[Λουκ. 9,57:62]
«Ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς»[1] καί «οὐδείς βαλών τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ ἄροτρον καί βλέπων εἰς τά ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[2]. Μᾶς μιλάει τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, γιά τήν κλήση πού κάνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, καί μάλιστα γιά τίς ἰδιαίτερες κλήσεις, τίς μοναχικές κλήσεις, ὅπου ὁ ἄνθρωπος καλεῖται σέ μία ὁλοκληρωτική αὐταπάρνηση τῶν οἰκείων του. Ἀλλά καί κάθε Χριστιανός ὀφείλει νά ἀπαρνεῖται τούς συγγενεῖς του, ἐφόσον αὐτοί γίνονται ἐμπόδιο εἰς τήν πορεία του πρός τόν Θεό, πρός τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀκολούθησε αὐτή τήν ὁδό ἀπό πολύ μικρή ἡλικία. Ἀπό 12-13 ἐτῶν παιδί ἄφησε τούς συγγενεῖς του καί πῆγε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Καί πολύ γρήγορα, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του αὐταπαρνήσεως καί τῆς ἀκριβοῦς καί χαρούμενης, ὅπως ἔλεγε, ὑπακοῆς του, ἔλαβε μεγάλα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό. Ἀξιώθηκε νά πάθει καί γιά τόν Κύριο. Ἀρρώστησε σοβαρά καί οἱ ἴδιοι οἱ Γέροντές του τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καί ἐκεῖ συνέχισε νά ἀσκεῖται καί νά ἐντυπωσιάζει μέ τά ἁγιοπνευματικά του χαρίσματα. Καί ἔτσι ἀξιώθηκε πολύ νέος νά γίνει καί ἱερέας. Ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὅταν γύρισε στήν πατρίδα του βγαίνοντας ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἐπῆγε εἰς τόν Ἅγιο Χαράλαμπο, ἕνα μοναστήρι κοντά στήν πατρίδα του κι ἐκεῖ ζοῦσε μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού ζοῦσε καί στό Ἅγιον Ὄρος.
«Μοῦ ἄρεσε πολύ», λέγει, «νά διαβάζω βίους ἁγίων, κανόνες κ.ἄ. Ἀποστήθιζα Καινή Διαθήκη, προσευχές. Τό Ψαλτήρι ἀπό χρόνια τό εἶχα μάθει ἀπ’ ἔξω. Ἤξερα ὅλους τούς ψαλμούς. Ἤξερα νά συνδυάζω τά ἐδάφια. Τό Ψαλτήρι ἦταν ἡ τροφή τῆς σκέψεώς μου. Ζοῦσα στό μοναστήρι, καλόγερος μέ κάτι παλιοράσα καί ἐξακολουθοῦσα νά βγαίνω ἔξω τή νύκτα, ὅπου ἔλεγα τό Ψαλτήρι. Βοηθοῦσα στίς δουλειές τοῦ μοναστηριοῦ. Μοῦ εἶχαν δώσει καί τά κλειδιά τοῦ τυροκομείου τοῦ μοναστηριοῦ, γιατί εἶχε δύο τρεῖς καλογέρους γέρους κι ἤθελαν βοήθεια. Στίς δουλειές τό μυαλό μου δέν τό ἄφηνα, τό παίδευα. Αὐτό ἦταν -λέγει- ὁ ἔρωτάς μου. Δηλαδή, ὁ νοῦς μου ἦταν συνεχῶς», λέγει ὁ Ἅγιος, «στόν Θεό. Ὁ Χριστός ἦταν ὁ ἀγαπημένος»[3]. Ὑπῆρχε ἡ ἀφοσίωση στόν ἐραστή, στόν Χριστό.
«Ἔγινα καί ἱερέας ἐκεῖ. Ὁ δεσπότης, ὁ Φωστίνης», ὁ ὁποῖος ἤτανε ἐπίσκοπος στήν περιοχή ἐκεῖ τῆς Εὐβοίας πού ἦταν ὁ Ἅγιος, «περιποιόταν πολύ τούς θεολόγους καί τούς περιέθαλπε. Πῆγε, λοιπόν, στήν Κύμη κοντά στόν δεσπότη ἕνας θεολόγος, φοιτητής τελειόφοιτος, γιά νά μελετήσει, μέ σκοπό νά δώσει τίς πτυχιακές. Ἐκεῖ πού τρώγανε στήν τράπεζα ὁ δεσπότης μέ ὅλους τούς καλογήρους ἤ μετά τό φαγητό, πιάνανε συζήτηση γιά διάφορα πνευματικά πράγματα καί ἕνα βράδυ, ὁ δεσπότης ἀναστέναξε καί εἶπε: - Ἄχ, φέρτε μου μοναχούς! Τίποτε ἄλλο δέν θέλω. Μοναχούς καλούς, πιστούς, ὑπομονετικούς. Καί μπορῶ πολλά νά κάνω. Καί τότε πετάχθηκε ἐκεῖνος ὁ θεολόγος καί τοῦ λέγει: - Δεσπότη μου, φωνάζεις γιά καλογέρους κι ἕνας καλόγερος σιγοπεθαίνει πάνω στόν Ἅγιο Χαράλαμπο καί δέν τό ἔχεις πάρει εἴδηση»[4]. Κι ἔτσι ἔμαθε ὁ δεσπότης ὁ Φωστίνης, γιά τόν Ἅγιο Πορφύριο, πού λεγόταν ἀκόμα τότε Νικήτας, καί τόν ἔφερε στήν Ἐπισκοπή. Καί ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ὅλη τήν πατρική του φροντίδα, φέρνοντας τόν καλύτερο γιατρό -ὅπως λέει ὁ Ἅγιος- τῆς Κύμης, ὁ ὁποῖος μάλιστα τόν ἐξέτασε καί τοῦ ἔδωσε ἀρκετά φάρμακα, ἤθελε νά μέ τόν κρατήσει ἐκεῖ, ὁ ἐπίσκοπος στήν ἐπισκοπή.
«Ἀλλά ἐμένα», λέει ὁ Ἅγιος, «μοῦ ἄρεσε τό δάσος, ἡ σιωπή, ἡ ἁπλότητα, καί ἐγύρισα πίσω στόν Ἅγιο Χαράλαμπο. Ὁ δεσπότης ἐπισκεπτόταν συχνά τό μοναστήρι καί κάποια φορά εἶχε ἔρθει στό μοναστήρι μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τόν Πορφύριο τόν Γ΄». Καί «τότε αὐτοί -λέει- βάλθηκαν νά μέ κάνουν παπά. Ἐγώ δέν τό ἤθελα. Ἤξερα ὅτι τό σωστό εἶναι νά θέλεις νά γίνεις μοναχός, ἀλλά ὄχι νά κυνηγᾶς νά γίνεις παπάς καί δεσπότης. Πρέπει νά σοῦ λένε καί νά φεύγεις. Αὐτό ἤξερα»[5]. Καί αὐτό εἶναι βέβαια τό σωστό. Ὁ ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος θά πρέπει νά εἶναι θεόκλητος, καλεσμένος ἀπό τόν Θεό ἤ δημόκλητος, δηλαδή καλεσμένος ἀπό τόν λαό, καί σέ καμιά περίπτωση αὐτόκλητος.
«Καί μάλιστα -λέγει ὅτι- ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Σινᾶ εἶχε ἐνθουσιαστεῖ, γιατί τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Ἅγιος μέ τό χάρισμα πού εἶχε κάτι πού εἶχε σχέση μέ τόν ἑαυτό του, κάτι προσωπικό, καί εἶχε πεῖ στόν Ἐπίσκοπο Φωστίνης: - Αὐτόν νά μήν τόν χάσεις.
Ἤμουνα τότε εἴκοσι χρονῶ. Δέν τό ἤθελα νά γίνω παπάς», λέγει, «ἀλλά δέν γινόταν. Ὁ δεσπότης ἐπέμεινε πολύ καί ὁ δεσπότης εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ. Δέν μπορεῖς νά ἀρνεῖσαι στόν Ἐπίσκοπο μέ ἐπιμονή. Δέν μπορεῖς νά χαλάσεις τίς σχέσεις σου μέ τόν ἐπίσκοπο, γιατί ἡ προσευχή σου δέν ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, μένει ἄκαρπη»[6]. Ἐδῶ βλέπουμε μιά πολύ λεπτή καί μιά πολύ ὀρθή ἐκκλησιολογική ὀρθόδοξη συνείδηση πού εἶχε ὁ Ἅγιος, παρόλο τό νεαρό τῆς ἡλικίας του.
«Κι ἔτσι -λέγει- μέ κάνανε διάκο τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καί ἱερέα τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμωνος. Μετά ἀπό δύο χρόνια μέ κάνανε καί πνευματικό»[7]. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἰερωσύνης, στή συνέχεια ἀξιώθηκε καί τῆς τιμῆς νά εἶναι πνευματικός πατήρ.
«Σέ μιά μεγάλη πανήγυρη -λέγει- πού ἦταν κόσμος, μέ πήγανε στό δεσποτικό καί μοῦ διαβάσανε ἐπίσημα τήν εὐχή πνευματικοῦ. Ἤμουνα σέ νεαρή ἡλικία. Δέν ἤξερα γράμματα ἀκόμη -λέγει-, δέν ἤξερα τούς κανόνες. Ἤμουνα καί κουτός ὁ μαῦρος...». Πόσο ταπεινά μιλάει γιά τόν ἑαυτό του! «Ἔκλινα τό κεφάλι μου στήν ὑπακοή. Ἐκεῖ ἐξομολογοῦσα ἀσταμάτητα. Νύκτα-μέρα. Ἄρχιζα πρωί-πρωί, συνέχιζα ὅλη τήν ἡμέρα, στήν συνέχεια ὅλη τή νύκτα καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα καί τήν ἄλλη νύκτα χωρίς διακοπή! Δηλαδή δύο εἰκοσιτετράωρα χωρίς φαγητό. Εὐτυχῶς, ὅμως, ὁ Θεός μέ φρόντιζε καί φώτιζε τήν ἀδελφή μου καί μοῦ ἔφερνε λίγο γάλα κι ἔπινα»[8]. Ἔκανε δηλαδή μιά πολύ μεγάλη θυσία καί ἄσκηση διακονώντας τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Δύο εἰκοσιτετράωρα ὁλόκληρα νά ἐξομολογεῖ μέ ἐλάχιστο φαγητό.
«Ὑπῆρχε μιά σκάλα μέ πολλά σκαλιά πρός τό ἐξομολογητήριο καί τήν ἀνέβαιναν οἱ ἄνθρωποι, γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Ὅλη τή νύκτα περίμεναν νά πάρουν σειρά. Ὅταν ἔφευγαν, ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Πώ, πώ, ἕνας παπάς καρδιογνώστης!». Ἔμεινα ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια. Ὅταν ἐρχόντουσαν, εἶχα τήν συνήθεια νά ρωτάω: Πόσο χρονῶν εἶσαι; Μέ ποιόν μένεις; Τί ἔχεις σπουδάσει; Τί ἐργασία κάνεις; Πόσο καιρό ἔχεις νά ἐξομολογηθεῖς; Πόσο καιρό ἔχεις νά μεταλάβεις; Κάτι τέτοια», λέει, «ρωτοῦσα καί μετά ἀνάλογα μέ τό τί θά μοῦ πεῖ, τοῦ μιλοῦσα λίγο κι ἐπειδή ἔξω ἦταν οὐρά πού περίμενε, τοῦ ἔλεγα: - Παιδί μου, τί ἐνθυμεῖσαι τώρα; Τί αἰσθάνεσαι νά βαρύνει τήν ψυχή σου, τή συνείδησή σου; Τί παραπτώματα ἔχεις κάνει, τί ἁμαρτίες; Κι ἄρχιζε αὐτός σιγά-σιγά νά ὁμολογεῖ τά λάθη του καί κάπως ἐγώ τόν βοηθοῦσα, ἐνῶ ἔλεγα πρωτύτερα ὅτι ὄντως πρέπει νά τά πεῖ, ὅπως αἰσθάνεται.
Στήν ἀρχή», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν γνώριζα» καί ὅπως λέει ὁ ἴδιος, «τούς ἐζεματοῦσα. Εἶχα δίπλα μου τό Εξὁμολογητάριον καί ὅπως ἔγραφε τό βιβλίο, ἔβαζα τούς ἀνάλογους κανόνες. Καί ὅ,τι ἔγραφε ἐκεῖ, αὐτό ἦταν νόμος γιά μένα»[9].
Σιγά-σιγά κατάλαβε ὁ Ἅγιος ὅτι δέν ἦταν καλό νά βάζει πολύ μεγάλους κανόνες, διότι οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητευόντουσαν καί δέν ἔκαναν τίποτα. Ἔτσι λοιπόν βρῆκε καί τόν κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού λέει ὅτι μπορεῖ ὁ Πνευματικός νά μειώνει τά ἐπιτίμια ἀνάλογα μέ τήν μετάνοια πού ὑπάρχει καί ἔτσι λέει ὁ Ἅγιος, «ἄρχισα νά παροτρύνω τούς ἀνθρώπους νά διαβάζουν κανόνες ἁγίων, προσευχοῦλες, νά κάνουν μετάνοιες, νά διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή. Κι ἔτσι ἄρχισαν νά δίνουν σημασία στά τῆς θρησκείας μας. Μαλάκωσαν οἱ καρδιές τους καί μόνοι τους ζητοῦσαν νά νηστεύουν, ν' ἀγωνίζονται κι ἤθελαν νά γνωρίσουν τόν Χριστό. Κι ὅταν κανείς γνωρίσει τόν Χριστό καί Τόν ἀγαπήσει καί ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ὅλα μετά εἶναι καλά καί ἅγια καί χαρούμενα κι ὅλα εὔκολα»[10].
Τό ἀξίωμα τῆς ἰερωσύνης καί τῆς πνευματικῆς πατρότητας δίδεται ἀπό τόν Θεό σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρχουν εἰς τήν γῆ οἱ κατάλληλες συνθῆκες τῆς σωτηρίας γι' αὐτούς πού θέλουν νά σωθοῦν. Βεβαίως καί ὁ ἱερέας καί ὁ πνευματικός εἶναι ἄνθρωπος καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί σέ αὐτόν κάποιες ἀδυναμίες καί ἐλαττώματα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ καί ἀγωνίζεται πνευματικά, δέν θά πρέπει νά κατακρίνει τούς ἱερεῖς καί τούς ἀρχιερεῖς παρόλο πού θά βλέπει ἐνδεχομένως κάποιες ἀδυναμίες καί ἐλαττώματα.
«Τόν ἁμαρτωλό παπά», δίδασκε ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «νά τόν βλέπετε σάν ἕνα λεπρό πού ὅμως μοιράζει χρυσά νομίσματα. Ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι ὁ παπάς, αὐτό δέν καθιστᾶ τά μυστήρια πού ἐπιτελεῖ ἄκυρα. Ὅποιος κατακρίνει ἱερέα, εἶναι ἀνάξιος νά περάσει τήν ἐξώπορτα τοῦ ναοῦ. Μήν κρίνεις ἱερέα», δίδασκε καί ὁ Μέγας Βασίλειος, «γιατί ἄν εἶναι ἄξιος, θά εἶναι φωτιά καί θά καεῖς, καί ἄν εἶναι ἀνάξιος, θά εἶναι κάρβουνο καί θά μουτζουρωθεῖς»[11].
Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας, ἔλεγε ὅτι: «ἄν συναντοῦσα ἐπίσκοπο ἤ μοναχό νά πορνεύει, θά ἔβγαζα τήν χλαμύδα μου καί θά τήν ἔριχνα ἐπάνω του, γιά νά μή τόν δεῖ κανένα μάτι».
«Νά προσέχετε ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοί», δίδασκε καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «νά μήν κατηγορεῖτε τούς παπάδες, νά μήν τούς βρίζετε καί νά μήν τούς παραμελεῖτε, διότι βάζετε φωτιά καί καίγεστε, ἀφοῦ οἱ παπάδες εἶναι ἀνώτεροι καί ἀπό τούς ἀγγέλους»[12]. Γιατί ὅπως ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος αὐτός, ὁ ἱερέας κάνει αὐτό πού δέν μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄγγελος. Μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ μέ την χάρη τήν εἰδική πού ἔχει πάρει τῆς ἰερωσύνης ἀπό τόν Θεό.
«Ἐάν κάποιος μιλάει ἄσχημα», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «λόγου χάρη γιά σένα ὡς ἄτομο δέν πειράζει. Νά σκεφτεῖς: τόν Χριστό πού ἦταν Χριστός Τόν ἔβριζαν καί δέν μιλοῦσε, ἐμένα πού εἶμαι ἁμαρτωλός, τί μοῦ ἀξίζει; Ἄν ἔρχονταν νά βρίσουν ἐμένα ώς ἄτομο, δέν θά μέ πείραζε καθόλου. Ἀλλά ὅταν μέ βρίζουν ὡς μοναχό, βρίζουν κι ὅλο τόν θεσμό τοῦ μοναχισμοῦ, γιατί ὡς μοναχός δέν εἶμαι ἀνεξάρτητος καί πρέπει νά μιλήσω». Κάτι ἀντίστοιχο βεβαίως ἰσχύει καί γιά τόν ἱερέα καί γιά τόν ἀρχιερέα. «Σέ τέτοιες περιπτώσεις», λέγει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, πού βρίζουν τούς μοναχούς καί τούς ἱερεῖς, «νά τούς ἀφήσει λίγο νά ξεσπάσουν καί ὕστερα νά τούς πεῖ δύο κουβέντες. Κάποτε στό λεωφορεῖο μιά γυναίκα ἔβριζε τούς παπάδες, τήν ἄφησα νά ξεσπάσει καί ὅταν σταμάτησε τῆς εἶπα: ἔχουμε ἀπαιτήσεις ἀπό τούς παπάδες, ἀλλά καί αὐτούς δέν τούς ἔριξε ὁ Θεός μέ τά ἀλεξίπτωτα, εἶναι ἄνθρωποι καί ἔχουν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ πεῖς, μιά μητέρα σάν καί σένα βαμμένη μέ κάτι νύχια σάν τό γεράκι, τί παιδί θά γεννήσει; Καί πῶς θά τό ἀναθρέψει; Καί παπάς καί καλόγερος νά γίνει, πῶς θά εἶναι; Βλέπεις νά βρίζουν τά ἅγια καί ὁ ἄλλος δέν λέει τίποτε. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ πραότητα καί ἡ σιωπή εἶναι δαιμονική. Εἶναι καλύτερα ἄν ἕνας βρίζει, βλαστημεῖ κ.λπ. καί εἶναι ἀναιδής, νά κάνεις ὅτι εἶσαι ἀπασχολημένος καί δέν ἀκοῦς καί νά λές τήν εὐχή. Γιατί ἄν καταλάβει ὅτι τόν παρακολουθεῖς, μπορεῖ νά βρίζει συνέχεια. Ἔτσι γίνεσαι αἰτία νά δαιμονισθεῖ. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι ἀναιδής, ἀλλά εὐσυνείδητος καί βρίζει ἀπό κακή συνήθεια, μπορεῖς κάτι νά τοῦ πεῖς. Ἄν πάλι εἶναι εὐσυνείδητος ἀλλά ἔχει πολύ ἐγωισμό, πρέπει νά προσέξεις νά μήν τοῦ μιλήσεις αὐστηρά, ἀλλά ταπεινά ὅσο μπορεῖς καί μέ πόνο»[13].
«Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία», ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τήν διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τόν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνουμε τό πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος τίς λοιδορίες δέν τίς ἀνταπέδιδε καί ὅταν ἔπασχε, δέν ἀπειλοῦσε»[14].
«Πολλές φορές λένε κατηγορίες γιά τούς ἱερεῖς», δίδασκε ὁ πατήρ Ἰάκωβος, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, «ἀλλά καί οἱ παπάδες ἄνθρωποι εἶναι. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά ἔσφαλλε στή ζωή του, δέν φταῖνε καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί ἕνας παπάς μπορεῖ νά ἔσφαλλε, δέν φταῖνε ὅλοι οἱ παπάδες. Ἀλλά «μήν κρίνετε», λέει ὁ Χριστός, «ἵνα νά μή κριθῆτε»[15]. Γιατί μέ τό μέτρο πού κρίνουμε, θά κριθοῦμε μιά μέρα. Ποιοί εἴμαστε πού θά κρίνουμε; Νά κάνουμε προσευχή νά φωτίζει ὁ Θεός τόν κάθε ἄνθρωπο. Ὅσο μποροῦμε νά συγχωροῦμε»[16].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ματθ. 8, 22.
[2] Λουκ. 9, 62.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Πνευματική Ἀφύπνιση, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Β΄, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης.
[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[15] Ματθ. 7, 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου