Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Ἡ ψευδώνυμη γνώση, ἡ ἀποφυγή τῶν αἱρετικῶν καί ἡ ἀληθινή σοφία» Εὐεργετινός Δ΄ Τόμος, Ὑπόθεση ΙΗ΄.Ἱερομ. Σάββα Ἁγιορείτου




Συνεχίζουμε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν Εὐεργετινό. Βρισκόμαστε στόν τέταρτο τόμο, στήν 18η Ὑπόθεση, ἡ ὁποία ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο: «Ὅτι δεῖ τῶν πιστῶν ἀπέχεσθε ὅλως τῆς ψευδωνύμου γνώσεως καί τοῖς αἱρετικοῖς ὁμιλεῖν, καί τίς ἡ κατά θεόν σοφία καί ὅτι τισί καί ἡ ἰδιωτεία συμβάλλεται»[1]. Δηλαδή, ὅτι πρέπει ὁ πιστός νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν ψευδώνυμο γνώση. Θά ποῦμε ποιά εἶναι αὐτή ἡ ψευδώνυμος γνῶσις. Μιά γνῶσις δηλαδή πού ἔχει τό ὄνομα μόνο ὅτι εἶναι γνῶσις ἀλλά δέν εἶναι γνῶσις, εἶναι ἕνα ψέμα. Καί ὁ πιστός πρέπει νά στέκεται μακριά ἀπό αὐτή.

«Καί τοῖς αἱρετικοῖς ὁμιλεῖν», καί δέν πρέπει ὁ πιστός νά συναναστρέφεται, ὁμιλῶ θά πεῖ συνομιλῶ-συναναστρέφομαι, καί πρέπει νά ἀπέχει καί ἀπό τίς συναναστροφές μέ αἱρετικούς∙ νά μήν συνομιλεῖ, νά μήν συναναστρέφεται ἀνθρώπους πού ἔχουν παρεκκλίνει ἀπό τήν πίστη. Ποῖα εἶναι ἡ πραγματική κατά θεόν σοφία; Καί μερικούς ἀνθρώπους τούς ὠφελεῖ νά ζοῦν μέ ἁπλότητα, μακράν ἀπό αὐτές τίς συζητήσεις γιά τήν γνώση καί γιά τά δόγματα, γιά τήν πίστη.

Ὅταν λέει ψευδώνυμος γνῶσις ὁ Εὐεργετινός ἐννοεῖ κυρίως τήν αἵρεση τῶν γνωστικῶν. Οἱ γνωστικοί ἦταν μιά ὁμάδα φιλοσοφικο-θρησκευτική ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναφανεῖ λίγο πρίν ἔρθει ὁ Χριστός -καί μετά ἐπίσης συνέχισαν- καί μπέρδευαν πάρα πολλά πράγματα μέσα, πίστεις διάφορες, δοξασίες διάφορες καί ὑπῆρχαν διάφορες ὁμάδες γνωστικῶν.. καί κυρίως αὐτοί ἦταν πού πολέμησαν τήν πίστη στό ξεκίνημά της, τήν Ὀρθοδοξία, τόν Χριστιανισμό στό ξεκίνημά του. Γι' αὐτό καί ἀντιμετωπίστηκαν πολύ, θά λέγαμε, ἐπίμονα καί ἐπισταμένως, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί πολεμήθηκαν οἱ γνωστικοί καί οἱ δοξασίες τους ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Συνδύαζαν κάποιοι ἀπό τούς γνωστικούς καί χριστιανικά στοιχεῖα μέσα στή φιλοσοφία τους καί διακήρυτταν ὅτι αὐτοί ἔχουν τήν ἀληθινή γνώση. Ἐξ οὗ καί τό ὄνομα γνωστικοί. Τέτοιοι αἱρετικοί ἦταν ὁ Μαρκίων, ὁ Βασιλίδης καί ἄλλοι.

Καί διάδοχοι τῶν γνωστικῶν, τῶν ἀρχαίων γνωστικῶν, εἶναι οἱ σημερινοί τέκτονες, οἱ μασόνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σάν σύμβολο τό G. Τό G μέ κεφαλαῖο εἶναι τό ἀρχικό τῆς λέξεως Gnosis, τῆς ἑλληνικῆς λέξεως γνώσης, καί θεωροῦνται μύστες αὐτῆς τῆς γνώσης, τῆς κεκρυμμένης ἀπό τούς πολλούς. Καί βέβαια ὅλο αὐτό συνδυάζεται μέ τήν ἀπόκρυφη γνώση, τήν μαγεία δηλαδή καί τήν σατανολατρεία. Καί ἐκεῖ τελικά καταλήγουν αὐτές οἱ φιλοσοφίες. Γι' αὐτό καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεώρησαν τόν γνωστικισμό ὡς τόν μεγαλύτερο ἐχθρό, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά καταπολεμηθεῖ καί καταπολεμήθηκε στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀλλά καί μέχρι σήμερα. Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος τό ἔλεγε αὐτό. Οἱ μασόνοι -ἔλεγε- εἶναι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί; Γιατί πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό μέσα. Μερικοί εἶναι καί ἐπίτροποι, ἤ ἀκόμα καί ἔχουν ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα... εἶναι ἱερεῖς, εἶναι καί ἀρχιερεῖς καί πατριάρχες ἀκόμα.. Εἶναι γνωστό.. γνωρίζουμε μασόνους πατριάρχες, στόν 20ο αἰῶνα τοῦ Οἰκομενικοῦ Πατριαρχείου.. Καί ὅλο αὐτό βέβαια κάνει τή μεγαλύτερη ζημιά στήν Ἐκκλησία, διότι πολεμάει ὁ μασόνος αὐτός ἀπό μέσα τήν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας λέει: «Ἀδελφέ, φύλαξε τόν ἑαυτό σου νά μή συνομιλεῖς μέ αἱρετικούς, ἐπιθυμῶν δῆθεν νά τούς στηρίξεις στήν πίστη, μήπως τό δηλητήριο τῶν θανατηφόρων λόγων τους τραυματίσει τό πνεῦμα σου καί τό φρόνημά σου»[2]. Δέν μποροῦν ὅλοι νά κάνουν συζητήσεις μέ αἱρετικούς, νά ἀντιμετωπίζουν τά ἐπιχειρήματά τους, τίς δοξασίες τους. Καί ἀντίθετα, μποροῦν νά ἐπηρεαστοῦν καί νά τραυματιστοῦν οἱ ἴδιοι πνευματικά.. καί ἀπό τό φρόνημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Βλέπουμε στούς λεγόμενους διαλόγους μέ τούς παπικούς, τούς προτεστάτες, οἱ Ὀρθόδοξοι δυστυχῶς ἐπηρεάζονται. Ἔχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Ἐνῷ ἀντίθετα δέν ἐπηρεάζουν τούς ἑτεροδόξους, ἤ πιό σωστά κακοδόξους, μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦν. Δέν ἔχουμε δηλαδή μέσα ἀπό τούς διαλόγους περιστατικά-παραδείγματα πού νά ἐπέστρεψαν στήν ἀληθινή πίστη αὐτοί οἱ αἱρετικοί, οἱ παπικοί, οἱ προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι συνδιαλέγονται μέ τούς Ὀρθοδόξους. Ἀντίθετα ἔχουμε ἐπηρεασμό ἀρνητικό τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν νά προτεσταντίζουν ἤ νά ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τό πνεῦμα τοῦ παπισμοῦ. Καί αὐτό εἶναι φανερό στή σημερινή ἐκκλησιαστική ζωή κάποιων ἀπό αὐτούς.



Ἑπομένως, ἔχει πολύ δίκαιο ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας πού λέει, νά προσέχεις, νά φυλᾶς τόν ἑαυτό σου, νά μή συνομιλεῖς μέ αἱρετικούς, ἔχοντας ἔτσι τήν ὑπερφύαλη καί ἀλαζονική σκέψη ὅτι μπορεῖς ἐσύ νά τούς στηρίξεις στήν πίστη ἤ νά τούς ἐπαναφέρεις στήν πίστη, μήπως τό δηλητήριο τῶν λόγων τους τῶν θανατηφόρων, τραυματίσει τό πνεῦμα σου καί τό φρόνημά σου. Δέν εἶναι μόνο ἡ ἐπιρροή στή διάνοια, ἀλλά εἶναι καί στό φρόνημα. Ὅταν συναστρέφεσαι μέ ἕναν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, γίνεσαι κι ἐσύ, χωρίς νά τό καταλάβεις, ὑπερήφανος, ἄν δέν προσέξεις. Ὅταν συναστρέφεσαι μέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει θολή, διεστραμμένη πίστη, ἀρχίζεις καί ἐσύ μετά, ἄν δέν προσέξεις, νά ἀποκτᾶς ἀνάλογη πίστη.

Ἀκόμα λέει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας καί τό βιβλίο τῶν αἱρετικῶν, καί βιβλίο αἱρετικῶν νά μήν θελήσεις νά μελετήσεις, μήπως θανατώσεις τήν ψυχή σου. Γιατί καί ἀπό τά βιβλία τά αἱρετικά, πού δυστυχῶς κυκλοφοροῦν πάρα πολλά σήμερα καί παπικά καί προτεσταντικά καί ἄλλων θρησκειῶν, καί ἀνατολικῶν θρησκειῶν μάλιστα, τά ὁποῖα κάνουν μεγάλη ζημιά στούς ἀνθρώπους καί μάλιστα στούς νέους πού παίρνουν νά τά διαβάσουν.. θανατώνεται ἡ ψυχή, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει καί μάλιστα ἐάν δέν ἔχει στέρεη ὀρθόδοξη πίστη, δέν ἔχει ἐρίσματα ἡ ψυχή του σωστά, παγιωμένα μέσα στόν Χριστό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

«Στήν διδασκαλία πού ἐφωτίσθης», λέει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας, «κατά τήν Ἱερά Κατήχηση καί τό Ἅγιο Βάφτισμα, νά παραμένεις σταθερός, ἀποστρεφόμενος τελείως τήν ψευδώνυμο γνώση, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται πρός τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος»[3]. Ὑγιαίνουσα διδασκαλία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τό ὀρθόδοξο δόγμα, τό ὁποῖο εἶναι ὑγιαίνων, δηλαδή εἶναι ὑγιές, ἀλλά καί δίδει ὑγεία σέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τό ἐγκολπώνονται. Ἄν λοιπόν θέλεις νά φυλάξεις τόν ἑαυτό σου, παράμενε σέ αὐτή τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία. Ὁπότε παραμένεις στήν πνευματική ὑγεία. Καί ἀκόμα περισσότερο, ὅσο περνάει ὁ χρόνος, ἐφαρμόζοντας αὐτά πού ἔμαθες, ἐξυγιαίνεσαι ἔτι καί ἔτι καί καθαρίζεις ἔτι καί ἔτι τήν ψυχή σου. Καί καθόλου νά μήν ἀσχολεῖσαι μέ τήν ψευδώνυμο γνώση.

Ὑπῆρχαν καί τότε, λοιπόν, καί πάντα ὑπῆρχαν, οἱ πλάνες μέσα στόν κόσμο. Καί πάρα πολλές πλάνες μάλιστα κυκλοφοροῦσαν ἀνέκαθεν, καί στά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μέχρι σήμερα. Καί πάρα πολλοί πλανῶνται ἀπό αὐτή τήν ψευδώνυμο γνώση. Τάχατες μιά γνώση κρυφή, πού τήν ἔχουν κρατήσει κρυφή οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτοί οἱ σπουδαῖοι τήν ἔχουν φυλάξει καί μποροῦν νά μᾶς τή δώσουν.. Ὅλα αὐτά εἶναι μιά ἀπάτη τοῦ σατανᾶ. Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πού χρειάζεται γιά νά σωθοῦμε πέρα ἀπό αὐτό πού μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὅλη τήν ἀλήθεια διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού τούς ὁδήγησε εἰς πᾶσα τήν ἀλήθεια μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή. Καί αὐτή τήν ἀλήθεια λοιπόν τήν ἔχουμε μέσα στήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν ἀλήθεια γιά τό τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ Χριστός, τί εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, τί εἶναι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή καί ἀκόμα ἡ ἀλήθεια γιά τό πῶς θά πρέπει νά ζήσουμε, ἔτσι ὥστε νά φτάσουμε στήν αἰώνια ζωή, στήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα, στήν ἕνωση μέ τόν Θεό, στή θέωση. Δηλαδή μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια γιά τό δόγμα καί γιά τό ἦθος. Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πού θά ἔπρεπε νά μάθουμε ἀπό κάπου ἀλλοῦ, ὅπως μᾶς λένε οἱ λεγόμενοι γνωστικοί. Καί σήμερα ὑπάρχουν διάφορες τέτοιες γνωστικές αἱρέσεις. Νέα Ἀκρόπολις κ.λπ. Πρίν λίγα χρόνια ὑπῆρχαν σέ πολλή ἔξαρση αὐτές οἱ, ἄς τό ποῦμε, σέκτες καί παραθρησκεῖες, ἀλλά καί ὁ μασονισμός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μέχρι σήμερα, καί διάφορες τέτοιες ἄλλες ἑταιρεῖες ἀπόκρυφες πού τάχατες ὑπόσχονται νά μᾶς δώσουν τήν γνώση τήν ἀληθινή. Εἶναι ψευδώνυμη γνώση. Εἶναι γνώση δηλαδή μέ ψεύτικο ὄνομα. Δέν εἶναι ἀληθινή γνώση, δέν εἶναι γνώση τῆς ἀληθείας ἀλλά ψεύτικη γνώση, γνώση ψευδής. Καί αὐτή τήν γνώση πρέπει νά τήν ἀποστρεφόμαστε. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του τόν Τιμόθεο, στήν πρώτη ἐπιστολή, στό πρῶτο κεφάλαιο, στό δέκατο στίχο.

Καί ἕνα δεύτερο κείμενο πού παραθέτει ὁ Εὐεργετινός στό κεφάλαιο αὐτό, στήν Ὑπόθεση αὐτή, τή δέκατη ὄγδοη, τοῦ τετάρτου τόμου, γιά τό ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν ψευδώνυμο γνώση καί νά μήν συναναστρεφόμαστε αἱρετικούς καί γιά τό ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή σοφία, ἡ κατά Θεόν σοφία, εἶναι τό κείμενο τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου. «Ἡ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «εἶναι μωρία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». Ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Α΄ πρός Κορινθίους, 3ο κεφάλαιο, 19ο στίχος. Μπροστά στόν Θεό ἡ δική μας ἡ σοφία καί οἱ φιλοσοφίες εἶναι ἀνοησία. Γιατί ἐλαχιστότατη εἶναι ἡ γνώση πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος σέ σχέση μέ τήν πλήρη γνώση, τήν ἄπειρη γνώση πού ἔχει ὁ Θεός. «Ἀντιθέτως, ἡ σοφία πού προέρχεται ἐκ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπό ἄνωθεν, ἀπό τόν Πατέρα τῶν Φώτων»[4]», ὅπως λέγει ὁ Θεῖος Ἰάκωβος στήν καθολική του ἐπιστολή, «καί ἔχει ὡς γνώρισμα τήν ταπεινοφροσύνη»[5].

Ἡ ψευδώνυμη γνώση ἔχει ὡς γνώρισμα τήν ἀλαζονία, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἔπαρση. Καί τό βλέπουμε αὐτό σέ ὅλους τούς πλανεμένους ἀνθρώπους πού ἐντάσσονται σέ αὐτές τίς ἀπόκρυφες ἑταιρεῖες, μασονισμός κ.λπ. καί νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι ξεχωριστό, κάτι ἀνώτερο σέ σχέση μέ τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Πάντα στήν πλάνη συνυπάρχει ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἐνῷ στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ ταπεινοφροσύνη. Νά, λοιπόν, ἕνα γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀληθινῆς γνώσης εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἄνωθεν γνώση, ἡ γνώση ἐκ Θεοῦ, ἡ ἀληθινή γνώση ἔρχεται ἀπό τόν Πατέρα τῶν Φώτων καί ἀπόδειξη αὐτῆς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁ ἀληθινά γνωστικός ἄνθρωπος καί ὄχι ὁ ψευδογνωστικός εἶναι ταπεινός∙ ἐνῷ ὁ ψευδογνωστικός εἶναι ὑπερήφανος.

Συνεχίζει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος καί λέγει: «Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους, οἱ ἀνθρωπαρεσκεῖν βουλόμενοι», αὐτοί πού θέλουν νά ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους, «παραδέχθησαν ἀντί τῆς Θείας Σοφίας τήν ἀνθρώπινη». Στό βάθος δηλαδή τῶν ἀνθρώπων πού μπαίνουν στίς διάφορες γνωστικές αἱρέσεις κρύβεται ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ ἐπιθυμία νά ἀρέσουν στούς ἀνθρώπους καί ὄχι στόν Θεό. Καί ἔτσι παραδέχονται τήν ἀνθρώπινη λεγόμενη «σοφία» -πού εἶναι μωρία εἴπαμε- ἀντί τήν ἀληθινή σοφία, τή Θεία Σοφία. «Ἐξ αἰτίας, λοιπόν, τῆς ἀνθρώπινης αὐτῆς σοφίας, καυχῶνται καί ὑπερηφανεύονται ἐξαπαντήσαντες πολλούς ἀπό τούς ἁπλουστέρους χριστιανούς. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τούς ἁπλούς, τούς ἔπεισαν νά χάνουν τόν χρόνο τούς σέ φιλοσοφικές ἀναζητήσεις, στηριζόμενοι σέ λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀντί νά προσπαθοῦν νά σωθοῦν μέ τούς κόπους τῆς εὐσεβείας καί τήν προσευχή»[6].

Δέν μᾶς σώζει ἡ ἐγκεφαλική γνῶσις, ἀκόμα καί ὅταν εἶναι ἀληθινή. Νά γνωρίσουμε ἐγκεφαλικά τί λέει ὁ Χριστός, ποιά εἶναι τά δόγματα, τί λέει ἡ Φιλοκαλία, τά ἄλλα βιβλία μας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δέν μᾶς ὠφελεῖ αὐτό, ἀλλά μᾶς ὠφελεῖ ὁ κόπος γιά τήν εὐσέβεια. Δηλαδή, νά μποῦμε στόν κόπο νά ἐφαρμόσουμε αὐτά πού μᾶς διδάσκει τό Εὐαγγέλιο, οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Αὐτό μᾶς σώζει. Οἱ πλανεμένοι λοιπόν ἄνθρωποι μέ τήν ψευδώνυμη γνώση παραπλανοῦν, καί προσπαθοῦν νά παραπλανήσουν καί τούς ἁπλούς ἀνθρώπους, νά ἀσχολοῦνται μέ αὐτά. Καί ἐκεῖ στίς στοές τίς μασονικές λένε ὅτι κάνουνε μελέτες φιλοσοφικές, ἐργασίες, ἔχουνε ἐργαστήρια τάχατες φιλοσοφικά.. ἔτσι ἐξαπατοῦν τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές πηγαίνουν ἐκεῖ ὄχι ἐν ἐπιγνώσει ὅτι πᾶνε σέ μία θρησκεία τοῦ διαβόλου, ἀλλά σέ κάποια ὀργάνωση φιλανθρωπική γιά ἀλληλοϋποστήριξη, καί ἐκεῖ τούς βάζουν νά ἀσχολοῦνται μέ αὐτές τίς ἀναζητήσεις τίς φιλοσοφικές, ἀντί νά προσπαθοῦν νά σωθοῦν μέ τούς κόπους τῆς εὐσεβείας καί τήν προσευχή. Αὐτό κατηγορεῖ συνεχῶς καί ὁ Ἀπόστολος, ἀποκαλώντας κένωση - κατάργηση τοῦ Σταυροῦ. Γι' αὐτό καί προωθεῖται καί ἀπό αὐτούς τούς κύκλους ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ μεταπατερική αἵρεση, πού κηρύσσει μία εὐδαιμονία, μία μακαριότητα, μιά ἀνάσταση χωρίς κόπο, χωρίς σταυρό. Ἀνάστασις χωρίς σταυρό εἶναι ἀνυπόστατη, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας πέρασε ἀπό τόν σταυρό γιά νά μᾶς διδάξει αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι γιά νά ἀναστηθοῦμε, γιά νά θεωθοῦμε, πρέπει νά σταυρωθοῦμε, νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, ὡς πρός τά πάθη. Ἕνα κήρυγμα πού καταργεῖ τόν σταυρό καί τόν Ἐσταυρωμένο, εἶναι δαιμονικό κήρυγμα.

Γι' αὐτό καί αὐτή ὅλη ἡ κίνηση πού γίνεται.. στή Μητρόπολη Περιστερίου ἔγινε αὐτό καί σέ κάποιες ἄλλες Μητροπόλεις.. νά ἀφαιρέσουν τόν Σταυρό, τόν Ἐσταυρωμένο ἀπό τόν ἱερό εἶναι πάρα πολύ ὕποπτη θά λέγαμε.. καί κάθε ἄλλο παρά ὀρθόδοξη! Γιατί ὁ Σταυρός καί ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεώς μας καί γύρω ἀπό αὐτό τό κέντρο περιστρέφονται τά πάντα. Ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δέν θά ὑπῆρχε καί ἡ Ἀνάσταση. Καί ὁ Σταυρός δέν εἶναι κάτι πού μᾶς καταθλίβει καί ὁ Ἐσταυρωμένος, γιατί εἶναι Σταυρός ζωηφόρος, πού φέρνει τήν ζωή. Εἶναι Σταυρός πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση. Γι' αὐτό καί ὅταν γιορτάζουμε τό Πάσχα ἔχουμε αὐτή τήν προσευχή, τό «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι» καί λέμε ἐκεῖ ὅτι μέ τόν σταυρό κατήργησε τόν θάνατο ὁ Κύριος. Γι' αὐτό εἶναι μεγάλη χαρά νά βλέπουμε τόν σταυρό καί τόν Ἐσταυρωμένο, διότι δι' Αὐτοῦ καταργήθηκε ὁ θάνατος καί βρήκαμε τήν Ἀνάσταση, μᾶς δωρήθηκε ἡ Ἀνάσταση. Μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἀναστιθοῦμε διά τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου.

Ὅταν λοιπόν κενώνουμε, καταργοῦμε τόν Σταυρό, τότε εἴμαστε σέ πλάνη, εἴμαστε σέ αἵρεση, εἴμαστε μακράν τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ κένωση, ἡ κατάργηση τοῦ Σταυροῦ, γίνεται μέ τή λεγόμενη ψευδώνυμη γνώση, μέ μία τάχατες συγκεκριμένη γνώση, ἡ ὁποία φυλάτεται ἀπό κάποιες ὁμάδες, μασονικές κ.λπ., καί μέσῳ αὐτῶν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ὁλοκληρωθεῖ.. ἔτσι λένε. Ἀλλά ὅλο αὐτό δέν σώζει. Δέν σώζει ἡ γνῶσις ἡ ἐγκεφαλική, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά ὁ κόπος γιά τήν εὐσέβεια καί ἡ προσευχή, καί γενικῶς μέ φόβο καί τρόμο ἐργασία τῆς μετανοίας γιά τή σωτηρία μας.

«Ἰδού», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «τί γράφει σχετικῶς στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὐ γάρ ἀπέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ»[7]»[8]. Δέν μέ ἔστειλε, λέει, ὁ Χριστός νά βαπτίζω ἀλλά νά εὐαγγελίζομαι, νά κηρύττω τό Εὐαγγέλιο∙ ὄχι μέ σοφία ἀνθρώπινη, λόγων, μέ ἔτσι φιλοσοφικούς ὅρους, μέ ὑψηλούς συλλογισμούς, μέ ἀνακοίνωση στοχασμῶν κ.λπ. βαθιῶν θεολογικῶν, ἀλλά μέ ἔστειλε νά εὐαγγελίζομαι διαμέσου τοῦ καθημερινοῦ σταυροῦ. Ὅπως ὁ Χριστός μας σταυρώθηκε καί μᾶς λύτρωσε διά τοῦ σταυροῦ Του καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ κάθε Ἅγιος κάθε μέρα σταυρονόντουσαν καί κήρυτταν καί μέ τά λόγια τους, ἀλλά κυρίως μέ τόν καθημερινό σταυρό τους, μέ τήν καθημερινή θυσία, μέ τόν καθημερινό θάνατο, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος, «καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω»[9]. Κάθε μέρα πεθαίνω γιά τόν Χριστό. Πεθαίνω ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο καί τά πάθη καί εἶμαι ἕτοιμος νά δώσω καί τή ζωή μου γιά τό Εὐαγγέλιο. Ἀλλοῦ πάλι λέγει: «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἵνα τά ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»[10]»[11].

Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται ὄχι στούς ὑπερήφανους καί ἀλαζόνες, ἀλλά στούς ταπεινούς, σ' αὐτούς πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους μωρό, ἀνόητο. Κι ἔτσι καταισχύνει διά αὐτῶν τούς σοφούς, αὐτούς πού ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι εἶναι σοφοί. Ὁ Κύριος διάλεξε τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου, τούς ἀσθενεῖς, ὄχι τούς δυνατούς κατά κόσμο, γιά νά καταντροπιάσει τούς λεγόμενους ἰσχυρούς τοῦ κόσμου∙ καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου, ὄχι αὐτούς πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους εὐγενῆ, μέ ὑψηλή καταγωγή. Καί τά ἐξωθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕνα τίποτα, θεωροῦνται ἕνα τίποτα μπροστά στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτούς διάλεξε ὁ Θεός. Καί τά μή ὄντα, καί αὐτά πού εἶναι ἀνύπαρκτα, γιά νά καταργήσει τά ὄντα, δηλαδή αὐτούς πού νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι. Γιά νά μήν καυχήσεται, νά μήν καυχηθεῖ κανένας ἄνθρωπος μπροστά στόν Θεό. Γιατί τίποτα δέν εἴμαστε μπροστά στόν Θεό. Καί πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε ταπεινοί. Καί σέ αὐτό ἀκριβῶς εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, στό ταπεινό φρόνημα.

Ἐφόσον λοιπόν ὁ Θεός δέν ζητεῖ τούς λόγους τῆς ἑλληνικῆς σοφίας, λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, τήν φιλοσοφία τῶν Ἑλλήνων, τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλά ζητεῖ τούς κόπους τῆς προσευχῆς καί τῆς ταπεινοφροσύνης ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ, καί ἐμεῖς ἄς ἀπέχουμε τελείως ἀπό τήν ψευδώνυμο γνώση, γιά νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε ἐπικίνδυνα ἀπό τήν περιοχή τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν ἀληθινή γνώση καί σοφία, ἄν δέν κοπιάσουμε στήν εὐσέβεια, στήν ἀρετή, στήν προσευχή. Δέν εἶναι θέμα λοιπόν σπουδῶν, μελέτης γραφείου, μελέτης σπουδαστηρίου ἡ πίστη μας, ἀλλά εἶναι γνῶσις πού δίνει ὁ Θεός στούς ταπεινούς πού ἐργάζονται μέ τήν προσευχή, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν μετάνοια, στόν ἑαυτό τους.

«Ἐγνώρισα», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους πού μέ τήν ταπεινοφροσύνη τους ἀνεδείχθηκαν σοφότεροι καί ἀπό τούς σοφούς»[12]. Καί τό βλέπουμε αὐτό καί στήν ἐποχή μας, πού οἱ μεγάλοι Ἅγιοί μας, οἱ πλεῖστοι, ὅπως Ἅγιος Πορφύριος, Ἅγιος Παΐσιος, Ἅγιος Ἰάκωβος κ.λπ. δέν εἶχαν μόρφωση κατά κόσμο σπουδαία. Ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί, ἀλλά ἦταν ταπεινόφρονες. Πολύ μεγάλη ταπείνωση εἶχαν καί γι' αὐτό ἀναδείχθηκαν σοφότεροι ἀπό ὅλους τούς σοφούς.

«Ἕνας ἄλλος ἰδιώτης πού ἄκουσε τήν ἀξία τῆς ἁπλότητας δέν τήν μιμήθηκε μέ ταπείνωση, ἀλλά καυχήθηκε γιά τήν ἁπλότητά του, περιέπεσε στήν θεομίσιτη ὑπερηφάνεια»[13]. Ἕνας πού εἶναι ἁπλός, ἰδιώτης, ἀγράμματος, ἄν καί αὐτός δέν προσέξει καί καυχηθεῖ γιά αὐτή τήν ἁπλότητα πού ἔχει, πέφτει στή θεομίσιτη ὑπερηφάνεια. Ἑπομένως, χρειάζεται ἐργασία καί σέ αὐτόν πού εἶναι ἁπλοϊκός, νά παραμείνει ἁπλοϊκός καί ταπεινός, καί σέ αὐτόν πού ἔχει γνώση τῆς ἀληθείας, ἔχει γνωρίσει τό Εὐαγγέλιο, νά κοπιάσει νά ἐφαρμόσει τό Εὐαγγέλιο καί ὄχι νά ὑπερφανευθεί γιά τίς γνώσεις του τίς πνευματικές. Καί ἔτσι θά φυλάξει τήν γνώση καί θά μπεῖ στήν περιοχή τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσής του, τῆς σωτηρίας του.

«Ἐκεῖνος πού καταξεφτελίζει τήν σύνεση», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «καί καυχᾶται γιά τήν ἀμάθειά του, δέν εἶναι μόνο ἀμαθής κατά τόν λόγο, ἀλλά καί κατά τήν γνώση»[14]. Γιατί ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ἀγράμματοι, πού καυχῶνται γιά τήν ἀμάθειά τους. Καί αὐτός βέβαια λέει, εἶναι διπλά δυστυχισμένος, θά λέγαμε, καί ἀμαθῆς κατά τόν λόγο καί κατά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει προχωρήσει πουθενά, οὔτε στήν -θά λέγαμε- κοσμική γνώση ἤ τήν ἐγκεφαλική γνώση τῆς ἀλήθειας, οὔτε καί στήν βιωματική γνώση πού πηγάζει ἀπό τόν κόπο γιά τόν Θεό.

«Ὅπως ἀκριβῶς ἄλλο πράγμα εἶναι σοφία λόγου καί ἄλλο φρόνησις, τοιουτοτρόπως ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἁπλότης τοῦ λόγου καί ἄλλο ἡ ἔλλειψη φρόνησης»[15]. Σέ τίποτε δέν θά βλάψει ἡ ἀμάθεια τοῦ λόγου τόν εὐλαβέστατο ἄνθρωπο. Μπορεῖ νά μήν ἔχει γνώση κοσμική, ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά, θύραθεν σοφία, θύραθεν θά πεῖ ἐξωτερική σοφία, φιλοσοφική κατάρτιση, κοσμική παιδεία, νά ἔχει σπουδάσει σέ πανεπιστήμια κ.λπ. ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό σέ τίποτα δέν βλάπτει τόν ἄνθρωπο, τό νά εἶναι ἀμαθής ὡς πρός αὐτά, ὡς πρός τήν κοσμική γνώση, ἐάν εἶναι εὐλαβέστατος, ἐάν ἔχει εὐλάβεια, ἐάν ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐάν εἶναι καί ταπεινός. Σέ τίποτα δέν θά τόν ζημιώσει ἡ ἀμάθεια ἡ κοσμική. Θά ἀποκτήσει τήν ἀληθινή σοφία, τήν κατά Θεόν σοφία. Καί αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή σοφία, τό νά γνωρίσει κανείς βιωματικά τόν Θεό, ὁπότε μετά ὁ Θεός, πού εἶναι φίλος του, τοῦ ἀποκαλύπτει τήν ἀληθινή γνώση τῶν πραγμάτων.

«Νά μή λέγεις δέν γνωρίζω τί πρέπει νά κάμω καί γι' αὐτό δέν εὐθύνομαι ἐφόσον δέν ἐκτελῶ τό πρέπον. Γιατί ἄν ἐκτελοῦσες ὅσα καλά σαφῶς γνώριζες, θά σοῦ ἀποκαλύπτονταν ἐν συνεχείᾳ καί τά ὑπόλοιπα». Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο. Γιατί λένε μερικοί τί νά κάνω, δέν ξέρω τί νά κάνω πνευματικό.. Ἐφάρμοσες αὐτά πού ξέρεις, αὐτά πού ἤδη ξέρεις; Βάλε τα κάτω καί ἐφάρμοσέ τα, κάνε τα πράξη καί ὁ Θεός θά σοῦ ἀποκαλύψει καί τά ὑπόλοιπα, ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται νά κάνεις γιά νά σωθεῖς. Μήν λές λοιπόν ὅτι δέν ξέρεις καί ἀφοῦ δέν ξέρεις εἶσαι δικαιολογημένος. Ἄν ἔκανες αὐτά πού ἤξερες, θά σοῦ ἀποκάλυπτε ὁ Θεός καί τά ὑπόλοιπα. «Ἡ μία πρᾶξις ἡ ἄγνωστος, θά κατενοεῖτο διά τῆς ἄλλης τῆς γνωστῆς, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς οἰκίσκους τῶν ἀγροτικῶν οἰκισμῶν, στούς ὁποίους μετά τόν ἕνα ἀνακαλύπτουμε τόν ἄλλο»[16]. Δηλαδή, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐφαρμόσει αὐτά πού γνωρίζει στόν ἑαυτό του, στήν πνευματική του προσπάθεια, ὁ Θεός θά τοῦ ἀποκαλύψει μετά στή συνέχεια καί τά ὑπόλοιπα πού δέν ἔχει γνωρίσει ἀκόμα. Μήν προφασίζεσαι λοιπόν ἄγνοια καί δέν κάνεις τίποτε. Κάνε αὐτά πού ξέρεις, κάνε αὐτά τά λίγα, τά ταπεινά, πού σοῦ εἶπε ὁ πνευματικός σου, τόν ταπεινό πνευματικό καθημερινό σου κανόνα καί ὁ Θεός θά σοῦ ἀποκαλύψει καί ὅ,τι ἄλλο χρειάζεσαι γιά νά σωθεῖς.

«Δέν εἶναι πρός τό συμφέρον σου», συνεχίζει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «νά γνωρίζεις τά ἑπόμενα πρίν προηγουμένως δι’ ἐπιπόνου ἐργασίας, ἐκτελέσεις τά προηγούμενα». Εἶναι ὅπως στό σχολεῖο, πού δέν πᾶμε στήν ἑπόμενη τάξη, ἄν δέν μάθουμε τουλάχιστον τά βασικά τῆς προηγούμενης τάξης. Καί ὁ Θεός, λοιπόν, δέν μᾶς δίνει τό ἑπόμενο μάθημα, ἄν δέν μάθουμε αὐτό τό ὁποῖο τώρα πρέπει νά μάθουμε. Δέν εἶναι πρός τό συμφέρον σου νά γνωρίζεις τά ἑπόμενα, πρίν προηγουμένως μέ ἐπίπονη ἐργασία ἐκτελέσεις τά προηγούμενα. «Γιατί ἡ γνῶσις ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀργίας φουσκώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὑπερηφάνεια, ἐνῷ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ, μέ τό νά ὑπομένουμε τά πάντα, ὅπως καί ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος διδάσκει»[17]. Μή ζητᾶς, λοιπόν, ἁπλῶς νά συσσωρεύσεις γνώσεις, ἀκόμα καί πνευματικές στόν ἐγκέφαλό σου, ἀλλά φρόντισε νά ἐφαρμόσεις αὐτά πού ξέρεις γιά νά ἀποκτήσεις τήν ἀγάπη. Ἡ γνῶσις χωρίς πνευματική ἀνάλογη ἐργασία φουσκώνει τόν ἄνθρωπο, τόν κάνει ὑπερήφανο. Ἐνῷ ἡ ἀγάπη, ἐφαρμογή δηλαδή στήν πράξη, στήν ζωή, αὐτά πού γνωρίσαμε γιά τήν πίστη, γιά τόν Θεό, γιά τό ὀρθόδοξο ἦθος πού πρέπει νά ἔχουμε, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι πού οἰκοδομεῖ στό νά ὑπομένουμε τά πάντα καί νά ὠφελοῦμε ἔτσι πραγματικά τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους. «Ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ»[18], λέει ὁ Ἀπόσταλος. Ἁπλῶς τό νά συσσωρεύουμε πνευματικές γνώσεις, μᾶς κάνει ὑπερήφανους. Τό νά ἐφαρμόζουμε διά τῆς ἀγάπης, αὐτό οἰκοδομεῖ πνευματικά καί ἐμᾶς καί τούς ἄλλους.

«Τό ἕνα μέ τό ἄλλο τά ἁμαρτήματα ἐνισχύουν τήν δύναμη τοῦ κακοῦ», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «ὅπως ἀκριβῶς καί τά ἀγαθά αὐξάνονται γιά τίς μεταξύ των συναφείας καί ὑποβοηθοῦν τόν μέτοχο αὐτῶν στή πνευματική πρόοδο καί ἄνοδο»[19]. Συνδέονται δηλαδή μεταξύ τους σάν σέ ἁλυσίδα τό ἕνα ἁμάρτημα μέ τό ἄλλο καί ἐνισχύει τό ἕνα ἁμάρτημα τό ἄλλο. Καί ἀντίθετα, τά καλά, τά ἀγαθά αὐξάνονται τό ἕνα μέ τό ἄλλο καί βοηθᾶνε αὐτόν πού τά καλλιεργεῖ στήν πνευματική πρόοδο καί ἄνοδο. Τό ἕνα καλό, ἡ μία ἀρετή βοηθάει τήν ἄλλη ἀρετή. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται πνευματικά, θά δοῦμε ὅτι ἔχει σέ ἕναν βαθμό ὅλες τίς ἀρετές. Καί ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀμελής, ὁ ἀδιάφορος, μπορεῖ νά ἔχει προεξάρχων κάποιο κακό, κάποιο πάθος, ἀλλά μαζί μέ αὐτό ἔχει ὅλα τά πάθη σέ κάποιο βαθμό.

«Χωρίς τήν διαρκή ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατος ἡ πραγματική καί γνησία γνῶσις», λέει πάλι ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος. Ἄν συνεχῶς δέν προσευχόμαστε, δέν μνημονεύουμε τόν Θεό, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε τήν ἀληθινή γνώση. Γιατί ἡ ἀληθινή γνῶσις εἶναι αὐτή πού πηγάζει ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά πῶς θά ἔχουμε αὐτή τήν γνώση, ἄν δέν ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό γιά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς; «Ἡ γνῶσις χωρίς τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ εἶναι νόθος»[20], εἶναι ψεύτικη, εἶναι νοθευμένη, δέν εἶναι ἀληθινή γνώση. Βλέπετε, πῶς συνδέεται ἡ ἀληθινή γνώση μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή! Ὅταν κανείς προσεύχεται συνεχῶς, ζεῖ τόν Θεό, ζεῖ τήν Θεία Χάρη, ζεῖ καί τήν γνώση, τήν ἀληθινή γνώση, πού εἶναι πάλι ὁ Θεός, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς σοφίας. Γι' αὐτό καί λέγεται καί Σοφία τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐξ οὗ καί ὁ ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη.

«Αὐτόν τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά δέν ἔχει μαλακώσει ἀκόμη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὠφελεῖ ὁ λόγος τῆς ὑψηλοτέρας καί λεπτοτέρας γνώσεως. Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν δύναται χωρίς φόβο νά ἀναλάβει τούς κόπους τῆς μετανοίας»[21]. Χρειάζεται λοιπόν διαρκῶς νά ἐνθυμούμεθα τόν Θεό γιά νά ἔχουμε τήν γνήσια γνώση, τήν ἀληθινή γνώση, τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μιά νοθευμένη γνώση. Οἱ αἱρετικοί γιατί πέσανε στήν αἵρεση; Γιατί ἀκριβῶς δέν προσευχόντουσαν∙ εἶχαν ἀλαζονία, εἶχαν ὑπερηφάνεια, καί ἑπομένως δέν εἴχανε, οὔτε μποροῦσαν νά ἔχουν τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ θεούμενοι, εἶχαν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔκαιγε συνεχῶς ἡ καρδιά τους γιά τόν Θεό καί μέσα τους, ἐσωτερικά, συνεχῶς ἐπικαλοῦνταν τόν Κύριο καί ἔτσι μᾶς ἔδωσαν ἀληθινή καί γνήσια γνώση γιά τόν Θεό. Γι' αὐτό ἔχουμε τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπου μέσα ἐκεῖ ὑπῆρχαν τέτοιοι ἄνθρωποι θεούμενοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κ.λπ. οἱ ὁποῖοι, διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἔφθαναν στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί γι' αὐτό οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι ἀλάθητες.

Χωρίς αὐτή τήν διαρκή ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἔχουμε τήν γνήσια γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀγαπήσει τόν Θεό, τότε χρειάζεται, λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, ὁ λόγος τῆς ὑψηλοτέρας καί λεπτοτέρας γνώσεως. Νά δοῦμε καί πῶς τό λέει καί εἰς τό πρωτότυπο. «Τῶν σκληροκάρδιων ὠφελεῖ λεπτοτέρας γνώσεως λόγος, διότι ἐκτός φόβου, μετανοίας πόνους οὐ καταδέχεται»[22]. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκληρόκαρδος, τόσο χρειάζεται μία, λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, λεπτότερη γνώση, ἔτσι ὥστε νά ἀρχίσει νά καταπιάνεται μέ τούς πόνους τῆς μετανοίας. Ἀφοῦ φοβηθεῖ ἔχοντας αὐτή τήν γνώση τήν λεπτότερη γιά τόν Θεό, γιά τόν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν αἰώνια κόλαση, μετά φοβεῖται τήν κόλαση καί ἀρχίζει πλέον νά κοπιάζει ἐργαζόμενος τήν μετάνοια. Χρειάζεται λοιπόν καί ἡ γνώση ἡ ἐγκεφαλική, ἀλλά θά πρέπει νά γίνει ἐφαλτήριο μετανοίας, νά γίνει ἀφορμή, ἀφοῦ φοβηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν αἰώνια κόλαση, γιά νά ἀρχίσει νά μετανοεῖ, νά διορθώνει τήν ζωή του.

Καί τέλος, «στόν πράο ἄνθρωπο, ταιριάζει ἡ ἐνασχόληση μέ τά ζητήματα τῆς πίστεως», λέει ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος, «διότι ὁ πράος ἄνθρωπος δέν ἐνοχλεῖ τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, καί δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδηση ἐξ ἀφορμῆς συνεχῶν παραβάσεων»[23]. Γιά νά ἀσχοληθεῖ κανείς μέ τά θέματα τῆς πίστεως, μέ τά δόγματα δηλαδή, χρειάζεται νά ἔχει τήν μεγάλη αὐτή ἀρετή τῆς πραότητας. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἐνοχλεῖ τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἐξ ἀφορμῆς συνεχῶν παραβάσεων. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ὁ ταραχώδης, ὁ θυμώδης, δέν μπορεῖ νά ἀσχοληθεῖ μέ τά δόγματα, διότι θά χάνει τήν εἰρήνη του συνεχῶς καί θά ἐλέγχεται μετά καί ἡ συνείδησή του ἀπό αὐτές τίς συνεχεῖς παραβάσεις.

Οἱ Ἅγιοι βλέπουμε πόσο ἀγαποῦσαν τόν αἱρετικό∙ δέν ἀγαποῦσαν τήν αἵρεση. Εἶχαν αὐτή τήν πραότητα τοῦ Θεοῦ μέσα τους, γι' αὐτό καί ἀγαποῦσαν τόν κάθε ἄνθρωπο καί τόν κάθε πλανεμένο καί παρασυρμένο ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά δέν ἀγαποῦσαν τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Γι' αὐτό καί παρέμεναν ἔτσι ἀπαθεῖς καί πράοι μπροστά στίς προκλήσεις αὐτές τῶν πλανεμένων ἀνθρώπων, στίς διάφορες προκλήσεις τῶν πλανεμένων ἀνθρώπων.

«Τοῦ Ἁγίου Διαδόχου: Καί ἡ σοφία καί οἱ γνώσεις, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα θεῖα χαρίσματα, προέρχονται ἀπό τό ἴδιο τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕκαστον ὅμως ἐξ αὐτῶν, εἶναι κατά τινα τρόπον αὐτόνομο καί ἔχει ξεχωριστή ἐνέργεια στήν ψυχή. Γι' αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγο, σέ ἄλλο ἐμένα ἔχει δοθεῖ σοφία, σέ ἄλλο δέ γνῶσις, κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Θεῖος Παῦλος»[24]. Στήν Α΄ πρός Κορινθίους, στό 12ο κεφάλαιο, στίχοι 4-11. «Ἡ γνώση, λοιπόν, συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό διά τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας, χωρίς νά κινεῖ τήν ψυχή στήν ἀναζήτηση τῶν αἰτιῶν τῶν διαφόρων πραγμάτων καί νά ἐξοπλίζει αὐτή μέ τήν ἐκφραστική δύναμη τοῦ λόγου. Ὡς ἐκ τούτου, καί μερικοί ἐκ τῶν φιλοσόφων τῆς ἐρήμου, τῶν ἀσκητῶν, φωτίζονται μέν ἀπό τήν ἔλαμψη τῆς Θείας γνώσεως τῆς ὁποίας τήν ἐπενέργεια αἰσθάνονται ἐσωτερικῶς, χωρίς ὅμως νά ἐνασχολοῦνται μέ θείας καί ὑψηλάς πνευματικάς διδασκαλίας»[25]. Ἑπομένως, μέ ἕναν τρόπο θά λέγαμε μυστικό, βιωματικό, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ ἀσκητές τῆς ἐρήμου, εἶχαν αὐτή τήν Θεία γνώση, φωτίζονταν ἀπό τήν ἔλαμψη αὐτῆς τῆς Θείας γνώσεως, χωρίς ὅμως νά ἀσχοληθοῦν μέ διδασκαλίες. Δέν τούς δόθηκε καί τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας πρός τούς ἄλλους, ἀλλά οἱ ἴδιοι βίωναν ἔτσι ἐμπειρικά τό τί εἶναι ὁ Θεός ἔχοντας αὐτή τήν Θεία γνώση.

«Τό ἕτερο πάλι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ σοφία, ἐφόσον δοθεῖ σέ κάποιον μαζί μέ τήν ἐσωτερική γνώση, ἄν καί εἶναι σπάνιο αὐτό, συνοδευομένη καί ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτει αὐτάς ταύτας τάς ἐνεργείας τῆς γνώσεως, ἐπειδή ἐκ φύσεως οἱ μέν γνώσεις μέ τήν δύναμη τῆς ἐνεργείας, ἡ δέ σοφία μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου, φωτίζουν τήν ψυχή. Τήν γνώση φέρνει στήν ψυχή ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς, ἡ πολλή ἡσυχία καί ἡ παντελής ἀμεριμνησία. Τήν σοφία πάλι φέρνει ἡ ἀπαλλαγμένη ἀπό τήν κενοδοξία μελέτη τῶν λογίων τοῦ Θεοῦ καί προπαντός ἡ χάρις Αὐτοῦ προσφέροντος δωρεάν τό χάρισμα τῆς σοφίας Του»[26]. Ἕνας ἄνθρωπος πού μελετᾶ ἀκενόδοξα, αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Γιατί ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού μελετοῦν κενόδοξα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τί θά πεῖ αὐτό; Τόν μελετοῦν μέ σκοπό μετά νά ἔχουν νά λένε καί στούς ἄλλους, νά κάνουν τόν δάσκαλο. Νά θρέψουν αὐτό τό πάθος πού λέγεται κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεια∙ προσπάθεια νά ἐντυπωσιάσουμε τούς ἄλλους μέ τίς πνευματικές μας γνώσεις καί τά ὡραῖα πνευματικά λόγια. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν φτάνει στή σοφία τήν ἀληθινή τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού μελετάει ἀκενόδοξα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν σκέψη δηλαδή μετά νά κάνει τόν ἔξυπνο χρησιμοποιώντας αὐτά πού διαβάζει, αὐτός ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν ἀληθινή σοφία τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή σοφία πού χαρίζει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος τήν χαρίζει στούς ταπεινούς. Εἶναι χάρισμα ἡ σοφία, ἡ πνευματική σοφία. Καί ὁ ἄνθρωπος πού θά γνωρίσει τόν Θεό ποιός εἶναι, ὄχι αὐτός ἁπλῶς πού μελετᾶ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτός ὁ ὁποῖος προσεύχεται, ταπεινοφρονεῖ, ἡσυχάζει καί ἀσκεῖ τήν παντελή ἀμερημνία, ἀμεριμνησία, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, ὅταν ἔχει αὐτές τίς ἀρετές ὁ ἄνθρωπος, ἡσυχάζει, προσεύχεται καί ἀμεριμνεῖ, φτάνει στό νά γνωρίσει τόν Θεό.

«Ὁ πνευματικός λόγος», λέει στή συνέχεια, «προστατεύει τήν ψυχή ἀπό τό πάθος τῆς κενοδοξίας, διότι πλουτίζει ὅλα τά μέλη αὐτῆς μέ τήν ἐσωτερική αἴσθηση τοῦ θείου Φωτός καί τήν καθιστᾶ τόσο εὐτυχῆ, ὥστε νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν τιμή τῶν ἀνθρώπων»[27]. Ὅταν μελετοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐμβαθύνουμε σέ αὐτόν, τότε προστατευόμαστε ἀπό τό πάθος τῆς κενοδοξίας, γιατί ἔχουμε μία αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θείου Φωτός καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται τόσο εὐτυχής, τόσο γεμάτος, τόσο πλήρης, πού δέν ἀναζητάει πλέον τήν ἀνθρώπινη ἀναγνώριση καί τιμή καί παρηγοριά. Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἔχει αὐτή τήν παρηγοριά τήν θεϊκή μελετώντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μετά θά ἀναζητήσει τά μπράβο καί τά εὖγε καί τήν ἀναγνώριση καί τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τιμᾶ τήν δόξα τοῦ κόσμου. Ὁ πνευματικός λόγος προστατεύει τήν ψυχή ἀπό αὐτό τό πάθος καί γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτή τήν θεία παρηγοριά καί δέν ἀναζητάει τήν τιμή τῶν ἀνθρώπων.

«Ἐξ αἰτίας δέ αυτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός, ὁ πνευματικός λόγος διαφυλάσσει πάντοτε καί τήν διάνοια ἀπό τίς ἐπικίνδυνες πλάνες τῆς φαντασίας, γιατί τήν μεταμορφώνει, ὥστε νά εἶναι διαρκῶς προσανατολισμένη πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ὁ λόγος πού στηρίζεται στήν κοσμική σοφία προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο ὥστε νά ἀγαπᾶ πάντοτε τήν μάταιη δόξα τοῦ παρόντος κόσμου, διότι χαρίζει στούς θαυμαστές του τήν φιλία των ἐπαίνων, ἐπειδή δέν ἔχει τήν δύναμη νά εὐεργετήσει τήν ψυχή μέ τήν ἐσωτερική αἴσθηση τῆς μυσταγωγικῆς ἐμπειρίας, ἐφόσον εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων»[28]. Ἔτσι πολύ λεπτές, ὡραῖες διδασκαλίες καί λεπτές διακρίσεις κάνει ὁ Ἅγιος! Ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα τοῦ πνευματικοῦ λόγου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή καί ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα τοῦ κοσμικοῦ λόγου, πού στηρίζεται στήν κοσμική, στήν ἀνθρώπινη σοφία. Ὁ λόγος αὐτός ὁ κοσμικός, ὁ ἀνθρώπινος, κάνει τόν ἄνθρωπο νά ζητάει τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, γιατί εἶναι φτιαγμένος ἀπό ἀνθρώπους κενόδοξους∙ δομημένος ἔτσι, συγκροτημένος ἀπό ἀνθρώπους πού θέλουν νά ἀρέσουν στόν παρόντα κόσμο, στόν παρόντα αἰῶνα τόν ἀπαταιῶνα. Καί ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού μελετᾶ αὐτόν τόν κοσμικό λόγο, ἀποκτᾶ καί τήν ἐπιθυμία των ἐπαίνων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι αὐτό πού λέει καί ἡ παροιμία «ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεί πελάζει». Ὁ ὅμοιος συναστρέφεται μέ τόν ὅμοιο. Ἄν συναστρέφεσαι μέ ἀνθρώπους κενόδοξους ἤ μελετᾶς τά βιβλία τους, τά συγγράμματά τους, καταντᾶς καί ἐσύ κενόδοξος, ἀνθρωπάρεσκος, καί ἀποκτᾶς καί ἐσύ τήν ἐπιθυμία (νά ἀρέσεις). Γιατί αὐτός ὁ λόγος, ὁ κοσμικός λόγος, ἔστω καί ἄν φαίνεται ὅτι εἶναι πνευματικός, ἀλλά εἶναι προϊόν κενόδοξων ἀνθρώπων καί ὄχι ἀνθρώπων πού ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτός ὁ λόγος δέν χαρίζει παρηγοριά στήν ψυχή, αὐτή τήν ἐσωτερική αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, καί ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος μένει ἄδειος. Μπορεῖ νά διαβάζει θεολογικά ἔργα, μελέτες κ.λπ., ἀλλά εἶναι αὐτά κούφια ἀπό χάρη, δέν ἔχουν χάρη Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος, θέλοντας νά καλύψει τό κενό του, ἀναζητάει τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων.

«Θά διακρίνουμε λοιπόν ἀσφαλῶς τήν μυστική παρουσία τοῦ θείου λόγου στήν ψυχή μας, ἐφόσον διαθέτουμε τίς ὧρες τῶν φιλοσοφικῶν συζητήσεων στήν θερμή μνήμη τοῦ Θεοῦ διά σιωπῆς ἀπαλλαγμένης ἀπό κάθε κοσμική φροντίδα καί σκέψη»[29]. Θέλεις λοιπόν, λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος, νά δεῖς ἄν ἔχεις μέσα σου πραγματικά ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ; Θά τό διαπιστώσεις, ἐάν -λέει- ἀντί νά σπαταλᾶς τόν χρόνο σου σέ φιλοσοφικές συζητήσεις, τόν ἀφιερώνεις στήν θερμή μνήμη τοῦ Θεοῦ, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, μέ σιωπή, χωρίς νά ἔχεις καμιά κοσμική φροντίδα καί σκέψη. Καί αὐτό μᾶς θυμίζει καί τήν ἀνάλογη θέση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού λέγει, ὅτι «τό θεῖον σιγῇ βιοῦται». Τό Θεῖον, δηλαδή ὁ Θεός, βιώνεται μέσα στή σιωπή, μέσα στή σιγή. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό μέ τήν θερμή προσευχή καί ὄχι μέ τίς φιλοσοφικές συζητήσεις καί μέ τίς κενόδοξες μελέτες κενοδόξων -θά λέγαμε- βιβλίων καί συγγραμμάτων, γραμμένα ἀπό ἀνθρωπάρεσκους ἀνθρώπους.

«Τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ: Πρόσεχε -λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ- νά μήν διαβάζεις τά δόγματα τῶν αἱρετικῶν, διότι αὐτό παρακινεῖ τό πνεῦμα τῆς βλασφημίας νά σέ ἐνοχλεῖ»[30]. Νά, ἐδῶ τώρα μᾶς λέει κάτι πολύ σπουδαῖο ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ γιά τήν αἰτία τῶν βλασφήμων λογισμῶν, πού εἶναι πάρα πολύ βασανιστική καί πολλοί ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν ὅτι εἶναι κατ' εὐθεῖαν ἀπό τόν διάβολο, ταλαιπωροῦνται, φρίττουν καί τρέμουν καί νά τό ἐξομολογηθοῦν ἀκόμα, ἐνῷ δέν εἶναι δική τους ἁμαρτία. Τί λέει ὅμως ἐδῶ ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος; Μπορεῖ αὐτοί οἱ λογισμοί τῆς βλασφημίας νά πηγάζουν καί ἀπό τό πονηρό πνεῦμα, ἐπειδή ἐσύ διαβάζεις αἱρετικά βιβλία, πού φανερώνει μιά ἔπαρση, μιά ἀλαζονία. Καί μετά βέβαια ὁ διάβολος σοῦ φέρνει καί τούς λογισμούς αὐτούς τῆς βλασφημίας. Παρακινεῖται λοιπόν τό πνεῦμα τῆς βλασφημίας νά σέ ἐνοχλήσει, ὅταν σέ δεῖ νά διαβάζεις βιβλία αἱρετικῶν.

«Ὁ πραγματικά συνετός καί ὁ μυαλωμένος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀντιλήφθηκε καλά ὅτι ὑπάρχει τέρμα τῆς παρούσης ζωῆς καί σπεύδει νά θέσει καί αὐτός τέρμα στά σφάλματα καί ἐλαττώματά του»[31]. Ὑπέροχο! Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς. Ποιός κατάλαβε τό νόημα τῆς ζωῆς; Αὐτός πού κατάλαβε ὅτι ἡ ζωή ἔχει τέρμα, ἔχει τέλος. Καί ἀποφασίζει νά βάλει καί αὐτός τέλος στά ἐλαττώματά του, στά σφάλματά του. Μετανοεῖ δηλαδή. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι, ἄν λέει κάποιος πήγαινε καί διάβαζε Ἀββᾶ Ἰσαάκ σέ ἕνα ψυχιατρεῖο, θά ἄδειαζε τό ψυχιατρεῖο! Γιατί οἱ ἄνθρωποι θά συλλάμβαναν τό νόημα τῆς ζωῆς. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς, ἡ μετάνοια. Τό νά καταλάβουμε ὅτι ἡ ζωή τελειώνει, ἔχει ἕνα τέλος, δέν εἶναι ἄπειρη. Θά γίνει ἀτελεύτητη καί ἑπομένως κι ἐμεῖς πρέπει νά βάλουμε ἕνα τέλος στά λάθη μας, στίς ἁμαρτίες μας.

«Γιατί ποιά γνῶσις ἤ σύνεσις εἶναι μεγαλύτερη ἀπό αὐτή;», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. «Τό νά σοφιστεῖ δηλαδή κανείς νά ἐξέλθει τῆς παρούσης ζωῆς πρός τήν αἰωνιότητα χωρίς νά ἔχει φθαρεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, χωρίς νά ἔχει μιανθεῖ κανένα μέλος του ἀπό τήν ὀσμή τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί χωρίς νά ἔχει ρυπανθεῖ ἡ ψυχή του ἀπό τήν φαινομένη καί ἐξωτερική αὐτοῦ γλυκύτητα»[32]. Ποιός ἄνθρωπος λοιπόν ἔχει συλλάβει τό νόημα τῆς ζωῆς; Αὐτός πού ἀγωνίζεται νά ἐξέλθει καθαρός, πεντακάθαρος καί νά μήν μείνει φθαρμένη τήν ψυχή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί γεμάτη μέ ἀκαθαρσίες ἀπό τά μιάσματα τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν, λογισμῶν καί πράξεων.

«Ἄνθρωπος πού ἔχει ἐκλεπτύνει τά διανοήματά του», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «καί κατόρθωσε νά κατανοήσει ὅλα τά μυστήρια τῆς φύσεως, ἐπέτυχε δέ πολλές ἐφευρέσεις καί ἑρμήνευσε μέ ἐπιτυχία τά διάφορα φαινόμενα, ἐφόσον ἐξακολουθεῖ νά ἔχει τήν ψυχή του σκεπασμένη ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καί δέν τόν πληροφόρησε ἡ συνείδησή του γιά κάποιο ἀγαθό, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐπιδιώκει νά κατακτήσει τήν τελειότητα μέ τίς γνώσεις του καί τήν ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ἀπό ὅλους ὁ πιό ἀπερίσκεπτος, διότι οὔτε ποτέ γεύθηκε, οὔτε ἐλπίζει στά μελλοντικά ἀγαθά. Ὁ τοιοῦτος μόνον ἀπό τούς ὁμοίους του μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς συνετός»[33], ἀπό ἄλλους πού εἶναι ὅμοιοι μέ αὐτόν, οἱ ὁποῖοι βασίζονται στήν κοσμική γνώση δηλαδή, στίς ἐφευρέσεις τους. Ὅπως σήμερα οἱ ἄνθρωποι κομπάζουν γιά τήν τεχνολογία τους, γιά τά ρομπότ, γιά τίς ἐπιστῆμες τους καί τίς κοσμικές τους γνώσεις, ἀλλά εἶναι στερημένοι ἀπό τήν Θεία γνώση, ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ θείου. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, εἶναι ὁ πιό πλανεμένος, ὁ πιό ταλαίπωρος, ὁ πιό δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Καί καθόλου συνετός. Χαρακτηρίζεται συνετός μόνο ἀπό τούς ὁμοίους του, ἀπό αὐτούς πού, ἐπίσης, ἔχουν ὅλη τήν ἐλπίδα τους σ' αὐτόν τόν κόσμο, σ' αὐτή τή ζωή καί κομπάζουν γιά τά ἔργα τους. Καί αὐτοεπαινοῦνται, αὐτοδοξάζονται καί ζητοῦν αὐτή τήν δόξα καί ἀπό τούς ἄλλους∙ ἀγνοοῦν ὅμως τόν Θεό.

«Ἐρώτησις, τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ: Ποιός εἶναι αὐτός πού ἔχει φωτιστεῖ στίς σκέψεις του καί τούς σκοπούς του;» Καί ἀπαντᾶ. «Ἐκεῖνος πού ἀνεκάλυψε τήν πικρία ἡ ὁποία κρύβεται στή γλυκύτητα τοῦ κόσμου καί ἐμπόδισε τό στόμα του ὥστε νά μήν πιεῖ ἀπό τό ποτήρι αὐτό. Ἐκεῖνος πού πάντοτε φροντίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί δέν σταματᾶ τόν δρόμο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς, μέχρις ὅτου φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Αὐτός, τέλος, πού κλείει τάς θύρας τῶν αἰσθήσεών του γιά νά μήν εἰσέλθει ποτέ δι' αὐτῶν ὁ πόθος τοῦ παρόντος βίου καί κλέψει τούς θησαυρούς του»[34]. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φωτιστεῖ στίς σκέψεις του καί στούς σκοπούς του, αὐτός πού κατάλαβε πόσο πικρός εἶναι ὁ κόσμος καί πῶς κρύβει αὐτή τήν πίκρα μέσα στήν γλυκύτητα. Αὐτός πού ἐμπόδισε τόν ἑαυτό του στό νά πιεῖ ἀπό αὐτό τό ποτήρι τοῦ κόσμου. Αὐτός δηλαδή πού νεκρώθηκε ὡς πρός τόν κόσμο καί τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινά φωτισμένος στίς σκέψεις του καί στούς σκοπούς του ἄνθρωπος. Αὐτός πού φροντίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί δέν σταματᾶ τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή μέχρι ὅτου φύγει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Γιατί μπορεῖ κανείς νά ξεκινήσει καλά καί νά μείνει στή μέση τοῦ δρόμου ἤ καί λίγο πρίν τό τέλος τοῦ δρόμου νά ἀφήσει τήν ἄσκηση τήν κατά Θεόν καί τήν πνευματική πορεία καί τόν πνευματικό ἀγῶνα. Μακάριος καί φωτισμένος ἀληθινά εἶναι αὐτός πού συνεχίζει μέχρι θανάτου τήν ἄσκηση καί τόν ἀγῶνα. Καί εἶναι καί αὐτός πού κλείνει τίς πόρτες τῶν αἰσθήσεών του, γιά νά μήν μπεῖ μέσῳ αὐτῶν τῶν θυρῶν, τῶν αἰσθήσεων, ὁ πόθος τοῦ παρόντος βίου, ἡ ἀγάπη γιά αὐτή τή ζωή καί κλέψει τούς θησαυρούς του τούς πνευματικούς. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀληθινή φώτιση στίς σκέψεις του καί στούς σκοπούς του.

Καί ἕνα τελευταῖο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ, γιά νά κλείσουμε καί τήν σημερινή ὁμιλία. «Ἀδελφέ μου, ἡ σοφία δέν βρίσκεται στίς πολλές γνώσεις καί τά πολλά γράμματα, ἀλλά ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου καί βουλή ἁγίων σύνεσις, τό δέ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστίν ἀγαθῆς»[35]». Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς σοφίας, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κανείς ἀρχίζει νά φοβᾶται, δηλαδή νά σέβεται τόν Θεό καί νά τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νά γίνεται πραγματικά σοφός ἄνθρωπος, ἄνθρωπος γνωστικός, ἀληθινά γνωστικός. «Ἀρχή σοφίας, φόβος Κυρίου καί βουλή ἁγίων σύνεσις, τό δέ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστίν ἀγαθῆς»[36]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ σωστό μυαλό, θά λέγαμε, σωστή σκέψη, σωστή διάνοια, ὅταν γνωρίσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς ἐγκεφαλικά, ἔτσι διαβάσει, ἀλλά βιωματικά, δηλαδή ἐφαρμόσει στή ζωή του τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινά συνετός, ὅπως καί οἱ Ἅγιοι ἦταν ἀληθινά συνετοί, γιατί ἀκριβῶς ἀγωνίστηκαν στήν εὐλάβεια, στήν μετάνοια, ἁγίασαν τόν ἑαυτό τους καί ἔτσι οἱ ἀποφάσεις τους, οἱ βουλές τους, οἱ σκέψεις τους, ὅλα ἦταν συνετά κατά Θεόν, σοφά κατά Θεόν. Εἶναι ὀρθό αὐτό, δηλαδή τό ὅτι ἡ σοφία δέν βρίσκεται στίς πολλές γνώσεις, στά πολλά γράμματα, ἀλλά στήν πολλή προσευχή, στόν πολύ πνευματικό ἀγῶνα, στήν ἐφαρμογή μέ ἀκρίβεια τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. «Εἶναι ὀρθό αὐτό», λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, «διότι ἡ πίστη στόν Θεό γεννᾶ ἀγαθή διάνοια. Ἡ δέ ἀγαθή διάνοια εἶναι ποταμός ὕδατος ζῶντος καί αὐτός πού τήν ἀπέκτησε, θά γεμίσει ἀπό τά εὐεργετινά καί ζωογόνα αὐτῆς ὕδατα. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πραγματική σοφία οὔτε φρόνησις ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος Κυρίου∙ διότι ὁ πλοῦτος τῆς σοφίας εἶναι τό νά σέβεσαι τόν Κύριο, στόν Ὁποῖο ἀνήκει πάντοτε ἡ δόξα, ἀμήν»[37].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




[1] Εὐεργετινός, Δ΄ Τόμος, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).


[2] Εὐεργετινός.


[3] Ὅ.π.


[4] Πρβλ. Ἰακ. 1, 17.


[5] Εὐεργετινός.


[6] Ὅ.π.


[7] Α΄ Κορ. 1, 17.


[8] Εὐεργετινός.


[9] Α΄ Κορ. 1, 17.


[10] Α΄ Κορ. 1, 27-29.


[11] Εὐεργετινός.


[12] Ὅ.π.


[13] Ὅ.π.


[14] Ὅ.π.


[15] Ὅ.π.


[16] Ὅ.π.


[17] Ὅ.π.


[18] Α΄ Κορ. 8, 2.


[19] Εὐεργετινός.


[20] Ὅ.π.


[21] Ὅ.π.


[22] Ὅ.π.


[23] Ὅ.π.


[24] Α΄ Κορ. 12, 4-11.


[25] Εὐεργετινός.


[26] Ὅ.π.


[27] Ὅ.π.


[28] Ὅ.π.


[29] Ὅ.π.


[30] Ὅ.π.


[31] Ὅ.π.


[32] Ὅ.π.


[33] Ὅ.π.


[34] Ὅ.π.


[35] Παρ. 9, 10.


[36] Ὅ.π.


[37] Εὐεργετινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible