[Μᾶρκ. 2,23: 3,5]
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος τόν ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα, προῆλθε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, πλούσιους καί ἐπιφανεῖς, ὅπως λέγει τό Συναξάριό του. Γεννήθηκε στήν Ρώμη καί ὁ πατέρας του διετέλεσε ἀξιωματοῦχος Ὕπατος τοῦ αὐτοκράτορα. Ἡ μητέρα του Ἀνθία ἄκουσε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο καί ἀπό αὐτόν βαπτίστηκε. Πολύ γρήγορα ἔμεινε χήρα καί ἔτσι ἐμπιστεύθηκε τόν μονάκριβο γιό της στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Ἀνίκητο, γιά νά σπουδάσει τά ἱερά γράμματα. Εἶδε ὁ Ἐπίσκοπος πόσο χαριτωμένος ἀπό τόν Θεό ἦταν ὁ Ἐλευθέριος καί πόσο θεοφώτιστος, καί τόν χειροτόνησε διάκονο, ἤδη ἀπό τά δεκαπέντε του χρόνια. Πρεσβύτερο στά δεκαοχτώ καί Ἐπίσκοπο σέ ἡλικία μόλις εἴκοσι χρόνων! Ἡ θεόσδοτη σοφία τοῦ Ἐλευθερίου, ἀναπλήρωνε τίς ἐλλείψεις τῆς ἡλικίας του. Ὁ ἐκλεκτός αὐτός τοῦ Θεοῦ, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἰλλυρικοῦ μέ ἕδρα τήν Αὐλώνα τῆς Ἀλβανίας. Ὁ καλός ποιμένας μεριμνοῦσε γιά τό ποίμνιό του καί αὔξανε καθημερινά ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν. Ὁ χριστιανομάχος αὐτοκράτορας Ἀνδριανός, πού ἔζησε τόν 200 αἰῶνα ἔστειλε τόν Στρατηγό του Φίλικα μέ στρατιῶτες νά συλλάβουν τόν Ἐλευθέριο καί νά τόν ὁδηγήσουν δέσμιο στή Ρώμη. Μόλις ἔφτασε στήν Αὐλώνα ὁ Φίλιξ, μπῆκε μαινόμενος στήν ἐκκλησία καί τότε εἶδε καί ἄκουσε τόν Ἅγιο Ἱεράρχη τοῦ Θεοῦ νά ἱερουργεῖ. Αἴφνης ἡ καρδιά του ἀλλοιώθηκε καί θερμάνθηκε. Ὁ χριστιανομάχος ἡγεμόνας πίστεψε στόν Χριστό καί ὁ Ἐλευθέριος τόν βάπτισε. Μαζί ξεκίνησαν γιά τήν Ρώμη, ὁ Ἐλευθέριος μαζί μέ τόν νεοφώτιστο Φίλικα, ὁδεύοντας περιχαρεῖς πρός τό μαρτύριό τους, σάν νά πήγαιναν σέ ἑορτή καί ὄχι στό κριτήριο καί στούς δημίους.
Ὁ αὐτοκράτορας ὑπέβαλλε σέ φρικτούς βασανισμούς τόν Ἐλευθέριο. Τόν μαστίγωσαν, τόν ἔψησαν σέ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, τόν ἔριξαν σέ λέβητα μέ βραστό νερό καί ὕστερα σέ ἀναμμένη κάμινο. Ὅμως ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε τόν θαυμαστό μάρτυρα, σῶο καί ἀβλαβή ἀπό ὅλα τά θανατηφόρα βασανιστήρια. Ὁ Ρωμαῖος ἔπαρχος πού παρακολουθοῦσε τά θαυμαστά γεγονότα, ὀνόματι Κορέμων ἤ Κορέμβων, πίστεψε καί ὁμολόγησε ὅτι εἶναι Χριστιανός. Τόν βασάνισαν γιά τήν ὁμολογία του καί ὕστερα τόν ἀποκεφάλισαν, ὅπως καί τόν μακάριο Φίλικα. Τέλος, οἱ δήμιοι τοῦ Αὐτοκράτορα ἀπέκοψαν τήν Τιμία κεφαλή τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου. Ἡ μητέρα του Ἁγία Ἀνθία, ἦρθε καί στάθηκε πάνω ἀπό τό νεκρό σῶμα τοῦ γιοῦ της καί ἔτσι τελειώθηκε καί ἐκείνη διά ἀποκεφαλισμοῦ. Τά λείψανά τους μεταφέρθηκαν στήν Αὐλώνα, ὅπου μέχρι σήμερα ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος δοξάζει μέ τά ἀναρίθμητα θαύματά του τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μαρτύρησε ἐπί Βασιλείας τοῦ Ἀνδριανοῦ, τό ἔτος 120. Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας βίωσαν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ μας. Πέθαναν ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, ὡς πρός τά πάθη καί τήν ἁμαρτία καί ἀναστήθηκαν, συναναστήθηκαν μαζί μέ τόν Χριστό στήν αἰώνια ζωή. Ἀλλά καί πρίν ἀκόμα μαρτυρήσουν, πάλι εἶχαν ζωή ἀναστημένη. Βίωναν αὐτή τήν χαρά τῆς ἀναστάσεως συνεχῶς. Γι’ αὐτό ὅπως διαβάσαμε στό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου, ἐπήγαινε τρέχοντας, μέ πολύ μεγάλη χαρά, μαζί μέ τόν νεοφώτιστο Φίλικα, πρός τό μαρτύριο, σάν νά πήγαιναν σέ γιορτή καί ὄχι στόν θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἐπίσης βίωνε τήν ἀνάσταση καί μετέδιδε αὐτή τήν χαρά τῆς ἀνάστασης σέ ὅλους. Διηγεῖται ὁ ἴδιος, «μέ ἐπισκέφτηκαν», λέγει, «μερικά πνευματικοπαίδια μου». Αὐτό τό γεγονός ἔγινε τό Πάσχα τό 1989 «καί ψάλαμε τρεῖς φορές μαζί τό «Χριστός Ἀνέστη». Τούς εἶπα», λέει ὁ Ἅγιος: ««Εὔχομαι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ν' ἀναστήσει μέσα στίς ψυχές μας κάθε εὐγενές καί ὡραῖο συναίσθημα. Νά μᾶς ὁδηγήσει ὅλους πρός ἁγιοσύνη καί νά νικήσει τόν παλαιό ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»[1]». Γιατί πραγματικά προϋπόθεση τῆς βίωσης τῆς ἀνάστασης καί τῆς χαρᾶς της εἶναι τό νά ἁγιάσει ὁ ἄνθρωπος, νά νικήσει τόν παλαιό ἄνθρωπο μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. «Αὐτό ζητάει ὁ Κύριος. Γι' αὐτό εὐχόμαστε ἡ Ἀνάστασή Του», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά βοηθήσει, νά εὐδοκήσει νά κατατροπώσουμε καί νά θανατώσουμε τόν «παλαιόν ἡμῶν ἄνθρωπο», νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἔτσι εὐχόμαστε ὁ Κύριος νά μᾶς βοηθήσει. Τό μεγαλύτερο θαῦμα πού ἔκανε ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του. Αὐτό ποτέ νά μήν τόν ξεχνᾶμε. Χρόνια πολλά!»[2]. Αὐτά εἶπε ὡς εὐχή ἐκεῖνο τό Πάσχα ὁ Ἅγιος Πορφύριος.
«Κάποιος ἔλεγε ὅτι σήμερα», τό Πάσχα δηλαδή, «ὅλα προσεύχονται, ἡ γῆ, ὁ οὐρανός, τ' ἀστέρια, τά λουλούδια πού μοσχοβολοῦν, τά ρυάκια πού κελαρύζουν, τά γάργαρα νερά, τ' ἀηδονάκια πού κελαηδοῦν, οἱ πεταλοῦδες πού πετοῦν, ὅλα ψάλλουν τό «Χριστός Ἀνέστη». Καί τόσο εἶχε ἐνθουσιασθεῖ, πού φώναζε ἀπό χαρά δυνατά τό «Χριστός Ἀνέστη!.
Λοιπόν», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «αὐτό τό ’χω πάθει κι ἐγώ στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν Πάσχα. Ἀνέβηκα μόνος μου στό βουνό πρός τόν Ἄθω, περίπου στά ὀχτακόσια μέτρα. Εἶχα μαζί μου τήν Παλαιά Διαθήκη κι ἔβλεπα τό γαλάζιο καί καθαρό οὐρανό, τήν ἀπέραντη θάλασσα, πού δέν εἶχε τέλος, τά δέντρα, τά πουλιά, τίς πεταλοῦδες, τίς ὀμορφιές καί φώναζα δυνατά, γεμάτος ἐνθουσιασμό: «Χριστός Ἀνέστη!». Καθώς τό ἔλεγα -χωρίς νά τό καταλάβω- ἀπ' τή λαχτάρα μου ἄνοιξα τά χέρια. Ξεράθηκαν ἐκεῖ. Εἶχα πάθει τρέλα! Ἀνοίγω σέ λίγο τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔπεσα ἐπάνω σ' αὐτά τά λόγια τῆς Σοφίας Σολομῶντος: «Θεέ πατέρων καί Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τά πάντα ἐν λόγῳ σου καί τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων καί διέπῃ τόν κόσμον ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ καί ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ, δός μοι τήν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καί μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου∙ ὅτι ἐγώ δοῦλος σός καί υἱός τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενής καί ὀλιγοχρόνιος καί ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καί νόμων»[3]»[4].
Δηλαδή λέει στή Σοφία Σολομῶντος τό Πνεῦμα τό Ἅγιο: «Θεέ τῶν Πατέρων καί Κύριε τοῦ ἐλέους, Ἐσύ πού δημιούργησες τά πάντα μέ τόν λόγο Σου καί ἔπλασες μέ τήν σοφία Σου τόν ἄνθρωπο, γιά νά κυριαρχεῖ στά δημιουργήματά Σου, νά κυβερνάει τόν κόσμο μέ ἁγιότητα καί δικαιοσύνη, καί νά ἀποδίδει τό δίκαιο μέ ἀμεροληψία, δῶσ’ μου τήν σοφία πού στέκει δίπλα στόν θρόνο Σου καί μήν μέ ἀπορρίψεις ἀπό τούς δούλους Σου. Διότι ἐγώ εἶμαι δοῦλος Σου, γιός τῆς δούλης Σου, ἄνθρωπος ἀδύναμος καί ὀλιγοχρόνιος καί μειονεκτῶ στήν ὀρθή κρίση καί στήν γνώση τῶν νόμων Σου. Αὐτά λέγει ὁ Προφήτης καί Βασιλέας Σολομών ἐμπνεόμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπευθυνόμενος εἰς τόν Θεόν.
«Δόθηκα ὁλόψυχα σ’ αὐτά τά θεῖα λόγια. Ξεχάστηκα ὧρες, μέ χάσανε… Ἀκοῦστε παρακάτω τόν σοφό Σολομῶντα: «… καί μετά σοῦ ἡ σοφία ἡ εἰδυῖα τά ἔργα σου καί παροῦσα, ὅτε ἐποίεις τόν κόσμον, καί ἐπισταμένη τί ἀρεστόν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καί τί εὐθές ἐν ἐντολαῖς σου»[5]»[6]. Δηλαδή, μαζί Σου εἶναι ἡ σοφία πού γνωρίζει τά ἔργα Σου, γιατί ἦταν παροῦσα, ὅταν δημιουργοῦσες τόν κόσμο. Ποιά εἶναι ἡ σοφία; Εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἤτανε παρών κατά τήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Αὐτή γνωρίζει τί εἶναι ἀρεστό σέ Σέ καί σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Σου.
««…Ἐξαπόστειλον αὐτήν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καί ἀπό θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ καί γνῶ τί εὐάρεστόν ἐστι παρά σοί∙ οἶδε γάρ ἐκείνη πάντα καί συνίει καί ὁδηγήσει με ἐν ταῖς πράξεσί μου σωφρόνως καί φυλάξει με ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς»»[7]. Στεῖλε την, δηλαδή, αὐτή τήν Ἁγία Σοφία ἀπό τούς ἁγίους οὐρανούς, κατάπεμψέ την ἀπό τόν ἔνδοξο θρόνο Σου, γιά νά ἔρθει κοντά μου, νά μέ βοηθήσει στά ἔργα μου, ὥστε νά μάθω τί εἶναι ἐκεῖνο πού Σέ εὐχαριστεῖ, διότι αὐτή γνωρίζει καί κατανοεῖ τά πάντα καί θά μέ ὁδηγήσει σωστά στά ἔργα μου καί θά μέ διαφυλάξει μέσα στή δόξα της.
«Καταλάβατε τί σημασία εἶχαν αὐτά γιά μένα; ««Ἐπισταμένη τί ἀρεστόν ἐν ὀφθαλμοῖς σου» καί «τί εὐάρεστον ἐστί παρά σοί»[8]. Αὐτά νά ζητᾶτε, σ' αὐτά νά ἐντρυφᾶτε, αὐτά νά λαχταρᾶτε. Χωρίς νά τό καταλάβετε, θά ἐρωτευθεῖτε τόν Χριστό»[9]. Αὐτό τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως καλούμαστε νά ζήσουμε ὅλοι, νά ζήσουμε αὐτή τή χάρη τοῦ Ἀναστημένου Λυτρωτοῦ, ὅπως τήν ζούσανε ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὄχι μόνο τό Πάσχα, ἀλλά κάθε στιγμή καί κάθε ὥρα τῆς ἐπίγειας αὐτῆς ζωῆς μας καί στήν αἰωνιότητα.
«Εἰ δέ Χριστός κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσιν ἐν ὑμῖν τινες ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν»[10], ρωτάει τούς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐφόσον κηρύττουμε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ, πῶς λένε μερικοί μεταξύ σας ὅτι ἀνάσταση νεκρῶν δέν ὑπάρχει; Καί σήμερα δυστυχῶς πόσοι ἄνθρωποι δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση; «Εἰ δέ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδέ Χριστός ἐγήγερται· εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ὑμῶν. Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[11]. Ἄν δέν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν, τότε οὔτε ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ∙ καί ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε τό κήρυγμά μας εἶναι χωρίς νόημα∙ τό ἴδιο καί ἡ πίστη μας. Ὅμως ὄχι, γιατί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τώρα, κάνοντας τήν ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν.
Εἶναι πέρα ὡς πέρα βέβαιη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Κάθε λόγος εἶναι ἀληθινός, ὅταν τόν ποῦν δύο ἤ τρεῖς μάρτυρες», λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. «Γιά τήν Ἀνάσταση ὅμως τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν δώδεκα, οἱ δώδεκα Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καί ἐσύ ἀκόμα ἀπιστεῖς στήν Ἀνάσταση; Τόν χειμώνα τά δέντρα ἐμφανίζονται σάν νεκρά. Ποῦ εἶναι τά φύλλα τῆς συκιᾶς; Ποῦ εἶναι τά σταφύλια στό ἀμπέλι; Τόν χειμώνα φαίνονται ὅλα νεκρά. Τήν ἄνοιξη ὅμως ὅλα ἐμφανίζονται χλοερά, καί ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ἀπό τόν θάνατον, γεννιέται ζωή». Αὐτά λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος. «Γνωρίζοντας ὁ Θεός τήν ἀπιστία σου, σοῦ ἐμφανίζει κάθε χρόνο τήν ἀνάσταση μέ τά φαινόμενα αὐτά. Ἔτσι βλέποντας στά ἄψυχα, νά πειστεῖς σέ ὅσα συμβαίνουν στά ἔμψυχα. Καί πράγματι μιά μέρα ὅλοι οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν»[12].
«Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του», ἔλεγε πάλι ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «δέν μᾶς πέρασε ἀπό ἕνα ποτάμι, ἀπό μιά διώρυγα, ἀπό μιά λίμνη∙ μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Τώρα εἶναι ὅλα χαρά, χάρις στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔχεις δεῖ τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη νά χοροπηδοῦν πάνω στό γρασίδι, νά τρῶνε λίγο ἀπό τήν μάνα τους καί νά χοροπηδοῦν ξανά; Ἔτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νά χοροπηδοῦμε ἀπό χαρά ἀνείπωτη γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν δική μας»[13].
«Ἡ Ἀνασταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι», λέγει καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, «τό πρῶτο καί μεγαλύτερο δῶρο τῆς Θείας οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας».
«Ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης εἶναι τά θαύματα τῶν Ἀποστόλων», σημειώνει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Παντοῦ ἡ πλάνη συγκρούεται μέ τόν ἑαυτό της καί ἄθελά της συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀληθείας. Πρόσεξε ὅμως, ἔπρεπε νά πιστευτεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἀπέθανε, ὅτι τάφηκε καί ὅτι ἀναστήθηκε καί ὅλα αὐτά γίνονται ἀπό τούς ἐχθρούς. Κοίταξε λοιπόν ὅτι τά λόγια αὐτά βεβαιώνουν ὅλα αὐτά. «Θυμήθηκε», λέγει, «ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος, εἶπε ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε»», λέει τό Ἱερό κείμενο, «ἄρα πέθανε, «ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ». Δῶσε λοιπόν, διαταγή νά σφραγισθεῖ ὁ τάφος -ἄρα ἐτάφη- μήπως ἔρθουν οἱ μαθηταί Του καί Τόν κλέψουν. Ἄρα, ἄν ὁ τάφος σφραγισθεῖ, δέν θά γίνει καμία ἀπάτη. Δέν ἔγινε λοιπόν. Ἔτσι οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί τό ὁμολογοῦν», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Ἑπομένως ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως μέ ὅσα προτείνατε ἐσεῖς», οἱ ἐχθροί δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, «ἔγινε ἀναντίρρητη. Γιατί ἀφοῦ σφραγίστηκε, δέν συνέβη καμία ἀπάτη. Ἐάν ὅμως δέν ἔγινε καμία ἀπάτη καί βρέθηκε ὁ τάφος κενός, εἶναι φανερό ὅτι «Ἀνέστη ὁ Χριστός» σαφῶς καί ἀναντιρρήτως. Εἶδες ὅτι καί χωρίς νά τό θέλουν ὑποστηρίζουν τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας; Οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, οἱ διῶκτες Του, οἱ Ρωμαῖοι, αὐτοί μαζί μέ τούς Φαρισαίους πού Τόν ἐσταύρωσαν μέ τά λόγια τους καί τά ἔργα τους, ἐπιβεβαιώνουν ὅτι δέν ἔγινε καμία ἀπάτη, ἀλλά ὁ Χριστός πραγματικά πέθανε, πραγματικά ἐτάφη καί σφραγίστηκε τό μνῆμα καί δέν ὑπῆρξε καμία ἀπάτη.
Ὅτι δέν θά μποροῦσαν οἱ Ἀπόστολοι», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἄν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν ἦταν ἀληθινή νά τήν πλάσσουν, αὐτό δέν χρειάζεται οὔτε ἀπόδειξη. Γιατί σέ τί θά βασίζονταν, στή δεινότητα τῶν λόγων; Ἀλλά αὐτοί ἦταν πιό ἀμαθεῖς ἀπ' ὅλους. Μήπως στά πολλά τους χρήματα; Θά μποροῦσαν νά πληρώσουν, νά δωροδοκήσουν, γιά νά κηρυχτεῖ ἕνα ψέμα; Ἀλλά αὐτοί δέν εἶχαν οὔτε ράβδο, οὔτε ὑποδήματα. Μήπως νά στηριζόντουσαν στήν εὐγενή καταγωγή τους; Ἀλλά αὐτοί ἦταν ἄσημοι καί κατάγονταν ἀπό ἄσημους γονεῖς. Μήπως τήν μεγάλη πατρίδα τους; Ἀλλά κατάγονταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Μήπως στόν μεγάλο ἀριθμό τους; Ἀλλά δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό ἕντεκα καί αὐτοί μάλιστα διεσπαρμένοι. Μήπως στίς ὑποσχέσεις τοῦ Δασκάλου τους; Ποιές; Γιατί ἄν δέν ἀνασταινόταν, οὔτε ἐκεῖνες θά ἦταν γι' αὐτούς ἀξιόπιστες. Ἄν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν πραγματική, τότε οἱ Ἀπόστολοι πού σάν Τόν εἶδαν δεμένο σκορπίστηκαν, πῶς θά εἶχαν τήν δύναμη καί τήν ὤθηση νά σπείρουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης ἕνα φανταστικό γεγονός καί νά ἀντιστέκονται στίς ἀπειλές ἀπό ἀκονισμένα ξίφη, πυρακτωμένα τηγάνια καί τούς καθημερινούς μύριους θανάτους;»[14], καί ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλά καί πάρα πολλοί ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τήν ζωή τους κηρύττοντας τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
«Ἄν δέν Τόν ἔβλεπαν ἀναστημένο οἱ ἀπόστολοι καί εἶχαν μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς Του, δέν θά διακινδύνευαν τήν ζωή τους. Ρωτᾶνε πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νά μήν φανερωθεῖ ἀμέσως στούς Ἰουδαίους; Αὐτός ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἄν ὑπῆρχε ἐλπίδα νά τούς ἑλκύσει στή πίστη, δέν θά ἀμελοῦσε νά φανερωθεῖ σέ ὅλους. Τό ὅτι δέν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα, τό ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ἄν καί ἦταν ἤδη τέσσερες μέρες νεκρός, εἶχε ἀρχίσει νά μυρίζει καί νά σαπίζει, τόν ἀνέστησε μπροστά στά μάτια ὅλων. Ὡστόσο ὄχι μόνο δέν πίστεψαν, ἀλλά καί ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ τόσο, πού ἤθελαν νά σκοτώσουν καί Αὐτόν καί τόν Λάζαρο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὅταν ἀνέστησε ἄλλον, ὄχι μόνο δέν πίστεψαν, ἀλλά καί ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον Του, ἄν τούς φανερωνόταν ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Ἴδιος, δέν θά ἐξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπό τό μίσος καί τήν ἀπιστία τους;»[15], λέγει ἔτσι πολύ συνετά καί μέ τετράγωνη λογική ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
«Γιά νά ἀφοπλίσει τόν ἄπιστο ἀπό κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες μέρες ἐμφανιζόταν στούς μαθητές Του καί ἔτρωγε μαζί τους μάλιστα, ἀλλά παρουσιάστηκε καί σέ πάνω ἀπό πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλαδή σέ πλῆθος ὁλόκληρο. Στόν Θωμᾶ μάλιστα πού δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί τό τραῦμα ἀπό τήν λόγχη. Καί γιατί λένε νά μήν κάνει μετά τήν Ἀνάστασή Του μεγάλα καί ἐντυπωσιακά θαύματα, ἀλλά μόνο ἔφαγε καί ἤπιε; Γιατί ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση ἦταν τό μέγιστο θαῦμα καί ἡ πιό ἰσχυρή ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καί ἤπιε. Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ; Μ’ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σέ μᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά. Μ’ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Μ’ αὐτήν περιγελοῦμε τόν θάνατο. Μέ τήν Ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παροῦσα ζωή. Μέ αὐτή ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτή, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις ἐάν θέλουμε»[16].
Αὐτή τήν Ἀνάσταση βίωνε καί ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος καί ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Ἀνθία, πού τιμοῦμε κι ἑορτάζουμε σήμερα. Αὐτή βίωναν καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Εἴθε αὐτή νά βιώνουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο, τόν Ἅγιο Ἐλευθέριο καί ὅλους τούς Ἁγίους, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά χαροῦμε κι αὐτή τή ζωή ἐδῶ καί τήν αἰώνια ζωή.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Γαλ. 5, 24.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Σοφ.Σολ. 9, 1-5.
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Σοφ.Σολ. 9, 9.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[7] Ὅ.π.
[8] Σοφ.Σολ. 9, 9.
[9] Ὅ.π.
[10] Α΄Κορ. 15, 12.
[11] Α΄Κορ. 15, 12.
[12] Ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, «Φωνή τῶν Πατέρων», Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς.
[13] Ἐπιστολή, Γεώργιος Παπαζάχος, Καθηγητής Ιατρικῆς Σχολῆς, περιοδικό Σύναξη.
[14] Ὁμιλία περί Ταφῆς καί Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.
[15] Ἀληθῶς Ἀνέστη, Ἁγίου Ἰωάννη Χρυσοστόμου, Σύνθεση ἀπό διάφορες ὁμιλίες, Ἱ.Μ. Παρακλήτου.
[16] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου