«Ἀνταναπληρῶ
τά ὑστερήματα τῶν
παθημάτων τοῦ Χριστοῦ
ἐν τῇ σαρκί μου» Κολ. 1,24
Ἀπόσπάσματα ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό
τό περιβόλι τῆς Παναγίας, Νοσταλγικές ἀναμνήσεις»
τοῦ +Ἀρχιμ.
Χερουβείμ
Ἀνάμεσα
στούς πατέρες πού συναντοῦσα σ’ αὐτές τίς συγκεντρώσεις, στόν ἀρσανά τῆς Ἁγίας
Ἄννης, ξεχώριζε ὁ π. Ἀθανάσιος, μικρότερος ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ γέροντος Ἰωσήφ
τοῦ Σπηλαιώτου. Τό ζωστικό του κατάστικτο ἀπό μπαλώματα λογιῶν – λογιῶν, μόλις
ἐκάλυπτε τό σῶμα του. Ἀπό τό χέρι του πότε σχεδόν δέν ἔλειπε ἕνα μεγάλο
τριμμένο κομποσχοίνι, δουλεμένο στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Τό φορτίο του ἦταν ἕνα
ὁλόκληρο τσουβάλι μέ διάφορα πράγματα. Τό φόρτωνε στήν πλάτη καί ἀκολουθοῦσε τό
ἀνηφορικό μονοπάτι πρός τήν σπηλιά τους.
Ἡ
συνοδία τοῦ γέροντος Ἰωσήφ, τοῦ σύγχρονου αὐτοῦ νηπτικοῦ πατρός, πού ἄφησε
ὄνομα στό Ὄρος, ἀπετελεῖτο ἀπό ἑπτά – ὀκτώ ἀδελφούς, διαλεκτούς καί βιαστάς
μοναχούς. Καλλιεργοῦσαν τήν νοερά προσευχή καί ἦσαν οἱ πνευματικοί προφύλακες
τῆς σκήτης μας. Μόνο τίς πρωινές ὧρες ἐδέχοντο ἐπισκέψεις ἤ ἔβγαιναν γιά κάποια
δουλειά. Ὅλο σχεδόν τόν ὑπόλοιπο χρόνο τοῦ εἰκοσιτετραώρου ἦσαν ἀφωσιωμένοι
στήν νῆψι καί στήν προσευχή, τό κυριώτερο ἔργο τῶν ἀληθινῶν μοναχῶν.
Τό
πρόγραμμά τους αὐτό ἄρχιζε μετά τήν μεσημβρινή ἀνάπαυσι. Προσηύχοντο καί
μελετοῦσαν ὁ καθένας στό κελλί του ἐν σιωπῇ μέχρι τά μεσάνυκτα, δηλαδή μέχρι
τίς ἔξι μέ τό βυζαντινό ὡρολόγιο. Κατόπιν ἐπήγαιναν στήν ἐκκλησία καί τελοῦσαν
καθημερινῶς τήν Θεία Λειτουργία. Τίς πρωινές ὧρες ἀνεπαύοντο καί ἠσχολοῦντο μέ
τό ἐργόχειρό τους, προσευχόμενοι διαρκῶς καί μυστικῶς. Τό πρόγραμμά τους αὐτό
τό πληροφορήθηκα ἔπειτα ἀπό πολλά χρόνια ἀπό τούς ὑποτακτικούς τοῦ γέροντος
Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν τό ἴδιο, μέ μικρές παραλλαγές, μέχρι σήμερα.
Ὁ
γέρων Ἰωσήφ μοῦ ἦταν τελείως ἄγνωστος.
Ἐμεῖς οἱ μικροί δέν εἴχαμε εὐλογία νά δοῦμε τούς Γεροντάδες ἄλλων συνοδιῶν. Γιά
τόν ὑποτακτικό του π. Ἀθανάσιο, ὁ δικός μου Γέροντας συνήθιζε νά λέῃ
χαριτολογώντας: «Αὐτός ὁ μοναχός εἶναι ἕνα ἁγιουλάκι». Ἡ σπηλιά τους ἦταν ἕνας
τόπος, τόν ὁποῖο ἐλάχιστοι πατέρες ἐγνώριζαν. Οἱ ὑποτακτικοί τοῦ γέροντος Ἰωσήφ
ἐζοῦσαν τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγωνιζόμενοι νά βαδίσουν στά ἴχνη τῶν
μυστικῶν Πάτερων τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος. Καί σήμερα ἀκόμη πού σημειώνω αὐτά, τό Ἅγιον Ὄρος
στολίζεται πραγματικά ἀπό τούς πνευματικούς ἀπογόνους τοῦ γέροντος Ἰωσήφ τοῦ
Σπηλαιώτου.
Ἡ
μόνη εὐκαιρία γιά νά δοῦμε τούς συνασκητάς μας ἦταν ἡ συγκέντρωσις τοῦ μικροῦ
πλοιαρίου, πού ἔκανε τήν γραμμή ἀπό τήν Δάφνη μέχρι τήν Ἁγία Ἄννα ἤ καί μέχρι
τήν Λαύρα, ἄν τό ἐπέτρεπε ὁ καιρός, οἱ πατέρες ἐπέστρεφαν στίς καλύβες τους,
ἀκολουθώντας τά ἀνηφορικά μονοπάτια. Ἦσαν ὅλοι φορτωμένοι μέ τούς ντορβάδες
τους, ἄλλος λιγότερο, ἄλλος περισσότερο. Πάντως ὅλοι κάτι ἔπρεπε νά μεταφέρουν
στήν πλάτη.
Ἑκατόν
πενήντα μέτρα ἀπό τό μουράγιο, συναντούσαμε ἕνα προσκυνητάρι καί δίπλα του ἕνα
πεζούλι. Ἐκεῖ κατεβάζαμε λίγο τό φορτίο μας γιά νά ξεκουρασθοῦμε καί νά πάρουμε
δύναμι γιά τήν ἀνάβασι. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἄρχιζε ὁ δύσκολος ἀνήφορος. Ὁ ἱδρώτας
ἔτρεχε ποτάμι…
Στό
σημεῖο αὐτό, στό ὁποῖο εἶναι κτισμένο τό προσκυνητάρι, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
ἐπέτρεψε νά γίνῃ κάτι θαυμαστό. Τό γεγονός αὐτό εἶναι γραμμένο κάτω ἀπό τόν
Ἐσταυρωμένο μέ τό καντηλάκι. Παραθέτουμε τό κείμενο:
«Γέροντός
τινος ὑποτακτικός μεταφέρων ἐκ τῆς θαλάσσης φορτίον ἐπί τῶν ὤμων καί
ἀνερχόμενος μετά πολλοῦ κόπου, ἀλλά καί ὑπό ἀδημονίας καταληφθείς ὡς ματαίως
δῆθεν κοπιάζων, ἐκάθησεν ἐνταῦθα μετά τοῦ φορτίου πρός ὀλίγην ἀνάπαυσιν
τυραννούμενος ὑπό τῶν ἀνωτερῳ λογισμῶν, ὅπου παραδόξως ἀκούει ἄνωθεν τήν κατ’
ἐξαίρετον τρόπον εὔφορον καί ἀρωγόν ἡμῶν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον λέγουσαν αὐτῷ: «Τί
ἀδημονεῖς καί θλίβεσαι; Γίγνωσκε ὅτι ἀδελφοί ὑπομένουσιν ἀχθοφοροῦντες, ὡς
θυσία εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν προσφέρονται καί οἱ ἱδρῶτες οὕς χύνουσιν
ἀνερχόμενοι, ὡς αἷμα μαρτυρικόν παρά τῷ Χριστῷ λογισθήσονται καί μέγαν μισθόν
λήψονται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οἱ ἀγογγύστως ὑπομένοντες τούς σκληρούς κόπους
τῆς ἐνταῦθα ἀσκήσεως καί ὑπακοῆς». Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀδελφός καί πληροφορηθείς
τήν καρδίαν, διηγήσατο τοῖς ἀδελφοῖς καί πατράσι διανύσας δέ ἐν πνευματικῇ χαρᾷ
καί ὁσιότητι τό ὑπόλοιπον τῆς ἐν ἀσκήσει καί ὑπακοῇ ζωῆς αὐτοῦ, ἀπῆλθε πρός
αἰώνιους μονάς, ἵνα λάβῃ τόν μισθόν τῶν κόπων αὐτοῦ κατά τήν θείαν ὑπόσχεσιν».
Καθώς
λέει μάλιστα ἡ παράδοσις, τήν ἀποκάλυψι αὐτή πληροφορήθηκε καί ὁ πατριάρχης
Κων/πόλεως Κύριλλος Ε΄ ὁ Καράκαλλος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε τότε στήν Ἱερά Σκήτη τῆς
Ἁγίας Ἄννης. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἔπαυσε νά μεταφέρῃ μέ ὑποζύγιο τά γεωργικά
του ἐργαλεῖα στόν ἐλαιῶνα, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν κοντά στόν τόπο ὅπου ἔγινε τό
θαῦμα, καί τά μετέφερε στόν ὦμο του, γιά νά λάβῃ καί αὐτός τόν στέφανο τῶν
μαρτυρικῶν ἱδρώτων τῶν ἀδελφῶν καί ὑποτακτικῶν τῆς σκήτης.
Κάθ΄
ὅλη τήν διάρκεια τῆς πορείας ἐκρατούσαμε στό χέρι τό κομποσχοίνι καί προσευχόμεθα
μέ τήν «εὐχή» καί τούς χαιρετισμούς. Καί ὅταν ἐφθάναμε στήν καλύβη μας, ἐβάζαμε
τήν καθιερωμένη μετάνοια στίς εἰκόνες καί στόν Γέροντά μας, στόν ὁποῖο δίναμε
ἀναφορά γιά τήν ἀποστολή καί ὑπακοή μας.
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου