Εἴχαμε ἀρχίσει τήν προηγούμενη φορά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά μιλᾶμε γιά τούς λογισμούς, τήν ἐξέλιξή τους καί τήν ἀντιμετώπισή τους. Καί εἴχαμε μιλήσει καί γιά τήν προσευχή, ἡ ὁποία ὡς φρουρός στήν καρδιά, ἐμποδίζει τόν λογισμό νά εἰσέλθει καί νά μολύνει τήν καρδιά. Καί θά συνεχίσουμε σήμερα πάνω στό ἴδιο θέμα.
«Ἡ οὐσία τῆς ἀσκητικῆς ὁδοῦ τοῦ Γέροντα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ μέ λίγες λέξεις: προφύλαξη τῆς καρδιᾶς ἀπό κάθε ξένο λογισμό μέσω τῆς ἐσωτερικῆς νοερῆς προσοχῆς, γιά νά ἀποφύγει κάθε ξένη ἐπίδραση καί νά ἐπιτύχει τήν παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ τήν καθαρή προσευχή»[1]. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός δηλαδή ἔκανε αὐτό τό πράγμα, προσπαθοῦσε νά φυλάει, νά προφυλάσσει τήν καρδία του ἀπό κάθε ξένο λογισμό μέ μία ἐσωτερική νοερά προσοχή γιά νά ἀποφύγει κάθε ξένη ἐπίδραση. Καί ἔτσι προχωροῦσε μετά καί στήν καθαρά προσευχή. Δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς καθαρή προσευχή, ἄν δέν ἔχει προσοχή. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε, πιό σημαντικό ἡ προσοχή ἀπό τήν προσευχή! Γιατί προσευχή χωρίς προσοχή δέν εἶναι προσευχή.
«Αὐτή ἡ ἐργασία», δηλαδή διά τῆς προσοχῆς νά προσεύχεται κανείς μέσα στήν καρδία του καθαρά, «ὀνομάζεται νοερή ἡσυχία». Μᾶς τήν κληρονόμησε ἡ ζωντανή καί γραπτή παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι τίς μέρες μας»[2], δηλαδή νά μπαίνει κανείς στήν καρδιά του, νά προσέχει νά μήν ἀφήνει ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίδραση-ἐπιρροή νά εἰσέλθει, καί ἐκεῖ μέσα στήν καρδία του νά προσεύχεται. Καί αὐτό εἶναι παράδοση ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ.
«Γι' αὐτό μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν ἀσκητική ὁδό τοῦ Γέροντα», τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, «ὅπως ἔκανε καί ὁ ἴδιος, διαπραγματευόμενος γενικά τήν ὁδό τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ». Δέν εἶναι δηλαδή κάτι πού τό ἔκανε μόνο ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ἀλλά εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ αὐτή ἡ διαδικασία, ἡ λειτουργία, ἡ νοερά ἡσυχία. «Ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας: «Ἄν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι καθαρά. Ἄν προσεύχεσαι καθαρά, τότε εἶσαι θεολόγος»»[3]. Καί βέβαια αὐτό εἶναι πατερικό, δέν εἶναι τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο βίωμα. Ὅταν κανείς εἶναι ἀληθινά θεολόγος, τότε προσεύχεται καθαρά, καί ὅταν προσεύχεται καθαρά, τότε εἶναι ἀληθινός θεολόγος. Βλέπουμε, πώς ἡ θεολογία δηλαδή εἶναι καρπός τῆς καθαρῆς προσευχῆς. Καί ἡ καθαρή προσευχή πάλι τρέφεται, ἐνισχύεται καί τελειοποιεῖται μέ τήν θεολογία..
«Ὁ ἀσκητής-μοναχός δέν εἶναι θεολόγος μέ τήν ἀκαδημαϊκή ἔννοια τῆς λέξης»[4], ὅπως πάρα πολλοί σήμερα εἶναι μέ τήν ἀκαδημαϊκή ἔννοια, δηλαδή ἔχουνε πτυχίο θεολογίας, αὐτό ἐννοεῖ ἀκαδημαϊκή ἔννοια, τελειώνει τήν Ἀκαδημία, στό Πανεπιστήμιο δηλαδή, καί παίρνει τόν τίτλο τοῦ θεολόγου. Ἀλλά αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐφόσον δέν ἔχουνε περάσει ἀπό ἄσκηση, ἀπό κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, μπορεῖ νά ἀποκληθοῦν θεολογοῦντες καί ὄχι θεολόγοι. Καί βέβαια θεολογοῦν σωστά, ὅταν ἕπονται τοῖς ἁγίοις πατράσι, ὅταν ἀκολουθοῦν τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀλλιῶς σφάλλουν, γιατί ἡ θεολογία τους εἶναι ἐγκεφαλική-στοχαστική καί ὄχι προϊόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἡ ὁποία εἴπαμε προϋποθέτει τήν νοερά ἡσυχία, τήν νοερά προσοχή καί τήν ὅλη ἀσκητική ζωή πού ζεῖ ἕνας μοναχός, ἀλλά καί ὁποιοσδήποτε μπορεῖ μέσα στόν κόσμο νά τή ζήσει.
«Ὁ ἀσκητής-μοναχός εἶναι θεολόγος, γιατί μέ τήν καθαρά προσευχή ἀξιώνεται νά ἔχει ἀληθινά θεϊκές θεωρίες» καί νά βλέπει τόν Θεό, ὁπότε ἔχει λόγο γιά τόν Θεό. «Ἀρχή τῆς ὁδοῦ πρός τήν καθαρά προσευχή εἶναι ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν. Ὁ νοῦς, ὅσο καθαρίζεται ἀπό τά πάθη, τόσο ἰσχυρότερος γίνεται στόν πόλεμο κατά τῶν λογισμῶν καί ἀποκτᾶ μεγαλύτερη ἀντοχή στήν προσευχή καί στή θεωρία τοῦ Θεοῦ»[5]. Βλέπετε; Γιατί δέν ἀντέχουμε στήν προσευχή πολλή ὥρα; Γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχουν τά πάθη, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τήν προσευχή καί ὁ νοῦς μας εἶναι ἀδύνατος. Ὅσο κανείς καθαρίζεται ἀπό τά πάθη, τότε γίνεται ἰσχυρότερος στόν πόλεμο κατά τῶν λογισμῶν καί τόσο ἀντέχει περισσότερο στήν προσευχή καί στή θεωρία τοῦ Θεοῦ.
«Καί ἡ καρδιά, βρίσκοντας τήν ἐλευθερία της ἀπό τόν σκοτισμό τῶν παθῶν, ἀρχίζει νά βλέπει καθαρότερα, σαφέστερα, καθετί τό πνευματικό, ὡσότου φτάσει στήν ἐπιβλητική καί ὁλοφάνερη θεωρία. Αὐτή ἡ ὁδός εἶναι προτιμότερη γιά τόν μοναχό ἀπό τήν ὁδό τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας. Βέβαια, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «νά φθάσει κανείς καί μέσω τῆς ἀφηρημένης φιλοσοφικῆς θεωρίας στό σημεῖο πού θά καταλάβει πώς δέν ἔχουν ἐφαρμογή στόν Θεό οἱ ἐμπειρικές μας ἔννοιες κι ἔτσι μπορεῖ νά φθάσει στήν κατάσταση πού ὁ νοῦς ἀρχίζει νά «σιωπᾶ»»[6], γιατί καταλαβαίνει καί ὁ φιλόσοφος ὅτι δέν ὑπάρχουνε λέξεις καί ἔννοιες πού νά ἐφαρμόζονται στόν Θεό, πού νά περιγράφουν τόν Θεό, ὁπότε φτάνει στήν σιωπή τοῦ νοός.
«Ὅμως ἡ «σιωπή» τοῦ νοῦ τοῦ θεολόγου-φιλοσόφου ἀπέχει ἀκόμα πολύ ἀπό τήν γνήσια θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν πλησιάζει τά ὅριά της». Γιατί ὁπωσδήποτε ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ καί δέν εἶναι κάτι πού ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τίς κτιστές ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς προσπαθεῖ νά κάνει καθαρή προσευχή καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή πού τόν ὁδηγεῖ στήν θεωρία. «Εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀληθινή θεωρία χωρίς τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Μονάχα ἡ καρδιά πού καθαρίστηκε ἀπό τά πάθη μπορεῖ νά δεχθεῖ τό ἰδιαίτερο θάμβος τῆς θεωρίας τοῦ ἀκατάληπτου Θεοῦ»[7], γιατί ἀκριβῶς μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»[8]. Δέν μπορεῖς νά δεῖς τόν Θεό, νά ἔχεις θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἔχεις καθαρή καρδιά.
«Ὅταν ὁ νοῦς βρίσκεται σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ θάμπους, βυθίζεται σέ μία χαρμόσυνη σιγή ἐξαντλημένος ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἄλλον δρόμο πορεύεται πρός τήν κατάσταση τῆς θεωρίας ὁ διανοούμενος-θεολόγος καί ἀπό ἄλλη ὁ ἀσκητής μοναχός. Ὁ νοῦς τοῦ τελευταίου δέν ἀσχολεῖται μέ κανένα εἶδος στοχασμῶν. Προσέχει μόνο ἥσυχα σάν φύλακας νά μήν μπεῖ τίποτε ξένο στήν καρδιά του. Μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐντολή Του -νά μέ τί- ζοῦν ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς σέ αὐτή τήν «ἱερά ἡσυχία», ζοῦν μιά ζωή μοναδική καί ἐλέγχουν ὅ,τι συντελεῖται ἐσωτερικά, ὄχι μέ τήν λογική ἔρευνα ἤ τήν ἀνάλυση, ἀλλά μέ μιά ἰδιαίτερη πνευματική αἴσθηση. Ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τήν καρδιά ὁ νοῦς, παραμένει, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, σέ μιά τέτοια κατάσταση, πού τοῦ ἐπιτρέπει νά βλέπει κάθε κίνηση πού συμβαίνει στή «σφαίρα τοῦ ὑποσυνειδήτου»»[9]. Καί λέει μέσα σέ παρένθεση: «(Χρησιμοποιοῦμε συμβατικά ἐδῶ τόν ὅρο αὐτόν τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ψυχολογίας). Ὁ νοῦς στέκεται μέσα στήν καρδιά καί διακρίνει τίς εἰκόνες καί ἐπιδράσεις πού ἐμφανίζονται γύρω του βγαίνοντας ἀπό τόν κόσμο πού τόν περιβάλλει καί προσπαθοῦν νά κατακυριεύουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου»[10]. Γίνεται ὡς ἕνας ἐπόπτης, θά λέγαμε, ἕνας ἐπίσκοπος ὁ νοῦς πού ἐπισκοπεῖ καί προφυλάσσει καί διαφυλάσσει τήν καρδιά.
«Ἡ ὁρμή τῶν λογισμῶν πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω εἶναι ἐξαιρετικά ἰσχυρή καί ό μοναχός γιά νά τήν μειώσει, ὑποχρεώνεται νά μήν δεχθεῖ οὔτε ἕνα παθιασμένο βλέμμα στή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί ἀκόμα ἐπιδιώκει συνεχῶς νά περιορίσει στό ἐλάχιστο δυνατό ὅριο τίς ἐξωτερικές ἐντυπώσεις». Πῶς συνδέεται ἡ φυλακή τῶν αἰσθήσεων μέ τήν φυλακή τοῦ νοός! Ἄν κανείς θέλει νά ἔχει καθαρή καρδιά, καθαρούς λογισμούς, θά πρέπει νά ἔχει καθαρές αἰσθήσεις, νά προσέχει δηλαδή νά μήν δέχεται τίποτε τό ἐμπαθές. Οὔτε νά ἔχει ἐμπαθές βλέμμα οὔτε ἐμπαθές οὖς οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο πού νά ὑπηρετήσει τά πάθη διαμέσου τῶν αἰσθήσεων. «Ἀλλιῶς, τήν ὥρα τῆς ἐσωτερικῆς νοερᾶς προσευχῆς ὅλες οἱ ἐντυπώσεις κάνουν ἐπίθεση κατά τῆς καρδιᾶς σάν ἀσυγκράτητη μαχητική παράταξη καί ἐπιφέρουν μεγάλη σύγχυση»[11]. Γι’ αὐτό μοῦ λένε πολλοί ἄνθρωποι -καί προσωπική πεῖρα εἶναι αὐτή- ὅτι ὅταν κανείς κάθεται νά προσευχηθεῖ, τότε τοῦ ἔρχονται ὅλα, ὅλες οἱ ἐντυπώσεις πού ἔχει μέσα στήν καρδιά του ἀπό τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας!
«Αὐτό πού ἐπιδιώκεται μέ αὐτή τήν ἄσκηση εἶναι ἡ ἀδιάκοπη εὐκτική προσοχή μέσα στήν καρδιά». Αὐτή εἶναι πολύ ὡραία ἡ ἔκφραση «εὐκτική προσοχή», προσοχή πού ἔχει ὡς στοιχεῖο της τήν εὐχή, τήν προσευχή. «Καί ὅταν πολύχρονη παρόμοια πράξη, ἡ δυσκολότερη ἀπ' ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, λεπτύνει τήν πνευματική αἴσθηση τῆς καρδιᾶς καί ὁ νοῦς ἀπό τό πολύ πένθος ἀποκτήσει τήν δύναμη νά ἀποδιώχνει κάθε ἐπίθεση τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, τότε ἡ κατάσταση προσευχῆς γίνεται ἀδιάλειπτη καί ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι παρών καί ἐνεργεῖ, ἀποκτᾶ μεγάλη δύναμη καί καθαρότητα. Τέτοια εἶναι ἡ ὁδός τοῦ μοναχοῦ-ἀσκητή καί αὐτήν πορεύτηκε ὁ μακαριστός Γέροντας»[12]. Βλέπετε, πῶς συνδέεται καί μέ τό πένθος αὐτή ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Λεπτύνεται ἡ καρδιά μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί προσοχή καί διά τοῦ πένθους ἀποκτάει καί τήν δύναμη ὁ νοῦς νά διώχνει κάθε ἐμπαθή λογισμό πού ἐπιτίθεται. Καί γίνεται μόνιμη πλέον ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ὁδός τῶν «ἀρεοπαγιστῶν», δηλαδή ἡ ὁδός τῆς φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς θεολογίας, εἶναι διαφορετική. Σέ αὐτήν ἐπικρατεῖ ἡ διανόηση καί ὄχι ἡ προσευχή. Ὅσοι τήν πορεύονται, πολλές φορές ἀπατῶνται, γιατί ἐπιτυγχάνοντας εὔκολα τήν διανοητική ἀφομοίωση, ἀκόμα καί τῶν ἀποφατικῶν μορφῶν τῆς θεολογίας, ἱκανοποιοῦνται μέ τήν διανοητική ἡδονή πού δοκιμάζουν». Ἔχει καί ἡ διάνοια, ὅταν ἱκανοποιεῖται, μία ἡδονή. Καί ὁ ἄνθρωπος πού φιλοσοφεῖ ἔχει μία τέτοια ἡδονή διανοητική. Ἀλλά αὐτό βεβαίως εἶναι πολύ μικρό σέ σχέση μέ τήν ἡδονή πού χαρίζει ὁ Θεός καί ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. «Μή δίνοντας τήν ὀφειλόμενη σημασία στά ἀδάμαστα ἀκόμη πάθη, φαντάστηκαν πώς πέτυχαν αὐτό, γιά τό ὁποῖο μιλοῦν τά ἔργα τοῦ Ἀρεοπαγίτου», τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, «ἐπειδή κατάλαβαν τήν λογική δομή τοῦ θεολογικοῦ του συστήματος. Ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν πέτυχαν τό ζητουμένο, τόν Ἕνα, οὗ μόνον ἐστί χρεία»[13]. Δέν βρῆκαν, λέει, τόν Θεό, γιατί δέν καθαρίστηκαν ἀπό τά πάθη. Δέν εἶναι ἀρκετό δηλαδή διανοητικά, ἐγκεφαλικά, νά καταλάβει κανείς τήν θεολογία, ἀκόμα καί τήν ἀποφατική θεολογία, ἀλλά νά καθαρίσει τήν καρδιά του γιά νά ἔχει τήν ἀληθινή θεωρία τοῦ Θεοῦ.
«Τήν οὐσία τῆς «ἱερᾶς ἡσυχίας» ὁ Γέροντας δέν τήν ἔβλεπε στόν ἐγκλεισμό οὔτε στήν σωματική ἀναχώρηση στήν ἔρημο, ἀλλά στή συνεχή παραμονή κοντά στόν Θεό». Αὐτό, νομίζω, εἶναι πολύ σημαντικό νά τό προσέξουμε, γιατί ἀφορᾶ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ὀρθοδόξους βεβαίως, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά κατορθώσουνε αὐτή τήν νοερά καί ἱερά ἡσυχία καί μέσα στόν κόσμο, ὅπου εἶναι ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τήν κλίση πού ἔχει ἀπό τόν Θεό. «Ὁ Γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός δηλαδή, «ἔλεγε πώς καί ἡ ἔγκλειση», τό νά γίνει κανείς ἔγκλειστος δηλαδή, «καί ἡ ἀπομάκρυνση στήν ἔρημο καθεαυτές δέν εἶναι παρά βοηθητικά μέσα καί καθόλου σκοπός»[14]. Ἡ ἔγκλειση εἶναι ὅταν κανείς ἀπομονώνεται, κλείνεται σ’ ἕνα κελί καί ἐκεῖ μέσα παραμένει συνεχῶς καί προσεύχεται καί νηστεύει καί ἀσκητεύει καί τοῦ δίνουνε τό φαγητό, (τοῦ τό φέρνουνε τό φαγητό) καί βεβαίως κοινωνεῖ, ὅπως ἔχει κανόνα ἀπό τόν πνευματικό του. Ἀλλά δέν ἔχει συναναστροφές-συνομιλίες καί δέν ἀπομακρύνεται. Αὐτός εἶναι ὁ ἔγκλειστος. Εἶναι μία πολύ μεγάλη ἄσκηση. Ὅμως κι αὐτό δέν εἶναι τό κορυφαῖο οὔτε εἶναι ὁ σκοπός. Ἀκόμα, λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, καί νά φύγει κανείς στήν ἔρημο, νά γίνει ἐρημίτης, μόνος του, κι αὐτό δέν εἶναι παρά ἕνα βοηθητικό μέσο. Δέν εἶναι ὁ σκοπός καί ἡ τελειότητα αὐτά.
«Μποροῦν νά συντελέσουν στή μείωση τῶν ἐξωτερικῶν ἐντυπώσεων», τό νά εἶναι κανείς ἔγκλειστος ἤ νά φύγει στήν ἔρημο, καί βεβαίως συντελοῦν, μειώνονται οἱ ἐξωτερικές ἐντυπώσεις καί ἀντιδράσεις «καί ἀπομακρύνεται ὁ ἀσκητής ἀπό τήν βιοτική ταραχή κι ἔτσι εὐνοεῖται ἡ καθαρά προσευχή. Αὐτό ὅμως σέ μιά περίπτωση συμβαίνει, ἄν αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση ἔγινε μέ εὐδοκία Θεοῦ», ἐπειδή τό ἤθελε ὁ Θεός, «καί ὄχι ἀπό τό «ἴδιον θέλημα» σέ ἀναζήτηση μιᾶς ἀνώτερης δῆθεν ζωῆς. Στήν τελευταία περίπτωση καί ὁ ἐγκλεισμός καί ἡ ἔρημος καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκηση μένουν ἄκαρπες, γιατί ἡ οὐσία τῆς ζωῆς μας δέν βρίσκεται στήν αὐτόβουλη ἄσκηση, ἀλλά στήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Καί πῶς κανείς τό μαθαίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ρωτώντας τόν πνευματικό του ὁδηγό. Ἄν ἔχει εὐλογία νά τά κάνει αὐτά, τότε εἶναι εὐλογημένα. Ἄν ὅμως τά κάνει μόνος του, ὑπακούοντας τό θέλημά του, δέν εἶναι εὐλογημένα καί δέν ἔχουνε τούς καρπούς πού περιμένει.
«Πολλοί νομίζουν ὅτι ὁ ὑψηλότερος τρόπος ζωῆς εἶναι ἡ ἡσυχία στήν ἔρημο∙ ἄλλοι θεωροῦν σάν τέτοιο τρόπο τόν ἐγκλεισμό∙ μερικοί προτιμοῦν τήν «διά Χριστόν μωρία»», οἱ διά Χριστόν σαλοί, πού εἴχαμε πολλούς ἐκεῖ στήν Ρωσία, «ἐνῶ ἄλλοι πάλι προτιμοῦν τήν ποιμαντική διακονία ἤ ἀκόμα νά κάνουν ἐπιστημονικόθεολογικό ἔργο κλπ. Ὁ Γέροντας πίστευε, πώς κανένα ἀπό τά εἴδη αὐτά καθεαυτό δέν εἶναι ὁ ὑψηλότερος τρόπος πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καθένα τους μπορεῖ νά εἶναι τέτοιο γιά τό α΄ ἤ β΄ πρόσωπο, ἄν συμφωνεῖ μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τό προσῶπο αὐτό. Καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικό γιά κάθε ἄνθρωπο». Δέν εἶναι ὅλοι γιά ὅλα. «Ὅποιο, ὅμως, καί ἄν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά κάθενα ἀναφορικά μέ τόν τρόπο ἀσκήσεως, τόν τόπο καί τήν μορφή τοῦ λειτουργήματός του, σέ ὅλες τίς περιπτώσεις παραμένει ὑποχρεωτική ἡ ἀναζήτηση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς»[15]. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητάει ἐξωτερικές θυσίες, ἀλλά τήν καρδία. «Υἱέ μοι δός μοι σήν καρδίαν»[16], λέει καί «ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν»[17]. Θέλω εὐσπαλχνία, δηλαδή καρδιά πού ἀγαπάει. Καί γιά ν’ ἀγαπάει ἡ καρδιά, πρέπει νά εἶναι καθαρή, γιά νά ἔχει ἀληθινή ἀγάπη. «Ἔλεον θέλω καί οὐ θυσία»[18], καί ὄχι ἐξωτερικές θυσίες, ὅπως αὐτές πού κάνανε οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλά δέν ὑπῆρχε καθαρή καρδιά.
«Καθαρή προσευχή θεωροῦσε ὁ Γέροντας αὐτήν πού προσφέρεται μέ κατάνυξη καί πού γνώρισμά της εἶναι ὅταν καί ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς ζοῦν σέ μιά συμφωνία μέ τίς λέξεις τῆς προφερομένης προσευχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὅ,τι εἶναι ξένο πρός αὐτήν.
Αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶναι λίγο-πολύ γνωστό σέ πάρα πολλούς πιστούς, ἀλλά σέ σπάνιες περιπτώσεις φτάνει στήν τέλεια προσευχή. Ἄλλο εἶδος καθαρᾶς προσευχῆς εἶναι ὁ νοῦς νά μένει ἔγκλειστος στήν καρδιά καί ἐκεῖ νά μελετάει ἥσυχα ἐνθυμούμενος τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Ὅσα ὅμως εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά αὐτόν τόν θαυμαστό τρόπο τῆς προσευχῆς ἀποτελοῦν μᾶλλον τήν ἀρνητική ὅψη της, ἐνῶ ἡ θετική της πλευρά ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινη σκέψη.
Ὁ Θεός εἶναι Φῶς ἀπρόσιτο. Ἡ ὕπαρξή Του εἶναι πιό πάνω ἀπό κάθε εἰκόνα, ὄχι μόνο ὑλική ἀλλά καί νοητή. Γι' αὐτό, ὅσο ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀσχολεῖται μέ τήν διανόηση, τίς λέξεις, τίς ἔννοιες, τίς εἰκόνες, δέν πετυχαίνει τήν τελειότητα τῆς προσευχῆς. Ὅταν ἡ κτιστή ἀνθρώπινη ὑπόσταση παρουσιάζεται στόν Ὑποστατικό Θεό, ὅταν ὁ κτιστός ἀνθρώπινος νοῦς παρίσταται «Νοΐ τῷ πρώτῳ»», παρίσταται στόν Νοῦ τόν πρῶτο, δηλαδή στόν Θεό, «τότε μόνο φθάνει στήν ἀληθινά καθαρή καί τέλεια προσευχή, ὅταν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό ἐγκαταλείψει πίσω του κάθε κτίσμα ἤ, ὅπως ἄρεσε στόν Γέροντα νά λέει, ὅταν λησμονεῖ ἐντελῶς τόν κόσμο, ἀκόμα καί τό ἴδιο τό σῶμα του, ἔτσι πού νά μή γνωρίζει πιά ὁ ἄνθρωπος ἄν βρισκόταν στό σῶμα ἤ ἔξω ἀπ’ αὐτό στήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μιά τέτοια καθαρή στήν κυριολεξία προσευχή εἶναι σπάνιο δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Δέν ἐξαρτᾶται καθόλου μόνο ἀπό τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλά ἔρχεται δύναμη Θεοῦ καί μέ μία ἀκατάληπτη πραότητα καί ἀνείπωτη ἁπλότητα μεταφέρει τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο τοῦ Θείου φωτός, ἤ, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, ἐμφανίζεται τό Θεῖο φῶς καί ἀγκαλιάζει μέ ἀγάπη ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ἔτσι πού αὐτός δέν μπορεῖ πιά νά θυμηθεῖ οὔτε νά σκεφθεῖ τίποτε. Ἔχοντας ὑπόψη του αὐτή τήν τελευταία προσευχή, ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Αὐτός πού προσεύχεται καθαρά, εἶναι θεολόγος»»[19]. Γιατί αὐτός βέβαια θεᾶται τόν Θεό καί ἔχει λόγο γιά τόν Θεό.
«Ὅποιος δέν ἐχει αὐτήν τήν ἐμπειρία, δέν πέτυχε τήν θεολογία μέ τήν ἔννοια τῆς καταστάσεως τῆς θεοπτίας. Νοῦς πού δέν ἔζησε ποτέ τήν καθαρότητα, νοῦς πού δέν καθρεφτίστηκε ποτέ στό αἰώνιο Θεῖο Φῶς, ὅσο καί ἄν λεπτύνθηκε ἡ διανοητική του ἐμπειρία, ὑπόκειται ἀναπόφευκτα στή φαντασία. Ἔτσι, ὅταν ἀποπειρᾶται νά γνωρίσει τό Θεῖο, ζεῖ μέσα σέ εἰκασίες καί κατασκευάζει ἐπινοήματα, τά ὁποῖα τά παίρνει δυστυχῶς πολλές φορές σάν ἀληθινές ἀποκαλύψεις καί θεοπτίες, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται τό σφάλμα του»[20]. Βλέπετε, πῶς παρεμβαίνει ἡ φαντασία καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πλανηθεῖ, ἐάν δέν ἐργαστεῖ καθαρίζοντας τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη!
Αὐτή ἡ ἐργασία ἡ νοερά, ἡ ἡσυχία, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη, καί αὐτές τίς μέρες πού ζοῦμε τώρα, πού καί ἡ πατρίδα μας ταλαιπωρεῖται καί οἱ ἄνθρωποι λίγο ταλαιπωροῦνται, καί ἴσως ταλαιπωρηθοῦμε καί περισσότερο.. Ἀλλά δέν θά πρέπει νά ἀφήσουμε τούς λογισμούς νά κυριεύσουν τήν καρδιά μας, εἴτε εἶναι λογισμοί φοβίας εἴτε δειλίας, ὅπως θέλουνε νά μᾶς τούς φυτέψουνε αὐτούς τούς λογισμούς τά ΜΜΕ καί οὐσιαστικά ὁ πονηρός, ὁ διάβολος εἶναι ἀπό πίσω ἀπό ὅλα, ἀπό ὅλους αὐτούς πού σπέρνουν τόν φόβο καί τόν τρόμο, γιατί ὁ διάβολος ξέρει πολύ καλά ὅτι μέσα ἀπό τόν φόβο, μέσα ἀπό τήν σύγχυση, μέσα ἀπό τήν ταραχή, περνάει.. περνάει τά μηνύματά του, περνάει - λειτουργεῖ. Εἶναι, ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, εἶναι τό ὄχημα τοῦ διαβόλου ἡ σύγχυσις καί ἡ ταραχή. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἐπιτρέπουμε ποτέ στόν νοῦ μας καί στήν καρδιά μας νά ταράσσεται. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν Ἀόρατο Πόλεμο: πᾶση θυσία, λέει, πρέπει νά κρατᾶς τήν ἐσωτερική σου εἰρήνη, ὅ,τι καί νά συμβαίνει ἐξωτερικά. Γιατί τίποτε δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς βλάψει, ἄν μόνοι μας δέν βλάψουμε τόν ἑαυτό μας, ὅπως λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Ἑπομένως, ὅ,τι καί νά μᾶς ἔρθει ἀπ’ ἔξω, ἀπό τούς ἀγαπητούς μας φίλους καί ἑταίρους Εὐρωπαίους, τούς ὁποιουδήποτε ἐξ ἀνατολῶν κ.λ.π. δέν ἔχει νά μᾶς ταράξει, ἐφόσον ἐμεῖς εἴμαστε ἑδραιωμένοι στόν Χριστό μας καί σ’ αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». «Τί μάτην ταράσσεσθαι ἄνθρωποι;», λένε τά τροπάρια. Λίγο ἀκόμα καί θά φύγουμε! Αὐτή ἡ ζωή ἔτσι εἶναι, εἶναι ἡ κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Μήν ψάχνουμε νά ἐγκατασταθοῦμε ἐδῶ μόνιμα καί νά ἔχουμε ἕναν παράδεισο ἐδῶ ἐπίγειο. Ὁ παράδεισος εἶναι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βεβαίως βιώνεται καί ἐδῶ, ἀλλά μέ αὐτόν τόν τρόπο πού μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τήν νοερά ἡσυχία καί προσευχή. Τότε ὁ ἄνθρωπος ὄντως ζεῖ τόν παράδεισο ἀπό τώρα! Δηλαδή, θά ἔρθει ὁ παράδεισος ὄχι μέσω τῆς οἰκονομίας, ὅπως μᾶς κάνανε νά πιστέψουμε οἱ φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἡ ἄθεη Δύση γενικότερα, καί ἔχει ἀναβιβάσει τήν οἰκονομία σέ θεότητα, καί σοῦ λέει, νά κάνετε τό πᾶν γιά νά σώσετε τήν οἰκονομία σας! Δέν θά ἔρθει ἡ εὐτυχία καί ὁ παράδεισος μέσω τῆς οἰκονομίας, ἀλλά θά ἔρθει μέσω τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδή μέσω τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς, πού εἶναι ζωή κάθαρσης ἀπό τά πάθη καί φωτισμοῦ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό Θεῖο Φῶς. Τότε ὄντως λυτρωνόμαστε!
Ἑπομένως, νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, γιατί αὐτός εἶναι ὁ δρόμος ὁ ὀρθόδοξος, ὁ εὐχαριστηριακός. Καί γιά αὐτά πού μᾶς ἤρθανε καί γιά αὐτά πού θά μᾶς ἔρθουν νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, νά δοξάζουμε τόν Θεό, γιατί γιά νά μᾶς τά δίνει ὁ Θεός εἶναι σίγουρα γιά τό καλό μας! Μπορεῖ νά μήν εἶναι τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι τό κατά παραχώρηση θέλημα, ἀλλά πάλι γιά τό καλό μας εἶναι, ἐφόσον ἐμεῖς ὁδηγούμαστε στήν μετάνοια. Καί πρέπει νά ὁδηγηθοῦμε στήν μετάνοια, ὁπότε θά ὑποφέρουμε καί λιγότερο! Ὅσο κανείς μετανοεῖ καί μοιάζει στούς Νινευίτες -ἔχουμε αὐτή τήν ἐμπειρία καί αὐτή τήν μαρτυρία κατατεθειμένη στήν Ἁγία Γραφή- σταματᾶνε οἱ συμφορές καί οἱ καταστροφές καί ὅλα αὐτά πού μᾶς ἔρχονται ὡς συνέπεια τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Ἔτι τρεῖς ἡμέρες καί Νινευῒ καταστραφήσεται»[21], εἶπε ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς. Καί οἱ Νινευίτες μετανόησαν, ἔβαλαν στάχτη στό κεφάλι τους -ἦταν δεῖγμα μετανοίας αὐτό ἐκείνη τήν ἐποχή- νήστεψαν, νήστεψαν καί τά ζῶα τους ἀκόμα, πού δείχνει τήν ἔνταση τῆς μετάνοιας καί δέν καταστράφηκε ἡ Νινευΐ. Λοιπόν, ἔτσι κι ἐμεῖς, δέν θά πάθουμε τίποτε, ἐάν μετανοήσουμε. Καί αὐτό τό μήνυμα νά δώσετε καί στούς ὑπόλοιπους. Καί νά ξέρετε, ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά μετανοήσουν ὅλοι, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρρων. Ἐάν ὑπῆρχαν δέκα δίκαιοι, δέκα ἄνθρωποι σωστοί, δέν θά καταστρεφόντουσαν πέντε ὁλόκληρες πόλεις! Βλέπετε τί δύναμη ἔχει ἡ ἁγιότητα! Ἄς μετανοοῦμε λοιπόν καί δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε! Μόνο καλά θά μᾶς ἔρχονται, γιά νά δοξάζουμε τόν καλό μας Θεό!
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ματθ. 5, 8.
[9] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Παρ. 23, 26.
[17] Ματθ. 9, 13.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[20] Ὅ.π.
[21] Ἰωνᾶ 3, 4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου