Για την ανάσταση του Χριστού. Και τι λογής είναι αυτή, ή πώς γίνεται μέσα μας η ανάσταση του Χριστού και μέσα σ’ αυτή η ανάσταση της ψυχής. Και ποιο είναι το μυστήριο αυτής της ανάστασης.
Ειπώθηκε μετά το Πάσχα, τη Δευτέρα της δεύτερης εβδομάδας του Πάσχα.
Αδελφοί και πατέρες, τώρα πια το Πάσχα, η χαρμόσυνη μέρα, η γεμάτη από χαρά και γλυκύτητα, η μέρα της ανάστασης του Χριστού, που έρχεται πάντοτε με το γύρισμα του χρόνου, ή, μάλλον, που γίνεται κάθε μέρα και αδιάκοπα μέσα σ’ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της γέμισε από χαρά και ανείπωτη αγαλλίαση τις καρδιές μας, παύοντας συγχρόνως τον κόπο της πάνσεπτης νηστείας, ή, μάλλον, να πω, φέροντάς τον σε τελειότητα και παρηγορώντας συγχρόνως τις ψυχές μας, γι’ αυτό και, αφού κάλεσε, όπως βλέπετε, όλους μαζί τους πιστούς σε ανάπαυση και σε ευχαριστία, πέρασε.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας διαπέρασε από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με χαρά στο λιμάνι της ανάστασής του˙ ας τον ευχαριστήσουμε, και αυτοί, που με θερμή πρόθεση και με αγώνες της αρετής διάνυσαν καλά και πρόθυμα το δρόμο της νηστείας, και αυτοί, που από αμέλεια και αδυναμία της ψυχής υστέρησαν σ’ αυτά, επειδή ο ίδιος ο Κύριος είναι αυτός που δίνει με το παραπάνω και στους αγωνιστές τα στεφάνια και τις άξιες αμοιβές για τα έργα τους, και που μοιράζει και στους ασθενέστερους, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος, τη συγχώρηση. Διότι βλέπει περισσότερο τις διαθέσεις των ψυχών μας και τις προαιρέσεις μας, από όσο τους κόπους του σώματος, με τους οποίους ασκούμε τους εαυτούς μας στην αρετή, είτε επιτείνοντας περισσότερο την άσκηση με την προθυμία της ψυχής, είτε κάνοντάς την, εξαιτίας της αδυναμίας του σώματός μας, σε βαθμό κατώτερο από τους αγωνιστές, και ανταποδίδει στον καθένα, ανάλογα με τις προθέσεις μας, τα βραβεία και τα χαρίσματα του Πνεύματος, αναδεικνύοντας κάποιον από τους αγωνιστές περίφημο και ένδοξο ή αφήνοντάς τον ακόμη να είναι αφανής και να χρειάζεται πιο επίπονη κάθαρση.
Αλλά ας δούμε, αν νομίζετε, και ας εξετάσουμε καλά, ποιο είναι το μυστήριο της ανάστασης του Χριστού του Θεού μας, που γίνεται πάντοτε μυστικά σ’ εμάς που το θέλουμε, και πως ο Χριστός θάβεται μέσα μας, όπως σε μνήμα, και πως, αφού ενωθεί με τις ψυχές μας, ανασταίνεται, ανασταίνοντας και εμάς μαζί του. Και το νόημα του λόγου είναι το εξής.
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάσθηκε επάνω στον σταυρό και κάρφωσε1 σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου, με το να γευθεί τον θάνατο,2 κατέβηκε στα κατώτατα μέρη του άδη. Όπως λοιπόν, αφού ανέβηκε πάλι από τον άδη, μπήκε το άχραντο σώμα του, από το οποίο, όταν κατέβηκε εκεί, δεν χωρίσθηκε διόλου, και όπως αναστήθηκε αμέσως από τους νεκρούς και μετά ανέβηκε με πολλή δόξα και δύναμη στους ουρανούς, έτσι λοιπόν και τώρα, όταν εμείς βγαίνουμε από τον κόσμο και μπαίνουμε με τη μίμηση των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και της ταπείνωσης,3 εκείνος ο ίδιος ο Χριστός κατεβαίνει από τους ουρανούς και μπαίνει στο σώμα μας, όπως σε έναν τάφο, και ενώνεται με τις δικές μας ψυχές, και τις ανασταίνει, ενώ αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε προσφέρει στον άνθρωπο, που έτσι αναστήθηκε μαζί του, το χάρισμα να βλέπει τη δόξα της μυστικής του ανάστασης.
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, που ήμασταν πεσμένοι κάτω. Διότι ο Χριστός, επειδή, όπως έχει γραφεί, δεν έπεσε ποτέ σε αμαρτία,4 ούτε στερήθηκε έστω και ελάχιστα από τη δόξα του, πώς θα αναστηθεί ποτέ ή πώς θα δοξασθεί, αυτός δηλαδή που είναι πάντοτε υπερδοξασμένος και που παραμένει επίσης επάνω από κάθε αρχή και εξουσία;5 Ανάσταση και δόξα του Χριστού, όπως έχει ειπωθεί, είναι η δική μας δόξα, που με την ανάστασή του γίνεται μέσα μας και φανερώνεται και βλέπεται από μας. Διότι από τη στιγμή που ο Χριστός οικειώθηκε τα δικά μας,6 θεωρεί ως δικά του αυτά, που ο ίδιος κάνει μέσα μας. Ανάσταση της ψυχής άλλωστε είναι η ένωσή της με τη ζωή. Διότι, όπως το νεκρό σώμα, αν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και δεν ενωθεί μ’ αυτή, χωρίς όμως ανάμιξη, δεν λέγεται ότι ζει, ούτε και μπορεί να ζει, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζει από μόνη της, αν δεν ενωθεί με τρόπο ανέκφραστο και ασύγχυτο με τον Θεό, που είναι η αληθινή αιώνια ζωή˙ διότι η ψυχή, πριν από την ένωση, που γίνεται με γνώση και όραση και αίσθηση, είναι νεκρή, αν και είναι νοερή και αθάνατη ως προς τη φύση της. Διότι δεν υπάρχει ούτε γνώση χωρίς όραση, ούτε όραση χωρίς αίσθηση. Αυτό που λέγεται σημαίνει το εξής˙ υπάρχει δηλαδή όραση, και μέσα στην όραση υπάρχει γνώση και αίσθηση (αυτό το αναφέρω για τα πνευματικά πράγματα, διότι στα σωματικά υπάρχει αίσθηση και χωρίς όραση). Τι θέλω να πώ; Ένας τυφλός, όταν χτυπά σε μία πέτρα το πόδι του το αισθάνεται, αλλά ο νεκρός δεν το αισθάνεται˙ στα πνευματικά όμως, αν ο νους δεν φθάσει στη θέαση αυτών που ξεπερνούν την αντίληψη, δεν αισθάνεται τη μυστική τους ενέργεια. Αυτός λοιπόν που, πριν από τη θέαση αυτών που ξεπερνούν το νου και το λόγο και την αντίληψη, λέει ότι αισθάνεται τα πνευματικά, μοιάζει μ’ εκείνον που δεν έχει μάτια˙ μ’ εκείνον, δηλαδή, που αισθάνεται τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, αλλά δεν βλέπει αυτά που είναι μπροστά στα χέρια ή στα πόδια του, και που γίνονται αίτια της ζωής ή του θανάτου˙ διότι τα κακά ή τα καλά, που έρχονται σ’ αυτόν, δεν τα αισθάνεται διόλου, επειδή έχει στερηθεί από την οπτική ικανότητα και αίσθηση, και γι’ αυτό συχνά, σηκώνοντας το ραβδί του, για να αντιμετωπίσει τον εχθρό του, κάποιες φορές, αντί για τον εχθρό, χτυπά τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
Οι περισσότεροι βέβαια από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, είναι όμως πολύ λίγοι αυτοί που και τη βλέπουν καθαρά˙ εκείνοι άλλωστε που δεν την είδαν, δεν μπορούν ούτε και να προσκυνήσουν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. «Διότι κανείς», λέει ο απόστολος, «δεν μπορεί να πει στον Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα»7 και αλλού λέει, «Ο Θεός είναι πνεύμα, και αυτοί που τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά».8 Ούτε ο ιερότατος λόγος, που έχουμε καθημερινά στο στόμα μας, λέει «Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες». Αλλά τι λέει; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον». Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Άγιο Πνεύμα να λέμε «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι», σαν να είδαμε την ανάσταση, που δεν είδαμε, παρ’ όλο που ο Χριστός αναστήθηκε μία φορά, πριν από χίλια χρόνια, και ούτε τότε τον είδε κάποιος να ανασταίνεται; Άραγε, μήπως θέλει η θεία Γραφή να ψευδόμαστε; Καθόλου! Απεναντίας, η θεία Γραφή μας παραγγέλλει να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή η ανάσταση του Χριστού γίνεται μέσα στον καθένα από μας τους πιστούς, και αυτό γίνεται όχι μία φορά αλλά μπορώ να πω κάθε ώρα, με το να ανασταίνεται μέσα μας ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος, σαν να είναι πρωί, υποδηλώνει σ’ εμάς την ανάσταση του Δεσπότη, ή, μάλλον, χαρίζει σ’ εμάς να βλέπουμε εκείνον τον ίδιο τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε: «Θεός είναι ο Κύριος και φανερώθηκε σ’ εμάς»˙ και υποδηλώνοντας τη δευτέρα του παρουσία, προστέθηκε και λέμε έτσι: «ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου».9
Σ’ αυτούς λοιπόν που θα φανερωθεί αναστημένος ο Χριστός, εμφανίζεται οπωσδήποτε πνευματικά, με το να γίνεται ορατός στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν ο Χριστός έρθει μέσα μας με το Πνεύμα, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και δίνει το χάρισμα να βλέπουμε μέσα μας ολόκληρο ζωντανό τον ίδιο, τον αθάνατο δηλαδή και άφθαρτο˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και χαρίζει να γνωρίσουμε ολοφάνερα ότι μας ανασταίνει10 και μας δοξάζει11 μαζί του, όπως βεβαιώνει όλη η θεία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστης μας, που οι άπιστοι ή οι δύσπιστοι, ή, για να πω μάλλον, οι ημίπιστοι, δεν τα βλέπουν, αλλά και δεν μπορούν να τα δουν. Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν δείχνουν την πίστη με τα έργα τους.12 Διότι χωρίς έργα και οι δαίμονες πιστεύουν13 και ομολογούν ότι ο Δεσπότης Χριστός είναι Θεός. «Διότι γνωρίζουμε», λένε, «ότι εσύ είσαι Υιός του Θεού»14˙ και αλλού λένε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου».15 Αλλά όμως η τέτοια πίστη δεν θα ωφελήσει ούτε τους δαίμονες, ούτε αυτούς τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία ωφέλεια απ’ αυτή την πίστη, διότι είναι νεκρή, σύμφωνα με τον θείο απόστολο που λέει: «Η πίστη δηλαδή χωρίς τα έργα είναι νεκρή»,16 όπως και τα έργα, χωρίς την πίστη. Πώς όμως η πίστη είναι νεκρή; Διότι δεν έχει μέσα της τον Θεό, που τη ζωογονεί˙ διότι αυτόν, που είπε, «Εκείνος που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου, και εγώ και ο Πατέρας μου θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν»,17 δεν τον απέκτησε μέσα της, ώστε να αναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς και να ζωοποιήσει εκείνον που απέκτησε αυτή την πίστη, και να τον αξιώσει να δει αυτόν που αναστήθηκε μέσα του και τον ανέστησε. Γι’ αυτό λοιπόν η τέτοια πίστη είναι νεκρή, ή, μάλλον, είναι νεκροί εκείνοι που την έχουν χωρίς τα έργα. Διότι η πίστη στον Θεό ζει πάντοτε, και επειδή ζει, ζωοποιεί εκείνους που με καλή πρόθεση έρχονται σ’ αυτή και την υποδέχονται˙ η οποία και πριν από την εργασία των εντολών ανέσυρε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και τους υπέδειξε τον Χριστό. Και θα μπορούσαν αυτοί, αν παρέμεναν πιστοί στις εντολές του Θεού και αν φύλαγαν τις εντολές ως το θάνατο, να διαφυλαχθούν από τις εντολές και οι ίδιοι, τέτοιοι δηλαδή που είχαν γίνει από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο,18 και μπλέχθηκαν μέσα στις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα ναυάγησαν αμέσως και ως προς την πίστη19 και στέρησαν δυστυχώς τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός. Για να μην πάθουμε αυτό και εμείς, ας τηρήσουμε, παρακαλώ, τις εντολές του Θεού, με όση δύναμη έχουμε, ώστε να απολαύσουμε και τα παρόντα αγαθά και τα μέλλοντα, την ίδια δηλαδή τη θέαση του Χριστού, που μακάρι να επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
______________________
Υποσημειώσεις:
1. Πρβ. Κολ. 2, 14
2. Πρβ. Εβρ. 2, 9
3. Μνήμα της μετάνοιας και της ταπεινώσεως, συνεκδοχικά, ο μοναχικός βίος.
4. Α’ Πέτρ. 2, 22
5. Εφ. 1, 20-21
6. Εννοεί την ανθρώπινη φύση.
7. Α’ Κορ. 12, 3
8. Ιω. 4, 24
9. Αναφέρεται στο στίχο: Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν˙ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου (Ψαλμ. 117, 26-27), ο οποίος ψάλλεται στον Όρθρο μετά τον εξάψαλμο.
10. Πρβ. Εφ. 2, 6
11. Πρβ. Ρωμ. 8, 17
12. Πρβ. Ιακ. 2, 18
13. Πρβ. Ιακ. 2, 19
14. Ματθ. 8, 29. Μάρκ. 1, 24
15. Πράξ. 16, 17
16. Ιακ. 2, 26
17. Ιω. 14, 23
18. Πρβ. Ψαλμ. 77, 57
19. Πρβ. Α’ Τιμ. 1, 19.
[Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: “Περιβόλι της Παναγίας”. Μάιος 2017]
(Πηγή: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)
https://alopsis.gr/λογοσ-δεκατοσ-τριτοσ-για-την-ανάσταση/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου