Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Ἄφιξη στό Ἅγιο Ὅρος 2. «Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης»
Συνεχίζουμε νά κάνουμε ἀνάγνωση καί σχολιασμό τοῦ γνωστοῦ βιβλίου «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός», πού ἀσχολεῖται μέ τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν διδασκαλία του. Εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος, Ρῶσος στήν καταγωγή, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 1866 καί ἔκανε κατ’ ἀρχάς μία ζωή κοσμική μέ ἁμαρτωλές διασκεδάσεις καί διάφορες ἁμαρτίες, ἀλλά στή συνέχεια μετανόησε πραγματικά, ἄκουσε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο πού τοῦ εἶπε δέν μοῦ ἀρέσει ἡ ζωή σου, ἡ κοσμική ζωή πού κάνεις, μέ τίς αἰσθησιακές ἡδονές πού λατρεύεις, τήν κενοδοξία, τήν φιλαργυρία καί ὅλα αὐτά τά πάθη τά ὁποῖα κυριαρχοῦν στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός μετανόησε καί πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος τό φθινόπωρο τοῦ 1892 στή ρωσική Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Τό πρῶτο πού ἔκανε, ὅπως λέγαμε, ἦταν νά κάνει μιά καλή ἐξομολόγηση ὅλων του τῶν ἁμαρτημάτων, πράγμα πού πρέπει νά κάνει κάθε ἄνθρωπος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν στή ζωή του. Καί ὁπωσδήποτε βεβαίως κάποιος πού γιά πρώτη φορά ξεκινάει, βρίσκει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τούς σκοπέλους τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου.
Τό πρῶτο βῆμα πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά κάνει μιά καλή γενική ἐξομολόγηση. Ἐννοεῖται ὅτι ἔχει πίστη στόν Θεό, ἔχει φόβο Θεοῦ, ἔχει τόν ἀρχικό φόβο τοῦ Θεοῦ, τόν φόβο δηλαδή τοῦ νά μήν πάει στήν κόλαση, πιστεύει ὅλα αὐτά πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριος καί ἐπειδή πιστεύει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἀληθινά, ὅτι ὑπάρχει κόλαση, ὅτι ὑπάρχει Παράδεισος, ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή, ὅτι ὑπάρχει ἡ Δευτέρα Παρουσία καί ἡ κρίση, ὅτι ὑπάρχει ἡ λύτρωση καί ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, στή συνέχεια κάνει μιά καλή, εἰλικρινή ἐνδοσκόπηση, δηλαδή κοιτάει μέσα του καί βρίσκει, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κάνει προσευχή, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι μπορεῖ καί ὅ,τι θά τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Βέβαια ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλα τά ἁμαρτήματά μας καί τά πάθη μας μονομιᾶς, γιατί τότε θά ἀπογοητευόμαστε.
Μᾶς τά ἀποκαλύπτει σταδιακά. Στήν ἀρχή βλέπει κανείς μόνο τά πολύ μεγάλα ἁμαρτήματα. Μπορεῖ νά πάει στόν Πνευματικό γιά πρώτη φορά, νά πεῖ δυό - τρία πράγματα καί νά νομίσει ὅτι δέν ἔχει τίποτε ἄλλο. Ὅταν κάνει ὅμως αὐτή τήν πρώτη ἐξομολόγηση, θά δεῖ ὅτι πίσω ἀπό αὐτούς τούς μεγάλους ὀγκόλιθους ὑπάρχουν κι ἄλλα μικρότερα πετραδάκια, πέτρες ἐνδεχομένως, τά ὁποῖα κι αὐτά χρειάζονται ἐξομολόγηση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος σιγά-σιγά προχωράει στήν λεγόμενη κάθαρση ἀπό τίς ἁμαρτίες του.
Ὅλοι ζοῦμε στόν κόσμο μέ τήν τοπική ἔννοια, ἀλλά δέν ζοῦμε μέ τόν τρόπο τοῦ κόσμου. Ὅπως λέει ἡ "πρός Διόγνητον ἐπιστολή": «οἱ χριστιανοί οἰκοῦσιν στίς πόλεις ἀλλά ἔχουν τό πολίτευμα στόν οὐρανό». Ἔτσι λοιπόν, ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μετανοήσει καί ζεῖ στόν κόσμο -στό κοσμικό φρόνημα μ’ αὐτή τήν ἔννοια-, αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δέν βλέπει οὐσιαστικά τίποτα καί εἶναι καί πνευματικά νεκρός, διότι ἡ ἁμαρτία, ὅσο παραμένει στόν ἄνθρωπο, δηλαδή ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ, νεκρώνει τόν ἄνθρωπο. Καί μία ἁμαρτία εἶναι ἀρκετή νά νεκρώσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κολάσει, γιατί λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὅτι «ἀκόμα κι ἄν ὅλα τά τοῦ νόμου τά τηρήσετε καί μόνο ἕνα δέν τηρήσετε, εἶναι σάν νά μήν τηρήσατε κανένα πράγμα ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ» (Ἰακ. 2,10). Ἑπομένως, καταλαβαίνουμε ἀπό αὐτό, ὅτι ὁ Θεός μᾶς θέλει ὁλόκληρους, μᾶς θέλει ἑκατό τοῖς ἑκατό δικούς Του καί μᾶς θέλει νά τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές. Ἄς θυμηθοῦμε καί αὐτό πού λέει στούς Ἀποστόλους ὁ Χριστός μας καί διά τῶν Ἀποστόλων σέ ὅλους ἐμᾶς, γιατί ὅλοι πρέπει νά κάνουμε μία μικρή ἤ μία μεγάλη ἱεραποστολή, τουλάχιστον στόν ἑαυτό μας καί στό συγγενικό μας περιβάλλον, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28,19-20). Βαφτίστε τους καί διδάξτε τους νά τηροῦν ὅλα ὅσα σᾶς εἶπα. Ὄχι μερικά. Οὔτε νά τούς δώσει τό δικαίωμα νά κάνουν ἐπιλογή καί νά ποῦνε: κάποιες ἐντολές μᾶς ταιριάζουν θά τίς τηρήσουμε, κάποιες ἄλλες ὄχι… Ὅπως λένε κάποιοι καί σήμερα: ἐμεῖς δέν εἴμαστε μοναχοί, δέν εἴμαστε καλόγεροι, δέν θά κάνουμε αὐτά πού κάνουν οἱ καλόγεροι, δικαιούμαστε νά ζήσουμε δηλαδή χαλαρότερα καί μέ κάποιες ἐνδεχομένως μικρές -κατά τήν γνώμη τους- ἁμαρτίες. Ἀλλά αὐτό ὁπωσδήποτε ξέρουμε πολύ καλά ὅτι δέν εἶναι σωστό. Ὁ Θεός δέν ἔδωσε δύο Εὐαγγέλια, ἕνα γιά τούς μοναχούς καί ἕνα γιά τούς λαϊκούς, ἀλλά ἕνα Εὐαγγέλιο γιά ὅλους καί ζητάει νά τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές ὅλοι, ὄχι μόνο οἱ μοναχοί.
Τά λέω αὐτά μέ ἀφορμή καί τό Τριώδιο πού ἄρχισε ἤδη. Πιστεύω πώς ὅλοι γνωρίζετε ὅτι εἶναι ἡ πιό κατανυκτική περίοδος τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ χριστιανοί κάνουν μιά καλή ἐνδοσκόπηση, ἐξετάζουν τόν ἑαυτό τους καί προσπαθοῦν νά ἐξαλείψουν τά πάθη τους, νά μετανοήσουν εἰλικρινά καί νά διώξουν ὁτιδήποτε κοσμικό. Τήν ἴδια ὅμως αὐτή περίοδο ὁ διάβολος κάνει κι αὐτός τό δικό του ἔργο μέ τά καρναβάλια, μέ τίς γιορτές αὐτές τίς σατανικές καί τίς πομπές τίς εἰδωλολατρικές καί προσπαθεῖ νά παρασύρει καί τούς χριστιανούς δυστυχῶς -καί κάποιοι παρασύρονται- σ’ αὐτή τήν ἁμαρτία, τήν ζωή τοῦ κόσμου δηλαδή, στίς ἐξαλλοσύνες καί ὅλα αὐτά πού δέν χρειάζεται κἄν νά τά περιγράψουμε καί στά ὁποῖα οἱ χριστιανοί δέν πρέπει νά συμμετέχουν οὔτε ὡς θεατές. Τό ὅτι δέν πρέπει νά μασκαρεύονται, τό ἀπαγορεύουν οἱ ἱερεῖς κανόνες ἤ νά χορεύουν ἤ νά τραγουδοῦν σατανικά τραγούδια κ.λ.π. ἀλλά οὔτε κἄν νά παρακολουθοῦν αὐτούς πού κάνουν αὐτά τά πράγματα.
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη νά τά ἀκούσουμε αὐτά γιατί,, δυστυχῶς, εὔκολα παρασυρόμαστε ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ἀπό τόν πονηρό, ὁ ὁποῖος εἶναι διάβολος, διαβάλλει, δηλαδή συκοφαντεῖ τόν Θεό στίς ψυχές μας. Καί σοῦ λέει: - Γιατί, κακό εἶναι λίγο νά διασκεδάσεις, λίγο νά χαρεῖς; Λές καί ἡ χαρά θά ἔρθει μέσα ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τά διαβολικά τερτίπια! Ὄχι, ἡ χαρά ξέρουμε πολύ καλά ὡς χριστιανοί, ὅτι εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη..» (Γαλ. 5,22). Καλούμαστε, λοιπόν, νά μιμηθοῦμε τούς Ἁγίους, νά μιμηθοῦμε καί τόν Ἅγιο Σιλουανό πού διαβάζουμε, τόν Ἅγιο Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη, πού γιορτάζουμε σήμερα καί ἀκούσαμε τό φοβερό καί φρικτό μαρτύριό του καί ὅλους τούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι μετανόησαν πραγματικά καί στάθηκαν τελείως μακριά καί ξένοι ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ μάταιη ἀγάπη τῆς δόξας, ἡ ἀγάπη τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καί ἡ ἀγάπη τῶν χρημάτων καί τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, τά τρία κορυφαῖα αὐτά πάθη: ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία.
Νά συνεχίσουμε τώρα, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν σχολιασμό στόν βίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Εἴπαμε ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει πάει ἤδη στό Ἅγιο Ὄρος, ἔκανε μία καλή ἐξομολόγηση καί εἶχε κάποιους πειρασμούς. Ἔκανε πάρα πολύ μεγάλη ἄσκηση, νηστεία καί ἀγρυπνία καί, λόγω τῆς ἀπειρίας του στόν πνευματικό ἀγῶνα, ὑποσκελίστηκε κάποιες φορές ἀπό τόν πονηρό. Δέχτηκε κάποια πράγματα ὅτι ἦταν ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ ἦταν ἀπό τόν πονηρό. Βέβαια, μετά ἐξομολογήθηκε, ἀναζήτησε πάλι τήν πρώτη Χάρη καί ὁ Θεός δέν τοῦ τήν στέρησε.
«Κάθε ἄνθρωπος», λέει ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, πού ἦταν μαθητής τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἔγραψε τόν βίο του, «εἶναι φαινόμενο μοναδικό καί ἰδιόμορφο. Τό ἴδιο καί ἡ πορεία κάθε ἀσκητοῦ εἶναι ἰδιόμορφη καί ἀνεπανάληπτη. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἐπιδιώκοντας τήν σαφήνεια, εἰσάγουν καί ἐδῶ τήν ταξινόμηση». Τί θέλει νά μᾶς πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι πράγματι κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδικός στόν κόσμο. Κανένας ἄνθρωπος δέν μοιάζει μέ κανέναν καί αὐτή εἶναι ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ, τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καί ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Σήμερα στή γῆ εἴμαστε 7,5 δισεκατομμύρια ἄνθρωποι καί ὅλοι εἴμαστε διαφορετικοί. Ὁ καθένας εἶναι μιά ἰδιαιτερότητα καί ὁ καθένας ἔχει τήν δική του πορεία εἴτε πρός τόν Θεό εἴτε πρός τόν πονηρό. Δυστυχῶς, σ’ αὐτές τίς δύο κατηγορίες χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι. Χωρίζονται στούς ἀνθρώπους πού μπαίνουν μέσα στήν Ἐκκλησία καί θεραπεύονται μέ τήν μετάνοια καί στούς ἀνθρώπους πού δέν θέλουν νά μποῦν ἤ μπῆκαν τυπικά μέ τό βάπτισμα, ἀλλά στήν πράξη ἀρνοῦνται τό βάπτισμα μέ τή ζωή πού κάνουν.
Οὐσιαστικά, αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ἡ συμμετοχή στά καρναβάλια, εἶναι ἄρνηση τῶν ὑποσχέσεων πού δώσαμε στό βάφτισμα. Στό βάφτισμα ὁ νονός μας εἶπε ὅτι «άποτάσσομαι τόν σατανᾶ». Δέν μπορεῖ νά τό πεῖ τό μωρό καί τό λέει ὁ νονός. Τί σημαίνει ἀποτάσσομαι; Ξεχωρίζομαι δηλαδή καί διώχνω καί φτύνω καθετί πού ἔχει σχέση μέ τόν σατανᾶ, μέ τήν πομπή αὐτοῦ, τά ἔργα αὐτοῦ κ.λ.π. Στή συνέχεια φυσάει καί φτύνει τρεῖς φορές γιά νά δείξει τήν ἀποστροφή του πρός τόν διάβολο. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια συμμετέχει σ’ αὐτές τίς γιορτές, ἀρνεῖται τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε στό βάφτισμα. Μετά, βεβαίως, δέν πρέπει νά περιμένει ὅτι θά ἔχει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι γιατί ὁ Θεός δέν θέλει νά μᾶς βοηθήσει, ὁ Θεός ὅλους θέλει νά μᾶς βοηθήσει. Ἀλλά αὐτός ἔχει πλέον χτίσει ἕνα τεῖχος μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖ νά περάσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ΄ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὅμως ἰδιόμορφος καί μοναδικός. Καί ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα, ὅσο ζεῖ σ’ αὐτή τή γῆ, -προσέξτε αὐτό τό πράγμα, ὄχι μετά θάνατον, ὅσο ζεῖ σ’ αὐτή τή γῆ- νά μετανοήσει καί νά κάνει τή δική του ἰδιαίτερη πορεία, ἡ ὁποία, ὅμως, ἰδιαίτερη πορεία δέν σημαίνει -προσέξτε κι αὐτό- ὅτι ὁ καθένας μπορεῖ ν’ ἀντιλαμβάνεται τόν Θεό ὅπως νομίζει αὐτός, τήν Ἐκκλησία ὅπως νομίζει αὐτός καί τήν σωτηρία ὅπως νομίζει αὐτός. Ὄχι! Ὑπάρχουν τά δεδομένα τά ὁποῖα μᾶς ἔχει δώσει ὁ Χριστός μας καί ὁ συγκεκριμένος τρόπος διαμέσου τοῦ ὁποίου θά σωθοῦμε. Καί αὐτός ὁ τρόπος δέν εἶναι ἄλλος παρά Αὐτός ὁ Ἴδιος. Γιατί εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6), Ἐγώ εἶμαι ὁ τρόπος, γιά νά πάει κανείς στόν Θεό-Πατέρα. Εἶμαι ὁ δρόμος γιά τόν Θεό-Πατέρα. Ἄν δηλαδή κανείς δέν ζήσει, ὅπως λέει ὁ Χριστός, δέν ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ.
Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ἐνῶ εἶναι ὁ καθένας μοναδικός, προσπαθοῦμε νά βάζουμε κουτάκια, νά κάνουμε κατηγορίες, νά ταξινομοῦμε. Ἔτσι λοιπόν «κατά τούς χριστιανικούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κατέγραψε σέ τρία εἴδη ἤ τύπους τήν ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή». Θά λέγαμε μέ ἁδρές γραμμές ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων πού σώζονται. «Στό πρῶτο εἶδος ἀνήκει ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοί ἑλκύονται στήν πίστη μέ λίγη χάρη». Τούς δίνει ὁ Θεός λίγη χάρη στήν ἀρχή καί τούς ἑλκύει «καί περνοῦν τήν ζωή τους μ’ ἕναν μετρημένο ἀγῶνα γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν». Στή συνέχεια κάνουν κάποιον πνευματικό ἀγῶνα καί τηροῦν τίς ἐντολές. Προσέξτε, ἄν δέν τηρήσουμε τίς ἐντολές, δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Ἀλλά, ἄν κανείς προσπαθήσει νά τηρήσει τίς ἐντολές, θά δεῖ ὅτι στήν πράξη δέν μπορεῖ νά τίς τηρήσει καί τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά σωθεῖ, ἄν δέν ἔχει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἀπό αὐτή τή διαπίστωση προκύπτει ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι μόνος του δέν μπορεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές. Θέλει νά σωθεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ δώσει δύναμη καί χάρη, ὥστε νά τηρήσει τίς ἐντολές, νά προχωρήσει στήν ἕνωση μέ τόν Θεό καί νά σωθεῖ.
Οἱ περισσότεροι λοιπόν ἄνθρωποι κάνουν ἕναν μέτριο ἀγῶνα, λέει ἐδῶ. Δέν ἀναφερόμαστε σ’ αὐτούς πού δέν ἀγωνίζονται καθόλου. Αὐτοί οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἡ πλειοψηφία ὅμως καί αὐτῶν πού σώζονται κάνουν αὐτό τό πράγμα, μετανοοῦν δηλαδή, τούς ἑλκύει ὁ Θεός καί μετά περνοῦν τήν ζωή τους μέ ἕναν μετρημένο ἀγῶνα γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Μόνο κατά τό τέλος τῆς ζωῆς τους, χάρη στά παθήματά τους, γίνονται ἐπιδεκτικοί μεγαλύτερης χάρης». Τά παθήματα, δηλαδή οἱ διάφορες δοκιμασίες πού περνάει ὁ χριστιανός στή ζωή του, εἴτε εἶναι σωματικές δοκιμασίες εἴτε ἀρρώστιες, διωγμοί, συκοφαντίες κ.λ.π. ἤ ἀκόμα καί δυσκολίες ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί ἀπό τούς δαίμονες βεβαίως πού μᾶς πολεμοῦν συνεχῶς, ὅλα αὐτά ταπεινώνουν τόν ἄνθρωπο καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ γνήσια καί ἀληθινά, τότε γίνεται δεκτικός μεγαλύτερης χάρης. Γι’ αὐτό οὐσιαστικά ἡ πρόοδος στήν πνευματική ζωή εἶναι πρόοδος στήν ταπείνωση καί ὁ Θεός μᾶς ὑποσχέθηκε, νά μᾶς δώσει χάρη καί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶναι ὑποχρεωμένος τότε ὁ Θεός νά μᾶς βοηθήσει. «Ὁ Θεός στούς ταπεινούς δίνει χάρη, στούς δέ ὑπερήφανους ἀντιτάσσεται» (Ἰακ. 4,6). Ὅλες οἱ δοκιμασίες βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά ταπεινωθεῖ. Εἶναι μία πρόκληση, μιά πρόκληση γιά ταπείνωση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δεχτεῖ ἔτσι μέ εὐγνωμοσύνη τίς ὅποιες δοκιμασίες καί ταπεινωθεῖ, τότε κερδίζει πνευματικά καί παίρνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως ἔχει πάρα πολύ μεγάλο ἐγωισμό καί ἀντιδρᾶ στίς δοκιμασίες καί λέει «Θεέ μου, γιατί σέ μένα;...», τότε μοιάζει μ’ αὐτόν τόν ἄρρωστο πού δέν δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ γιατροῦ καί τόν διώχνει. Δηλαδή, δέν θέλει κἄν νά τόν δεῖ καί δέν παίρνει τά φάρμακά του, ὁπότε δέν μπορεῖ νά θεραπευτεῖ.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λοιπόν «κατά τό τέλος τῆς ζωῆς τους γίνονται ἐπιδεκτικοί μεγαλύτερης χάρης» ἐξαιτίας τῶν παθημάτων τους. «Πάντως μερικοί ἀγωνίζονται ἐντονώτερα καί ἔτσι πρίν πεθάνουν παίρνουν μεγαλύτερη χάρη. Αὐτό συμβαίνει σέ πολλούς μοναχούς». Κάποιοι δηλαδή σέ προχωρημένη ἡλικία, ἐνῶ ζούσανε μέ κάποια θά λέγαμε μέ χαλαρότητα, ἐνῶ τηροῦσαν τίς ἐντολές, στά τελευταῖα τους κάνουν ἐντονότερο ἀγῶνα καί παίρνουν μεγαλύτερη χάρη.
«Τό δεύτερο εἶδος ἀποτελεῖται ἀπό ὅσους ἀρχικά ἑλκύονται μέ μέτρια χάρη, ἀσκοῦνται ὅμως πρόθυμα στήν προσευχή καί στόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν. Μ’ αὐτή τήν ὀδυνηρή ἄσκηση κατά τήν μισή ζωή τους ἀξιώνονται νά λάβουν χάρη καί ζοῦν τήν ὑπόλοιπη ζωή τους μέ ἐντονώτερο ἀκόμη ἀγῶνα καί ἔτσι φθάνουν σέ ὑψηλότερο βαθμό τελειότητος». Εἶναι, θά λέγαμε, πιό μεγάλοι ἅγιοι αὐτοί. Ἀγωνίζονται πιό πολύ καί παίρνουν πιό μεγάλη χάρη. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς καί ἡ Χάρις εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγῶνος. Ὄχι βέβαια ὅτι πληρώνει ὁ Θεός κατά κάποιο τρόπο ἀνάλογα μέ τούς κόπους, ἀλλά ὁ Θεός πληρώνει ἀνάλογα μέ τήν ταπείνωση. Οἱ κόποι βοηθᾶνε στό νά ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Δέν λειτουργοῦν ἀνταποδοτικά οὔτε σωζόμαστε ἐξαιτίας τῶν ἔργων μας. Ἀλλά ὅταν κανείς προσπαθεῖ, νηστεύει, ἀγρυπνεῖ, προσεύχεται, κόβει τό θέλημά του συνεχῶς καί κάνει ὑπακοή, αὐτός ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τῆς Χάρης, διότι ὅλα αὐτά πού κάνει τόν κάνουν πιό ταπεινό.
«Τό τρίτο, πιό σπάνιο εἶδος» ἀπό αὐτούς πού σώζονται «εἶναι ὅταν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἀσκητικοῦ βίου λάβει ὁ ἄνθρωπος ἕνεκα τῆς φλογερότητάς του ἤ πιό σωστά κατά τήν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, τήν μεγάλη χάρη τῶν τελείων». Βλέπει δηλαδή ὁ Θεός ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά κρατήσει μεγάλη καί πολλή Χάρη καί τοῦ τή δίνει ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός, ὡς προγνώστης, προγνωρίζει τά πάντα καί βλέπει τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν αὐτή τήν προθυμία νά ἀγωνιστοῦν. «Αὐτό τό τελευταῖο εἶδος εἶναι ὄχι μόνο τό πιό σπάνιο, ἀλλά καί τό πιό δύσκολο», τό νά δεχτεῖς δηλαδή τή Χάρη ἀπό πολύ μικρή ἡλικία. Ἔχουμε, ἄς ποῦμε, τόν Ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος δέχτηκε ἀπό πολύ μικρή ἡλικία τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἡλικίας 16-17 ἐτῶν. Πολύ μεγάλα χαρίσματα! Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σπάνιο, ἀλλά ὁ Θεός ἐπειδή προγνώριζε τήν μετέπειτα ζωή τοῦ Ἁγίου, τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν Χάρη, γιατί τόν ἔκρινε ἄξιο ὅτι θά τήν φυλοῦσε, θά τήν κρατοῦσε, θά τήν διαφύλαττε. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό.
«Ὅσο μποροῦμε νά κρίνουμε ἀπό τούς βίους καί ἀπό τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπό τήν προφορική παράδοση τῶν ἀσκητῶν τῶν τελευταίων αἰώνων καί ἀπό τήν πείρα τῶν συγχρόνων κανένας δέν μπορεῖ νά κρατήσει τό πλήρωμα τῆς δωρεᾶς τῆς θείας ἀγάπης πού τοῦ δόθηκε. Θά ζήσει στή συνέχεια γιά πολύ καιρό τήν ἄρση τῆς χάρης καί τήν ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Θεό. Δέν πρόκειται βέβαια γιά ἀντικειμενική, πλήρη ἀφαίρεση τῆς χάρης», οὔτε γιά ἀντικειμενική ἐγκατάλειψη. Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει κανέναν, «ἀλλά ὑποκειμενικά ἡ ψυχή βιώνει τήν μείωση τῆς ἐνέργειας τῆς χάρης σάν ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Θεό». Ὁ ἄνθρωπος πού δέχεται τήν Χάρη, κατά κανόνα, γιά νά μήν ποῦμε πάντα, δέν μπορεῖ νά τήν φυλάξει, τήν χάνει. Καί ὁ Θεός παραχωρεῖ μετά νά αἰσθάνεται αὐτό τό αἴσθημα τῆς ἐγκατάλειψης ἀπό τόν Ἴδιο, ἐνῶ δέν εἶναι ὁ Θεός πού ἔχει ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἔχει φύγει μακριά ἀπό τόν Θεό.
«Ὅσοι ἀσκητές ἀνήκουν σ’ αὐτό τό τελευταῖο εἶδος ὑποφέρουν περισσότερο ἀπό ὅλους», αὐτοί δηλαδή πού δέχτηκαν τή Χάρη ἀπό πολύ μικρή ἡλικία, «γιατί μετά τήν γεύση τῆς χάρης, μετά τήν θεωρία τοῦ Θείου Φωτός, βιώνουν πιό βαθιά καί μέ μεγαλύτερη ὀδύνη τήν ὀξεία ἀντίθεση: τό σκότος τῆς ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό καί τήν ταραχή τῶν παθῶν. Μόνο αὐτοί ξέρουν τί ἔχασαν. Καί ἐκτός ἀπό αὐτό, ἡ βίωση τῆς χάρης μεταβάλλει μέ τήν ἐπενέργειά της ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει ἀσυγκρίτως εὐαίσθητο σέ κάθε πνευματικό φαινόμενο». Βέβαια, νομίζω καταλαβαίνετε ὅλοι ἤ γνωρίζετε ὅλοι τί σημαίνει Χάρις. Ἡ Χάρις δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ὁ Θεός. Ἡ θεία Χάρις δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία στήν Ἁγία Γραφή λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν, ὅπως λέμε, ἡ Θεοποιός Χάρις. Αὐτή τήν Χάρη τήν παίρνουν ὅσοι θέλουν, ὄχι ὅλοι ἀναγκαστικά, ἀλλά ὅσοι μετανοοῦν καί ζοῦνε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν Χάρη ὅμως δέν μπορεῖ νά τήν κρατήσει ὁ ἄνθρωπος, νά τή φυλάξει, γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος ὅτι ἐπειδή τήν χάνει, μετά θυμᾶται αὐτό πού ἔζησε, ὅταν εἶχε τήν ἐνέργεια τῆς Χάρης καί λυπᾶται καί στενοχωριέται πάρα πολύ. Ὅπως, στά ἀνθρώπινα, κάποιος πού ἀγάπησε ἕνα ἄλλο πρόσωπο καί τό ἔχασε μετά, μένει μέ τήν ἀνάμνηση αὐτή. Ἔτσι καί ὁ Θεῖος ἔρωτας, ὅταν κανείς χάσει τήν Χάρη, πληγώνει τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἀναζητάει μέ πολύ πόνο καί πολύ δάκρυ τόν ἀγαπημένο Νυμφίο. Ἡ ψυχή ζητάει τόν Νυμφίο Χριστό. Ἀκόμα αὐτή ἡ Χάρις, ὁ Θεός δηλαδή, κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ εὐαίσθητο σέ κάθε πνευματικό φαινόμενο.
«Αὐτή ἡ τελευταία τάξη πάσχει περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους, ἐπειδή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπόκειται στόν παρόντα κόσμο σέ μιά ἐξαιρετικά ἰσχυρή «πύρωση πρός πειρασμόν» (Α’Πέτρ. 4,12), γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο δέν μπορεῖ παρά νά πάσχει».
«Ὁ μακάριος Γέροντας Σιλουανός ἀνῆκε σ’ αὐτό τό τελευταῖο εἶδος», πού πῆρε τήν Χάρη δηλαδή σέ πολύ μικρή ἡλικία. «Ἔτσι καταλαβαίνουμε τά λόγια του: «Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά καταλάβετε τήν λύπη μου» ἤ «ὅποιος δέν ἐγνώρισε τόν Κύριο, αὐτός δέν μπορεῖ νά Τόν ἀναζητεῖ μέ θρῆνο». Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ἀναζητοῦσε τόν Κύριο μέ θρῆνο γιατί, εἴπαμε, στήν ἀρχή πῆρε πολύ μεγάλη Χάρη, ἔζησε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔζησε τόν Παράδεισο, ἔζησε τόν Χριστό, εἶδε τόν Χριστό ζωντανό μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔμεινε μ’ αὐτή τήν αἴσθηση. Μετά, ὅταν ἔχασε τόν Χριστό, ζοῦσε μ’ αὐτή τήν ἀνάμνηση καί ἀναζητοῦσε νά ξαναζήσει αὐτή τήν ἐμπειρία.
«Ὅταν περιγράφει τήν ἀπαρηγόρητη λύπη καί τόν θρῆνο τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο, περιγράφει οὐσιαστικά τόν δικό του θρῆνο καί τήν θλίψη τῆς ψυχῆς γιά τήν χαμένη χάρη». Ἐδῶ εἴμαστε ὅλοι μας. Ὁ Ἁδάμ ζοῦσε μέσα στόν Παράδεισο καί ἐξαιτίας μιᾶς ἁμαρτίας, τῆς παρακοῆς, βγῆκε ἐκτός καί ἐκάθησε ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καί ἔκλαιε. Κατ’ ἀνάλογο τρόπο καί κάθε ἄνθρωπος πού θά ζήσει τόν Θεό καί μετά θά χάσει αὐτή τή Χάρη, κλαίει κι αὐτός. Αὐτό ἀκριβῶς ζοῦσε καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός καί ἀναζητοῦσε πάλι μέ δάκρυα τόν χαμένο Παράδεισο. Καί ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε ὅλοι μας. Ἄν ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, θά ζοῦμε μέ πένθος. Ἡ κοιλάδα ἐδῶ πού ζοῦμε, ἡ γῆ δηλαδή, εἶναι κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, δέν εἶναι κοιλάδα ξεφαντώματος. Εἶναι κοιλάδα μετανοίας καί καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά κλάψει γιά τόν χαμένο Παράδεισο καί νά ἀναζητήσει τόν χαμένο Παράδεισο, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ἡ ὁποία «ἐντός ἡμῶν ἐστι» (Λουκ. 17,21), ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ ὅτι πλέον ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα του μέ τό ἅγιο Βάφτισμα καί τό ἅγιο Χρίσμα πού πῆρε -ὁ βαφτισμένος ἄνθρωπος- ἀλλά δυστυχῶς τήν ἔχει ἀπενεργοποιημένη, τήν ἔχει, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, μπαζωμένη. Τά μπάζα τί εἶναι; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά τά πετάξει ὅλα αὐτά. Νά κάνει μέσα του ἀνατινάξεις κατά κάποιο τρόπο, ὅπως ἀνοίγει τόν καινούριο δρόμο ὁ μηχανικός σπάζοντας τά βράχια μέσα στό βουνό, ἔτσι νά ἀνοίξει καί ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του στό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά ἀνακαλύψει ἤ νά ἐπανακαλύψει πιό σωστά τόν χαμένο Παράδεισο, τόν θαμμένο μέσα καί κάτω ἀπό τά μπάζα Παράδεισο καί νά ζήσει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά ἀπ’ αὐτή τή ζωή, ἐδῶ καί τώρα. Αὐτό ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
«Ἡ ἀσυνήθιστη βαθειά μετάνοια τοῦ Συμεών προκαλεῖ τό ἐρώτημα: Γιατί μερικοί μετανοοῦν τόσο βαθιά γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἄλλοι λιγότερο ἔντονα καί ἄλλοι μᾶλλον ἐπιπόλαια ἤ καθόλου;». Γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ διαφορά καί δέν μετανοοῦμε ὅλοι μέ ἔντονο βαθμό, ὅπως θά ἔπρεπε νά μετανοοῦμε καί νά πενθοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας; «Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τήν διαφορά ἐντάσεως τῆς συνειδήσεως τῆς ἁμαρτίας στούς ἀνθρώπους;». Ἄλλος ἔχει ἔντονη συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καί ἄλλος δέν ἔχει καί σάν νά τό περνάει ξώφαλτσα τό πρόβλημα αὐτό ἤ μπορεῖ νά πάει στήν ἐξομολόγηση καί νά γελάει κιόλας.. Δέν εἶναι μετάνοια αὐτό, νά λέει κανείς χαμογελώντας τίς ἁμαρτίες του ἤ νά δικαιολογεῖται καί νά λέει «ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ἐγώ…».
«Αὐτό τό πρόβλημα εἶναι ἐξαιρετικά βαθύ. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀδυνατοῦμε νά διεισδύσουμε τελείως ἀκόμα καί στήν ἀτομική μας πνευματική ζωή». Κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καλά-καλά δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε καί νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τήν ψυχή μας. «Προσιτή μᾶς εἶναι ἡ ἐνδοσκόπηση ἤ ἡ παρατήρηση τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς, ὅταν ἡ τελευταία παίρνει τήν μορφή ψυχολογικῶν φαινομένων. Ἀδυνατοῦμε ὅμως νά προσδιορίσουμε ὁτιδήποτε στήν οὐσία του. Κι αὐτό γιατί ἡ πρώτη βάση κάθε χριστιανικοῦ ψυχοθρησκευτικοῦ γεγονότος εἶναι μιά ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἀπροσδιόριστη καί ἀπόλυτα ἐλεύθερη». Θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος ὅτι δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πού ἐνεργοῦμε τήν μετάνοια ἀλλά καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξιχνιάσει τά τοῦ Πνεύματος, πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός. «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ καί τήν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστί πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ἰω. 3,8)».
Βλεπουμε γιά παράδειγμα πῶς ἔφτασε ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος στήν μετάνοια. Ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ πού τοῦ εἶπε: «ἄνοιξε καί διάβασε τήν Ἁγία Γραφή». Ἄνοιξε τήν Γραφή καί ἔπεσε καί διάβασε τό χωρίο ἐκεῖ πού λέει «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄Κορ. 6,2). Τώρα νά μετανοήσεις, ὄχι αὔριο! Καί ἔκλεισε τό βιβλίο καί ἔτρεξε καί ἐξομολογήθηκε καί βαφτίστηκε, γιατί ἦταν ἀβάφτιστος. Ἔτσι καί ὁ καθένας ἀπό μᾶς πρέπει νά κάνει ὅταν δεχτεῖ μέσα του τήν νεύση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πεῖ μέσα του ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ «μετανόησε τώρα, ὄχι αὔριο». Νά μήν ἀναβάλλει. Γιατί ἡ πολύ μεγάλη καί ἡ πιό ἀποτελεσματική παγίδα τοῦ διαβόλου, ξέρετε ποιά εἶναι; Ἡ ἀναβολή. Ὁ διάβολος δέν σοῦ λέει «μήν ἐξομολογεῖσαι, μήν μετανοεῖς», ἀλλά σοῦ λέει «ἔχεις καιρό»! Κάνε πρῶτα αὐτά τά ἄλλα πού ἔχεις, τά ἐπείγοντα... σοῦ ἐμφανίζει ἄλλα ὡς πιό ἐπείγοντα ἀπό αὐτό, καί μετά ἔχεις καιρό νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς. Καί μέ αὐτό τό ‘ἔχεις καιρό’, δέν ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος ποτέ καί φτάνει στά τελευταῖα του καί δέν μπορεῖ νά ἐξομολογηθεῖ. Καί ὅσο κανείς δέν ἐξομολογεῖται, ἡ πληγή, ἡ ἁμαρτία πού ὑπάρχει μέσα του σκληραίνει καί ὁ ἄνθρωπος πλέον ἁμαρτάνει καί πέφτει στά πάθη καί δέν μπορεῖ καί νά τά ἐλέγξει. Ὅσο ἡ ἁμαρτία μένει στόν ἄνθρωπο, τόσο σαπίζει θά λέγαμε καί βαθαίνει τό τραῦμα καί γίνεται καί πιό δυσθεράπευτο.
«Δεύτερος ἐπίσης ἀπροσδιόριστος παράγοντας εἶναι τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου», ἡ ἐλευθερία δηλαδή. Μπορεῖ νά πεῖ ναί στόν Θεό ἤ μπορεῖ νά πεῖ ὄχι στόν Θεό. Ὁ Θεός σέβεται καί τό ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως σέβεται καί τό ὄχι τοῦ διαβόλου, γιατί καί ὁ διάβολος εἶναι πλάσμα Του. Ἐνεργοῦν λοιπόν δύο παράγοντες, γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος: ὁ Θεός - τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοί οἱ δύο παράγοντες πρέπει νά συνεργαστοῦν. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Μόνος του ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἄν δέν θέλει καί ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ. Εἶναι μέγα αὐτό τό μυστήριο. «Αὐτά τά δύο, τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης, ἀποτελοῦν τήν ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή. Καί ἡ πίστη καί ἡ μετάνοιά μας ἐξαρτῶνται μέχρι ἕναν ἀκαθόριστο βαθμό ἀπό τήν ἐλευθερία», δηλαδή ἀπό τό αὐτεξούσιό μας, «ὄντας συγχρόνως δωρεά τῆς Θείας χάρης».
«Ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του ζητᾶ νά δώσει στόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ζωή, ἀλλά καί «περισσόν ζωῆς», ὅπως λέγει ὁ Χριστός (Ἰω. 10,10)». Δέν ἦρθα γιά νά ἔχετε ζωή, ἀλλά καί περίσσεια ζωῆς. Αὐτή ἡ περίσσεια τῆς ζωῆς πού ἦρθε νά μᾶς δώσει ὁ Χριστός εἶναι ἀκριβῶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Θεία ἐνέργεια, ἡ θέωση. Καί μακάριος καί εὐτυχής εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού τό καταλαβαίνει αὐτό καί τό ἐπιδιώκει.
«Αὐτή ἡ ζωή χαρίζεται μέν στόν ἐλεύθερο ἄνθρωπο, ὄχι ὅμως χωρίς τήν συγκατάθεσή του». Ἡ Θεοποιός Χάρη, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε προηγουμένως, δίνεται ὄχι σέ ὅλους ἀλλά σ’ αὐτούς πού θέλουν. «Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν μας αὐτή τήν κατάσταση μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι καί τό μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου». Τό πόσο δηλαδή θά πάρεις ἀπό τόν Θεό, ἐξαρτᾶται πάλι ἀπό σένα. Ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί οἱ δεξαμενές τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρες. Ὅσο καί νά ζητήσεις θά πάρεις. Ἐξαρτᾶται, ἑπομένως, ἀπό μᾶς τό πόσο θά πάρουμε.
«Οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ συνεπάγονται ὁρισμένη ἄσκηση. Καί ὅταν ὁ Θεός προβλέπει ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά δεχθεῖ ὅπως πρέπει τήν δωρεά Του, ἡ δωρεά χύνεται «ἀφθόνως». Θά λέγαμε ὅτι αἰτία τῆς μεγάλης ἤ μικρῆς δωρεᾶς εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐνέργεια τῆς χάρης πού ὁ Θεός ξέρει ἀπό πρίν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «οὕς προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,29)». Αὐτούς πού προγνώρισε, αὐτούς καί προόρισε νά γίνουν σύμμορφοι μέ τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ. Ὁ Θεός δέν προκαθορίζει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος καθορίζει ἄν θά σωθεῖ ἤ δέν θά σωθεῖ. Ὁ Θεός ἁπλῶς προγνωρίζει, δέν προκαθορίζει. Ὁ Θεός προγνωρίζει τό πῶς θά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν θεία Χάρη καί ἀνάλογα τοῦ δίνει μικρή ἤ μεγάλη Χάρη.
Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι «ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι» (Γαλ. 1,15-16)». Ἀπό τή στιγμή πού εὐδόκησε ὁ Θεός νά μέ ξεχωρίσει καί νά μέ καλέσει καί νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό Του, ἀμέσως μετά ἐγώ πού δέχθηκα αὐτή τήν ἀποκάλυψη, δέν προσκολλήθηκα σέ ἄνθρωπο. Ἀλλά, ὅπως ξέρουμε, πῆγε στήν ἔρημο, στήν ἄσκηση, στήν Ἀραβία ἑφτά χρόνια καί ἐκεῖ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ.
«Ἤξερε ἀπό πρίν ὁ Θεός ὅτι ὁ Συμεών, ὁ μετέπειτα μοναχός Σιλουανός, «οὐ προαναθήσεται σαρκί καί αἵματι», δέν θά προσκολληθεῖ σέ ἄνθρωπο, «ἀλλά θά ἀναλώσει τήν ζωή του σέ ἕνα ἀγῶνα ἀντάξιο τῆς μεγάλης δωρεᾶς καί γι’ αὐτό τόν κάλεσε στήν ἀσυνήθιστη ζωή, πού βλέπουμε στόν βίο του». Ἤξερε δηλαδή ὅτι ὁ Σιλουανός θά ἀφιερωθεῖ ἑκατό τοῖς ἑκατό στόν Θεό καί ὄχι σέ κάποιον ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί τοῦ ἔδωσε τόσο μεγάλη Χάρη ἀπό πολύ νωρίς.
«Δέν σκεφτόμαστε κἄν νά ἐξηγήσουμε ἐδῶ τό μυστήριο τοῦ συνδυασμοῦ τῆς ἀπολύτως ἐλεύθερης ἐνέργειας τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων καί τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου». Εἶναι μυστήριο πῶς συνεργάζεται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀλλά ἡ ἐπικοινωνία μας μέ τόν Γέροντα, πού πέρασε τήν ζωή του σέ ἕναν ἐξαιρετικά ἔντονο ἀγῶνα γιά τήν ἀγάπη, στήν ὁποία κυρίως ἐκδηλώνεται ἡ ἐλευθερία, ὁδήγησε τήν σκέψη μας στήν πρόγνωση ἀπό τόν Θεό τῆς ἐλεύθερης ἀπαντήσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τῆς ἀγάπης Του. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἐκλογή γιά τήν μαρτυρία τῆς ἀγάπης εἶναι σπάνια, γιατί συνδέεται ἀναπόφευκτα μέ τήν ὁλοκληρωτική αὐτοθυσία».
«Μᾶς ἐρχόταν ἡ σκέψη ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δίνει στόν κόσμο ἕνα νέο ὑπόδειγμα καί μιά νέα μαρτυρία γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, ὥστε καί διά τοῦ Σιλουανοῦ νά ἀνορθωθοῦν ὅσοι κάμφθηκαν ἀπό τήν ἀπόγνωση, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀλλά διά τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοί πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστός τήν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρός ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰς ζωήν αἰώνιον.» (Α’Τιμ. 1,16)». Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτό μέ ἐλέησε ὁ Θεός, γιά νά δείξει πρῶτα σέ μένα ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅλη Του τήν μακροθυμία. Γιατί ξέρουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ὁ πρώην Σαῦλος, ὁ ὁποῖος καταδίωκε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἔπιανε γυναῖκες - ἄνδρες καί τούς ἔβαζε φυλακή, ἐπειδή ἦταν χριστιανοί. Μέ ἐλέησε, λέει, ὁ Θεός γιά νά εἶμαι κι ἐγώ ἕνα πρότυπο αὐτῶν πού μελλοντικά θά πίστευαν στήν αἰώνια ζωή, στόν Χριστό, ἔτσι ὥστε δηλαδή κι αὐτοί πού ἔχουν κάνει πάρα πολύ βαριά καί ἁμαρτωλά ἔργα, πολύ βαριές ἁμαρτίες, νά μή διστάσουν ἀλλά νά μετανοήσουν καί νά πλησιάσουν τόν Χριστό.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος τόν ἔδωσε ὁ Θεός στή γενιά μας, ὡς ἕνα πρότυπο γιά ὅλους ἐμᾶς τούς πολύ ἁμαρτωλούς, ὥστε νά μήν ἀπελπιζόμαστε καί νά μήν καμπτόμεθα ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά νά ἐλπίζουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί στήν εὐσπλαχνία Του. Ὁ Θεός πού ἐλέησε τόν Σιλουανό, ὁ ὁποῖος, θυμάστε στήν ἀρχή τοῦ βίου του, ἐκτός τῶν ἄλλων ἁμαρτιῶν, κόντεψε νά κάνει ἀκόμα καί φόνο, Αὐτός θά ἐλεήσει κι ἐμᾶς.
«Οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἠθικός κανόνας γιά τόν Γέροντα Σιλουανό. Δέν ὑποβίβαζε τόν Χριστιανισμό στό ἐπίπεδο ἑνός ἠθικοῦ συστήματος». Προσέξτε κι αὐτό εἶναι μία παγίδα πού ἴσως τήν βιώσαμε κι ἐμεῖς μέσα ἀπό τά προτεσταντικοῦ τύπου κατηχητικά ἐνδεχομένως ἀλλά καί ἀπό τήν ὅλη κατήχηση πού ἦταν προτεσταντικοῦ τύπου στήν Ἑλλάδα πρίν ἀπό χρόνια, ὅπου παρουσιαζόντουσαν οἱ ἐντολές καί ὁ χριστιανισμός ὡς ἕνα ἠθικό σύστημα ἤ ἀκόμα ὡς ἕνα σύστημα ἀξιῶν. Δυστυχῶς καί σήμερα τό λένε ἄνθρωποι θρησκευόμενοι «νά γυρίσουμε στίς ἀξίες μας»... καί μιά ἀπό τίς ἀξίες μας εἶναι καί ὁ Θεός... Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀξία οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀξία, μιά ἀπό τίς ἀξίες, ὅπως ἔχουμε τήν τιμιότητα, τήν εἰλικρίνεια, τήν ἀγάπη... ἔχουμε καί τήν Ὀρθοδοξία... Ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ ζωή μας. Δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀξία. Ἄν δώσεις στό παιδί τόν χριστιανισμό ὡς μία ἀξία, θά τήν πετάξει. Ἄν τοῦ τόν δώσεις ὡς μία ζωντανή σχέση μέ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τότε θά τόν ἐγκολπωθεῖ, γιατί θά ζήσει τόν Χριστό, θά ζήσει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν δώσεις καί τίς ἐντολές ὄχι ὡς ἕνα ἠθικό σύστημα, ἀλλά ὡς ὁδηγίες ζωῆς τοῦ Προσώπου τοῦ ὁποίου ἀγαπᾶς, πού εἶναι ἡ Ζωή, τότε θά τίς δεχτεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
- Τί εἶναι οἱ ἐντολές;
Εἶναι οἱ ὁδηγίες, οἱ προδιαγραφές ζωῆς μας. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν τηρήσει τίς ἐντολές, δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ὁ Ἴδιος μᾶς εἶπε: «ἐκεῖνος εἶναι πού Μέ ἀγαπάει, πού ἔχει τίς ἐντολές Μου καί τίς τηρεῖ» (Ἰω. 14,21). Εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός δέν ἔβλεπε τίς ἐντολές ὡς ἕνα ἠθικό σύστημα, ὅπως κάνουν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ καί συνέχεια πιπιλίζουν τό ἴδιο πράγμα «πρῶτα ὁ ἄνθρωπος... πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἄνθρωπος...». Αὐτή ἡ Εὐρώπη τοῦ ἀνθρωπισμοῦ εἶναι ἡ ἄθεη Εὐρώπη. Γιατί κατέληξε στήν ἀθεΐα ἡ Εὐρώπη; Γιατί ἀκριβῶς υἱοθέτησε αὐτά τά κηρύγματα περί ἀνθρωπισμοῦ. Ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κέντρο ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ὁ Χριστός εἶναι τό κέντρο. Ὅταν κάνεις κέντρο τόν ἄνθρωπο, βέβαια μετά τοῦ δίνεις καί κάποιες ἀξίες καί τοῦ λές: νά θρησκεύεις δέν εἶναι κακό, νά εἶσαι καί στήν Ἐκκλησία, νά εἶσαι καί τίμιος καί καλός ἄνθρωπος καί καλός ἐπαγγελματίας καί σώθηκες... Δέν σώζεσαι ἔτσι. Ἡ σωτηρία ἔρχεται, ὅταν ἀποκτήσεις ζῶσα σχέση, ἀγαπητική, μέ τόν Χριστό.
«Δέν ὑποβίβαζε τόν Χριστιανισμό στό ἐπίπεδο ἑνός ἠθικοῦ συστήματος, ὅπως κάνουν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ, πού στερημένοι ἀπό αὐθεντική πνευματική πείρα καταλήγουν στό συμπέρασμα πώς ἡ θρησκεία εἶναι μιά «ἀναχαιτιστική ἀρχή» γιά τούς ἀγράμματους, ἄχρηστοι γιά αὐτούς». Εἶναι καλό πράγμα νά εἴμαστε χριστιανοί. Γιατί; Γιά νά μήν πηγαίνουν τά παιδιά στά ναρκωτικά, νά μήν πηγαίνουν στή φυλακή, νά μή γίνονται φόνοι... Γι’ αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Γι’ αὐτό εἶναι ὁ χριστιανισμός; Γιά νά ἀναχαιτίζει τό κακό τῆς κοινωνίας; Ὄχι, βέβαια! Ἀλλοίμονο, ἄν τό δοῦμε ἔτσι... Ἀλλά πῶς καταλήγει ὁ ἄνθρωπος νά τό βλέπει ἔτσι; Ὅταν δέν ἔχει τήν αὐθεντική πνευματική πείρα, ὅπως λέει ἐδῶ, δέν ἔχει δηλαδή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, ὁπότε δέν ζεῖ τόν Θεό καί δέν ἔχει γευτεῖ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Γέροντας ἀντιλαμβανόταν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, σάν «ρήματα ζωῆς αἰωνίου».
«Τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστιν» (Ἰω. 6,63). Τά λόγια τοῦ Θεοῦ, τά λόγια πού διαβάζουμε τώρα, κατεξοχήν ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη, εἶναι ζωή, δέν εἶναι κενά λόγια, ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κανείς τά διαβάζει μέ ταπείνωση καί μέ πίστη, ἁγιάζεται καί καθαρίζεται. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰω. 15,3). Ἐξαιτίας τοῦ λόγου πού ἀκούσατε ἀπό Μένα, εἶστε καθαροί, εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους. Κι ἐμεῖς, λοιπόν, πού μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί πρέπει ὅλοι νά μελετᾶμε καθημερινά τήν Ἁγία Γραφή, αὐτό μᾶς καθαρίζει, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς δίνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τά ρήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή. «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἦταν γιά τόν Σιλουανό τό Ζωοποιό Πνεῦμα, ἡ ἴδια ἡ αἰώνιος ζωή, ὁ Θεός στήν ἐνέργειά Του. Ἡ πίστη του ἀναγεγεννημένη ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐπισκέψεις τῆς χάρης, πῆρε τόν χαρακτήρα βαθιοῦ βιώματος. Ἐπίστευε πώς ὁ Θεός θά κρίνει τόν κόσμο, πώς ὅσοι ἔζησαν ἁμαρτωλά καί δέν μετανόησαν θά πᾶνε στό ἐξώτερο σκότος. Ἐνῶ ὅσοι ἔκαναν τό καλό, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, θά κληρονομήσουν τήν αἰώνια Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Κατά τήν ὀρθή παρατήρηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ «τόν φόβον τίκτει ἡ εἰς Θεόν πίστις». Ποιός ἔχει φόβο Θεοῦ; Αὐτός ὁ ὁποῖος πιστεύει στόν Θεό. Ἄν κανείς δέν πιστεύει στόν Θεό, γίνεται, ὅπως τό λέμε λαϊκά, ἀθεόφοβος. Δέν φοβᾶται τόν Θεό, γιατί δέν πιστεύει στόν Θεό. Ὄχι ἁπλῶς δέν πιστεύει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κι αὐτό βέβαια εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀκαθαρσία, ἡ χειρότερη ἁμαρτία ἀπό ὅλες.
Ὁ φόβος λοιπόν δέν γεννάει τήν πίστη, ἀλλά ἡ πίστις γεννάει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. «Ἡ φλογερή πίστη τοῦ Συμεών γέννησε στήν ψυχή του τόν μεγάλο φόβο τῆς καταδίκης γιά τίς πολλές καί μεγάλες ἁμαρτίες του, ὅσες τοῦ καταμαρτυροῦσε ἡ συνείδησή του. Καί πάλι, ὅμως, δέν μποροῦμε νά μήν ἐκπλαγοῦμε μέ τήν τόσο βαθειά συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, πού εἶχε ὁ Συμεών. Ἀναμφίβολα ἦταν δῶρο τῆς χάρης», τό νά ζεῖ τόσο ἔντονα τήν ἁμαρτία.
«Τί εἶναι ἡ ἁμαρτία ἀπό χριστιανική ἄποψη;». Λένε μερικοί: - Ἁμαρτία εἶναι αὐτό; Ἁμαρτία εἶναι τό ἄλλο;... Καί τελικά καταλήγουν νά μή θεωροῦν τίποτε ἁμαρτία. Τί εἶναι ἡ ἁμαρτία; «Ἡ ἁμαρτία εἶναι πρῶτα-πρῶτα φαινόμενο πνευματικό. Οἱ ρίζες τῆς ἁμαρτίας βρίσκονται στό μυστικό βάθος τῆς πνευματικῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας συνίσταται ὄχι στήν κατάλυση ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά στήν ἀποστασία ἀπό τήν αἰώνια Θεία ζωή». Ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τήν ζωή τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἄσωτος, φεύγει ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα, φεύγει ἀπό τόν Θεό, φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἐνῶ εἶναι δημιουργημένος γιά αὐτή τήν ζωή, τήν ζωή τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται καί οὐσιαστικά πηγαίνει ἀντίθετα στήν ἴδια του τήν φύση. Γιατί εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, εἶναι φτιαγμένος δηλαδή γιά νά ζήσει τόν Θεό καί τήν ζωή τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ἁμαρτία διαπράττεται προπαντός στό μυστικό βάθος τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀλλά τά ὀψώνιά της ἐπηρεάζουν ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο». Νά, γιατί ἔχουμε τόσα ψυχολογικά, πού λέγαμε... ἔχουμε τόσες ἀνασφάλεις, τόσες φοβίες... Αὐτά ὅλα τί εἶναι; Σωματοποιημένα ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία γίνεται στό βάθος, στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει φύγει ἀπό τόν Θεό, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔχει φύγει ἀπό τόν Θεό καί αὐτό ἔχει ἀποτελέσματα ὄχι μόνο στήν καρδιά, στήν ψυχή, στό βάθος τῆς ψυχῆς, ἀλλά στόν ὅλο ἄνθρωπο, στό σῶμα καί στήν ψυχή. Καί μετά ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄγχος, ἔχει ταραχή, δέν μπορεῖ νά ἐλέγξει τό νευρικό του σύστημα, ἔχει κατάθλιψη καί προσπαθεῖ μέ τά χάπια καί μέ τέτοια ναρκωτικά νά ναρκώσει λίγο τό νευρικό του σύστημα μήπως καί ἠρεμήσει. Ἀλλά δέν χτυπάει τήν ἀρρώστια στή ρίζα της, πού, ὅπως εἴπαμε, ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πού ἤξερε πάρα πολλά πάνω σ’ αὐτό τό θέμα, τί ἔλεγε; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, δέν ἱκανοποιήσει αὐτόν τόν βαθύτερο πόθο του, πού ὑπάρχει σέ κάθε ἄνθρωπο, νά βρεῖ τόν Θεό, αὐτό κάπου θά ξεσπάσει. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι προγραμματισμένος, ἔχει μέσα στή φύση του τήν ἀνάγκη νά βρεῖ τόν Θεό, νά μοιάσει στόν Θεό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό, μέ τήν πίστη, μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τά πράγματα τοῦ Θεοῦ, δέν μπεῖ στή διαδικασία νά μάθει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί σιγά-σιγά νά ἀρχίσει νά τό τηρεῖ, ὁπωσδήποτε θά πέσει μετά, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, στήν μελαγχολία, στήν κατάθλιψη καί σ’ ὅλα αὐτά τά γνωστά, τά ὁποῖα ὅλο καί αὐξάνονται. Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό. Οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες λένε ὅτι σέ λίγο τά ψυχολογικά θά εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἀναπηρίας στόν κόσμο καί τά ψυχοφάρμακα τό πρῶτο φάρμακο πού θά διακινεῖται.
«Ἡ ἁμαρτία, ὅταν συντελεσθεῖ, ἀντανακλᾶται στήν ψυχική καί φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀντανακλᾶται στό ἐξωτερικό του, ἀντανακλᾶται στό πεπρωμένο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, βγαίνει ἀναπόφευκτα πέρα ἀπό τά σύνορα τῆς ἀτομικῆς του ζωῆς καί ἐπιβαρύνει μέ τό κακό τήν ζωή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καί ἔτσι ἀντανακλᾶται στά πεπρωμένα τοῦ ὅλου κόσμου». Γιατί αὐτό; Λένε κάποιοι: «ἐγώ στόν ἑαυτό μου κάνω κακό, δέν κάνω κακό σέ κανέναν». Ὄχι, κάνεις κακό σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε συνδεδεμένοι, ἔχουμε τήν ἴδια φύση. Μάλιστα, πιό πολύ συνδεδεμένοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι ὀρθόδοξοι, γιατί εἴμαστε ὅλοι μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως ἐπηρεάζεται ὅλο τό σῶμα, ὅταν δέν λειτουργεῖ σωστά ἕνα κύτταρο, ἔτσι καί μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν κάποιος δέν λειτουργεῖ σωστά ἐπηρεάζει ὅλη τήν Ἐκκλησία, ὅλο τό Σῶμα. Καί ἀντιστρόφως, ἄν λειτουργεῖ σωστά καί ἁγιάζεται, ἁγιάζει καί ὅλο τό Σῶμα.
«Δέν εἶχε μόνο τό ἁμάρτημα τοῦ Προπάτορος Ἀδάμ ἀποτελέσματα κοσμικῆς διαστάσεως». Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ἕνας ἄνθρωπος -καί ἡ Εὔα- καί μετά ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ὅλων τῶν αἰώνων, τό πληρώνει αὐτό. Τί πληρώνουμε; Τήν ἐνοχή τοῦ Ἀδάμ; Ὄχι, δέν κληρονομοῦμε τήν ἐνοχή, ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί, οἱ Παπικοί. Γιατί νά κληρονομοῦμε τήν ἐνοχή; Ἐμεῖς δέν κάναμε τήν ἁμαρτία, ὁ Ἀδάμ τήν ἔκανε. Ἀλλά τί κληρονομοῦμε; Τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Αὐτό τό κληρονομεῖ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.
- Βλέπετε πῶς ἡ ἁμαρτία τοῦ ἑνός ἐπηρέασε ὅλους τούς ἀνθρώπους;
Καί ὁ ἁγιασμός τοῦ Ἑνός, τοῦ Χριστοῦ μας, ἐπηρεάζει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἐάν θέλει ὅμως ὁ ἄνθρωπος -ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά- νά μοιάσει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐξουδετερώνει τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, καταπατάει τόν θάνατο, τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα.
«Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, ὅταν διαπράττει τήν ἁμαρτία, δέν αἰσθάνεται τίς συνέπειές της, ὅπως τίς αἰσθάνεται ὁ πνευματικός ἄνθρωπος». Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια. Βεβαίως κι αὐτός πού ζεῖ σαρκικά, γιά τίς ἡδονές τῆς σάρκας, ἀλλά καί γενικότερα αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει φύγει ἀπό τόν Θεό καί ἔχει χωριστεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τό κακό πού κάνει σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. «Ὁ σαρκικός, μή ἔχοντας πείρα ἀπό τήν αἰώνια ζωή τοῦ Πνεύματος, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του μετά τήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, καί ἐπιμένει πάντα στόν πνευματικό θάνατο. Ἀντίθετα ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, σέ κάθε κλίση τοῦ θελήματός του πρός τήν ἁμαρτία, βλέπει μέσα του τήν ἀλλαγή τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως ἐξαιτίας τῆς μειώσεως τῆς χάρης». Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος γίνεται εὐαίσθητος καί μόλις λίγο ξεφύγει, τό αἰσθάνεται πολύ καλά.
«Ἦταν ἐκπληκτική ἡ πνευματική διαίσθηση τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ. Καί πρίν ἐμφανισθεῖ σ’αὐτόν ὁ Κύριος, καί μετά τήν ἐμφάνιση, σέ ὅλη τήν μετέπειτα ζωή του, ἐβίωνε τήν ἁμαρτία πάρα πολύ βαθιά καί δυνατά» καί ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε «ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες» καί δέν ἔλεγε ψέματα! Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόν πιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, καθώς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς εἶχαν ἀναπτύξει αὐτή τήν εὐαισθησία. Ἐπειδή ἦταν ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, δέν ἀνεχόντουσαν τό παραμικρό ἁμάρτημα. Ἐμεῖς, ἄς ποῦμε, κοιτώντας τό χέρι μας βλέπουμε ἁπλῶς τίς μεγάλες τρίχες. Οἱ Ἅγιοι εἶχαν μικροσκόπιο. Ἄν δεῖς μέ μικροσκόπιο τό χέρι σου, θά δεῖς δάσος, πλῆθος ἀπό τριχίδια κ.λ.π. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἦταν πάρα πολύ εὐαίσθητοι, παρατηροῦσαν πάρα πολύ καί τίς μικρές ἁμαρτίες καί ὁμολογοῦσαν καί μετανοοῦσαν πολύ ἔντονα γιά πράγματα πού ἐμεῖς δέν θεωροῦμε ἄξια λόγου. Ἐνῶ ὅλα εἶναι ἄξια λόγου, γιατί, ὅπως εἴπαμε, καί μία ἁμαρτία ἀμετανόητη εἶναι ἀρκετή, ὥστε νά κολαστεῖ ὁ ἄνθρωπος.
«Ἡ καρδιά τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ αἰσθανόταν ἀφόρητο πόνο γιά τήν ἁμαρτία καί γιά αὐτό ἦταν ἀκράτητη ἡ μετάνοιά του καί μέ δάκρυα μέχρι πού νά αἰσθανθεῖ ἡ ψυχή του τήν ἄφεση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μπορεῖ νά φανεῖ σέ πολλούς παράδοξο, σέ ἄλλους ὑπερβολικό· ἀλλά τό ὑπόδειγμα τοῦ Γέροντα δέν εἶναι γιά ὅλους. Μετανοώντας γιά τήν ἁμαρτία δέν ζητοῦσε μόνο συγγνώμη, πού ὁ Θεός παρέχει εὔκολα καί γιά ἕναν ἴσως στεναγμό μεταμέλειας. Ζητοῦσε πλήρη ἄφεση, ὥστε νά γυρίσει αἰσθητῶς ἡ χάρις στήν ψυχή του. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό τήν δύναμη νά μήν ἐπαναλάβει, ἄν εἶναι δυνατόν, ποτέ, τό ἁμάρτημα». Ἄν κι ἐμεῖς μετανοούσαμε ἔτσι, δέν θά ἐπαναλαμβάναμε τίς ἁμαρτίες μας. Βλέπετε, πολλές φορές πᾶμε στήν ἐξομολόγηση καί λέμε κάποια πράγματα. Μετά ἀπό μιά βδομάδα - ἕναν μήνα λέμε τά ἴδια. Μετά ἀπό ἕναν μήνα πάλι τά ἴδια. Γιατί αὐτό; Γιατί ἀκριβῶς, ἐνῶ παίρνουμε συγχώρηση, ὁ Θεός πάντα δίνει συγχώρηση, δέν μετανοοῦμε τόσο ἔντονα ὅσο πρέπει, δέν λυπούμαστε ὅσο πρέπει, δέν θρηνοῦμε ὅσο πρέπει, ὁπότε μετά εὔκολα ἐπαναλαμβάνουμε τήν ἴδια ἁμαρτία.
Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ἔκλαιγε τόσο πολύ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μήν ἐπαναλάβει ποτέ ξανά τό ἴδιο ἁμάρτημα. «Προσευχόταν νά τόν λυτρώσει ἀπό τόν «νόμο τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. 7,23) πού ἐνεργεῖ μέσα μας. Βίωνε μέ τόση θλίψη τά ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας –τήν ἀπώλεια τῆς χάρης– ὥστε φοβόταν τήν ἐπανάληψη κάθε παρόμοιας ἁμαρτίας. Γι’ αὐτόν, τό φοβερότερο πάντων ἦταν ἡ στέρηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπώλεια γιά τόν ἄνθρωπο, νά χάσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός παύει νά μᾶς ἀγαπάει. Ὁ Θεός πάντα μᾶς ἀγαπάει κι ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἀλλά ἐμεῖς δέν αἰσθανόμαστε πλέον τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἁμαρτάνουμε.
«Ἡ συνείδηση πώς πρόσβαλε τόν Θεόν, ἕναν τέτοιο Θεό, πράο καί ταπεινό», πού ἔχει πεθάνει γιά μᾶς, «ἦταν γι’ αὐτόν ἡ χειρότερη κόλαση». Βλέπετε; Δέν ἦταν τόσο ὅτι φοβόταν νά μήν πάει ὁ ἴδιος στήν κόλαση, ὅσο ὅτι λυπόταν πού λύπησε ἕναν τέτοιο Θεό τῆς ἀγάπης. «Αἰσθανόταν τήν πιό βαθεία λύπη στή συνείδηση, γιατί ἁμάρτησε κατά τῆς ἁγίας ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος ἁμάρτησε σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο κατά τῆς ἀγάπης, ξέρει πόσο φοβερό βάσανο εἶναι αὐτό». Στά ἀνθρώπινα, στενοχωροῦμε κάποιον πού ἀγαπᾶμε καί δέν μποροῦμε νά ἡσυχάσουμε. Καί λές τί νά κάνω; Πῶς θά γίνει νά συμφιλιωθοῦμε; Νά ἀγαπηθοῦμε, ὅπως εἴμαστε πρίν;... Καί καίγεσαι ἀπό αὐτό. Πολύ περισσότερο πρέπει νά καιγόμαστε γιά τόν Χριστό, ὅταν καταλάβουμε ὅτι Τόν λυπήσαμε ἔστω καί στό παραμικρό.
«Ὅλα ὅσα γίνονται στόν κόσμο τῶν ψυχικῶν σχέσεων δέν εἶναι παρά ἀμυδρή σκιά τῶν πνευματικῶν σχέσεων μέ τόν Θεό. Ἔτσι λοιπόν ἀπό πρίν ἤξερε ὁ Θεός τόν Συμεών-Σιλουανό καί μέ ἀκατάληπτο γιά μᾶς τρόπο τόν ἔκανε νά γνωρίσει τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας μέ τόση δύναμη, ὥστε ἔζησε πραγματικά τήν κόλαση τοῦ ἅδη καί ἐβόα ἐξ «ἅδου κατωτάτου», μέχρι πού ἔσκυψε ἐπάνω του ὁ Κύριος καί ἐμφανίστηκε σ’ αὐτόν κάνοντάς τον νά γνωρίσει, προτοῦ νά γευθεῖ τόν θάνατο, τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς καί νά δεῖ «τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῆ Βασιλεία Αὐτοῦ» (Ματθ. 16,28)».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Γνωρίζει ὁ διάβολος τόν Χριστό;
Ἀπ. : Βέβαια καί Τόν γνωρίζει καί γνωρίζει πολύ καλά καί τήν Θεολογία. Γιατί; Γιατί Τόν ζοῦσε τόν Θεό, ἀφοῦ ὁ Ἑωσφόρος ἦταν ἀρχάγγελος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἄγγελοι πού ἔγιναν δαίμονες. Ὑπηρετοῦσαν τόν Θεό. Ξέρουν πολύ καλά ὅτι ὑπάρχει Θεός καί ὅτι εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα καί ξέρουν πολύ καλά ὅτι, γιά νά σωθοῦν, πρέπει νά ταπεινωθοῦν, ἀλλά δέν ταπεινώνονται καί δέν λένε ἥμαρτον στόν Θεό. Ὅλα τά ξέρουν... Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι πιστεύουν, ὅπως πιστεύει ὁ διάβολος. Πολλοί ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, μπορεῖ καί νά σοῦ ποῦνε ὅτι εἶναι Τριαδικός... ξέρουν καλά καί τό Πιστεύω... ἀλλά στή ζωή τους ἀρνοῦνται τόν Χριστό, τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ἀρνοῦνται τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μία δαιμονική πίστη. Αὐτή ἡ πίστη δέν σώζει.
Δέν εἶναι δυνατόν νά σωθεῖ ὁ διάβολος... γιατί δέν θέλει νά σωθεῖ, διότι δέν ζεῖ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Τό ἴδιο κι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Πολλοί τό λένε «ἐγώ πιστεύω, βέβαια καί πιστεύω.. ὁ παππούς μου ἦταν καί δεσπότης ἤ πήγαινα, λένε οἱ ἄντρες, ἀπό μικρός παπαδάκι...». Πήγαινες παπαδάκι, ἀλλά τώρα τί κάνεις; Ζεῖς σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ; Ἔχεις ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό; Αἰσθάνεσαι τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ζεῖς κι ἐσύ ὅπως θέλει Ἐκεῖνος;
Ἐρ. : Στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, εἴδαμε τήν μετάνοια τοῦ ἀσώτου ἀλλά ὁ πρεσβύτερος, ἐνῶ ἔδειχνε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τῆς ὑπακοῆς στόν πατέρα του, γιατί ἀντέδρασε ἔτσι; Ποιά μερίδα ἀνθρώπων εἶναι αὐτή, πού μπορεῖ νά εἴμαστε κι ἐμεῖς...;
Ἀπ. : Τό εἴπατε... ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, ὁ ὁποῖος πιάνει καί τούς τέλειους, λέει τό γνωμικό. «Ἅπτεται καί τῶν τελείων». Δηλαδή ὁ πρεσβύτερος γιός τί εἶναι; Μπορεῖ κι ἐμεῖς νά μοιάζουμε σ’ αὐτόν... Εἶναι τό καλό παιδί! Πού δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό τό σπίτι τοῦ πατέρα, ἔμενε ἐκεῖ, εἶχε καλή σχέση, ἀπολάμβανε ὅλα τά τοῦ πατέρα, ἔκανε καί ὑπακοή ὅπως εἴπατε, ἀλλά οὐσιαστικά σέ τί ὑστεροῦσε; Ὑστεροῦσε στήν ταπείνωση καί στήν ἀγάπη. Ὑστεροῦσε! Κι ὅταν ὁ πατέρας ἔδειξε ἀγάπη στόν νεώτερο γιό πού μετανόησε, δέν μποροῦσε νά τό σηκώσει αὐτό! Εἶχε τό νομικό πνεῦμα, τό δικαιϊκό πνεῦμα. Λέει «Εἶναι δίκαιο αὐτό; Ἐγώ μιά ζωή εἶμαι ἐδῶ καί ἕνα κατσικάκι δέν μοῦ ἔδωσες καί αὐτός πού ἦρθε τώρα καί σοῦ ἔφαγε ὅλη σου τήν περιουσία...;». Καί τί τόν πείραζε αὐτόν; Δική του ἦταν ἡ περιουσία; Ἤ ἤθελε νά ὑπερασπιστεῖ τόν πατέρα; Τίποτα ἀπό αὐτά, ἁπλῶς ζήλευε. Εἶχε ὑπερηφάνεια, δέν εἶχε προχωρήσει στήν ταπείνωση καί στήν ἀγάπη. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει ἡ ζήλεια. Ἡ ζήλεια ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τήν ὑπερηφάνεια. Θέλουμε νά φαινόμαστε ἀνώτεροι πάντα ἀπό τούς ἄλλους καί ὅταν δοῦμε κάποιον νά μᾶς ξεπερνάει ἤ νά ἑλκύει τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων -ἔτσι νά μᾶς φαίνεται- περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἀγαποῦν ἐμᾶς, μετά ἀντιδροῦμε. Εἶναι αὐτό τό ἄρρωστο ὑπόβαθρο τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ἀνθρωπαρέσκειας καί τοῦ δικαιϊκοῦ πνεύματος. Ὁ Θεός δέν θέλει νά ἔχουμε μιά τέτοια νομικίστικη σχέση μαζί Του. Θέλει μία ἀγαπητική σχέση καί θέλει ὅ,τι ἀγαπάει Ἐκεῖνος νά τό ἀγαπᾶμε κι ἐμεῖς. Ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους, δέν ἀγαπάει μόνο τά «καλά» παιδιά. Ὅπως ἔλεγε ἕνα παλιό τραγούδι τοῦ κατηχητικοῦ «ἡ Παναγία ἀγαπάει ὅλα τά καλά παιδιά..». Τά κακά παιδιά δηλαδή δέν τά ἀγαπάει; Ὅλα τά παιδιά τά ἀγαπάει! Ὅλους μᾶς ἀγαπάει. Ἀλλά ἐμεῖς δέν αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχουμε ὑπερηφάνεια καί ἐγωισμό, ὅταν ἔχουμε αὐτά τά πάθη. Γι’ αὐτό, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, γιά νά ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό, πρέπει νά μπεῖς στήν συχνότητα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἀσυρματιστής καί ἤξερε ὅτι γιά νά πιάσεις ἐπικοινωνία μέ τή βάση, πρέπει νά μπεῖς στήν ἴδια συχνότητα. Ποιά εἶναι ἡ συχνότητα τοῦ Θεοῦ; Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη. Αὐτά δέν εἶχε ὁ μεγαλύτερος γιός.
Ἀλλά ἐδῶ βλέπουμε καί τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα. Δέν τόν παράτησε, νά πεῖ, ἄσε τόν ἐγωιστή νά κάτσει ἀπ’ ἔξω. Βγῆκε ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τοῦ λέει «παιδί μου, γιατί δέν ἔρχεσαι κι ἐσύ νά χαρεῖς; Ἔλα κι ἐσύ νά χαρεῖς μέ τόν ἀδελφό σου πού ἦταν νεκρός καί ἔζησε... Ἐσύ ἤσουνα ζωντανός! Εἶχες ὅλη σου τήν ζωή αὐτά πού ἔχω καί ἐγώ. Αὐτός ὁ καημένος ὅλα τά στερήθηκε». Βλέπετε ποιά εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ;! Εἶναι διαφορετική ἀπό τήν δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Ἄν αὐτόν τόν ἄσωτο τόν ἔπαιρνε ἀνθρώπινο δικαστήριο, τί θά ἔκανε; Θά τόν ἔβαζε φυλακή. Θά τοῦ ἔλεγε, παλιάνθρωπε, ἔφαγες τήν περιουσία τοῦ πατέρα σου κ.λ.π., νά σοῦ δώσω καί μοσχάρι, γιά νά εὐφρανθεῖς; Ὄχι, βέβαια. Βλέπετε, ὅμως, ὁ πατέρας πῶς σκέφτεται; «Αὐτό τό παιδί βασανίστηκε τόσα χρόνια ἀπό τόν διάβολο, στερήθηκε τά πάντα». Ἄσχετα ἄν ἔφταιγε ἤ ὄχι. Βέβαια ἔφταιγε! Ἀλλά ἦταν καί ὁ πονηρός συμμέτοχος σ’ ὅλη αὐτή τήν κατάσταση. Καί τοῦ λέει τώρα ἔλα νά ἀπολαύσεις. Αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν δικαιοσύνη πρέπει νά ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.
Ἄς ποῦμε ἕνα παράδειγμα μέ τά κληρονομικά. Ἔχει κάποιος πατέρας πέντε παιδιά. Τό ἕνα παιδί ἔχει πολυμελή οἰκογένεια, τό ἄλλο παιδί εἶναι ἀνύπανδρο. Πῶς θά μοιράσει τήν περιουσία; Ἄν πάρει τό ἀνθρώπινο δίκαιο, πρέπει νά δώσει τά ἴσια. Ἄν πάρει τό θεϊκό δίκαιο, δέν θά δώσει τά ἴδια. Σ’ αὐτό πού ἔχει πιό μεγάλη ἀνάγκη, θά δώσει πιό πολύ. Καί ὁ ἄλλος πού εἶναι μόνος του δέν πρέπει νά ἀντιδράσει, ἄν ἔχει τήν θεϊκή δικαιοσύνη. Θά πρέπει νά συμφωνήσει νά τά πάρει ὁ ἀδελφός του πού ἔχει ἀνάγκη.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου