Στις 14 Μαΐου 1999, σε ηλικία 103 ετών, ανεπαύθη εν Κυρίω ο υπεραιωνόβιος π. Ησύχιος, μετά από την μακρά δοκιμασία που του επεφύλαξαν τα γηρατειά του.
Ο γερο-Ησύχιος, κατά κόσμον Νικόλαος Λαμπίρης, γεννήθηκε στο χωριό Σαπρίκι της Μεσσηνείας το 1896. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο σχολείο του χωριού του, στο οποίο πήρε τέσσερις τάξεις. Κατόπιν ακολούθησε τον πατέρα του στις γεωργικές του δουλειές. Κοντά στον ταπεινό, απλό, ενάρετο και γεμάτο πίστι πατέρα του πήρε τα πρώτα μαθήματα της αρετής. Τον συμβούλευε να εργάζεται με πίστι στο θεό και να εμπιστεύεται στη βοήθεια και την πρόνοια του Θεού. «Ο μακαρίτης ο πατέρας μου –έλεγε ο π. Ησύχιος με φανερή ευγνωμοσύνη- δεν ήξερα πολλά γράμματα. Όμως, με συμβούλευε δύο πράγματα. Να κάνω καλά τον σταυρό μου –και σημείωνε όσο μπορούσε πιο σωστά πάνω του το σημείου του σταυρού- και να μη με πουν ψεύτη και κλέφτη». Με τις συμβουλές αυτές έβαλε ο νεαρός Νικόλαος τα πρώτα θεμέλια: την πίστι στον Θεό, την ευλάβεια και την υπακοή στις εντολές του Θεού.
Τον Αύγουστο του 1916 κατετάγη στον στρατό. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Τον έστειλαν για τρεις μήνες στην Γευγελή της Μακεδονίας. Θυμόταν πως ήταν χειμώνας καιρός, αλλά δεν πρέπει να έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την λήξη του πολέμου πήγε στην Ρωσία με το στρατιωτικό σώμα που επρόκειτο να συμπράξη κατά του Ερυθρού Στρατού. Δεν πολέμησαν. Όμως ταλαιπωρήθηκαν. Κινδύνεψαν να πνιγούν στην Ρουμανία κατά την επιστροφή, όταν διασχίζοντας την στεγνή κοίτη μεγάλου ποταμού είδαν τα νερά του να ανεβαίνουν επικίνδυνα. Ένα μήνα κράτησε η ταλαιπωρία τους, μέχρι που ελληνικό τραίνο τους μετέφερε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί ατμοπλοϊκώς έφθασαν στην Κωνσταντινούπολι. Ήταν Σεπτέμβριος του 1919, όταν η μονάδα του αποστέλλεται στην Σμύρνη και συντάσεται στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα της Μικράς Ασίας. Ακολουθεί τις τύχες, τις νίκες και τις πολλές κακουχίες, του Στρατού μας μέχρι την άνοιξι του 1922. Κατ’ οικονομίαν Θεού παθαίνει πλευρίτιδα και επιστρέφει στον Πειραιά για εγχείρισι λίγο πριν από την αποφράδα ήττα και έτσι δεν δοκίμασε την ταπεινωτική οπισθοχώρησι. Από ευγνωμοσύνη στην Παναγία για την διπλή ευεργεσία αποφασίζει να γίνη μοναχός. Μετά την αποστράτευσί του εργάζεται για ένα περίπου χρόνο κοντά στον πατέρα του και κατόπιν στην Αθήνα, οπότε αποφασίζει την αναχώρησί του για το Άγιον Όρος.
Έρχεται στην Θεσσαλονίκη μαζί με ένα φίλο του που είχε επισκεφθεί και άλλοτε το Άγιον Όρος. Εκεί τους συνεβούλευσαν να πάνε στην Μονή Γρηγορίου, διότι είχε άγιο Γέροντα και ήταν από τα καλλίτερα κοινόβια. Τότε για πρώτη φορά ο Νικόλαος άκουγε για κοινόβιο και ζήτησε από τον φίλου να μάθη σχετικώς. Όταν έμαθε τα περί κοινοβίου, απεφάσισε να γίνη κοινοβιάτης μοναχός.
Έτσι, στις 10 Αυγούστου του 1924 εγκαταβιώνει στην Ιερά Μονή μας, του Οσίου Γρηγορίου, και υποτάσσεται στον φημισμένο για την αγιότητα Καθηγούμενο Αθανάσιο. Όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, ως νεαρός δόκιμος αποστέλλεται ως διακονητής στο μετόχι της Μονής στην Συκιά (στην Χαλκιδική) και κατόπιν στο άλλο μετόχι στην Βούλτσιστα (στον Κολινδρό Πιερίας). Ήταν βέβαια μία τάξις, για την οποία αργότερα ο π. Ησύχιος εξέφραζε τις σοβαρές επιφυλάξεις του. Έλεγε πως υπάρχου σοβαροί πνευματικοί κίνδυνοι για τους νέους μοναχούς από την μακρά, συνήθως πολυετή, παραμονή τους στον κόσμο.
Το 1927 επιστρέφει στο Άγιον Όρος, κείρεται μοναχός με το όνομα Ησύχιος και έκτοτε παραμένει σ’ αυτό μέχρι τα βαθειά γηρατειά του. Η διακονία του ήταν κυρίως στο αμπέλι της Μονής επί ένδεκα χρόνια, ως διακονητής στο Αντιπροσωπείο της Μονής στις Καρυές επί δεκαπέντε χρόνια και στον κήπο της Μονής επί δεκαέξι χρόνια.
Ήταν άνθρωπος ολιγογράμματος αλλά φιλότιμος στην δουλειά και βιαστής στα καλογερικά του καθήκοντα. Δεν άσκησε ιδιαίτερα διοικητικά καθήκοντα και γι’ αυτό πέρασε την ζωή του στην αφάνεια. Καλλιέργησε όμως τα πνευματικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γέροντά του, μακαριστού Καθηγουμένου Αθανασίου, του οποίου διατηρούσε έντονα και με πολλή ευλάβεια την μνήμη και τις παρακαταθήκες.
Ως μοναχός δεν ήταν γενικώς υπέρ των υπερβολών. Ήταν όμως συνεπής στην τήρησι των τυπικών μοναχικών καθηκόντων. Φρόντιζε να μη αφήνη τον εκκλησιασμό και τον κανόνα, να συμμετέχει στις παγκοινιές, να επιμελεήται την κατ’ ιδίαν μελέτη, να κρατή την σύμμετρη νηστεία του κοινοβίου. Και αυτά συνιστούσε στους νεωτέρους.
Στην εργασία ήταν πολύ φιλότιμος. Αγαπούσε υπερβολικά τους κήπους, τα φυτά και τα δένδρα. Ήταν κηπουρός μέχρι τα ογδόντα πέντε του χρόνια. Όταν λόγω γήρατος έπαυσε να εργάζεται, το ενδιαφέρον του γι’ αυτά ήταν αμείωτο. Ηλεκτριζόταν σαν άνοιγε σχετική συζήτησις. Είχε πάντα γνώμη, έδινε συμβουλές, διώρθωνε, επιβεβαίωνε: «εμείς έτσι τα κάναμε».
Μετά το 1981 εστενοχωρείτο πολύ που δεν μπορούσε πια να εργάζεται. Αναζητούσε τρόπους να βοηθεί τους νεωτέρους πατέρας που εκοπίαζαν. Έλεγε ότι δεν ήθελε να τρώη δωρεάν το ψωμί. Άλλοτε μάζευε τις διακονιές του κρασιού στην τράπεζα. Κάποτε πήγαινε στο Κολλυβάδικο και βοηθούσε να σπάσουν τους ξηρούς καρπούς. Ήταν πρώτος στις παγκοινιές του μαγειρίου. Καθάριζε τα φασολάκια, τις πατάτες, τα χόρτα. Ήταν προσεκτικός στο καθάρισμα και συμβούλευε και τους άλλους, να μη σπαταλούν από βιασύνη και καλό καρπό. Πολύ συχνά έλεγε τους Χαιρετισμούς της παναγίας αυτός, και άλλες φορές απαντούσε το «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» και το «Αλληλούϊα». Ηχεί ακόμη στα αυτιά μας η μακρόσυρτη προφορά των Χαιρετισμών. Τελείωνε τελευταίος την παγκοινιά. Μετά έφευγε για το κελλί του.
Εκεί δεν έμενε αργός. Έκανε τον μπαλωματή. Μισούσε την σπατάλη. Έπαιρνε από το Οικονομείο τα σχισμένα τσουβάλια και με την σακκοράφα τα μπάλωνε. Στις αρχές το έκανε κρυφά, χωρίς να τον παίρνει κανείς είδηση. Νύχτα πήγαινε και τα έπαιρνε και το πρωί τα επέστρεφε. Όταν όμως τον «συνέλαβαν», τα έπαιρνε και τα μπάλωνε πιά φανερά. Αυτή την εποχή στο Μοναστήρι δεν υπήρχε ηλεκτρικό και εχρησιμοποιούντο ακόμη οι λάμπες πετρελαίου. Καταπιάστηκε να φτιάχνη τις ξύλινες λαβές και να στερεώνη επάνω τους το σφουγγαράκι, με το οποίο καθαρίζονταν οι λάμπες από την κάπνα. Ήταν επιτήδειος. Είχε στο κελλί του τα σύνεργα για να τελειώση τέτοιες λεπτοδουλειές.
Στην εκκλησία ήταν πρώτος, παρά τα προχωρημένα γηρατειά του. Στεκόταν τις πιο πολλές ώρες όρθιος. Βίαζε τον εαυτό του να μη τον παίρνει ο ύπνος. Καθόταν στα ψαλτήρια, στις διαβαστές ωδές και στις Ώρες.
Στα 76 χρόνια της μοναχικής του ζωής εγνώρισε πέντε ηγουμένους. Εάν κρίνουμε από την υπακοή που έκανε στον νυν Καθηγούμενο της Μονής μας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν ένας εργάτης της υπακοής. Έτρεφε απόλυτο σεβασμό στον εκάστοτε ηγούμενο.
Συμμετείχε πάντα στις εβδομαδιαίες συνάξεις της Αδελφότητος. Θεωρούσε ιδιαίτερη ευλογία που ο νυν καθηγούμενος καθιέρωσε τις συνάξεις αυτές. Έλεγε: «Εμείς οι παλαιοί δεν είχαμε τις ευκαιρίες που έχετε εσείς οι νεώτεροι. Δεν είχαμε βιβλία. Αλλά και δεν μας έκανε ποτέ κανείς αυτές τις ωραίες συνάξεις. Δεν ακούσαμε ποτέ τέτοια πλούσια διδασκαλία. Είσαστε προνομιούχοι».
Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Έλυε όμως την αυστηρότητα χάριν της υπακοής. Στα 1977 είχε παρουσιάσει σοβαρή μείωσι της οράσεώς του από καταρράκτη και ήταν απόλυτα ενδεδειγμένη η έξοδός του στον κόσμο για χειρουργική επέμβασι. Στην προτροπή του Καθηγουμένου προέβαλε κατ’ αρχήν την δικαιολογημένη άρνησι, έχοντας υπ’ όψιν στις γνωστές εγγυήσεις της Παναγίας σ’ αυτούς που δεν θα βγουν από το Άγιον Όρος. Όταν όμως ο καθηγούμενος του επέστησε, ότι τυχόν τύφλωσίς του θα ήταν εις βάρος της Αδελφότητος, ταπεινά είπε το «νάναι ευλογημένο».
Οι αλλαγές που επέφερε στον κόσμο ο τεχνικός πολιτισμός του ήταν άγνωστες, διότι είχε τηρήσει με πολύ προσοχή την καλογερική ξενιτεία και απέφευγε τον πειρασμό να μαθαίνει για τα νέα του κόσμου. Χαρακτηριστική ήταν η απορία του για το είδος των πολλών μικρών φώτων στις άκρες των αυτοκινητοδρόμων, όταν για πρώτη φορά το 1977, μετά από πενήντα χρόνια, έβγαινε στον κόσμο για την εγχείρισι καταρράκτου. Στην αρχή εθαύμασε για την ευλάβεια των κοσμικών, που άναβαν τόσα πολλά καντήλια στους δρόμους. Αλλά όταν τα ηχηρά γέλια των συνεπιβατών τον έκαναν να καταλάβη πως έκανε λάθος, μονολόγισε: «φαίνεται πως είναι ηλεκτρικά», μη μπορώντας να φαντασθή ότι είναι φωσφορίζοντα κολωνάκια.
Ο φιλότιμος αγώνας του, να τηρή όσο γίνεται αδιάλειπτη την προσευχή μέσα στο πολυάνθρωπο κοινόβιο, του άφησε τα «παράσημα», όπως ο ίδιος ωνόμαζε τις μεγάλες πληγές στα πόδια από την συνεχή ορθοστασία στην εκκλησία και στο κελλί. Πράγματι, στα 1983 ο ιατρός της Μονής ανεκάλυψε ότι και τα δύο πόδια του π. Ησυχίου ήταν δύο μεγάλες πληγές από τον αστράγαλο μέχρι το γόνατο από την φλεβική ανεπάρκεια και τις επακόλουθες εκτεταμένες εξελκώσεις και επιμολύνσεις. Παρά την επιμελή φροντίδα του ιατρού, αυτές οι πληγές τον συνώδευσαν μέχρι τον τάφο. Από την πρώτη στιγμή που έγιναν αντιληπτές οι πληγές του, ο Καθηγούμενος του έδωσε εντολή να μη στέκεται όρθιος στην εκκλησία και ευλογία να μένη προσευχόμενος στο κελλί του. Ο υπάκουος μοναχός, στην ηλικία των ογδόντα επτά ετών, δεν έφερε αντίρρησι. Αλλά η μακρόχρονη συνήθεια στην προσευχή και η ευλάβειά του δεν τον άφηναν να ησυχάση˙ την άλλη κιόλας μέρα ο ιατρός τον βρήκε όρθιο στο κελλί του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας να λέη τους Χαιρετισμούς!
Είχε πόθο για τη συχνή Θεία Μετάληψι. Προετοιμαζόταν με πολλή ευλάβεια. Ήταν χαριτωμένος, όταν γεροντάκι πια διάβαζε εκφώνως «την θείαν μετάληψι». Δεν άφηνε ούτε ένα ιώτα. Κοινωνούσε τακτικά μέχρι τα βαθειά του γεράματα, οπότε η ασθένειά του δεν του το επέτρεπε πια.
Παρά την αυστηρότητα προς τον εαυτό του, ήταν επιεικής προς τους άλλους. Δεν κατέκρινε. Όταν η συζήτησις πήγαινε για κατάκρισι, διέκοπτε το λόγο λέγοντας: «αλλοίμονο, τα χάλια μου».
Είχε πολλή προσοχή στην καθαρότητα των λογισμών. Όταν στα 1982 έμαθαν οι ανεψιές του, ευλαβέστατες ηλικιωμένες κυρίες, ότι ζη και ζήτησαν από τον Καθηγούμενο να ευλογήση την έξοδό του στην Ουρανούπολι να τον ιδούν, βρέθηκε σε αμηχανία. Ήταν ήδη ογδόντα έξι ετών γέρος, όμως παρά ταύτα ρώτησε ένα νεώτερο αδελφό: «Αν με ασπασθούν, τι να κάνω;». Ήταν φυσικό να απορή, αφού είχε περισσότερα από πενήντα χρόνια να συναναστραφή ακόμη και με τους πιο στενούς συγγενείς του.
Αυτός όμως ο τόσο μακρυά από τον κόσμο ευρισκόμενος μοναχός, ήταν πολύ κοντά στα προβλήματα των ανθρώπων με την προσευχή του και την αγάπη του. Έγραφε σε ασθενείς και έδινε πνευματικές συμβουλές. Παρηγορούσε φέρνοντας για παράδειγμα δικές του ασθένειες: «… μου λέγεις για τις ατομικές σου θλίψεις και τα βάσανά σου. Πιστεύω, διότι τα πέρασα πρωτύτερα εγώ. Και το μάτι μου το ένα το έχασα … και η μύτη μου έτρεχε τακτικά … και εις το στρατό της Μικράς Ασίας από τα κρυοπαγήματα μου κόψανε δυο παΐδια (πλευρές) από την πλάτη μου … και με τη Χάρη του Χριστού μου έγινα καλά».
Παρά την υποδειγματική ξενιτεία του, στην καρδιά έτρεφε την αγάπη προς πάντας. Έγραφε το 1988 προς την ανεψιά του Αγγελική: «Σας χαιρετώ όλους με την εν Χριστώ αγάπη, γνωστούς και αγνώστους, ονομαστούς και ανωνύμους, και σας συνιστώ να έχετε αγάπη αναμεταξύ σας και με όλους τους χριστιανούς τους Ορθοδόξους, μόνον μακρυά από αιρετικούς χιλιαστάς, ουνίτες, ιεχωβάδες και λοιπούς αιρετικούς».
Προς τους συγγενείς του ήταν στοργικός, και στο αίτημά τους να βγη στον κόσμο να τον ιδούν απαντούσε με ευγένεια ψυχής: «Αγγελική, μου γράφεις να έρθη το παιδί της Ευαγγελίας να με φέρη εις τας Αθήνας. Ωραία και καλά τα λέγεις, και εγώ το ήθελα αυτό και ο ηγούμενος είναι πολύ καλός και δίνει άδεια εις τους γέρους, όσοι θέλουν να ταξιδέψουν. Αλλά, δυστυχώς, δεν ήμουν τυχερός γι’ αυτό, διότι επαράγινα τώρα -είμαι 93 ετών- και τι άλλο να περιμένω εκτός από τον θάνατο;».
Ευλαβείτο πολύ τους αγίους Προστάτας της Μονής. Όπως και όλοι οι παλαιοί πατέρες, είχε εμπιστοσύνη στον Παππούλη, τον άγιο Νικόλαο, και την προστασία του. Την αγία Αναστασία την Ρωμαία θεωρούσε επί πλέον και προσωπική του ευεργέτιδα, μετά το θαύμα που του έκανε στα 1936 και σταμάτησε τελείως την βασανιστική και επικίνδυνη ρινορραγία. Διηγείτο: «Από μικρό παιδί υπέφερα από ασταμάτητες αιμορραγίες της μύτης ... Ένα πρωί είχα γεμίσει μισό τενεκέ με αίμα, από εκείνους που έχουμε για ασβεστώματα. Ο παπα-Δημήτρης ήλθε στο κελλί μου και τρόμαξε που με είδε. Με χτύπησε ελαφρά, νομίζοντας ότι είχα πεθάνει. Τότε μου έφεραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, τα προσκύνησα και με σταύρωσαν. Αυτό ήταν. Αδελφάκι μου, από τότε μέχρι σήμερα και με χτύπημα ακόμη δεν ξανάνοιξε η μύτη μου».
Το 1990, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο π. Ησύχιος έσπασε το ένα πόδι στο ισχύο. Στο νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε για την χειρουργική αποκατάστασι του κατάγματος, προεκάλεσε τον θαυμασμό του χειρουργού. Το μυϊκό του σύστημα και η πολύ καλά διατηρημένη συνολική του υγεία ταίριαζε για άνθρωπο πενήντα ετών και όχι ενενήντα τεσσάρων. Συνέπεια βέβαια της φυσικής ασκήσεως, διότι μέχρι των ογδόντα πέντε δούλευε φιλότιμα στους κήπους. Η λεπτότητα των αισθημάτων του έκανε τους χειρουργούς να θαυμάσουν ακόμη περισσότερο. Πριν από την εγχείρησι τους είπε: «Εγώ είμαι πια γέρος. Μπορεί να μην αντέξω στην εγχείρησι. Εσείς να μη στενοχωρηθείτε. Να ξέρετε ότι το καθήκον σας το κάνατε».
Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι, εγκαταστάθηκε πλέον στο νοσοκομείο της Μονής. Μετά ένα χρόνο έσπασε και το άλλο πόδιστο ισχύο, οπότε καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Χειρουργήθηκε πάλι, αλλά το δέχθηκε με πολλή πίεσι. Η ιδέα ότι πάλι θα βγη από το Άγιον Όρος του φαινόταν αβάστακτη. Δεν μπόρεσε να μείνη στο νοσοκομείο όσο έπρεπε, για την μετεγχειρητική παρακολούθησι. Εβάρυνε πολύ από την δεύτερη ημέρα και κινδύνευε να πεθάνη.
Όταν συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, δεν νοιάσθηκε για την ζωή του. Το πρώτο μέλημά του ήταν να κάνη γενική εξομολόγησι στοναδελφό Μοναχό που τον συνώδευε. Η δεύτερη αγωνία του ήταν να μη πεθάνη έξω από το Άγιον Όρος. Ο αγιορείτης μοναχός το θεωρεί κακό να πεθάνη στον κόσμο. Οι ιατροί δεν επέτρεπαν την αναχώρησι, αλλά εκείνος επέμεινε να υπογράψη και να φύγη.για να πεθάνη στο Άγιον Όρος. Το επέτυχε. Αλλ’ ω! του θαύματος. Πριν φθάσει στο Μοναστήρι, είχε συνέλθει.
Έζησε έκτοτε οκτώ ακόμη χρόνια. Έκανε υπομονή στον πόνο και την αρρώστεια, αυτός που μια ζωή έκανε υπομονή στα πνευματικά αγωνίσματα, τους πειρασμούς και τις δυσκολίες του κοινοβίου. Έπρεπε να συμπληρώσει τους κόπους του, για να πάρη πλήρη τον μισθό του από τον Κύριο, στον οποίο χάρισε την νεότητα και τα γηρατειά του. Στις δύσκολες αυτές ώρες του συμπαραστάθηκαν οι αδελφοί της Μονής. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του χρειάστηκαν κόποι. Οι διωρισμένοι νοσοκόμοι καθημερινώς και οι λοιποί πατέρες εκ περιτροπής ήσαν κοντά του όλο το 24ωρο, όταν πια λόγω του γήρατος οι δυνάμεις του είχαν εξαντληθή, ήταν αδύνατο να τρέφεται φυσιολογικά και πληθώρα ασθενειών κατέτρυχε το πολύπαθο σώμα του.
Ήταν κράσις ισχυρή. Η καρδιά του άντεξε εννέα χρόνια την δοκιμασία του. Είχε ανέκαθεν πόθο, και το μελετούσε τακτικά, να πεθάνει στις 23 Ιουνίου, στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου, γιατί την ημέρα εκείνη είχε γίνει μεγαλόσχημος μοναχός. Εκοιμήθη τον Μάϊο. Όμως το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του συνέπεσε ακριβώς στις 23 Ιουνίου.
Στην κηδεία του διαβάσθηκε ο κατωτέρω επικήδειος λόγος, που ο Καθηγούμενος της Μονής μας απέστειλε ευρισκόμενος εκτός Αγίου Όρους, κωλυόμενος να παρευρεθεί σ’ αυτήν για λόγους απολύτου ανάγκης:
«Προς τα εν Κυρίω αγαπητά μοι
Πνευματικά τέκνα, τους Οσιωτάτους
Πατέρας και Αδελφούς της
Ιεράς ημών Μετανοίας
Ευρισκόμενος μακράν Υμών για λόγους αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων, μη επιδεχομένων αναβολήν, λυπούμαι βαθύτατα, διότι δεν θα δυνηθώ να παραστώ εις την κηδείαν του μακαριστού Γέροντος Ησυχίου, καθ’ όσον μάλιστα έχω και λόγους προσωπικής ευγνωμοσύνης προς αυτόν, διότι από της αρχής της εγκαταβιώσεώς μας εις την Ιεράν Μονήν μας επέδειξε απένταντί μου παραδειγματικήν υπακοήν, σεβασμόν και ευλάβειαν. Ουδέποτε δε με εστενοχώρησεν, ούτε εις το παραμικρόν.
Ευχαριστώ τον Κύριο, διότι μας εχάρισε τον π. Ησύχιον ως υπόδειγμα αγωνιστού Μοναχού.
Από το 1924 εις το Άγιον Όρος μέχρι σήμερα, ήτοι 75 έτη, δεν έπαυσε αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα.
Διεκρίθη δια την πιστήν τήρησιν των Μοναχικών του υποσχέσεων.
Τον Κανόνα του και τας Ακολουθίας ουδέποτε άφηνε. Ηγάπα πολύ την ευχήν και τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας πολλάκις επαναλαμβάνων αυτούς.
Υπηρέτησεν επί πολλά έτη εις το κήπους της Μονής μας, μέχρι και του βαθυτάτου γήρατος, με πολύν κόπον και αυτοθυσίαν.
Δεν επεδίωκε τα αξιώματα, την προβολήν, τας εξόδους εις τον κόσμον.
Καρπός της βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης του ήτο η διαρκής αυτομεμψία του, η τελεία πτωχεία του, η κατανυκτική κατάστασις της ψυχής του.
Ηγάπησε τον θεόν περισσότερον από τον εαυτόν του και δι’ αυτό εβίαζε το σώμα του εις ορθοστασίας και αγρυπνίας, καίτοι έπασχεν από δυνατούς πόνους εις τους πόδας του.
Ήτο φιλάδελφος και φιλάνθρωπος. Προσηύχετο υπέρ όλου το κόσμου. Εις όσους του εζήτουν συμβουλήν, έλεγε με διάκρισιν λόγους πνευματικούς και παρακλητικούς και αρμόζοντας δια την περίπτωσιν εκάστου.
Δια τον πολύν, διαρκή και συνεπή αγώνα του πιστεύω, ότι ο Κύριος τον εχαρίτωσε και με υπερφυή χαρίσματα, ως το της προοράσεως και της θεοπτίας, καθώς έχωμεν αρκετάς ενδείξεις.
Οι οφθαλμοί του σεβαστού μας π. Ησυχίου έκλεισαν εδώ εις την γην μετά από 103 έτη επιγείου ζωής. Οι οφθαλμοί της μακαρίας ψυχής του άνοιξαν , δια να θεάται το ανέσπερον φως του Αναστάντος και αναληφθέντος Χριστού.
Μακαραία όντως η οδός, η πορεύη σήμερον.
Υπάγεις, Σεβαστέ μας π. Ησύχιε, δια να συναντήσης όν επόθησες αγωνοθέτην και αθλοθέτην Χριστόν, την γλυκυτάτην κοινήν μας Μητέρα και προστάτιδα κυρίαν Θεοτόκον, τους δήμους των αγίων, τον Παππούλην, όπως τον έλεγες, τον Άγιον Νικόλαον, τον πρώτον μας Γέροντα και Κτίτορα Όσιον Γρηγόριον, την Καλλιπάρθενον Νύμφην του Χριστού Αγίαν Αναστασίαν, τον μακαριστόν και άγιον Γέροντά σου Καθηγούμενον π. Αθανάσιον και τους λοιπούς Γρηγοριάτας Πατέρας μας, τους βιαστάς της Βασιλείας των ουρανών.
Ευχαριστούμεν τον π. Ησύχιον, δι όσα μας προσέφερε με την θεάρεστον ζωήν του. Απλούς, ταπεινός, άσημος κατά κόσμον.
Γνωστός όμως και τίμιος ενώπιον του Τρισαγίου Θεού και της Εκκλησίας των Πρωτοτόκων.
Χαίρε, λοιπόν, ταπεινέ Ησύχιε, και απολάμβανε εκτυπώτερον το Φως του Ανεσπέρου Πάσχα της θείας Βασιλείας.
Ο αγών ετελείωσε. Δεν χρειάζεται να βιάζης άλλο τον εαυτό σου.
Το πολύαθλον και ασκητικόν σου σώμα θα κατατεθή εντός ολίγου εις την ευλογημένην αγιορειτικήν μας γην και θα αναμένη την κοινήν Ανάστασιν.
Προσεύχου και υπέρ ημών των περιλειπομένων να τελειώσωμεν όπως και Συ τον προκείμενον ημίν αγώνα θεαρέστως.
Νοερώς ασπάζομαι το τίμιον λείψανόν Σου ευχαριστών τον Κύριον, διότι σε ηξίωσε να τελειώσης νικηφόρως τον αγώνα Σου κατά του διαβόλου, της αμαρτίας και του κόσμου.
Ενώνω και εγώ τας ταπεινάς μου προσευχάς μεθ’ όλης της Αδελφότητός μας υπέρ αναπαύσεως εν χώρα ζώντων της μακαρίας σου ψυχής.
Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε, πολυσέβαστε και πολυαγαπημένε μας αδελφέ π. Ησύχιε.
Ο ταπεινός συμμοναστής σου και Πνευματικός σου Πατήρ
Αρχιμ. Γεώργιος
14/27 Μαΐου 1999».
Στη συνείδησι των πατέρων της Μονής είναι ο βιαστής της Βασιλείας του Θεού. Ο μοναχός που όλη του την ύπαρξι προσέφερε στο Χριστό. Ο εργάτης των εντολών του Χριστού και ο εκπληρωτής των υποσχέσεων του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος. Ο υπογραμμός για μας τους μεταγενεστέρους. Έτσι τον ζήσαμε και γι’ αυτό έτσι τον σκιαγράφησε στο παρακάτω ποίημά του ο αδελφός της Μονής, δίνοντάς στην ακροστοιχίδα το όνομά του. Ησύχιος μοναχός:
ΣΤΑΥΡΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Ή-συχος πράος ταπεινός
Σ-ώφρων γλυκύς αγαπητός
Υ-πομονής διδάσκαλος σιωπηλός
Χ-αρίεις σύμβουλος πρακτικός
Ί-σκιος ανάπαυσις αδελφών
Ό-ρος πανύψηλο λευκό
Σ-τρατιώτης Χριστού μοναχός
Μ-ακρόβιος πλήρης ημερών
Ό-ρμος γαλήνιος προσιτός
Ν-ους διαυγής καθαρός
Ά-σκησις βία προσευχή
Χ-ριστού αγάπη διαρκής
Ό-λος πίστη ελπίδα
Σ-τάθηκε ο εις ακροστοιχίδα
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/04/14-1999-103-1896-1916-1919-1922-10-1924.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου