Ὁ Προφήτης Δανιὴλ καὶ τὰ τρία παιδιὰ Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ
Ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρά.
Νήπιο ἀκόμα, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλώνα.
Μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιὴλ (ποὺ ὁ αὐτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) μὲ τοὺς τρεῖς Ἑβραίους νεαρούς, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, σπούδασαν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή.
Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδωσε μεγάλη θέση στὸ κράτος. Μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὸ χάρισα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα καὶ ἀργότερα προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Κάποτε ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἔκανε δική του χρυσὴ εἰκόνα καὶ ἀπαίτησε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸν λαὸ νὰ τὴν προσκυνήσουν.
Ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή. Ἦταν ὅμως οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα. Ἀμέσως καταγγέλθηκαν στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν πράγματι δὲν προσκύνησαν, τοὺς περιμένει τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς. Τότε οἱ τρεῖς παῖδες ἀπάντησαν: «Ἄκου βασιλιά· ὁ οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὸ κάνει, νὰ ξέρεις ὅτι τοὺς θεούς σου δὲ λατρεύουμε καὶ τὴν εἰκόνα σου δὲν προσκυνάμε».
Πράγματι, ὅταν τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά, οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Τὸ ἴδιο συνέβη ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Δανιήλ, ὅταν ὁ Δαρεῖος τὸν ἔριξε στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ἐπειδὴ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε διατάξει γιὰ 30 ἡμέρες νὰ μὴν κάνει κανεὶς ἰδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας τὸ θαῦμα ὁ Δαρεῖος, κράτησε τὸν Δανιὴλ στὴν αὐλή του, ὅπου παρέμεινε καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, πιθανότατα, στὰ Σοῦσα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο, καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὦ Οἰκτίρμον, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τόκον τῆς Παρθένου προκατιδών, Δανιὴλ Προφῆτα, ὡς τῆς χάριτος ὀφθαλμός, πίστει τῶν λεόντων, ἐνέφραξας τὸ στόμα· ἔνθεν τὴν ἀρετήν σου, πάντες ᾐδέσθησαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον οἱ Παῖδες πνευματικόν, δρόσῳ τῆς Τριάδος, ἀπειργάσαντο ἐμφανῶς, τὴν ἑπταπλασίως, κάμινον ἐκκαφθεῖσαν, ἐν ᾗ χοροβατοῦντες, Θεὸν δοξάζουσι.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐκ Ζακύνθου, Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης
Γόνος εὐσεβέστατης καὶ ἀρχοντικὴς οἰκογένειας τῆς Ζακύνθου (πατρὸς Μωκίου Σηκούρου καὶ Παυλίνας), ἀνατράφηκε ἀπ’ αὐτὴν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή.
Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νὰ συντρέχει στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν βασιλικὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἀσκήθηκε στὴν ἀγρυπνία, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν.
Ἔπειτα πῆγε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, ἄκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καὶ ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς παρέμενε ἁπλὸς καὶ ταπεινός. Ἀσθένησε ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραιτήθηκε.
Γύρισε στὴν Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τὸ 1579 ἦταν προσωρινὸς ἐπίσκοπος. Μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καὶ μὲ ἀγάπη κήρυττε καὶ βοηθοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἦταν τόση ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε, ὥστε προστάτεψε ἀκόμα καὶ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὁ Διονύσιος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1624. Τάφηκε στὴ Μονὴ Στροφάδων καὶ κατὰ τὴν ἐκταφὴ τὸ λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστὸ καὶ ἀδιάφθορο. Ἔτσι παραμένει μέχρι σήμερα καὶ ἡ Ζάκυνθος τιμᾶ καὶ πανηγυρίζει τὸν Ἅγιο, σὰν προστάτη καὶ πολιοῦχο της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ νῆσος, ἑορτὴν χαρμόσυvοv, σὺν τῇ Μοvῇ τῶv Στροφάδωv, Αἴγιναν, τὴν ἐv Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιv, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦv Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας, νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
Οἱ Ἅγιοι Πατερμούθιος, Κόπρις καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Χριστιανοί, γεμάτοι εὐσέβεια καὶ ζῆλο, βασανίστηκαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίστηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου (361 – 363), ὅταν αὐτὸς ἐκστράτευε κατὰ τῶν Περσῶν. Ὁ Κόπρις, νεαρὸς δείλιασε στὴν ἀρχὴ λίγο. Ἀλλὰ ὁ Πατερμούθιος τὸν ἐνίσχυσε μὲ τὰ θερμὰ λόγια του.
Καὶ οἱ τρεῖς δέ, ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸ θάνατο, ψάλλοντες ὕμνους πρὸς τὸν Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής
Ἡ πατρίδα του ἦταν κοντὰ στὰ Γάδειρα τῆς Ἱσπανίας. Ἀνέθρεψε μὲ εὐσέβεια τὰ παιδιά του καὶ τὰ κατέστησε χρήσιμα καὶ ἀγαθοεργὰ μέλη τῆς κοινωνίας. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό, ἀφοῦ ἄφησε κάθε βιοτικὴ μέριμνα.
Προσκυνητὴς στὴν Ρώμη, δώρισε πολλὰ χρήματα στὰ ἐκεῖ χριστιανικὰ ἱδρύματα, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὅταν στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 919 μ.Χ. Ἀπὸ ἐκει πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου διαμοίρασε καὶ τὰ τελευταῖα χρήματά του καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Στέφανος, ἀπὸ Δουναλέ.
Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ βασανίστηκε σκληρά. Κατάφερε ὅμως νὰ διαφύγει μὲ δύο ἱερεῖς στὴν Αἴγυπτο. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μὲ ζῆλο κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο.
Καταγγέλθηκε στὸν Ἀμηρά, φυλακίστηκε καὶ ὑπέστη φοβερὰ βασανιστήρια. Βαριὰ τραυματισμένος, πέθανε δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Ἴακχος ὁ Μάρτυρας
Ἦταν ἀπὸ τὴν Τρίγλια καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Νέος
Δὲν σώζονται βιογραφικά του στοιχεῖα. Μόνο κάποιος λόγος τοῦ μέγα λογοθέτη Θεοδώρου Μουζάλων, ποὺ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν καὶ βρίσκεται στὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρά.
Νήπιο ἀκόμα, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλώνα.
Μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιὴλ (ποὺ ὁ αὐτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) μὲ τοὺς τρεῖς Ἑβραίους νεαρούς, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, σπούδασαν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή.
Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδωσε μεγάλη θέση στὸ κράτος. Μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὸ χάρισα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα καὶ ἀργότερα προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Κάποτε ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἔκανε δική του χρυσὴ εἰκόνα καὶ ἀπαίτησε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸν λαὸ νὰ τὴν προσκυνήσουν.
Ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή. Ἦταν ὅμως οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα. Ἀμέσως καταγγέλθηκαν στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν πράγματι δὲν προσκύνησαν, τοὺς περιμένει τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς. Τότε οἱ τρεῖς παῖδες ἀπάντησαν: «Ἄκου βασιλιά· ὁ οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὸ κάνει, νὰ ξέρεις ὅτι τοὺς θεούς σου δὲ λατρεύουμε καὶ τὴν εἰκόνα σου δὲν προσκυνάμε».
Πράγματι, ὅταν τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά, οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Τὸ ἴδιο συνέβη ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Δανιήλ, ὅταν ὁ Δαρεῖος τὸν ἔριξε στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ἐπειδὴ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε διατάξει γιὰ 30 ἡμέρες νὰ μὴν κάνει κανεὶς ἰδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας τὸ θαῦμα ὁ Δαρεῖος, κράτησε τὸν Δανιὴλ στὴν αὐλή του, ὅπου παρέμεινε καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, πιθανότατα, στὰ Σοῦσα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο, καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὦ Οἰκτίρμον, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τόκον τῆς Παρθένου προκατιδών, Δανιὴλ Προφῆτα, ὡς τῆς χάριτος ὀφθαλμός, πίστει τῶν λεόντων, ἐνέφραξας τὸ στόμα· ἔνθεν τὴν ἀρετήν σου, πάντες ᾐδέσθησαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον οἱ Παῖδες πνευματικόν, δρόσῳ τῆς Τριάδος, ἀπειργάσαντο ἐμφανῶς, τὴν ἑπταπλασίως, κάμινον ἐκκαφθεῖσαν, ἐν ᾗ χοροβατοῦντες, Θεὸν δοξάζουσι.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐκ Ζακύνθου, Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης
Γόνος εὐσεβέστατης καὶ ἀρχοντικὴς οἰκογένειας τῆς Ζακύνθου (πατρὸς Μωκίου Σηκούρου καὶ Παυλίνας), ἀνατράφηκε ἀπ’ αὐτὴν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή.
Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νὰ συντρέχει στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν βασιλικὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἀσκήθηκε στὴν ἀγρυπνία, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν.
Ἔπειτα πῆγε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, ἄκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καὶ ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς παρέμενε ἁπλὸς καὶ ταπεινός. Ἀσθένησε ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραιτήθηκε.
Γύρισε στὴν Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τὸ 1579 ἦταν προσωρινὸς ἐπίσκοπος. Μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καὶ μὲ ἀγάπη κήρυττε καὶ βοηθοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἦταν τόση ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε, ὥστε προστάτεψε ἀκόμα καὶ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὁ Διονύσιος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1624. Τάφηκε στὴ Μονὴ Στροφάδων καὶ κατὰ τὴν ἐκταφὴ τὸ λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστὸ καὶ ἀδιάφθορο. Ἔτσι παραμένει μέχρι σήμερα καὶ ἡ Ζάκυνθος τιμᾶ καὶ πανηγυρίζει τὸν Ἅγιο, σὰν προστάτη καὶ πολιοῦχο της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ νῆσος, ἑορτὴν χαρμόσυvοv, σὺν τῇ Μοvῇ τῶv Στροφάδωv, Αἴγιναν, τὴν ἐv Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιv, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦv Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας, νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
Οἱ Ἅγιοι Πατερμούθιος, Κόπρις καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Χριστιανοί, γεμάτοι εὐσέβεια καὶ ζῆλο, βασανίστηκαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίστηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου (361 – 363), ὅταν αὐτὸς ἐκστράτευε κατὰ τῶν Περσῶν. Ὁ Κόπρις, νεαρὸς δείλιασε στὴν ἀρχὴ λίγο. Ἀλλὰ ὁ Πατερμούθιος τὸν ἐνίσχυσε μὲ τὰ θερμὰ λόγια του.
Καὶ οἱ τρεῖς δέ, ὑπέστησαν τὸν μαρτυρικὸ θάνατο, ψάλλοντες ὕμνους πρὸς τὸν Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής
Ἡ πατρίδα του ἦταν κοντὰ στὰ Γάδειρα τῆς Ἱσπανίας. Ἀνέθρεψε μὲ εὐσέβεια τὰ παιδιά του καὶ τὰ κατέστησε χρήσιμα καὶ ἀγαθοεργὰ μέλη τῆς κοινωνίας. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό, ἀφοῦ ἄφησε κάθε βιοτικὴ μέριμνα.
Προσκυνητὴς στὴν Ρώμη, δώρισε πολλὰ χρήματα στὰ ἐκεῖ χριστιανικὰ ἱδρύματα, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὅταν στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 919 μ.Χ. Ἀπὸ ἐκει πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου διαμοίρασε καὶ τὰ τελευταῖα χρήματά του καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Στέφανος, ἀπὸ Δουναλέ.
Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ βασανίστηκε σκληρά. Κατάφερε ὅμως νὰ διαφύγει μὲ δύο ἱερεῖς στὴν Αἴγυπτο. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μὲ ζῆλο κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο.
Καταγγέλθηκε στὸν Ἀμηρά, φυλακίστηκε καὶ ὑπέστη φοβερὰ βασανιστήρια. Βαριὰ τραυματισμένος, πέθανε δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Ἴακχος ὁ Μάρτυρας
Ἦταν ἀπὸ τὴν Τρίγλια καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Νέος
Δὲν σώζονται βιογραφικά του στοιχεῖα. Μόνο κάποιος λόγος τοῦ μέγα λογοθέτη Θεοδώρου Μουζάλων, ποὺ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸν καὶ βρίσκεται στὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου