ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ» ΣΕ ΟΛΟΥΣ;
Ἡ «Φιλοκαλία» εἶναι ἄραγε ἕνα βιβλίο γιά λίγους;
Μήπως εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς καί κάποιους «φανατικούς» φιλομόναχους πιστούς;
Ἡ νοερά προσευχή τήν ὁποία ἔχει σάν κύριο ἄξονά της, μήπως εἶναι ἐπικίνδυνη γιά τούς πολλούς καί δέν πρέπει νά διδάσκεται σ’ αὐτούς, παρά μόνο στούς μοναχούς;
Τί ἀπαντοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες;
Ἡ Ἁγιοπατερική Παράδοση ὁμόφωνα μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Φιλοκαλία καί τό κύριο θέμα της ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἀφορᾶ σέ ὅλους τούς χριστιανούς μικρούς καί μεγάλους, μοναχούς καί λαϊκούς.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
«Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἔχομε φτάσει σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ λόγου, θὰ παρατηρήσει ἴσως κάποιος, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι θεμιτὸ νὰ κοινοποιοῦμε στὶς ἀκοὲς τῶν πολλῶν μερικὰ μυστικὰ τοῦ βιβλίου, ἐπειδὴ θὰ ἦταν παράξενα γι’ αὐτές(παράξενα ἀκούσματα)· γιατί, λέει, παραμονεύει καὶ κάποιος κίνδυνος ἀπ' αὐτά.
Τοῦ ἀπαντοῦμε μὲ λίγα λόγια: οὔτε ἐμεῖς, ἀγαπητὲ φίλε, δὲν ἀναλάβαμε αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα ἀκολουθώντας δικές μας σκέψεις, ἀλλὰ περισσότερο τὸ παράδειγμα ἄλλων.
Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, τῆς Ἱερῆς Γραφῆς ποὺ δίνει ἐντολὴ σ' ὅλους ἀπεριόριστα τούς εὐσεβεῖς νὰ προσεύχονται χωρὶς διάλειμμα καὶ νὰ ἔχουν μπροστά τους τὸν Κύριο[1]· ἐνῶ εἶναι κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἀσέβεια νὰ λέμε ὅτι περιέχεται κάτι ἀπαγορευμένο ἢ ἀδύνατο στὰ παραγγέλματα τοῦ Πνεύματος· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τῆς γραπτῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων.
Ὁ Γρηγόριος π.χ. ὁ Θεολόγος δίνει σ' ὅλο τὸ λαὸ ποὺ ποιμαίνει τὴν ὑποθήκη μᾶλλον νὰ μνημονεύουν τὸ Θεὸ παρὰ νὰ ἀναπνέουν.
Κι ὁ θεῖος Χρυσόστομος γράφει τρεῖς ὁλόκληρους λόγους γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ νοερὴ προσευχὴ καὶ σὲ ἄπειρα σημεῖα τῶν λοιπῶν λόγων του προτρέπει ὅλους μαζὶ στὴ συνεχή προσευχή.
Καὶ ἀκόμη, ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης γυρίζοντας σὲ διάφορες πόλεις, δίδασκε τὴν ἴδια σωτήρια ἐργασία.
Ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ Θεὸς στέλνοντας τὸν Ἄγγελό του μὲ θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐπισφράγισε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ἀποστομώνοντας τὸ μοναχὸ ποὺ ἔφερνε ἀντιρρήσεις, ὅπως φαίνεται στὸ τέλος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
Ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ λόγους γι' αὐτό. Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου κι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε στὰ ἀνάκτορα, ἔχοντας ὅπως εἴπαμε ἀδιάκοπο ἔργο τὴ μελέτη αὐτή, ἐπικυρώνουν ἀληθινὰ τὸ λόγο καὶ εἶναι ἱκανοὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ν' ἀποστομώσουν τοὺς ἀντίθετους»[2].
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ
Μήπως, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης γι’ αὐτούς πού ἀσκοῦν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ πλάνη πάντα καιροφυλακτεῖ στόν ὑπερήφανο. Ἡ πλάνη στήν ὁποία ἔπεσαν κάποιοι δέν ὀφείλεται στήν συγκεκριμένη πνευματική ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀλλά ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στήν μοχθηρία καί τήν ἁμαρτία τους.
Προφανῶς ἐννοεῖ ὅτι δέν συνυπῆρχε μαζί μέ τήν προσπάθεια γιά τήν ἀδιάλειπτη εὐχή ἡ προσπάθεια γιά τήν σωστή ζωή καί τήν ὁλοκληρωμένη μετάνοια.
Χρησιμοποίησαν τήν εὐχή κενόδοξα σάν ἕνα «ἐργαλεῖο», σάν μία «μηχανή» πού θά τούς ἀνέβαζε στό Θεό, χωρίς νά φροντίσουν γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη διά τῆς τηρήσεως ὅλων τῶν ἐντολῶν.
Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν οἴηση καί τήν ἀνθρωπαρέσκεια ἐξασφαλίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν κίνδυνο τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Γράφει πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Ἅγιος Νικόδημος:
«Ἂν τώρα μερικοὶ κάποτε ξέφυγαν λίγο, τί τὸ παράξενο; Αὐτὸ τὸ ἔπαθαν τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀπὸ οἴηση, κατὰ τὸ Γρηγόριο τὸ Σιναΐτη. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι τὸ βασικὸ καὶ κύριο αἴτιο τῆς παρεκκλίσεως αὐτῆς εἶναι τὸ ὅτι δὲν στοίχησαν ἀκριβῶς σὲ ὅλα τὰ σημεῖα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ἐργασία αὐτή, καὶ ὄχι παρὰ τὴν ἐργασία αὐτή, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἁγία ἡ ἐργασία αὐτὴ καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἔχομε μεγαλύτερη ἀνάγκη ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὅλη τὴν πλάνη, ἐπειδὴ καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ νόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, «βρέθηκε, λέει ὁ Παῦλος, νὰ κοστίζει γιὰ μερικοὺς τὸ θάνατο».
Τοῦτο ὅμως δὲν ἔγινε ἐξαιτίας τῆς ἐντολῆς. Καὶ πῶς νὰ γίνει, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι καὶ ἁγία καὶ δίκαιη καὶ ἀληθινὴ[3];
Ἔγινε ἐξαιτίας τῆς μοχθηρίας ἐκείνων ποὺ τὴν ἔπραξαν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.
Τί πρέπει νὰ γίνει γι' αὐτό;
Νὰ καταδικάσομε τὴ θεία ἐντολὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία μερικῶν;
Καὶ νὰ παραμελήσομε καὶ μία τέτοια σωτηριώδη ἐργασία ἐξαιτίας τῆς παρεκκλίσεως μερικῶν;
Μὲ κανένα τρόπο. Οὔτε τὴ μία οὔτε τὴν ἄλλη.
Ἀλλὰ μᾶλλον ἔχοντας θάρρος σ' Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια»[4], μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη καὶ διάθεση πένθους ἂς ἐπιχειρήσομε τὸ ἔργο.
Γιατί μὲ ὅποιον εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν οἴηση καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, ἀκόμα κι ἂν ὁλόκληρη ἡ στρατιὰ τῶν δαιμόνων συγκρουστεῖ μαζί του, μήτε νὰ τὸν πλησιάσει δὲν θὰ μπορέσει, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων»[5].
ΚΑΛΕΣΜΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΗΣ «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ»
Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, λοιπόν, ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στήν πνευματική τρυφή πού χαρίζει ὁ Χριστός Μας διά τῆς τηρήσεως τῶν προσταγμάτων Του, πού βρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στήν Βίβλο τῆς «Φιλοκαλίας».
Γεμᾶτος ἐνθουσιασμό ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σαλπίζει προσκλητήριο πού ἀπευθύνεται σέ ὅλους γράφοντας:
«Ἔτσι εἶναι αὐτὰ καὶ τὸ βιβλίο αὐτό, ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, εἶναι φανερὸ ὅτι προβάλλει τὴν ἀψεγάδιαστη ἐργασία ἀπὸ κάθε σημεῖο, σὲ κάθε σημεῖο καὶ μὲ κάθε τρόπο. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρο νὰ χρησιμοποιήσομε τὴν πρόσκληση ἐκείνη τῆς Σοφίας[6] γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ νὰ συγκαλέσομε μὲ ὑψηλόφωνο κήρυγμα στὸ πνευματικὸ τραπέζι τοῦ βιβλίου αὐτοῦ τους πάντες, ὅσοι δὲν μισοῦν τὰ θεία δεῖπνα, οὔτε προβάλλουν ὡς προφάσεις τὰ χωράφια καὶ τὰ βόδια καὶ τὶς γυναῖκες κατὰ τοὺς εὐαγγελικοὺς καλεσμένους[7].
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἐμπρὸς ἐλᾶτε, φᾶτε τὸ ψωμὶ τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας καὶ πιεῖτε τὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει νοητὰ τὴν καρδιὰ καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ἐξαιτίας τῆς θεώσεως ποὺ προκαλεῖ αὐτὴ ἡ ἔκσταση καὶ μεθύσετε ἀπὸ μέθη πραγματικὰ νηφάλια.
Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι εἶστε μέτοχοι στὴν ὀρθόδοξη κλήση, μαζὶ λαϊκοὶ καὶ μοναχοί, ὅσοι ἐπιδιώκετε νὰ βρεῖτε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μέσα σας καὶ τὸ θησαυρὸ τὸν κρυμμένο στὸν ἀγρὸ τῆς καρδιᾶς σας[8].
Κι αὐτὸς εἶναι ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς Χριστός.
Ἔτσι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν περιπλάνηση τοῦ νοῦ σας καὶ μὲ καθαρμένη ἀπὸ τὰ πάθη τὴν καρδιά, μὲ τὴν ἀδιάκοπη φοβερὴ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς ἄλλες συνεργοὺς ἀρετές, ποὺ διδάσκει τὸ βιβλίο αὐτό, θὰ ἑνωθεῖτε μεταξὺ σας κι ἔτσι ἑνωμένοι θὰ ἑνωθεῖτε ὅλοι μαζὶ μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν παράκληση τοῦ Κυρίου μας πρὸς τὸν Πατέρα ποὺ ἔλεγε:
«Γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα»[9] .
Καὶ ἔτσι ἑνωμένοι μαζί Του καὶ ὁλότελα ἀλλαγμένοι ἀπὸ τὴν κατοχὴ καὶ τὴν ἔκσταση ποὺ δημιουργεῖ ὁ θεῖος ἔρωτας, νὰ θεωθεῖτε πλούσια μὲ αἴσθηση νοερὴ καὶ μὲ ἀσφαλῆ πληρότητα γνώσεως καὶ νὰ ἐπανέλθετε πρὸς τὸν πρῶτο σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴ μία θεαρχικότατη Θεότητα. Σ' Αὐτὴν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν»[10].
[1]Α΄Θεσ. 5,17. Ψαλμ. 5,18.
[2] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 22. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἀλλ’ ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενομένοις ὑποκρούσειεν ἄν τις ἴσως, μή θεμιτόν, εἶναι φάσκων, ἔστιν ἄττα τῶν ἐν τῇ Βίβλῳ δημοσιεύειν ταῖς τῶν πολλῶν ἀκοαῖς ὡς ξενήκουστα∙ ὅτι, φησί, καί κίνδυνός τις ἐκ τούτων παρακολουθεῖ. Πρός ὅν δῆτα συντόμως ἀνθυποκρούομεν∙ ὅτι οὐδέ ἡμεῖς, ὦ φίλ’ ἑταῖρε, οἰκείοις λογισμοῖς στοιχοῦντες ἐπί τήν τοιαύτην ἐγχείρησιν ἤλθομεν, παραδείγμασι δέ μᾶλλον χρησάμενοι, ἔνθα μέ τῆς ἱερᾶς Γραφῆς ἀδιορίστως ἅπασι τοῖς εὐσεβέσιν ἐντελλομένης ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι[2], καί πρός ὀφθαλμῶν διαπαντός ἔχει τόν Κύριον∙ ἀσεβές δέ τό λέγειν κεκωλυμένον τι, ἤ ἀδύνατον ἔχειν τά τοῦ Πνεύματος παραγγέλματα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον∙ ἔνθα δέ, καί τῆς τῶν Πατέρων ἐγγράφου παραδόσεως∙ ὁ γάρ Θεολόγος Γρηγόριος ἅπασι κοινῶς τοῖς ὑπ’ αὐτόν λαοῖς ὑποτίθεται, μνημονεύειν τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνεῖν. Ὅ τε Θεῖος Χρυσόστομος τρεῖς ὅλους λόγους ἐκτίθεται περί τῆς ἀδιαλείπτου καί νοερᾶς προσευχῆς, καί μυριαχοῦ δέ τῶν λοιπῶν αὐτοῦ λόγων ἅπαντας κοινῶς ἐπί τῷ διαπαντός προσεύχεσθαι παραινεῖ. Καί ὁ θαυμαστός δ’ ἐκεῖνος Σιναῒτης Γρηγόριος διαφόρους πόλεις περιερχόμενος τήν τοιαύτην σωτήριον ἐργασίαν ἐδίδασκεν. Ἀλλά γάρ καί Θεός αὐτός διά θαυματουργίας ἄνωθεν Ἄγγελον ἀποστείλας, τήν τοιαύτην ἀλήθειαν ἐπεσφράγισεν, ἐπιστομίσας τόν ἀντιλέγοντα μοναχόν, ὡς ἐν τῷ τέλει τῆς παρούσης Βίβλου ὁρᾶται. Καί τί δεῖ μοι πρός τοῦτο λόγων; ὅπου γε αὐτοί οἱ κατά κόσμον ὄντες, καί ἐν βασιλείοις διατρίβοντες, ἔργον ἀδιάκοπον, ὡς εἴπομεν, τήν τοιαύτην μελέτην ἔχοντες, πραγματικῶς ἐπικυροῦσι τόν λόγον, καί ἱκανοί παρ’ ἑαυτῶν ἐπιστομίσαι τούς ἀντιλέγοντας(Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982,τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κγ΄).
.
[3] Ρωμ. 7, 11-12.
[4] Ἰω. 14,6
[5] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 22-23. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: Εἰ δέ καί τινες ἔσθ’ ὅτε μικρόν τι παρετράπησαν, τί θαυμαστόν; ἐξ οἰήσεως ὡς ἐπί τό πλεῖστον τοῦτο πεπόνθασι, κατά τόν Σιναῒτην Γρηγόριον. Ἐγώ δ’ οἶμαι τό μάλιστα, καί κυρίως τῆς παρατροπῆς ταύτης αἴτιον τοῦτο εἶναι, τό μή ἀκριβῶς κατά πάντα στοιχεῖν τῇ περί τῆς ἐργασίας ταύτης τῶν Πατέρων διδασκαλίᾳ∙ οὐ παρά τήν ἐργασίαν αὐτήν∙ ἄπαγε. Ἁγία γάρ αὕτη, καί δι’ αὐτῆς μᾶλλον πλάνης ἁπάσης ἀπαλλαγῆναι δεόμεθα∙ ἐπεί καί ἡ κατά νόμον τοῦ Θεοῦ ἐντολή, ἡ εἰς ζωήν ὁδηγοῦσα, εὑρέθη, φησίν ὁ Παῦλος, τισίν εἰς θάνατον∙ ἀλλ’ οὐ διά τήν ἐντολήν τοῦτο γέγονε∙ πῶς γάρ; ἁγίας τε οὔσης ταύτης καί δικαίας καί ἀληθοῦς;[5] διά δέ τήν μοχθηρίαν τῶν πεπραμένων ὑπό τήν ἁμαρτίαν∙ τί οὗν διά τοῦτο; καταγνωστέον μέν τῆς θείας ἐντολῆς διά τήν τινῶν ἁμαρτίαν; ὀλιγωρητέον δέ καί τῆς τοιαύτης σωτηριώδους ἐργασίας διά τήν τινων παρατροπήν; οὐδαμῶς∙ οὔτ’ ἐκείνης, οὔτε μήν ταύτης∙ θαρροῦντας δέ μᾶλλον τῷ εἰπόντι, ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια[5], μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πενθικῆς διαθέσεως ἐγχειρητέον τῷ ἔργῳ∙ τῷ γάρ οἰήσεως καί ἀνθρωπαρεσκείας ἀπηλλαγμένῳ, κἄν πᾶσα ἡ πονηρά τῶν δαιμόνων φάλαγξ κατ’ αὐτοῦ συρραγῇ, οὐδέ προσεγγίσαι δυνήσεται, κατά τήν τῶν Πατέρων διδασκαλίαν. (Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982,τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κγ-κδ΄).
[6]Παρμ. 9, 1-6.
[7] Λουκ. 14, 18-20.
[8]Λουκ. 17,21. Ματθ. 13,44.
[9]Ἰω. 17,11.
[10]Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 23-24. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: Τούτων οὕτως ἐχόντων, καί τῆς Βίβλου πανταχόθεν, ἐξ’ ὧν εἴρηται, τό ἀνεπίληπτον πάντῃ πάντως προβαλλομένης, ἐπικαιρότατον ἄν εἴη λοιπόν τό δειπνοκλητικόν ἐκεῖνο τῆς Σοφίας[10] εἰς χεῖρας ἀναλαβεῖν, μετά ὑψηλοῦ τοῦ κηρύγματος ἐπί τήν τῆς Βίβλου ταύτης πνευματικήν ἑστιατορίαν συγκαλέσαι τούς ἅπαντας∙ ὅσοι μή περί τά θεῖα μισόδειπνοι, μηδέ κατά τούς ἐν Εὐαγγελίοις ἐκείνους, ἀγρούς καί βόας καί γυναῖκας προφασιολογούμενοι[10] ἔλθετε τοίνυν, ἔλθετε∙ φάγετε τόν ἐν αὐτῇ γνωστικόν τῆς σοφίας ἄρτον, καί πίετε οἶνον τό εὐφραίνονται μέν νοητῶς τήν καρδίαν, ἐξιστῶντα δέ πάντων αἰσθητῶν ὁμοῦ τε καί νοητῶν διά τήν κατ’ ἔκτασιν θέωσιν, καί μεθύσθητε μέθην τῷ ὄντι νηφάλιον. Ἔλθετε πάντες ὅσι κλήσεως ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε καί Μοναχοί, οἱ τήν ἐντός ὑμῶν οὖσαν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν[10] καί τόν ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς καρδίας κεκρυμμένον εὑρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν[10] ὅς ἐστιν ὁ γλυκύς Ἰησοῦς Χριστός∙ ἵν’ ὅπως, τῆς περί τά κάτω αἰχμαλωσίας, καί τῆς περιφορᾶς τοῦ νοός ὑμῶν ἐλευθερωθέντος, καί τῆς καρδίας τῶν παθῶν καθαρθείσης, διά τῆς ἀδιαλείπτου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φοβερᾶς ἐπικλήσεως, καί τῶν λοιπῶν συνεργῶν ἀρετῶν, τῶν ἐν τῇ παρούσῃ Βίβλῳ διδασκομένων, ἑνωθείητε μέν πρός ἑαυτούς, δι’ ἑαυτῶν δέ καί πρός Θεόν, κατά τήν πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου παράκλησιν, ἵνα ὦσι, λέγοντες, ἕν, ὡς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν[10]∙ καί οὕτως αὐτῷ ἡνωμένοι καί ὅλως ἠλλοιωμένοι τῇ κατοχῇ καί ἐκστάσει τοῦ Θείου ἔρωτος δαψιλέστατα θεωθείητε, ἐν αἰσθήσει νοερᾷ καί ἀδιστάκτῳ πληροφορίᾳ καί πρός τόν πρῶτον σκοπόν τοῦ Θεοῦ ἐπανέλθοιτε, δοξάζοντες Πατέρα, Υἱόν καί Πνεῦμα Ἅγιον, τήν μίαν Θεαρχικωτάτην Θεότητα. Ἧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. (Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982,τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κδ΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου