι νά φύγουν. Ἔτσι, ἐκεῖνος πού εἶναι ὑπερήφανος ἤ πορνεύει ἤ ἔχει ὁποιοδήποτε ἐλάττωμα ἀλλά ἔρχεται συνεχῶς στήν Ἐκκλησία, θά τό ἀποβάλλει πολύ γρήγορα καί θά ξαναβρεῖ τήν ὑγεία του. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἀπέκοψε τόν ἑαυτό του ἀπό τήν σύναξη αὐτή καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, πολύ σύντομα θά ἀρρωστήσει»[16]. Μέσα στήν Ἐκκλησία σιγά-σιγά, συμμετέχοντας στίς ἱερές ἀκολουθίες, στή Θεία Λειτουργία, στά ἅγια μυστήρια, ἀποβάλλουμε τά πάθη μας, τήν ὑπερηφάνεια, τά σαρκικά πάθη, ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό καί ἔτσι ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό, θεραπευόμαστε πνευματικά καί ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας.
«Ἐκκλησία», λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «δέν εἶναι ὁ τοῖχος καί ἡ στέγη, ἀλλά ἡ πίστη καί ὁ τρόπος ζωῆς. Δέν εἶναι κουρεῖο ἡ ἐκκλησία ἤ ἀρωματοπωλεῖο, οὔτε κάποιο ἄλλο ἐργαστήριο ἀπό ἐκεῖνα πού εἶναι στήν ἀγορά. Εἶναι τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων, Βασίλειο τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός. Δέν εἶναι θέατρο, γιά νά ἀκοῦμε ὅσα λέγονται πρός εὐχαρίστηση. Πρέπει νά φεύγουμε ἀπό τόν ἐκκλησιασμό ὠφελημένοι, κερδισμένοι μέ μεγάλο κέρδος καί προπάντων ἑνωμένοι μέ ἕνα σῶμα. Νά εἴμαστε ὅλοι μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί ἄς ἔχουμε διαφορετικά σώματα. Ἄν ἐρχόμαστε νά ψυχαγωγηθοῦμε», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «γιά λίγο καί φεύγουμε, χωρίς νά ἔχουμε ἀποκομίσει ὀφέλη ἀπ' ὅσα λέχθηκαν, τότε ἄδικα ἐρχόμαστε.
Μεγάλη δύναμη προέρχεται ἀπό τήν σύναξη τῆς ἐκκλησίας καί τήν συνάντηση τῶν πιστῶν. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος λέει: «ὅπου εἶναι συνηγμένοι δύο ἤ τρεῖς στό ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι κι ἐγώ ἀνάμεσά τους»[17]. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί διότι στή σύναξη αὐξάνεται ἡ ἀγάπη. Ὅπως τό ἕνα σίδηρο ἀκονίζει τό ἄλλο σίδηρο, ἔτσι καί ἡ συναναστροφή αὐξάνει τήν ἀγάπη. Ὅσο τρίβεται μιά πέτρα μέ τήν ἄλλη, παράγεται φωτιά. Πόσο μᾶλλον ἡ ψυχή πού συνδέεται μέ ἄλλη ψυχή»[18]. Καί κατεξοχήν συνδεόμαστε στή Θεια Λατρεία, μέσα στή Θεία Λειτουργία καί μαθαίνουμε νά ἀγαπᾶμε ἀληθινά ἐν Χριστῷ μέ θυσιαστική ἀγάπη καί ἀνιδιοτελή ὁ ἕνας τόν ἄλλον.
«Ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε», λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἔπαιρνε μέσα ζῶα καί τά διατηροῦσε ζῶα, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία παίρνει ζῶα καί τά μεταβάλλει. Μεταμορφώνει τούς ἀνθρώπους. Μπαίνει στήν Ἐκκλησία κοράκι καί γίνεται περιστέρι, μπαίνει λύκος καί γίνεται πρόβατο, μπαίνει φίδι καί γίνεται ἀρνί. Πολλοί ἦρθαν στήν Ἐκκλησία τήν ὑγιή μητέρα καί ἀπόλαυσαν τίς δωρεές της κι ὅμως ἔφυγαν καί δέν καταδέχθηκαν νά ξαναεπιστρέψουν. Δέν μιμήθηκαν τό περιστέρι τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε, ἀλλά τό κοράκι. Ἄν φύγεις ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία γιά ὅσα θά σοῦ συμβοῦν. Γιατί ἄν βρίσκεσαι μέσα, ὁ λύκος δέν μπαίνει σέ αὐτή. Ἄν ὅμως, βγεῖς ἔξω τότε θά σέ συλλάβει ὁ λύκος, καί αὐτό δέν θά ὀφείλεται στήν Ἐκκλησία ἀλλά στήν δική σου ἀπροσεξία»[19], λέγει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.
Ἄς καλλιεργοῦμε, λοιπόν, τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἄς εἴμαστε συνεχῶς στούς ἱερούς ναούς καί στίς ἱερές καί ἅγιες ἀκολουθίες. Ἄς ἀποβάλλουμε μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα τά πάθη μας καί ἔτσι θά ζήσουμε αὐτό τό μέγα μυστήριο τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἑνότητας καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Λουκ. 18, 16.
[2] Ἐφεσ. 1, 23.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Α΄ Κορ. 12, 27.
[5] Ἰωάν. 17, 11.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[7] Α΄Κορ. 10, 24.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ὅ.π.
[10] Ἰωάν. 17, 11.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[12] Ἰακ. 1, 4.
[13] Ματθ. 5, 45.
[14] Ματθ. 5, 44.
[15] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[17] Ματθ. 18, 20.
[19] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου