ΚΥΡΙΏΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ
Ἡ ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ καί γιά νά κρατηθεῖ στή ζωή κάθε ζωντανό σῶμα ἤ ὀργανισμός χρειάζεται τήν ἀπαραίτητη διατροφή, ἀλλά καί φροντίδα. Ἔτσι καί ἡ ἐκκλησία χρειάζεται τροφή, φροντίδα καί τήν ἀνάλογη περιποίηση. Γι’ αὐτά βέβαια φρόντισε ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ δύο κινήσεις. 1) Ἐφοδίασε τήν ἐκκλησία μέ τά ἀπαραίτητα φάρμακα, εὐθύς μετά τήν ἀνάστασή Του, γιά νά θεραπεύει τίς πληγές τῶν μελῶν της. Τά φάρμακα αὐτά εἶναι τά διάφορα Μυστήρια πού τελοῦνται στήν ἐκκλησία, καί 2) γιά τή διατροφή καί τήν ἀνάπτυξή της, ἔδωσε τό ἴδιό του τό σῶμα, τό ὁποῖο προσφέρεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Ἔτσι ὁ κυριώτερος σκοπός πού συνάγεται κάθε Κυριακή στό ναό, ἡ ἐκκλησία, εἶναι νά μετάσχει στό Μυστικό Δεῖπνο, στή Θεία Κοινωνία, γιά νά τραφεῖ, νά ζήσει καί νά προοδεύσει πνευματικά κάθε μέλος τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ Κυρίου, ὅταν γίνεται σωστά καί μέ ἐπίγνωση, καθαρίζει τόν χριστιανό, τόν φωτίζει, τόν ἁγιάζει καί τόν καθιστᾶ ναό τοῦ Θεοῦ καί μέτοχο τῆς θεώσεως.
Γιά τήν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς συμμετοχῆς βεβαιωνόμαστε ἄν ρίξουμε μιά ματιά στούς λόγους τοῦ Κυρίου, στά εὐαγγέλια..
Ὄταν ἀκόμα ζοῦσε ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς...ἐάν κανείς φάγη ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτον, θά ζῆ αἰωνίως»( Ἰωάν. Στ΄ 48-51) Καί λίγες μέρες πρίν τή σταύρωσή Του, παρέδωσε καί ἐθεσμοθέτησε τό αἰώνιο Δεῖπνο, ἔδειξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γινόταν στό μέλλο τό θεῖο Δεῖπνο γιά να τρέφονται οἱ πιστοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28) Ὁ Ἴδιος πάλιν λέγει: «Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας» Ἀκόμα αὐτός πού μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἑνώνεται μαζί Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Στ΄ 54).
Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι παρέλαβε τό μυστήριο τῆς Θεία Μεταλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί τό παρέδωκε σ’ αὐτούς, καί πρέπει νά συμμετέχουν σωστά, γιατί ἔτσι διακυρήττουν τό θάνατο τοῦ Κυρίου μέχρι πού ξαναέλθει στόν κόσμο. (α΄Κορινθ. Ια¨23-26)
Ἔτσι λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ κυριώτερος σκοπός πού ἡ ἐκκλησία συνάγεται μέσα στό ναό εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθανασία καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπόν εἶναι ἡ τράπεζα πού ἑτοιμάζεται γιά νά θρέψει τή ψυχή μέ τροφή ἀθανασίας καί αιώνιας ζωῆς. Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί δέν ἀνταποκρίνονται, δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό δεῖπνο τοῦ Κυρίου καί ζημιώνονται ἀφάνταστα.
Ἐνῶ κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, και ἐξομολόγοι προτρέπουν κάθε χριστιανό νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, και να ἐξομολογεῖται και να κοινωνᾶ, ἐλάχιστους χριστιανούς βλέπουμε να προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά ὅλους τους βλέπουμε να παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία, πρᾶγμα πού κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι ἄτοπο και ζημιογόνο, ἐάν παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία καί δέ συμμετέχουν στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, χωρίς να διαφωτίζει κανείς αὐτούς τούς χριστιανούς, ἀλλ’ οὔτε και να τους καθοδηγήσει πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν για να εἶναι σίγουρα στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπικρατεῖ μιά ἄγνοια καί ἀκαταστασία μεταξύ των χριστιανῶν καί θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά διαφωτίσει τούς χριστιανούς.
Ἔχουμε σήμερα ἐνώπιόν μας δύο θέματα∙ α) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία καί στή Θεία Μετάληψη. Καί β) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά όχι στή Θεία Μετάληψη.
Καί τά δύο θέματα πού προβάλαμε πιό πάνω, ἀφοροῦν τούς ἰδίους χριστιανούς· ἐξομολογοῦνται καί προσέρχονται ἄξια στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά μερικές φορές το χρόνο. Οἱ ἴδιοι χριστιανοί, ἀλλά καί μερικοί ἄλλοι προσέρχονται στή Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή ἤ γιορτή καί δέ συμμετέχουν στή Θεία Τράπεζα τοῦ Κυρίου, καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο πρόβλημα κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο.
Στή συνέχεια θά παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπό τό λόγο ἁγίου πατρός γιά να βγάλουμε τά ἀναγκαία συμπεράσματα. Λέγει λοιπόν ὁ ἱερός πατέρας: «Πολούς βλέπω νά μεταλαμβάνουν από τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί μᾶλλον ἀπό συνήθειαν καί ὑποχρέωσιν, παρά ἀπό στοχασμόν καί γνῶσιν. Ὅταν ἔλθῃ, λέγει, ὀ καιρός τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἤ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὅπως κι ἄν εἶναι κανείς, μετέχει τῶν μυστηρίων. Κι ὅμως καιρός γιά νά προσέλθης δέν εἶναι τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ τεσσαρακοστή, ἀλλ’ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. ὅταν ἔχεις αὐτήν, πάντοτε νά προσέρχεσαι, χωρίς αὐτήν ποτέ. «Διότι κάθε φοράν πού τρώγετε τόν ἄρτον τοῦτον καί πίνετε ἀπό τό ποτήριο τοῦτο, διακηρύσσετε τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἕως ὅτου ἔλθει». Δηλαδή κάμνετε ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας πού ἐδόθη εἰς ἐσᾶς, τῆς ἰδικῆς μου εὐεργεσίας. Σκέψου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετεῖχον εἰς τήν θυσίαν εἰς τήν παλαιάν ἐκκλησίαν, μέ πόση φειδώ προσήρχοντο∙ τί δέ ἔκαμνον; Τί παρέλειπον; Πάντοτε ἐκαθαρίζοντο. Ἐνῶ ἐσύ προσερχόμενος εἰς θυσίαν, τήν ὁποίαν καί οἱ ἄγγελοι φρίττουν, θεωρεῖς ὄτι τό πρᾶγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τάς χρονικάς περιόδους;
Γι’ αὐτούς πού παρευρίσκονται στή Θεία Λειτουργία καί δέ μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Ὤ τί συνήθεια, ὤ τί πρόληψις! Εἰς μάτην γίνεται θυσία καθημερινῶς, εἰς μάτην παριστάμεθα εἰς τό θυσιαστήριον, διότι κανείς δέν μετέχει.»
Γι’ αὐτούς πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Λέγω αὐτά, ὄχι νά μετέχετε ὄπως τύχη, ἀλλά διά νά προετοιμάζετε τούς ἑαυτούς σας, ὥστε νά γίνεσθε ἄξιοι. Δέν εἶσαι ἄξιος τῆς θυσίας, οὔτε τῆς μεταλήψεως. Λοιπόν δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε εἰς τάς εὐχάς τῆς μεταλήψεως νά παρίστασαι .Ἀκοῦς τόν ἱερέα νά ἵσταται καί νά λέγει...νά ἀπέλθετε ὅσοι δέν ἠμπορεῖτε νά προσφέρετε δέησιν, σύ ἵστασαι μέ θρασύτητα; Δέν εἶσαι ὅμως ἀπό τούς μετανοοῡντας, ἀλλά δύνασαι νά μετάσχης, καί δέν φροντίζεις καθόλου, θεωρεῖς τό πρᾶγμα ὡς ἀσήμαντο; Πρόσεχε σέ παρακαλῶ∙ ἑτοιμάζεται τράπεζα βασιλική, ὑπηρετοῦν εἰς τήν τράπεζαν ἄγγελοι, παρευρίσκεται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί σύ ἵστασαι καί χασμουριέσαι... ἔρχεται (ὁ Κύριος) κάθε φορά διά νά ἴδη ὅσους μετέχουν, συνομιλεῖ μέ ὅλους∙ καί τώρα εἰς τήν συνείδησιν θά εἴπη, φίλοι, πῶς εὑρέθητε ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἔνδυμα γάμου; Δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες εἰς τήν τράπεζαν; ἀλλά πρίν καθίση, λέγει εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί νά εἰσέλθῃ ἀκόμη. Διότι δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες, ἀλλά, διατί εἰσῆλθες; (Δές τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων).(Ματθ. Κβ΄2-14)
Στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν, λέγει: «Αὐτά καί τώρα λέγει πρός ὅλους ἐμᾶς, οἰ ὁποῖοι μέ ἀναισχυντίαν καί μέ θράσος ἱστάμεθα ἐδῶ. Διότι ὅποιος δέν μετέχει εἰς τά μυστήρια, εἶναι ἀναίσχυντος καί θρασύς ὅταν ἵσταται εἰς τό ναόν. Διά τοῦτο ἐκβάλλονται ἀπό τό ναόν ὅσοι εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν ἁμαρτωλότητος... Εἰπέ μου, ἐάν κάποιος προσκεκλημένος εἰ τήν τράπεζαν, ἀφοῦ νίψη τάς χεῖρας καί καθίσῃ καί ἑτοιμασθῇ διά τό φαγητό, ὕστερον ὅμως δέν μετέχει, δέν προσβάλλει ἐκεῖνον ὀ ὀποῖος τόν ἐκάλεσε; Δέν ἦτο καλύτερον αὐτός νά μή ἔλθῃ; Ἔτσι λοιπόν καί σύ ἦλθες, ἔψαλλες τόν ὔμνο μαζί μέ ὅλους, ὡμολόγησες ὅτι εἶσαι ἄξιος καθ’ ὅσον δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀναξίους∙ πῶς ἔμεινες καί δέν μετέχεις εἰς τήν τράπεζαν;...»
Συνεχίζοντας προτρέπει ὅσους δέν θά μεταλάβουν νά μήν μείνουν στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου∙ «ὄταν ὄμως παρευρίσκεσαι (στό ναό) κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου, φύγε ἔξω∙ διότι δέν ἐπιτρέπεται εἰς σέ νά παραμένης περισσότερον ἀπ’ ὅσον ἕνας κατηχούμενος.»
(Ἀπό τόν τρῖτο λόγο τοῦ Ιωάννου του Χρυσοστόμου στήν προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν)
Πιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀναφέρει ὁ ἅγιός μας; Σίγουρα τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν γίνεται νά παρακολουθεῖ κάποιος τή Θεία Λειτουργία χωρίς νά εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει.
Ἐδῶ ὄμως προκύπτει ἀμέσως τό ἐρώτημα∙ Τί πρέπει νά γίνει; Νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ἀφοῦ δέ θά μεταλάβουμε; Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπἀντηση εἶναι: Νά φροντίζουμε νά καθαριζόμαστε καί νά ἐκκλησιαζόμαστε καί νά μετέχουμε τῆς τράπεζας τοῦ Κυρίου ἀξίως, ὅπως γινότανε στήν ἀρχαία ἐκκλησία∙ ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό τήν πολύχρονη ἐξομολογητική πεῖρα, διαπίστωσα ὅτι ἠ κατάσταση μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἄν ὄλοι οἱ ἐξομολόγοι ἀναλάβουν μιά συνεχεῖ προσπάθεια νά διαφωτίσουν τούς χριστιανούς ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά ἀμαρτήματα πού ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη καί ποιά εἶναι ἐκεῖνα πού δέν ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη.
Ἁμαρτήματα θανάσιμα πού ἐμποδίζουν τήν θεία Μετάληψη εἶναι: Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, θυμός καί ἀμέλεια.Τά μεγάλα αὐτά ἁμαρτήματα οἰ περισσότεροι χριστιανοί τά ἐξομολογήθηκαν καί καθαρίστηκαν καί δέν τά ἐπαναλαμβάνουν.
Μένουν λοιπόν τά ἁμαρτήματα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τά ὁποία εἶναι μέν ἁμαρτήματα, πληγές, ἀλλά δέν προκαλοῦν θάνατο ἐπειδή εὔκολα θραπεύονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Εἶναι οἰ ἀδυναμίες τῆς τρεπτῆς μας φύσεως, οἱ ὁποῖες δύσκολα ἀποφεύγονται καί αὐτό τό γνωρίζει ὀ Κύριος. Ὅσο καί ἄν προσέξουμε ἡ ἀδύναμη καί τρεπτή μας φύση θά μᾶς παρασύρει καί κάπου θά γλυστρήσουμε.
Αὐτό τό ἐπισημαίνει καί ἡ Γραφή∙ ὀ Ἰώβ ἔλεγε: «κανένας (ἄνθρωπος) δέν εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ἰώβ 3.2). Ὁ σοφός Σολομών: «Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμαρτήσει» (Γ΄ Βασιλ. 8.16) κλπ.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7, 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατα-νόηση.
«Ἄλλ’ ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τίνας. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος ‘Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει. ‘Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἵερον Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἤμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. ‘Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τή τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, καν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἔχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὖτος ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὀλας τάς ἔντολας, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἄχρειοι ἔσμεν ὅτι ὁ ὤφειλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
“Ὀσω γάρ γίνεται τίνας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας τοῦ τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τή παρούση ζωή, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ’ ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὖτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἡ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἡ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν”.
Ὑπάρχουν σίγουρα καί ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὀποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α΄. Ἰωάν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
…καί ὅ ἅγιος Ἀναστάσιος ὅ Ἀντιοχείας- «εἴσι γάρ τινές διά χρόνου μεταλαμβάνοντες, ἔκδίδουσιν ἑαυτούς τή ἁμαρτία ... Ἄλλοι δέ πάλιν συχνοτέρως μεταλαμβάνοντες, παραφυλάττουσιν ἑαυτούς πολλάκις ἀπό πολλῶν κακῶν, φοβούμενοι τό κρίμα τῆς μεταλήψεως. Οκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινά καί εὔσυγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δί’ ἄκοῆς δί’ ὄφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοϋ, ἡ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἤ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται».
Νομίζω ὅτι ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο λοιπόν πού λείπει εἶναι ἡ προσπάθεια διαφώτισης τῶν χριστιανῶν γιά να βοηθηθοῦν νά καταλάβουν τήν πραγματηκότητα καί νά μήν ἔχουν ἀόριστες ἐνοχές καί νά στεροῦνται τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ἁμαρτάνουν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἀρκετοί ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση γιά πολλά χρόνια, λένε∙ «δέν ἔχω κάτι πού μέ βαρύνει, ἔχω τά καθημερινά». Δηλαδή τίς καθημερινές σχέσεις μέ τήν οἰκογένειά του καί μέ τίς σχέσεις του μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία καί μέ τήν κοινωνία γενικά. Ὅπως ἕνας λόγος παραπάνω, ἕνας θυμός, ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός πού πέρασε, μιά συζήτηση, ἤ ἕνα κουτσομπολιό τῆς ὥρας. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὄτι γνωρίζει ὀ Θεός τήν ἀδυναμία μας καί τήν εὔκολη μεταβολή μας καί εὔκολα μᾶς καθαρίζει ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε αὐτά. Αὐτό βγαίνει μέσα ἀπό ὅσα λέχθηκαν πιό πάνω.
Ἄς ἀρχίσει λοιπόν μιά πραγματική καί συνεχής προσπάθεια ἀπό τούς ἐξομολόγους, νά διαφωτίσουν πλήρως τούς χριστιανούς, νά ὁδηγηθοῦν στή συχνή θεία Μετάληψη. Γιατί ὅταν κάποιος θά κοινωνᾶ συχνά, θά προσέχει περισσότερο τή διαγωγή του καί σίγουρα θά προοδεύει μνευματικά ἔστω κι’ ἄν κάποτε πέφτει σέ κάποιο συγνωστό ἁμάρτημα, τό αἷμα τοῦ Κυρίου θά τόν καθαρίζει πάντοτε, ὅπως σημειώνει πιό πάνω καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶμαι βέβαιος ὁτι τό θέμα τῆς προετοιμασίας δέν εἶναι τόσο πολύ δύσκολο όσο τό παρουσιάζουμε∙ ἄν τό ἀποφασίσει ὁ χριστιανός, ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θέλει νά εἰσέλθει στή βασιλεία Του. Δύσκολο τό κάνει τό δικό μας θέλημα καί οἱ μικρές μας ἀδυναμίες πού τίς ἐκμεταλεύεται ὁ σατανᾶς καί μᾶς παρασύρει στό θέλημά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό καί ποθεῖ τόν Παράδεισο, ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται εὔκολα τά πράγματα ἐπειδή βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Ὁ χριστιανός σέ κάθε περίπτωση πού νομίζει ὄτι θά ἁμαρτήσει, ἄς θυμᾶται ἐκεῖνο πού εἶπεν ὀ Πάγκαλλος Ἰωσήφ ὁταν τόν προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία: «Δέν πρόκειται νά κάνω τό πονηρό τοῦτο πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» Ἄς συναισθανόμαστε ὅτι βρικόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ Κυρίου, καί μέ τή βοήθειά του θά μποροῦμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά μεταλαμβάνουμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται καί δέν ἐξομολογοῦνται εἴτε τούς ἐμποδίζει ὀ ἐγωϊσμός τους καί ἡ ἄγνοιά τους ἀκόμα, καί κοινωνοῦν μερικές φορές τίς μεγάλες γιορτές καί τοῦτο εἰ κατάκριμά τους. Γι’ αὐτούς θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ μεγάλη ἐκστρατεία συνεχοῦς διαφώτισης καί νά μήν περιοριζόμαστε στίς συνήθεις παροτρύνσεις πού γίνονται πρόχειρα καί προσωρινά με μηδαμινά ἀποτελέσματα. Μόνο μιά δυναμική ἐπέμβαση πάνω σέ σωστή καί ὠργανωμένη βάση, μέ προφορικό καί ἔντυπο λόγο καί τήν ὁποία θά συντονίζει ἡ κάθε Μητρόπολη, στήν ὁποία θά στρατευθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἴσως θά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα γιά νά βλέπουμε τούς χριστιανούς μας νά μετέχουν στό σωστικό Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως.
http://oparadeisos.wordpress.com/2011/11/17/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B5%CF%89%CF%82-%CE%BA/
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Πρεσβυτέρου Χαραλάμπους Νεοφύτου ΛΕΜΕΣΟΣ 2009
Ἔτσι ὁ κυριώτερος σκοπός πού συνάγεται κάθε Κυριακή στό ναό, ἡ ἐκκλησία, εἶναι νά μετάσχει στό Μυστικό Δεῖπνο, στή Θεία Κοινωνία, γιά νά τραφεῖ, νά ζήσει καί νά προοδεύσει πνευματικά κάθε μέλος τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ Κυρίου, ὅταν γίνεται σωστά καί μέ ἐπίγνωση, καθαρίζει τόν χριστιανό, τόν φωτίζει, τόν ἁγιάζει καί τόν καθιστᾶ ναό τοῦ Θεοῦ καί μέτοχο τῆς θεώσεως.
Γιά τήν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς συμμετοχῆς βεβαιωνόμαστε ἄν ρίξουμε μιά ματιά στούς λόγους τοῦ Κυρίου, στά εὐαγγέλια..
Ὄταν ἀκόμα ζοῦσε ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς...ἐάν κανείς φάγη ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτον, θά ζῆ αἰωνίως»( Ἰωάν. Στ΄ 48-51) Καί λίγες μέρες πρίν τή σταύρωσή Του, παρέδωσε καί ἐθεσμοθέτησε τό αἰώνιο Δεῖπνο, ἔδειξε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γινόταν στό μέλλο τό θεῖο Δεῖπνο γιά να τρέφονται οἱ πιστοί.( Ματθ. κστ΄ 26-28) Ὁ Ἴδιος πάλιν λέγει: «Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ἐάν δέν φάγετε τή σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα του, δέν θά ἔχετε ζωή μέσα σας» Ἀκόμα αὐτός πού μεταλαμβάνει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἑνώνεται μαζί Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Στ΄ 54).
Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει στούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου ὅτι παρέλαβε τό μυστήριο τῆς Θεία Μεταλήψεως ἀπό τόν Κύριο καί τό παρέδωκε σ’ αὐτούς, καί πρέπει νά συμμετέχουν σωστά, γιατί ἔτσι διακυρήττουν τό θάνατο τοῦ Κυρίου μέχρι πού ξαναέλθει στόν κόσμο. (α΄Κορινθ. Ια¨23-26)
Ἔτσι λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ κυριώτερος σκοπός πού ἡ ἐκκλησία συνάγεται μέσα στό ναό εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθανασία καί ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπόν εἶναι ἡ τράπεζα πού ἑτοιμάζεται γιά νά θρέψει τή ψυχή μέ τροφή ἀθανασίας καί αιώνιας ζωῆς. Δυστυχῶς ὅμως οἱ χριστιανοί δέν ἀνταποκρίνονται, δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό δεῖπνο τοῦ Κυρίου καί ζημιώνονται ἀφάνταστα.
Ἐνῶ κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, και ἐξομολόγοι προτρέπουν κάθε χριστιανό νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, και να ἐξομολογεῖται και να κοινωνᾶ, ἐλάχιστους χριστιανούς βλέπουμε να προσέρχονται στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά ὅλους τους βλέπουμε να παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία, πρᾶγμα πού κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι ἄτοπο και ζημιογόνο, ἐάν παρακολουθοῦν τη Θεία Λειτουργία καί δέ συμμετέχουν στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, χωρίς να διαφωτίζει κανείς αὐτούς τούς χριστιανούς, ἀλλ’ οὔτε και να τους καθοδηγήσει πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦν για να εἶναι σίγουρα στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπικρατεῖ μιά ἄγνοια καί ἀκαταστασία μεταξύ των χριστιανῶν καί θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά διαφωτίσει τούς χριστιανούς.
Ἔχουμε σήμερα ἐνώπιόν μας δύο θέματα∙ α) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία καί στή Θεία Μετάληψη. Καί β) ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά όχι στή Θεία Μετάληψη.
Καί τά δύο θέματα πού προβάλαμε πιό πάνω, ἀφοροῦν τούς ἰδίους χριστιανούς· ἐξομολογοῦνται καί προσέρχονται ἄξια στή Θεία Μετάληψη, ἀλλά μερικές φορές το χρόνο. Οἱ ἴδιοι χριστιανοί, ἀλλά καί μερικοί ἄλλοι προσέρχονται στή Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή ἤ γιορτή καί δέ συμμετέχουν στή Θεία Τράπεζα τοῦ Κυρίου, καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο πρόβλημα κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο.
Στή συνέχεια θά παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπό τό λόγο ἁγίου πατρός γιά να βγάλουμε τά ἀναγκαία συμπεράσματα. Λέγει λοιπόν ὁ ἱερός πατέρας: «Πολούς βλέπω νά μεταλαμβάνουν από τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, καί μᾶλλον ἀπό συνήθειαν καί ὑποχρέωσιν, παρά ἀπό στοχασμόν καί γνῶσιν. Ὅταν ἔλθῃ, λέγει, ὀ καιρός τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἤ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ὅπως κι ἄν εἶναι κανείς, μετέχει τῶν μυστηρίων. Κι ὅμως καιρός γιά νά προσέλθης δέν εἶναι τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ τεσσαρακοστή, ἀλλ’ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. ὅταν ἔχεις αὐτήν, πάντοτε νά προσέρχεσαι, χωρίς αὐτήν ποτέ. «Διότι κάθε φοράν πού τρώγετε τόν ἄρτον τοῦτον καί πίνετε ἀπό τό ποτήριο τοῦτο, διακηρύσσετε τόν θάνατον τοῦ Κυρίου ἕως ὅτου ἔλθει». Δηλαδή κάμνετε ὑπόμνησιν τῆς σωτηρίας πού ἐδόθη εἰς ἐσᾶς, τῆς ἰδικῆς μου εὐεργεσίας. Σκέψου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετεῖχον εἰς τήν θυσίαν εἰς τήν παλαιάν ἐκκλησίαν, μέ πόση φειδώ προσήρχοντο∙ τί δέ ἔκαμνον; Τί παρέλειπον; Πάντοτε ἐκαθαρίζοντο. Ἐνῶ ἐσύ προσερχόμενος εἰς θυσίαν, τήν ὁποίαν καί οἱ ἄγγελοι φρίττουν, θεωρεῖς ὄτι τό πρᾶγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τάς χρονικάς περιόδους;
Γι’ αὐτούς πού παρευρίσκονται στή Θεία Λειτουργία καί δέ μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Ὤ τί συνήθεια, ὤ τί πρόληψις! Εἰς μάτην γίνεται θυσία καθημερινῶς, εἰς μάτην παριστάμεθα εἰς τό θυσιαστήριον, διότι κανείς δέν μετέχει.»
Γι’ αὐτούς πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν λέγει∙ «Λέγω αὐτά, ὄχι νά μετέχετε ὄπως τύχη, ἀλλά διά νά προετοιμάζετε τούς ἑαυτούς σας, ὥστε νά γίνεσθε ἄξιοι. Δέν εἶσαι ἄξιος τῆς θυσίας, οὔτε τῆς μεταλήψεως. Λοιπόν δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε εἰς τάς εὐχάς τῆς μεταλήψεως νά παρίστασαι .Ἀκοῦς τόν ἱερέα νά ἵσταται καί νά λέγει...νά ἀπέλθετε ὅσοι δέν ἠμπορεῖτε νά προσφέρετε δέησιν, σύ ἵστασαι μέ θρασύτητα; Δέν εἶσαι ὅμως ἀπό τούς μετανοοῡντας, ἀλλά δύνασαι νά μετάσχης, καί δέν φροντίζεις καθόλου, θεωρεῖς τό πρᾶγμα ὡς ἀσήμαντο; Πρόσεχε σέ παρακαλῶ∙ ἑτοιμάζεται τράπεζα βασιλική, ὑπηρετοῦν εἰς τήν τράπεζαν ἄγγελοι, παρευρίσκεται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί σύ ἵστασαι καί χασμουριέσαι... ἔρχεται (ὁ Κύριος) κάθε φορά διά νά ἴδη ὅσους μετέχουν, συνομιλεῖ μέ ὅλους∙ καί τώρα εἰς τήν συνείδησιν θά εἴπη, φίλοι, πῶς εὑρέθητε ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχετε ἔνδυμα γάμου; Δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες εἰς τήν τράπεζαν; ἀλλά πρίν καθίση, λέγει εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί νά εἰσέλθῃ ἀκόμη. Διότι δέν εἶπε, διατί ἐκάθησες, ἀλλά, διατί εἰσῆλθες; (Δές τήν παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων).(Ματθ. Κβ΄2-14)
Στή συνέχεια ἀπευθυνόμενος σέ ἐκείνους πού παρακολουθοῦν τή Θεία Λειτουργία καί δέν μεταλαμβάνουν, λέγει: «Αὐτά καί τώρα λέγει πρός ὅλους ἐμᾶς, οἰ ὁποῖοι μέ ἀναισχυντίαν καί μέ θράσος ἱστάμεθα ἐδῶ. Διότι ὅποιος δέν μετέχει εἰς τά μυστήρια, εἶναι ἀναίσχυντος καί θρασύς ὅταν ἵσταται εἰς τό ναόν. Διά τοῦτο ἐκβάλλονται ἀπό τό ναόν ὅσοι εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν ἁμαρτωλότητος... Εἰπέ μου, ἐάν κάποιος προσκεκλημένος εἰ τήν τράπεζαν, ἀφοῦ νίψη τάς χεῖρας καί καθίσῃ καί ἑτοιμασθῇ διά τό φαγητό, ὕστερον ὅμως δέν μετέχει, δέν προσβάλλει ἐκεῖνον ὀ ὀποῖος τόν ἐκάλεσε; Δέν ἦτο καλύτερον αὐτός νά μή ἔλθῃ; Ἔτσι λοιπόν καί σύ ἦλθες, ἔψαλλες τόν ὔμνο μαζί μέ ὅλους, ὡμολόγησες ὅτι εἶσαι ἄξιος καθ’ ὅσον δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀναξίους∙ πῶς ἔμεινες καί δέν μετέχεις εἰς τήν τράπεζαν;...»
Συνεχίζοντας προτρέπει ὅσους δέν θά μεταλάβουν νά μήν μείνουν στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου∙ «ὄταν ὄμως παρευρίσκεσαι (στό ναό) κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου, φύγε ἔξω∙ διότι δέν ἐπιτρέπεται εἰς σέ νά παραμένης περισσότερον ἀπ’ ὅσον ἕνας κατηχούμενος.»
(Ἀπό τόν τρῖτο λόγο τοῦ Ιωάννου του Χρυσοστόμου στήν προς Ἐφεσίους ἐπιστολήν)
Πιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα τῶν ὅσων ἀναφέρει ὁ ἅγιός μας; Σίγουρα τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν γίνεται νά παρακολουθεῖ κάποιος τή Θεία Λειτουργία χωρίς νά εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει.
Ἐδῶ ὄμως προκύπτει ἀμέσως τό ἐρώτημα∙ Τί πρέπει νά γίνει; Νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ἀφοῦ δέ θά μεταλάβουμε; Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπἀντηση εἶναι: Νά φροντίζουμε νά καθαριζόμαστε καί νά ἐκκλησιαζόμαστε καί νά μετέχουμε τῆς τράπεζας τοῦ Κυρίου ἀξίως, ὅπως γινότανε στήν ἀρχαία ἐκκλησία∙ ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό τήν πολύχρονη ἐξομολογητική πεῖρα, διαπίστωσα ὅτι ἠ κατάσταση μπορεῖ νά διορθωθεῖ ἄν ὄλοι οἱ ἐξομολόγοι ἀναλάβουν μιά συνεχεῖ προσπάθεια νά διαφωτίσουν τούς χριστιανούς ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά ἀμαρτήματα πού ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη καί ποιά εἶναι ἐκεῖνα πού δέν ἐμποδίζουν τή θεία Μετάληψη.
Ἁμαρτήματα θανάσιμα πού ἐμποδίζουν τήν θεία Μετάληψη εἶναι: Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία, θυμός καί ἀμέλεια.Τά μεγάλα αὐτά ἁμαρτήματα οἰ περισσότεροι χριστιανοί τά ἐξομολογήθηκαν καί καθαρίστηκαν καί δέν τά ἐπαναλαμβάνουν.
Μένουν λοιπόν τά ἁμαρτήματα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, τά ὁποία εἶναι μέν ἁμαρτήματα, πληγές, ἀλλά δέν προκαλοῦν θάνατο ἐπειδή εὔκολα θραπεύονται μέ τήν ἐξομολόγηση. Εἶναι οἰ ἀδυναμίες τῆς τρεπτῆς μας φύσεως, οἱ ὁποῖες δύσκολα ἀποφεύγονται καί αὐτό τό γνωρίζει ὀ Κύριος. Ὅσο καί ἄν προσέξουμε ἡ ἀδύναμη καί τρεπτή μας φύση θά μᾶς παρασύρει καί κάπου θά γλυστρήσουμε.
Αὐτό τό ἐπισημαίνει καί ἡ Γραφή∙ ὀ Ἰώβ ἔλεγε: «κανένας (ἄνθρωπος) δέν εἶναι καθαρός ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ἰώβ 3.2). Ὁ σοφός Σολομών: «Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμαρτήσει» (Γ΄ Βασιλ. 8.16) κλπ.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7, 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατα-νόηση.
«Ἄλλ’ ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τίνας. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος ‘Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν; Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει. ‘Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἵερον Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἤμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. ‘Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τή τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, καν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἔχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὖτος ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὀλας τάς ἔντολας, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἄχρειοι ἔσμεν ὅτι ὁ ὤφειλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
“Ὀσω γάρ γίνεται τίνας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας τοῦ τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τή παρούση ζωή, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ’ ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὖτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἡ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἡ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν”.
Ὑπάρχουν σίγουρα καί ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὀποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α΄. Ἰωάν. 4, 16) τά ὁποῖα περιγράφονται πιό κάτω.
…καί ὅ ἅγιος Ἀναστάσιος ὅ Ἀντιοχείας- «εἴσι γάρ τινές διά χρόνου μεταλαμβάνοντες, ἔκδίδουσιν ἑαυτούς τή ἁμαρτία ... Ἄλλοι δέ πάλιν συχνοτέρως μεταλαμβάνοντες, παραφυλάττουσιν ἑαυτούς πολλάκις ἀπό πολλῶν κακῶν, φοβούμενοι τό κρίμα τῆς μεταλήψεως. Οκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινά καί εὔσυγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δί’ ἄκοῆς δί’ ὄφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοϋ, ἡ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἤ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται».
Νομίζω ὅτι ἔχει ξεκαθαρίσει τό θέμα καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο λοιπόν πού λείπει εἶναι ἡ προσπάθεια διαφώτισης τῶν χριστιανῶν γιά να βοηθηθοῦν νά καταλάβουν τήν πραγματηκότητα καί νά μήν ἔχουν ἀόριστες ἐνοχές καί νά στεροῦνται τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο, ἀλλά καί νά ἁμαρτάνουν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἀρκετοί ἀπό τούς χριστιανούς πού ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση γιά πολλά χρόνια, λένε∙ «δέν ἔχω κάτι πού μέ βαρύνει, ἔχω τά καθημερινά». Δηλαδή τίς καθημερινές σχέσεις μέ τήν οἰκογένειά του καί μέ τίς σχέσεις του μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία καί μέ τήν κοινωνία γενικά. Ὅπως ἕνας λόγος παραπάνω, ἕνας θυμός, ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός πού πέρασε, μιά συζήτηση, ἤ ἕνα κουτσομπολιό τῆς ὥρας. Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὄτι γνωρίζει ὀ Θεός τήν ἀδυναμία μας καί τήν εὔκολη μεταβολή μας καί εὔκολα μᾶς καθαρίζει ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε αὐτά. Αὐτό βγαίνει μέσα ἀπό ὅσα λέχθηκαν πιό πάνω.
Ἄς ἀρχίσει λοιπόν μιά πραγματική καί συνεχής προσπάθεια ἀπό τούς ἐξομολόγους, νά διαφωτίσουν πλήρως τούς χριστιανούς, νά ὁδηγηθοῦν στή συχνή θεία Μετάληψη. Γιατί ὅταν κάποιος θά κοινωνᾶ συχνά, θά προσέχει περισσότερο τή διαγωγή του καί σίγουρα θά προοδεύει μνευματικά ἔστω κι’ ἄν κάποτε πέφτει σέ κάποιο συγνωστό ἁμάρτημα, τό αἷμα τοῦ Κυρίου θά τόν καθαρίζει πάντοτε, ὅπως σημειώνει πιό πάνω καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Εἶμαι βέβαιος ὁτι τό θέμα τῆς προετοιμασίας δέν εἶναι τόσο πολύ δύσκολο όσο τό παρουσιάζουμε∙ ἄν τό ἀποφασίσει ὁ χριστιανός, ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θέλει νά εἰσέλθει στή βασιλεία Του. Δύσκολο τό κάνει τό δικό μας θέλημα καί οἱ μικρές μας ἀδυναμίες πού τίς ἐκμεταλεύεται ὁ σατανᾶς καί μᾶς παρασύρει στό θέλημά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τό Θεό καί ποθεῖ τόν Παράδεισο, ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται εὔκολα τά πράγματα ἐπειδή βοηθᾶ καί ὁ Θεός. Ὁ χριστιανός σέ κάθε περίπτωση πού νομίζει ὄτι θά ἁμαρτήσει, ἄς θυμᾶται ἐκεῖνο πού εἶπεν ὀ Πάγκαλλος Ἰωσήφ ὁταν τόν προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία: «Δέν πρόκειται νά κάνω τό πονηρό τοῦτο πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» Ἄς συναισθανόμαστε ὅτι βρικόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ Κυρίου, καί μέ τή βοήθειά του θά μποροῦμε σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά μεταλαμβάνουμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Ὑπάρχουν βέβαια καί πολλοί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται καί δέν ἐξομολογοῦνται εἴτε τούς ἐμποδίζει ὀ ἐγωϊσμός τους καί ἡ ἄγνοιά τους ἀκόμα, καί κοινωνοῦν μερικές φορές τίς μεγάλες γιορτές καί τοῦτο εἰ κατάκριμά τους. Γι’ αὐτούς θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ μεγάλη ἐκστρατεία συνεχοῦς διαφώτισης καί νά μήν περιοριζόμαστε στίς συνήθεις παροτρύνσεις πού γίνονται πρόχειρα καί προσωρινά με μηδαμινά ἀποτελέσματα. Μόνο μιά δυναμική ἐπέμβαση πάνω σέ σωστή καί ὠργανωμένη βάση, μέ προφορικό καί ἔντυπο λόγο καί τήν ὁποία θά συντονίζει ἡ κάθε Μητρόπολη, στήν ὁποία θά στρατευθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί θεολόγοι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἴσως θά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα γιά νά βλέπουμε τούς χριστιανούς μας νά μετέχουν στό σωστικό Μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως.
http://oparadeisos.wordpress.com/2011/11/17/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%88%CE%B5%CF%89%CF%82-%CE%BA/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου