Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας κζ´ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α´ Τιμ. ε´ 1-10).
Α Τιμ. 5,1 Πρεσβυτέρῳ μὴ ἐπιπλήξῃς, ἀλλὰ παρακάλει ὡς πατέρα, νεωτέρους ὡς ἀδελφούς,
Α Τιμ. 5,1 Μη επιπλήξης, και μάλιστα με απότομον τρόπον, γεροντότερον, αλλά να τον προτρέπης και να τον παρηγορής σαν πατέρα, τους δε νεωτέρους κατά την ηλικίαν να τους συμβουλεύης και να τους καθοδηγής σαν αδελφούς.
Α Τιμ. 5,2 πρεσβυτέρας ὡς μητέρας, νεωτέρας ὡς ἀδελφὰς ἐν πάσῃ ἁγνείᾳ.
Α Τιμ. 5,2 Τας ηλικιωμένας να τας προτρέπης και ενθαρρύνης σαν μητέρας, τας νεωτέρας κατά την ηλικίαν να τας νουθετής σαν αδελφάς, κρατών τον ευατόν σου εις πάσαν αγνότητα και καθαρώτητα.
Α Τιμ. 5,3 Χήρας τίμα τὰς ὄντως χήρας.
Α Τιμ. 5,3 Να τιμάς και να υπολήπτεσαι τας χήρας, τας πραγματικάς χήρας, αυτάς αι οποίαι ζουν με σεμνότητα και σωφροσύνην.
Α Τιμ. 5,4 εἰ δέ τις χήρα τέκνα ἢ ἔκγονα ἔχει, μανθανέτωσαν πρῶτον τὸν ἴδιον οἶκον εὐσεβεῖν καὶ ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις· τοῦτο γάρ ἐστι καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Α Τιμ. 5,4 Εάν δε καμμιά χήρα έχη παιδιά η εγγόνια, ας μανθάνουν αυτά να σέβωνται πρώτον την οικογένειάν των και να ανταποδίδουν αμοιβάς στους προγόνους των, απέναντι των όσων έλαβαν από αυτούς, όταν ως παιδιά είχαν ανάγκην διατροφής και περιποιήσεως· διότι αυτό είναι καλόν και ευάρεστον ενώπιον του Θεού.
Α Τιμ. 5,5 ἡ δὲ ὄντως χήρα καὶ μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ προσμένει ταῖς δεήσεσι καὶ ταῖς προσευχαῖς νυκτὸς καὶ ἡμέρας·
Α Τιμ. 5,5 Η δε πραγματική χήρα, η αγνή και σεμνή, η οποία μένει απολύτως μονή, χωρίς συγγενείς η απογόνους, έχει αναθέσει όλας τας ελπίδας της στον Θεόν και αφιερώνει τας ημέρας και τας νύκτας της εις δεήσεις και προσευχάς.
Α Τιμ. 5,6 ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε.
Α Τιμ. 5,6 Η χήρα όμως που ζη ένα σπάταλον και τρυφηλόν βίον, καίτοι ζη ένα σωματικώς, έχει εν τούτοις αποθάνει πνευματικώς εξ αιτίας των αμαρτιών της.
Α Τιμ. 5,7 καὶ ταῦτα παράγγελλε, ἵνα ἀνεπίληπτοι ὦσιν.
Α Τιμ. 5,7 Και αυτά να παραγγέλλης και να συμβουλεύης εις τας χήρας, δια να είναι άμεμπτοι και ακατηγόρητοι.
Α Τιμ. 5,8 εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων.
Α Τιμ. 5,8 Εάν δε κανείς από τους απογόνους, περί των οποίων έκαμα λόγον ανωτέρω, δεν φροντίζη και δεν λαμβάνη πρόνοιαν δια τους ιδικούς του ανθρώπους και μάλιστα τους οικιακούς του, έχει αρνηθή την πίστιν και είναι χειρότερος από τον άπιστον, (ο οποίος επί τέλους ημπορεί να ενδιαφέρεται δια τους οικιακούς του).
Α Τιμ. 5,9 Χήρα καταλεγέσθω μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα, ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή,
Α Τιμ. 5,9 Χηρα ας κατατάσσεται εις την τάξιν των χήρων, δια να διακονή εις την Εκκλησίαν, εφ' όσον δεν είναι μικροτέρα των εξήντα ετών και έχει υπάρξει σύζυγος ενός μόνον ανδρός, χωρίς να έχη έλθει εις δεύτερον γάμον.
Α Τιμ. 5,10 ἐν ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη, εἰ ἐτεκνοτρόφησεν, εἰ ἐξενοδόχησεν, εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν, εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν, εἰ παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ ἐπηκολούθησε.
Α Τιμ. 5,10 Πρέπει δε να έχη εκ μέρους των άλλων και την καλήν μαρτυρίαν δια τα καλά της έργα· εάν δηλαδή έθρεψε και ανέθρεψε με επιμέλειαν τα τέκνα της, εάν εφιλοξένησε με προθυμίαν και χωρίς να λυπηθή έξοδα ανθρώπους, που δεν είχαν που να μείνουν, εάν έπλυνε τα πόδια των Χριστιανών που ήρχοντο από οδοιπορίαν, εάν επροθυμοποιήθη να βοηθήση τους θλιβομένους, εάν κατά το μέτρον των δυνάμεών της επεδίωξε κάθε έργον καλωσύνης.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας ιβ´ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. κ´ 27-44).
Λουκ. 20,27 Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν
Λουκ. 20,27 Επλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
Λουκ. 20,28 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
Λουκ. 20,28 λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του.
Λουκ. 20,29 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,29 Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,30 καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,30 Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,31 καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον·
Λουκ. 20,31 Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον.
Λουκ. 20,32 ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν.
Λουκ. 20,32 Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα.
Λουκ. 20,33 ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα.
Λουκ. 20,33 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”.
Λουκ. 20,34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·
Λουκ. 20,34 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·
Λουκ. 20,35 Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.
Λουκ. 20,36 Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση.
Λουκ. 20,37 ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ.
Λουκ. 20,37 Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ.
Λουκ. 20,38 Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν.
Λουκ. 20,38 Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”.
Λουκ. 20,39 ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας.
Λουκ. 20,39 Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”.
Λουκ. 20,40 οὐκέτι δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν.
Λουκ. 20,40 Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι.
Λουκ. 20,41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ εἶναι;
Λουκ. 20,41 Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ;
Λουκ. 20,42 καὶ αὐτὸς Δαυΐδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου
Λουκ. 20,42 Ενώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου,
Λουκ. 20,43 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
Λουκ. 20,43 έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου.
Λουκ. 20,44 Δαυΐδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν;
Λουκ. 20,44 Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου