Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Μή
δίδετε τόπον τῷ διαβόλῳ»
«Μηδέ δίδοτε τόπον τῷ
διαβόλῳ»[1], λέγει ὁ εἰκοστός ἕβδομος στίχος τοῦ τετάρτου κεφαλαίου τῆς
πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς, τήν ὁποία ἐξετάζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Νά μή δίδετε
τόπο εἰς τόν διάβολο δηλαδή. Προηγουμένως μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος «ὀργίζεσθε
καί μή ἁμαρτάνετε», στόν εἰκοστό ἕκτο στίχο, «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ
παροργισμῷ ὑμῶν»[2]. Νά μή
δύει ὁ ἥλιος καί παραμένετε ἀσυμφιλίωτοι καί ὅταν ὀργίζεστε νά μήν ἁμαρτάνετε.
Δηλαδή σύντομα, ἀμέσως νά καταπαύει αὐτή ἡ κίνηση τοῦ θυμικοῦ σας καί, ἄν ὀργίζεστε,
νά ὀργίζεστε μόνο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἐναντίον τῶν παθῶν σας καί ὅταν
πρόκειται νά ὑπερασπιστεῖτε εἴτε τόν Θεό εἴτε τόν πλησίον πού ἀδικεῖται. Τόν
Θεό ὅταν βλασφημεῖται καί τόν πλησίον ὅταν ἀδικεῖται, τότε πρέπει νά τόν ὑπερασπιζόμαστε.
Νά ἀντιδροῦμε καί νά διαμαρτυρόμαστε γιά τήν βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ καί γιά
τήν ἀδικία κατά τοῦ πλησίον.
«Μηδέ
δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»[3] λοιπόν. Καί λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[4],
τό νά πολεμοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά θυμώνουμε μεταξύ μας, αὐτό εἶναι πού
δίνει τόπο στόν διάβολο. Τοῦ δίνει δηλαδή τό δικαίωμα νά παρεισφρήσει, νά μπεῖ
μέσα σέ μᾶς καί ἀνάμεσά μας. Γιατί, ὅσο εἴμαστε ἑνωμένοι καί πεπυκνωμένοι -εἶναι
μιά ὡραία λέξη, δηλαδή πυκνά, κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλον- ἑνωμένοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον
διά τῆς ἀγάπης, δέν μπορεῖ ὁ διάβολος νά ἐμβάσει, νά βάλει ἀνάμεσά μας καμιά
του ἐπιβουλή καί κακία, μέ τό νά μήν εὑρίσκει τόπο καί εἴσοδο. Εἶναι γνωστή ἡ πολύ
ὡραία εἰκόνα τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, τοῦ κύκλου, στόν ὁποῖο εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα,
καί τοῦ κέντρου, τό ὁποῖο εἶναι ὁ Θεός. Ὅσο πιό κοντά πλησιάζουμε στό κέντρο,
τόσο καί πυκνώνουμε μεταξύ μας, ἐρχόμαστε πλέον κοντά. Καί ὅταν πέσουμε στό
κέντρο, ταυτιστοῦμε μέ τόν Χριστό, τότε ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας καί τότε δέν
μπορεῖ νά μᾶς πειράξει ὁ διάβολος. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό κέντρο, τόσο ἀραιώνουμε
καί τόσο ὑπάρχουν μεταξύ μας κενά καί μπορεῖ ὁ διάβολος νά μπεῖ ἀνάμεσά μας, ἀλλά
καί νά μᾶς ἐπηρεάσει, νά μπεῖ καί μέσα μας.
Ὅταν βρεῖ
κάποιο χωρισμό καί κάποιο διαχώρισμα καί κάποια εὐκαιρία, κάποιο χῶρο εὔκαιρο ἀνάμεσά
μας, τότε βάζει ἀνάμεσά μας τήν κεφαλή του, ὅπως τό φίδι. Καί ἀφοῦ βάλει τό
κεφάλι του, μᾶς τραβάει σιγά-σιγά καί ὁλόκληρους, ὅλο τό σῶμα μας καί μᾶς
κυριεύει. Λέει κάπου ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, μή λέτε, λέει, ὅτι
πειράζεστε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν πειράζει κανέναν. «Ἕκαστος δέ πειράζεται ὑπό
τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καί δελεαζόμενος»[5].
Ἐκεῖνος πού μᾶς πειράζει εἶναι ὁ ἑαυτός μας, οἱ ἄνομες ἐπιθυμίες πού ἔχουμε, μέσω
τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος ἐξέλκεται. Αὐτή εἶναι μία λέξη, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μέ τό
κυνήγι. Ὅπως τά κυνηγητικά σκυλιά, ὅταν βροῦνε ἕναν λαγό, τή φωλιά ἑνός λαγοῦ,
λέει ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, πηγαίνουν ἀπ’ ἔξω καί γαυγίζουν. Εἶναι γνωστό
αὐτό τό πράγμα. Καί τελικά ἀναγκάζουν τόν λαγό νά βγεῖ ἀπό τήν τρύπα του. Ὁπότε
μετά ὁ κυνηγός τόν σκοτώνει. Ἔτσι κάνει καί ὁ διάβολος. Μᾶς τραβάει ἔξω ἀπό τή
φωλιά, μᾶς ἕλκει μέσω τῶν ἐπιθυμιῶν καί μᾶς δελεάζει καί ἔτσι πέφτουμε στήν ἁμαρτία.
Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά τοῦ δίνουμε καθόλου τόπο, νά μήν μπεῖ καθόλου μέσα μας.
Καί πῶς μπαίνει; Μέσω τῶν ἐπιθυμιῶν καί μέσω φυσικά τῶν λογισμῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι
ἡ ἀρχή τῆς ἐπιθυμίας. Γιατί αὐτό πού σκέφτεται κανείς, αὐτό καί ἀγαπάει
σιγά-σιγά, αὐτό καί ἐπιθυμεῖ.
Μερικοί δέ
Πατέρες, αὐτό τό ρητό τοῦ Ἀποστόλου, τό ἑρμηνεύουν ὡς ἑξῆς (τό μή δίδετε τόπο τῷ
διαβόλῳ). Ὅταν ὁ διάβολος μᾶς προσβάλλει μέ κάποιον λογισμό αἰσχρό ἤ πονηρό, θά
πρέπει νά τόν μισοῦμε καί νά ἀντιστεκόμαστε καί ἀμέσως μέ τήν πρώτη προσβολή νά
τόν ἀποκρούουμε καί νά τόν διώχνουμε. Ὅπως μᾶς λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος
πάλι στήν ἐπιστολή του αὐτή τήν ὡραιότατη, στό 4ο κεφάλαιο, στόν ἕβδομο
στίχο, «ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καί φεύξεται ἀφʼ ὑμῶν»[6].
Ὀφείλουμε νά ἀντιστεκόμαστε στόν διάβολο καί θά φύγει. Νά μή συνομιλοῦμε
γλυκέως καί νά συνδυάζουμε μέ τόν κακό λογισμό ἐκεῖνο. Μήν κάνουμε συνδυασμούς
μ’ ἐκεῖνο τόν λογισμό πού μᾶς ἔβαλε ὁ διάβολος καί ἀρχίζουμε νά φτιάχνουμε ἄλλους
λογισμούς καί εἰκόνες καί φαντασίες καί φτάνουμε στή συγκατάθεση πρῶτα στόν
λογισμό καί μετά καί ἔμπρακτα, νά τήν κάνουμε καί ἔργο. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι
εἶναι τέσσερα τά στάδια τῆς δαιμονικῆς κυριαρχίας.
- Πῶς φτάνει ὁ
διάβολος νά κυριαρχήσει σέ ἕναν ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγήσει στήν πτώση, στήν ἁμαρτία;
Τό πρῶτο
στάδιο λέγεται συνύπαρξη. Ἀφήνουμε τόν διάβολο νά συνυπάρχει, νά βάλει λίγο τόν
ἑαυτό του μέσα μας. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ὁ διάλογος. Πιάνουμε συζήτηση μαζί
του. Βλέπετε, αὐτό φαίνεται καθαρά στήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, στόν Παράδεισο.
Ἡ Εὔα δέχτηκε, λέει, κατ’ ἀρχάς τήν συνύπαρξη, νά εἶναι δίπλα στό φίδι, πού
μέσα του ἦταν κρυμμένος ὁ διάβολος. Καί μετά ἀρχίζει καί διάλογο μαζί του, πού
εἶναι τό δεύτερο στάδιο, πολύ χειρότερο ἀπ’ τό πρῶτο. Καί ἀφοῦ ἔπιασε κουβέντα,
μετά ὁ διάβολος ἄρχισε νά διεισδύει περισσότερο μέσω τῶν λόγων πού ἔλεγε στήν Εὔα.
Καί τέλος κατάφερε νά τήν ἀνατρέψει, νά τήν κάνει ν’ ἁμαρτήσει, ἀφοῦ
προηγουμένως τή δελέασε μέ τό νά τῆς πεῖ, κοίταξε τί ὡραῖος καρπός εἶναι αὐτός
καί ἐπίσης μέ τήν ὑπόσχεση, μέ τήν ἐλπίδα πού τῆς ἔβαλε, τῆς ἰσοθεΐας, ὅτι ἄν
θά φᾶς ἀπό αὐτόν τόν καρπό τόν ἀπαγορευμένο, θά γίνεις θεός! Εἶναι πολύ μεγάλος
μάστορας ὁ διάβολος δυστυχῶς.. Ἐμεῖς δέν τό συνειδητοποιοῦμε αὐτό, πιάνουμε
κουβέντα μαζί του, ὁπότε μετά ἀπό τόν διάλογο τό δεύτερο στάδιο, ἔχουμε τό τρίτο
στάδιο τήν διείσδυση, καί στό τέλος τήν ἀνατροπή, τό τέταρτο στάδιο. Ἔτσι ἐργάζεται
ὁ διάβολος πάντοτε. Γι’ αὐτό μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί μέσα στήν Ἁγία
Γραφή πολλές φορές, δέν πρέπει νά συνυπάρχεις, ὄχι φυσικά μέ τόν διάβολο μόνο, ἀλλά
καί μέ ἀνθρώπους πού ὑπηρετοῦν τόν διάβολο, μέ ἀνθρώπους πού εἶναι ἀμετανόητοι,
πού εἶναι βλάσφημοι, πού εἶναι λοίδοροι, πού εἶναι πλεονέκτες, πού εἶναι πόρνοι
κ.λ.π. πού ξεκάθαρα ὑπηρετοῦν τόν διάβολο. Δέν πρέπει νά κάνεις παρέα καί νά
συναναστρέφεσαι καί πολύ περισσότερο νά ἀνοίγεις διάλογο μαζί τους, ὁπότε ἀρχίζει
ἡ διείσδυση καί φτάνει, στό τέλος, ἡ ἀνατροπή.
Νά μή
συνομιλοῦμε λοιπόν καί νά μή φτάνουμε στό συνδυασμό μέ τόν κακό λογισμό οὔτε νά
κάνουμε συγκατάθεση, γιατί ἄν ἔτσι κάνουμε, τότε δίνουμε τόπο στόν διάβολο.
- Καί ποιός εἶναι
ὁ τόπος; Ποῦ τοῦ δίνουμε τόπο;
Στήν καρδιά
μας. Ἡ καρδιά μας εἶναι ὁ τόπος, στήν ὁποία εἰσέρχεται ὁ διάβολος, ὅταν ἐμεῖς
δεχθοῦμε τήν προσβολή τοῦ λογισμοῦ καί συγκατατεθοῦμε στήν καρδιά μας. Αὐτό τό ἴδιο
μᾶς τό παραγγέλει καί ὁ Ἐκκλησιαστής, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη
ἀκόμα. Λέει «ἐάν πνεῦμα», δηλαδή λογισμός, «τοῦ ἐξουσιάζοντος», αὐτοῦ πού ἔχει ἐξουσία,
δηλαδή τοῦ διαβόλου, «ἀναβῇ ἐπί σέ», σοῦ ἐπιτεθεῖ, σοῦ ἔρθει λογισμός τοῦ
πονηροῦ, «τόπον σου μή ἀφῇς»[7],
τόπο, δηλαδή τήν καρδιά σου, μήν ἀφήσεις. Μήν τόν ἀφήσεις τόν τόπο αὐτό κενό, ὥστε
νά μπεῖ μέσα ἐκεῖ τό πνεῦμα τοῦ πονηροῦ, ὁ λογισμός ὁ κακός. Μήν ἀφήνεις ἄδειο
χῶρο στήν καρδιά σου, γιά νά μήν μποῦν μέσα ἐκεῖ οἱ κακοί λογισμοί.
Ἔλεγε πολύ ὡραῖα
ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο. Ὅταν αὐτό
τό δωμάτιο εἶναι γεμάτο, πλῆρες μέ Χριστό, μέ τόν Θεό, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τή
Θεία Χάρη, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τόν διάβολο, γιά τό κακό, γιά τήν ἁμαρτία, γιά
τό σκοτάδι. Ὅταν ἀφήσουμε ὅμως τόν Θεό, δημιουργεῖται κενό καί ἀμέσως ὁ
διάβολος προσπαθεῖ νά ἐκμεταλλευτεῖ αὐτό τό κενό καί νά μπεῖ αὐτός. Γι’ αὐτό, ἄν
κανείς φεύγει ἀπό τό φῶς, φεύγει ἀπό τήν ἀλήθεια, φεύγει ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ,
φεύγει ἀπό τόν Θεό, μετά γίνεται κυριαρχούμενος καί καθοδηγούμενος ἀπό τόν
πονηρό. Δέν ὑπάρχει κάτι οὐδέτερο, νά ποῦμε, θά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι ἀλλά
χωρίς τόν Θεό καί χωρίς τόν πονηρό. Δέν γίνεται αὐτό. Κάθε στιγμή θά εἶσαι ἤ
δοχεῖο τοῦ φωτός ἤ δοχεῖο τοῦ σκότους, ὅπως ἔλεγε καί ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία. Ἔτσι
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πρέπει πολύ-πολύ νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε πάντα γεμάτοι καί
πλήρεις μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό κάθε στιγμή, νά μή χάνουμε δευτερόλεπτο, νά
γεμίζουμε τήν ψυχή μας μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά ἀκούσεις μία ὁμιλία, νά
διαβάζεις ὅταν μπορεῖς -γιατί δέν μποροῦμε πάντα νά ἔχουμε ἕνα βιβλίο στά
χέρια- ἀλλά μποροῦμε κάθε στιγμή νά ἔχουμε τόν νοῦ μας στόν Χριστό, νά
θυμόμαστε αὐτά πού διαβάσαμε, αὐτά πού ἀκούσαμε στό κήρυγμα, νά τά ἀναμηρυκάζουμε
κατά κάποιο τρόπο, ὥστε νά γλυκαίνεται ὁ νοῦς μας καί νά βαθαίνει μέσα στήν
καρδιά μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Νά κρύβεται βαθιά μέσα στήν καρδιά μας καί νά ἀρχίζει
νά ριζώνει καί νά καρποφορεῖ σιγά-σιγά. Ὅταν λοιπόν ἀνεβεῖ τό πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος
«μή ἀφῇς τόπον», μή δώσεις τόπο. Μήν τόν ἀφήσεις νά μπεῖ μέσα καί νά ριζώσει.
Γι’ αὐτό καί
ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύοντας ἐκεῖνο πού λέει στό Εὐαγγέλιο,
«τότε εἰσῆλθε σ’ ἐκεῖνον», δηλαδή στόν Ἰούδα, «ὁ σατανᾶς». Ἀφοῦ ὁ Ἰούδας πῆρε
τήν ἀπόφαση νά προδώσει, μπῆκε, λέει, μέσα στήν καρδιά του ὁ διάβολος. Τοῦ εἶπε
ὁ Κύριος, «ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον»[8].
Ἦταν ἀμετανόητος ὁ Ἰούδας. «Εἰσῆλθεν», λοιπόν, «ὁ σατανᾶς», λέει ὁ Ἅγιος
Κύριλλος, «καθάπερ τινά πύλην τῆς τοῦ φυλάττοντος ἐρήμην νήψεως ἀναπετασθεῖσαν
αὐτοῦ τήν καρδίαν εὑρών». Ποῦ μπῆκε; Πῶς μπῆκε; Βρῆκε τήν καρδιά τοῦ Ἰούδα, τήν
πύλη της ἀνοιχτή, ἐρήμην νήψεως, δέν ὑπῆρχε νήψη. Δέν ἔνηφε ὁ Ἰούδας, εἶχε
χάσει τήν ἐγρήγορση τήν πνευματική. Δέν ὑπῆρχε φύλακας στήν καρδιά του.
«Καί ἀθύρωτον
ὄντα θεωρήσας τόν νοῦν θερμόν τε ἤδη πρός τό βούλεσθαι δρᾷν, ἅπερ ἄν ἐθέλῃ
καί διασκέψηται». Καί βλέποντας νά εἶναι ἀθύρωτος ὁ νοῦς του, χωρίς θύρα ὁ νοῦς
του, ὁ διάβολος μπῆκε μέσα καί ἔκανε αὐτά πού ἤθελε. «Πρόεισι μέν γάρ ἐν ἀρχαῖς
τήν τῶν σεβομένων τόν Θεόν δοκιμάζων καρδίαν». Ὁ διάβολος ἔχει μέθοδο. Στήν ἀρχή,
ἐξετάζει - δοκιμάζει τήν καρδιά, γιά νά δεῖ, σεβόμαστε τόν Θεό; Φοβόμαστε τόν
Θεό; «Καί ἐν πρώτοις πονηρούς κατασπείρει λογισμούς». Στήν ἀρχή μᾶς σπέρνει
πονηρούς λογισμούς. «Καί ταῖς εἰς τό φαῦλον ἡδοναῖς πρός πᾶν εἶδος ἡμᾶς ἐρεθίζει
πταισμάτων». Καί μέ τίς ἡδονές, πού ὁδηγοῦν στή φαυλότητα, στήν ἀθλιότητα τήν
πνευματική, τήν ἠθική, καί σέ κάθε τέτοιου εἴδους ἁμαρτίας μᾶς ἐρεθίζει καί μᾶς
σπρώχνει στίς πτώσεις, στά πταίσματα. «Μάλιστα δέ, πρός ἐκεῖνο πίπτει βαρύς
πρός ὅπερ ἄν βλέπῃ προσπεπονθότας ἤδη». Καί μάλιστα πιό πολύ ρίχνει τό βάρος
του, τό βάρος τῆς ἐπίθεσης, σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο πού γνωρίζει ὅτι ἀπό πρίν ἤδη ἔχουμε
πέσει. Ἔχουμε μία «προσπάθεια» καί ἔχουμε προηττηθεῖ, ἔχουμε νικηθεῖ στό
παρελθόν. Κρατάει ἀρχεῖο, θά λέγαμε, ἱστορικό, ὁ διάβολος καί ξέρει ποῦ εἴμαστε
ἀδύναμοι. Ἐκεῖ λοιπόν πού ξέρει ὅτι ἔχουμε ξαναπέσει, ἐκεῖ ρίχνει τό κύριο
βάρος τῆς ἐπίθεσης.
Καί στή συνέχεια λέγει ὁ
Ἅγιος Κύριλλος, «καί πάθοιμεν ἄν τοιοῦτον ὁποῖον ὁ ψάλλων φησί «πρό τοῦ με
ταπεινωθῆναι ἐγώ ἐπλημμέλησα»[9]». Καί τότε παθαίνουμε αὐτό πού λέει καί ὁ ψαλμωδός στόν
118ο Ψαλμό, πρίν ταπεινωθῶ, ἐπλημμέλησα. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἀρετῆς,
ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς πτώσης εἶναι ἐδῶ τό «ταπεινωθῶ». Ἕνας πού ἁμαρτάνει,
ταπεινώνεται. Ἐξαχριώνεται δηλαδή, πέφτει. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια τό λέει. Πρίν
πέσω λοιπόν, πρίν φτάσω νά γίνω ἐλεεινός καί τρισάθλιος, ἐπλημμέλησα, ἔκανα
συγκατάθεση στούς λογισμούς. Ὑποχώρησα στόν διάβολο. «Πρό γάρ τοῦ παθεῖν
τελείως τήν ἁμαρτία», ἤτοι πρό τοῦ νά πράξουμε τελεία τήν ἁμαρτία, «προπλημμελοῦμεν
ἡμεῖς τῇ συνέσει τῶν λογισμῶν». Πρίν φτάσουμε στήν ἔμπρακτη ἁμαρτία, στήν πλήρη
ἁμαρτία, τήν ὁλοκληρωμένη, προπλημμελοῦμε. Κάνουμε κάποια προκαταρκτικά
πλημμελήματα πού ἀφοροῦν στή σύνεση τῶν λογισμῶν. Χάνουμε τή σύνεση στούς
λογισμούς «τιμῶντες αὐτήν, καί καταδεχόμενοι, τόπον εἰσόδου διδόντες διά τούτου
τῷ σατανᾷ». Τιμᾶμε τήν ἁμαρτία, τήν καταδεχόμαστε καί δίνουμε τόπο εἰσόδου καί
πύλη εἰσόδου στόν διάβολο.
Δέν θέλεις νά πέσεις στά
σαρκικά ἁμαρτήματα. Τί ἀσχολεῖσαι συνέχεια μ’ αὐτά; Τί κουβεντιάζεις γι’ αὐτά;
Τί κοιτᾶς αὐτά τά πράγματα πού δέν πρέπει νά κοιτᾶς; Προπλημμελοῦμε ἔ; Ὁπότε
μετά ἔρχεται καί τό πτῶμα τό πλῆρες, ἡ τέλεια ἁμαρτία. Δίνεις τιμή στήν ἁμαρτία,
ὅταν ἀσχολεῖσαι μαζί της.
«Ἔσται δέ τύπος καί εἰκών
τοῦ πράγματος τοῦ προδότου τό πάθος». Ἀπό τό τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας, μπορεῖς κι ἐσύ
νά καταλάβεις πῶς γίνεται ἡ κάθε πτώση. Καί ὁ Ἰούδας ἔδωσε τόπο στόν διάβολο.
Δέν ἔφτασε ἔτσι ξαφνικά στήν προδοσία. Λέει τό Εὐαγγέλιο, «εἶχε τό γλωσσόκομον
καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζε»[10]. Ἔκλεβε
γιά πολύ καιρό ἀπό τό ταμεῖο τῆς ἀδελφότητας. Καί ἔφτασε, διά φιλαργυρία, νά
προδώσει τόν Διδάσκαλο τελικά. Εἶχε προπλημμελήσει πολλές φορές καί βλέπουμε τό
κατάντημά του.
Καί ὁ ἴδιος πάλι, ὁ Ἅγιος
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας τό ρητό αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ,
«ἐάν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῇ ἐπί σέ, τόπον σου μή ἀφῇς»[11],
μή δώσεις τόπο, μήν ἀφήσεις τήν καρδιά σου ἄφραχτη, ἀνεπίσκοπη, ἀφύλακτη καί
μπεῖ μέσα ὁ διάβολος καί στή συνέχεια λέει «ὅτι ἴαμα καταπαύσει ἁμαρτίας
μεγάλας»[12], λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος, «ἐπιτιμώμενα
γάρ ἐν ἀρχαῖς τά πάθη παύονταί τι καί ἀνακόπτονται». Ὅταν τά πάθη τά ἐπιτιμᾶς
στήν ἀρχή, τά καταδικάζεις δηλαδή, τά ἀπαξιώνεις, τότε παύουν καί ἀνακόπτονται.
«Πλατεῖαν δέ ὥσπερ καί ἀνουθέτητον
εἰ λάβῃ τήν εἰς τά χείρω πρόοδον, ὅλης δι’ ὅλου καταδράττονται τῆς ψυχῆς, καί λογισμοῦ
τοῦ κολάζοντος οὐκ ἀνέχεται». Ὅταν ὅμως βροῦνε πλατεῖα καί εὐρύχωρο τήν εἴσοδο
στήν ψυχή, τότε καταδράττονται, καταληστεύουν καί κατα-αἰχμαλωτίζουν, αἰχμαλωτίζουν
πλήρως ὁλόκληρη τήν ψυχή καί δέν ἀνέχονται πλέον λογισμό πού νά τά κολάζει, πού
νά τά τιμωρεῖ. Γίνονται κύριοι πλέον τῆς ψυχῆς καί δέ σέ ἀφήνουν νά τά
τιμωρήσεις, νά τά διώξεις μετά. Καί λοιπόν; Τό ἴαμα καταπαύσει ἁμαρτίες μεγάλες.
Τί θέλει νά πεῖ αὐτό; Ὅτι ἡ ἰατρεία πού θά κάνει κάποιος στήν ἀρχή τῆς ἁμαρτίας,
δηλαδή τό νά μή δεχθεῖ στήν καρδιά του τήν προσβολή τῶν κακῶν λογισμῶν, ἀλλά νά
τή μισήσει καί νά τήν ἀποστραφεῖ, αὐτό τό μίσος καταπαύει τίς μεγάλες ἁμαρτίες.
Κι ἔτσι γλιτώνεις τίς μεγάλες ἁμαρτίες, ὅταν ἀπό τήν ἀρχή προβάλλεις τό ἴαμα,
τήν θεραπεία, δηλαδή σταματήσεις στήν ἀρχή τόν κακό λογισμό. Γιατί δέν ἀφήνει αὐτό
τό σταμάτημα νά ἔρχονται στήν πράξη καί στό ἔργο οἱ μεγάλες ἁμαρτίες πού
πηγάζουν ἀπό τή συγκατάθεση στόν λογισμό, καί ἔτσι νά γίνονται οἱ ἁμαρτίες
θανάσιμες καί πολύ μεγάλες.
Καί πάλι μᾶς λέει ὁ Ἅγιος
Ἀπόστολος Παῦλος, «ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, τό δέ Πνεῦμα κατά τῆς
σαρκός»[13].
Καί ἑρμηνεύει ὁ Κορέσιος ὅτι ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος κατά τή φυσική
καί αἰσθητική δύναμη. Δηλαδή ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος μέ τά σαρκικά
πάθη, πορνεῖες, μοιχεῖες, φιληδονίες καί ἄλλα πράγματα. Ὄχι τό σῶμα, ἡ ὕλη
δηλαδή, ἀλλά εἶναι ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, τό σαρκικό φρόνημα, ὁ κοσμικός ἄνθρωπος.
Ἡ δέ ψυχή ἐπιθυμεῖ κατά τῆς σαρκός μέ τίς ἀρετές. Ἡ σάρκα μέ τήν κακία, καί
μάλιστα μέ τίς σαρκικές ἁμαρτίες, τή φιληδονία κ.λ.π. πολεμάει τήν ψυχή καί ἡ
ψυχή πολεμάει τήν σάρκα, δηλαδή τό σαρκικό φρόνημα, μέ τίς ἀρετές. Αὐτό
σημαίνει ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος καί τό Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός.
Καί γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἀββᾶς
Ἀχιλλᾶς, ὅτι ἡ κακή ἐπιθυμία εἶναι στόν ἄνθρωπο ἕνας δαίμων πολεμικός, ἕνας
διάβολος πολεμικός, ἤ ἔνα ὄργανο τοῦ δαίμονος καί δέν θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος
φυσικά ποτέ νά δίνει τόπο στόν διάβολο.
Κι ἀκόμα πάλι μᾶς λέει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, «ὑποδησάμενοι τούς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης»[14].
Κι αὐτό ἔχει μιά ὡραία σημασία καί ὡραία ἑρμηνεία πού σχετίζεται μέ τό θέμα
μας, ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε τόπο στόν διάβολο. Καί τί λέγει λοιπόν ἐκεῖ; Ὑπάρχει
στίς Παροιμίες τό ἑξῆς ρητό, «ἑτοίμαζε εἰς τήν ἔξοδον τά ἔργα σου»[15].
Εἶναι στό εἰκοστό τέταρτο κεφάλαιο, στόν εἰκοστό ἕβδομο στίχο. Καί τί θά πεῖ ἐδῶ
νά ἑτοιμάζεις εἰς τήν ἔξοδο τά ἔργα σου; Ἔξοδος ἴσως, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, εἶναι
ὄχι μόνο ἡ ἔξοδος ἀπό τόν παρόντα βίο, δηλαδή τά τελευταῖα μας, ἡ ὥρα τοῦ
θανάτου σου, ὁπότε ἐννοεῖ νά ἑτοιμάζεσαι γιά τά τελευταῖα σου καί νά φροντίζεις
νά ’χεις τά κατάλληλα ἔργα γιά τήν ἔξοδό σου, ἀλλά καί ἡ ἔξοδος ἐκ τῆς ἁμαρτίας.
Νά εἴμαστε πάντοτε ἔξω ἀπ’ τήν ἁμαρτία μέ τά σωστά ἔργα, μέ τά ἀνάλογα ἔργα.
Καί γιά νά βγοῦμε ἔξω ἀπ΄ τήν ἁμαρτία, θά πρέπει νά φοροῦμε ὑποδήματα εἰς τούς
πόδας.
Τί σημαίνει αὐτό, «ὑποδησάμενοι
τούς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης»[16]; Ὅπως
οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν βγῆκαν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἀπό τή δουλεία τοῦ Φαραώ, ἐπροστάχθηκαν
νά φοροῦν ὑποδήματα. Λέει στήν Ἔξοδο, στό 12ο κεφάλαιο, «καί τά ὑποδήματα
ἐν τοῖς ποσίν ὑμῶν»[17].
Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τό ἑρμηνεύει καί λέει, «τά δέ ὑποδήματα, ὁ μέν
τῆς ἁγίας γῆς καί θεοστιβοῦς ψαύειν μέλλων, ὑπολυέσθω, καθά καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐπί
τοῦ ὄρους». Αὐτός πού εἶναι στήν ἁγία γῆ, λέει, θά πρέπει νά βγάζει τά ὑποδήματά
του, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, πού ἦταν μπροστά στήν βάτο, στό ἅγιο ὄρος, στό ὄρος Χωρήβ, ἄκουσε
τή φωνή τοῦ Θεοῦ πού τοῦ εἶπε «λῦσαι τό ὑπόδημά σου»[18].
Γιατί; «Ἵνα μηδέν νεκρόν φέρῃ, μηδέ μέσον Θεοῦ καί ἀνθρώπων». Γιά νά μήν ὑπάρχει
τίποτε νεκρό. Τό δέρμα συμβολίζει τή νεκρότητα. Ἡ ἁμαρτία φέρνει τή νεκρότητα. Ὁ
ἄνθρωπος γιά νά πλησιάσει τόν Θεό θά πρέπει νά ἀποβάλλει τή νεκρότητα, νά ἀποβάλλει
τήν ἁμαρτία, νά ἀποβάλλει τά πάθη. Γι’ αὐτό, συμβολικά ἑρμηνευόμενη αὐτή ἡ ἐντολή
«λῦσαι τό ὑπόδημά σου»[19],
βγάλε τή νέκρωση δηλαδή, γιά νά μπορέσεις νά πλησιάσεις τόν Θεό, βγάλε τήν ἁμαρτία.
Νά μήν ὑπάρχει τίποτα ἀνάμεσα στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο νεκρό. Ἄν ὑπάρχει κάτι
νεκρό, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Καί νεκρό εἶναι
ἡ ἁμαρτία.
«Ὁ δέ φεύγων Αἴγυπτόν τε
καί τά Αἰγύπτια, ὑποδεδέσθω». Αὐτός ὅμως πού φεύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο, πού εἶναι ὁ
τόπος τῆς νεκρώσεως, ὁ τόπος τῆς ἁμαρτίας καί τῶν δαιμόνων καί τῶν παθῶν, αὐτός
πρέπει νά φοράει ὑποδήματα. «Τῆς τε ἄλλης ἀσφαλείας ἕνεκα καί τῆς πρός τούς
σκορπίους καί τούς ὄφεις, οὕς καί πολλούς Αἴγυπτος τρέφει, ὥστε μή βλάπτεσθαι
παρά τῶν τηρούντων τήν πτέρναν, οὕς πατεῖν ἐκελεύσθημεν».
- Γιατί πρέπει νά φοροῦν ὑποδήματα
αὐτοί πού φεύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἀπό τή χώρα τῶν παθῶν;
Καί γιά τή γενικότερη ἀσφάλεια,
ἀλλά καί γιά τούς σκορπιούς καί τούς ὄφεις, τούς ὁποίους πολλούς τρέφει ἡ Αἴγυπτος,
ὥστε νά μή βλαπτόμαστε ἀπ’ αὐτούς πού τηροῦν τήν πτέρνα, κι αὐτός εἶναι ὁ
διάβολος, οἱ δαίμονες, τούς ὁποίους πατεῖν ἐκελεύσθημεν, τούς ὁποίους
διατάχθημεν νά πατᾶμε.
Καί σχολιάζοντας αὐτά ὁ
σοφός σχολιαστής Νικήτας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, λέει: «τά ὑποδήματα ἄλλοτε
μέν ἐννοοῦνται στήν κατηγορουμένη νέκρωση», δηλαδή συμβολίζουν τή νεκρότητα ἐπειδή
εἶναι ἀπό νεκρό δέρμα, «ἄλλοτε δέ τήν ἐπαινουμένη φυλακή καί ἀσφάλεια». Καί ἄλλοτε
συμβολίζουν τήν ἀσφάλεια, τή φυλακή, τήν ἐγρήγορση τήν πνευματική, πού πρέπει
νά ἔχουμε, τήν προσοχή πού πρέπει νά ἔχουμε, γιά νά μή μᾶς δαγκώσει ὁ σκορπιός,
ὁ διάβολος δηλαδή, ὁ νοητός ὄφης.
Ὁ Μωυσῆς λοιπόν ἐπάνω
στό ὄρος Σινᾶ διατάχθηκε νά λύσει τό ὑπόδημα ἀπό τά πόδια του, ἐπειδή ὁ τόπος ὅπου
στεκόταν ἦταν ἁγία γῆ. Δηλώνει δέ αὐτό, ὅτι ὅποιος θέλει νά ἀνεβεῖ στή θεωρία
τοῦ Θεοῦ, νά δεῖ τόν Θεό, νά δεῖ τήν καιομένη καί μή καταφλεγομένη βάτο -δηλαδή
τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ- ἡ ὁποία εἶναι γῆ ἁγία πάνω στήν ὁποία ὁ Θεός
φανερώνεται, αὐτός πρέπει νά ἀποβάλλει τίς κοσμικές φροντίδες ὡς νεκρές καί ἀνωφελεῖς
πού χωρίζουν τόν νοῦ ἀπό τόν Θεό. Ὅποιος φεύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τά αἰγύπτια,
δηλαδή ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά γεννήματα τῆς ἁμαρτίας, αὐτός πρέπει νά φοράει ὑποδήματα,
γιά νά μήν πληγωθεῖ στά πόδια καί βλαβεῖ πατώντας πάνω στίς ἄκανθες τοῦ βίου,
δηλαδή στίς μέριμνες καί στίς ἁμαρτίες μέ γυμνά καί ἀφύλακτα πόδια. Καί ποιά εἶναι
τώρα τά ὑποδήματα - σ’ αὐτή τήν περίπτωση; Εἶναι πολύ ὡραῖο! Εἶναι ὁ ἐγκρατής
καί ἀσκητικός βίος, ὁ ὁποῖος κατατσακίζει τά κέντρα, τά κεντριά δηλαδή, τά ἀγκάθια,
καί ἐμποδίζει νά μήν μποῦν στά πόδια του καί ἀπό μιά ὀλίγη καί ἀφανῆ ἀρχή νά ἐμπηχθοῦν
στό βάθος οἱ ἁμαρτίες, ἤ καί οἱ μέριμνες τοῦ βίου, πού εἶναι σάν τά ἀγκάθια, τά
ὁποῖα τρυποῦν ἐκεῖνον πού ἀσχολεῖται καί πέφτει σ’ αὐτά. Πάρε λοιπόν ὑποδήματα,
πάρε τόν ἀσκητικό, τόν ἐγκρατῆ βίο, ἔτσι ὥστε νά μή μπορεῖ νά σέ πληγώσει ὁ
διάβολος. Βλέπετε, πῶς μᾶς ταλαιπωρεῖ ὁ διάβολος μέσα ἀπό τά πράγματα πού ἔχουμε.
Κι ὅσο πιό πολλά πράγματα ἔχει κάποιος, καί χρήματα καί ὑλικά πράγματα, τόσες
περισσότερες ἔννοιες ἔχει, τόσο περισσότερη ἀγωνία ἔχει, τόσο περισσότερο ἄγχος
ἔχει. Ξέρετε, μερικές φορές μακαρίζουμε τούς πλούσιους, ἀλλά τό Εὐαγγέλιο
μακαρίζει τούς πτωχούς, ὄχι τούς πλούσιους. Γιατί; Γιατί οἱ πλούσιοι τελικά ζοῦνε
μιά πολύ βασανισμένη ζωή. Κάθε πράγμα πού ἔχεις, σοῦ προσθέτει καί βάρος καί
μέριμνα καί ἄγχος καί ἀγωνία. Εἶναι αὐτά τά ἀγκάθια πού μπαίνουν μέσα καί
σιγά-σιγά σοῦ ἀφαιροῦν τή ζωή. Νά λοιπόν τί σημαίνει τό ὑπόδημα. Τό ὑπόδημα εἶναι
νά τά ἀποβάλλεις ὅλα αὐτά, νά ἐγκολπωθεῖς τήν ἐγκράτεια καί τόν ἀσκητικό βίο,
τήν ἁπλότητα, γιά νά μή μπορεῖ ὁ διάβολος νά σέ πληγώσει. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει
πολύ λίγα πράγματα, δέν βρίσκει εὔκολα τρόπο ὁ διάβολος νά τόν πληγώσει. Ἕνας
πού μπαίνει στίς πολλές μέριμνες καί δέν προσέχει καί δέν νήφει, εἶναι σάν αὐτόν
πού δέν φοράει ὑποδήματα καί προχωράει πάνω στά ἀγκάθια.
Πρέπει κανείς νά φοράει ὑποδήματα
καί γιά τούς ὄφεις καί γιά τούς σκορπιούς, τούς ὁποίους τρέφει ἡ ἁμαρτία.
Δηλαδή γιά τούς δαίμονες τούς πανούργους, πού κρυφά ἐπιβουλεύονται, καί γι’ αὐτούς
εἶπε ὁ Κύριος, «ἰδού δίδωμι ὑμῖν τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί
σκορπίων»[20]. Καί ὄφεις μέν μποροῦν νά
ἐννοηθοῦν οἱ μεγάλες καί φανερές ἁμαρτίες. Σκορπιοί δέ οἱ μικρές, πού δέν
φαίνονται. Εἶναι ὅμως κι αὐτές φοβερές, γιατί πληγώνουν μέ τό κεντρί τοῦ
θανάτου καί θανατώνουν.
Καί εἶπε μάλιστα γιά τόν
ὄφη χωριστά ὁ Θεός ὅτι «αὐτός θά σοῦ τηρήσει τήν κεφαλή καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ
πτέρναν»[21], ὅταν ἔδινε τά ἐπιτίμια μετά
τήν πτώση στόν Παράδεισο. Αὐτά εἶπε στόν ὄφη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά
παρατηρεῖ τήν κεφαλή τοῦ νοητοῦ ὄφεως, τοῦ διαβόλου, δηλαδή τήν πρώτη προσβολή
τοῦ κακοῦ λογισμοῦ. Νά μήν ἀφήσει νά προχωρήσει ὁ λογισμός, μήπως βάζοντας στήν
ψυχή ὁ διάβολος τήν κεφαλή του, μπαίνοντας μέσα στήν ψυχή μας μέ τό κεφάλι του,
τραβήξει σιγά-σιγά καί βάλει καί τό ὑπόλοιπο σῶμα του καί μᾶς κυριεύσει. Ὁ δέ ὄφης
πάλι, παρατηρεῖ ὡς πτέρνα τό τέλος τῆς τοῦ ἀνθρώπου πράξεως καί τῆς ἁμαρτίας. Ὁμοίως
καί τό τέλος τῆς τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς. Δηλαδή, παρατηρεῖ νά τόν πολεμήσει στό
τέλος τοῦ θανάτου του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό τέλος τῆς ζωῆς του, τότε
δέχεται τίς φοβερότερες δαιμονικές ἐπιθέσεις.
Καί μάλιστα ὁ Ἅγιος
Νικόδημος τίς κατονομάζει. Οἱ κυριότερες εἶναι τέσσερις. Εἶναι ὁ λογσιμός τῆς ἀπιστίας.
Προσπαθεῖ νά μᾶς κλονίσει ὡς πρός τήν πίστη. Εἶναι μετά ὁ λογισμός τῆς ἀπογνώσεως,
ὅτι δέν ὑπάρχει πιά σωτηρία γιά μᾶς, μέ τόσες ἁμαρτίες καί μεγάλες πού ἔχουμε
κάνει. Εἶναι ὁ λογισμός τῆς κενοδοξίας, ὅτι πλέον ἐμεῖς ἔχουμε κάνει σπουδαῖα
καί ἅγια πράγματα.. εἴμαστε ἅγιοι καί δικαιούμαστε τή σωτηρία μας. Μᾶς βάζει
δηλαδή τόν λογισμό αὐτό γιά νά πέσουμε σέ καύχηση καί νά χάσουμε τόν μισθό μας
καί νά χωριστοῦμε ἀπό τόν Θεό. Καί μετά βάζει καί πειρασμούς μέσω φαντασμάτων,
φαντασιῶν, μεταμορφώνεται καί σέ ἄγγελο φωτός καί αὐτούς τούς λογισμούς καί
τούς πειρασμούς τούς κάνει πάντοτε ὁ διάβολος βέβαια στόν ἄνθρωπο, ἀλλά
κατεξοχήν εἰς τήν πτέρνα τῆς ζωῆς μας, στό τέλος τῆς ζωῆς μας δηλαδή. Ὅπως ἡ
πτέρνα εἶναι τό ἀκρότατο τοῦ σώματος, ἔτσι καί στό ἄκρον, στό τέλος τῆς ζωῆς
μας, ἐκεῖ μᾶς ἐπιτίθεται. Γι’ αὐτό λέει «καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν»[22]. Ἀλλά
καί σέ κάθε πράξη μας ὁ διάβολος κοιτάει τό τέλος, θέλει νά μᾶς φτάσει μέχρι τό
τέλος. Νά φτάσει στήν ὁλοκλήρωση τῆς ἁμαρτίας, νά μπεῖ ὁλόκληρος μέσα μας, νά μᾶς
κυριεύσει τελείως. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι δέν ἡσυχάζει. Καί ὁ λογισμός τοῦ ἀνθρώπου,
τοῦ ἀμελοῦς, τοῦ ράθυμου, πού ἄφησε λίγο νά μπεῖ μέσα ὁ διάβολος στήν ψυχή του,
δέν ἡσυχάζει μέχρι νά κάνει τήν ἁμαρτία πλήρη. Γι’ αὐτό πρόσεξε, λέει, νά τηρεῖς
τήν κεφαλή του. Νά προσέχεις νά μή βάλει τό κεφάλι του μέσα σου, γιατί μετά θά
μπεῖ ὁλόκληρος.
«Ὁ γάρ καθόλου πρός τήν ἡδονήν
πολεμίως διατεθείς, οὐκ ἄν ταῖς μερικαῖς προσβολαῖς τοῦ πάθους ὑπενεχθείη». Αὐτός
ὁ ὁποῖος μισήσει ὁλοκληρωτικά τήν ἡδονή καί δέν παίζει.. ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος
Παΐσιος, ἐσύ, παίζεις τήν καραμέλα τοῦ διαβόλου, τή γλείφεις λίγο καί μετά τή
φτύνεις. Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Καθόλου νά μή δέχεσαι τίς ἡδονές τοῦ διαβόλου. Νά
εἶσαι ἐχθρός, πολεμίως νά διατίθεσαι. Ἑάν εἶσαι ἔτσι, τότε δέν θά εἶσαι ὑποχείριο
τοῦ διαβόλου καί δέν θά δέχεσαι καί τίς μερικές προσβολές.
«Ὁ δέ τήν ἀρχή τοῦ
πάθους ὑποδεξάμενος, ἅπαν ἐν ἑαυτῷ τό θηρίο συμπαρεδέξατο». Αὐτός ὅμως πού
δέχθηκε τήν ἀρχή, τό κεφάλι τοῦ διαβόλου, αὐτός μετά θά παραδεχτεῖ, θά δεχτεῖ
μέσα του καί ὅλο τό θηρίο. Γι’ αὐτό τονίζει ὁ Ἀπόστολος καί λέει, «μή δίδοτε
τόπον τῷ διαβόλῳ»[23].
Προσέχετε πάρα πολύ καί μήν ἀφήνετε καθόλου τόπο στήν ψυχή σας πού νά μπορέσει
νά μπεῖ ὁ διάβολος.
Καί ὁ Οἰκουμένιος λέει, ὅτι
τό «μή δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»[24] ἐξαρτᾶται
ἀπό τό προηγούμενο, πού μᾶς εἶπε ὁ Ἀπόστολος, δηλαδή ἀπό τό «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν»[25].
Νά μή δύει ὁ ἥλιος καί εἶστε ἀκόμα παροργισμένοι, μεταξύ σας θυμωμένοι. Ἡ μή
συμφιλίωση δηλαδή δίνει τόπο στόν διάβολο. Διότι τήν νύχτα δουλεύουν οἱ
λογισμοί καί καιγόμαστε σέ περισσότερη ἔχθρα. Ἀνάβει περισσότερη ἔχθρα στήν
ψυχή μας κατά τῶν ἀδελφῶν ἐκείνων μέ τούς ὁποίους συγχυστήκαμε στή διάρκεια τῆς
ἡμέρας. Γι’ αὐτό φρόντιζε, πρίν δύσει ὁ ἥλιος, νά συμφιλιωθεῖς καί νά μήν ἀφήσεις
τέτοιους λογισμούς νά δουλεύουν μέσα σου.
Χρωστοῦν
λοιπόν οἱ Χριστιανοί, νά ἐναντιώνονται καί νά πολεμοῦν τούς λογισμούς καί νά
συμφιλιώνονται μέ ὅλους καί νά εἰρηνεύουν, εἰ δυνατόν, μέ ὅλους, ὅπως λέει πάλι
ὁ Ἀπόστολος. Ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Τώρα, μερικοί δέν
θέλουν νά συμφιλιωθοῦν.. ἐμεῖς θά κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, τουλάχιστον
νά εἴμαστε ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Καί ἀπό ἐκεῖ καί μετά βέβαια ὑπεύθυνος εἶναι
ὁ ἄλλος πού δέν θέλει νά συμφιλιωθεῖ. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά τόν μισήσουμε, δέν θά
τόν ἀποστραφοῦμε, δέν θά σταματήσουμε νά τοῦ λέμε «χαίρετε, καλημέρα σας», καί
θά προσευχόμαστε γι’ αὐτόν.
Καί προσοχή,
σ’ αὐτό πού λέμε πάλι καί πολλάκις σήμερα, νά ἐναντιωνόμαστε καί νά πολεμοῦμε
τούς αἰσχρούς καί βλάσφημους καί πονηρούς λογισμούς στήν ἀρχή τους. Ὅπως τά
πονηρά ἔργα καί τίς πράξεις. Καί ὅπως ἀσφαλιζόμαστε εἰς τά ἔξω, ἔτσι νά ἀσφαλιζόμαστε
καί εἰς τά ἔσω, λέει ὁ μέγας Μακάριος. «Εἰσί τινές τοῦτο λέγοντες, ὅτι ὁ Κύριος
μόνο φανερούς καρπούς ἀπαιτεῖ ἀπό τῶν ἀνθρώπων. Τά δέ κρυπτά ὁ Θεός κατορθώνει».
Εἶναι μερικοί πού λένε ὅτι ὁ Θεός μόνο φανερά ἔργα θέλει, τά κρυφά τά κάνει ὁ Ἴδιος.
Δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ἀλλά ὅπως ἀκριβῶς τόν ἔξω ἄνθρωπο πρέπει κάποιος νά
ἀσφαλίζει, γιά νά μήν ἁμαρτάνει φανερά καί ἐξωτερικά, ἔτσι ὀφείλει καί στούς λογισμούς
νά κάνει ἀγῶνα καί πόλεμο. Νά εἶναι καί τό μέσα καθαρό καί ἄμεμπτο, ὄχι μόνο τό
ἔξω.
«Ἀπαιτεῖς σε γάρ ὁ
Κύριος ἵνα ὀργισθῆς σεαυτῷ». Νά θυμώσεις μέ τόν ἑαυτό
σου, αὐτό θέλει, ἀπαιτεῖ ὁ Κύριος ἀπό σένα. «Καί μάχην ποιήσῃς μετά τοῦ
νοός σου». Καί νά κάνεις μάχη μέ τόν νοῦ σου. «Καί
μή συμφωνήσῃς, μήτε συνηδυνθῇς τοίς λογισμοῖς τῆς κακίας». Οὔτε νά
συμφωνήσεις οὔτε νά συνευχαριστηθεῖς, νά ἔρθει αὐτή ἡ ἡδύτητα, ἡ γλύκα ἡ ἁμαρτωλή
τῆς συγκαταθέσεως μέ τούς λογισμούς τῆς κακίας.
Λέγει δέ καί ὁ Θεῖος Χρυσόστομος,
ὅτι ὅποιος νικάει τούς κακούς λογισμούς, αὐτός γίνεται βασιλέας. «Βασιλεῖς
γινόμεθα, ἐάν βουληθῶμεν κρατεῖν τῶν ἀτόπων λογισμῶν. Ὅτι γάρ ὁ τοιοῦτος
βασιλεύει, καί μᾶλλον ἤ ὁ τό διάδημα περικείμενος, αὐτό», λέγει θά σᾶς τό πῶ
στή συνέχεια. Ἄν θέλεις νά εἶσαι πραγματικά βασιλιάς, δέν πρέπει νά φορᾶς
στέμμα. Δέν σέ κάνει αὐτό βασιλιά, ἀλλά τό νά κυριαρχεῖς στούς λογισμούς τούς ἄτοπους,
στούς αἰσχρούς, στούς πονηρούς, στούς βλάσφημους. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός
βασιλέας.
«Μή δίδετε», λοιπόν, «τόπον
τῷ διαβόλῳ»[26]. Καί ἄς δοῦμε πῶς τό ἐξηγεῖ
καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς[27]
καί μ’ αὐτό νά κλείσουμε. Οἱ ἄνθρωποι, λέει, δίνουν τόπο στόν διάβολο, ὅταν
δίνουν τόπο στήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι τό κεντρί τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία εἶναι
τόσο ἐπικίνδυνη, ὥστε ὅταν ὑπεισέρχεται στόν ἄνθρωπο, ἀμέσως ἑτοιμάζει καί τόν
τόπο γιά τόν διάβολο. Καί ἡ πιό μικρή ἁμαρτία, ἐάν μπεῖ στήν ψυχή, ἤδη ἀνοίγει
εἴσοδο διαμέσου τῆς ὁποίας μπορεῖ νά εἰσέλθει ἐκεῖ καί ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό, ὅταν
κανείς ἁμαρτάνει, ἔστω καί στήν ἀρχή, ἀνοίγει πόρτα στόν πονηρό καί φυσικά μετά
κακό θά πάθει. Καλό δέν θά πάθει ποτέ. Ἡ ἁμαρτία ποτέ δέν κάνει καλό στόν ἄνθρωπο,
γιατί ὁ διάβολος εἶναι κακός, εἶναι ἀνθρωποκτόνος. Καί ὅταν τοῦ δίνεις εἴσοδο
μέσα σου, τοῦ δίνεις τόπο, δέν ξέρεις τί θά πάθεις στό τέλος. Εἶναι ἀνεξέλεγκτη
ἡ κατάσταση. Καί γίνεται αὐτό μόνο ἐάν ἡ ἁμαρτία κρατηθεῖ γιά πολύ στήν ψυχή
καί ἐμεῖς δέν τή διώξουμε μέ ἀποφασιστική καί εἰλικρινή μετάνοια. Πρέπει ἀμέσως
νά διώξεις τήν ἁμαρτία πού πάει νά μπεῖ μέσα σου. Καμιά εἴσοδο, οὔτε τήν ἐλάχιστη
ἄδεια νά μή δώσεις στήν ἁμαρτία νά μπεῖ μέσα σου.
Ἄν κρατηθεῖ γιά μεγάλο
χρονικό διάστημα ἡ ἁμαρτία στήν ψυχή μας, χρονίσει μέσα μας, τήν κάνεις καί τήν
ξανακάνεις, μετατρέπεται σταδιακά σέ πάθος, καί τό πάθος εἶναι τό πιό ἀγαπητό
καί τό πιό σίγουρο καταφύγιο καί κατοικητήριο τοῦ διαβόλου. Ἄν τό πάθος, λ.χ. τῆς
φιλαργυρίας, καταλάβει τήν ψυχή σου, τήν κυβερνᾶ πλέον χωρίς καμιά ἀμφιβολία
καί ὁ διάβολος ἤδη βρῆκε σ’ αὐτή τό μέρος του. Ἄν οἱ ἡδονές καί τά βρωμερά
πάθη, ἡ φιληδονία, βασιλεύσουν στήν ψυχή σου, ἰδού τό παλάτι τοῦ διαβόλου.
Χτίζεις στόν διάβολο σπίτι μέσα σου. Μοῦ λένε μερικοί ἔτσι πανικόβλητοι, μήπως
μᾶς ἔχουν κάνει μάγια; Καί λέω, δέν χρειάζεται νά κάνουν μάγια. Οἱ ἁμαρτίες εἶναι
στή θέση αὐτῶν ὅλων τῶν πραγμάτων. Ἐσύ μόνος σου, θά λέγαμε, κάνεις μάγια στόν ἑαυτό
σου. Ἀνοίγεις πόρτα στόν διάβολο. Ὅταν ἁμαρτάνεις, ἀφήνεις τόν διάβολο νά μπεῖ
μέσα σου. Ἔτσι, κάθε πάθος στήν ψυχή γίνεται παλάτι τοῦ διαβόλου, πού κτίζει
μέσα στόν ἑαυτό του ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.
Κάποτε ὁ διάβολος
διαμαρτυρήθηκε καί λέει, τί τά βάζουνε οἱ ἄνθρωποι μέ μένα;… καί μοῦ λένε,
φύγε, φύγε, φύγε.. κι ἀπ’ τήν ἄλλη μέ κρατᾶνε σφιχτά στόν κόρφο τους καί μέ
ζεσταίνουνε! Δέν μπορῶ νά καταλάβω, λέει, μ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους… Τά ἔλεγε ὁ ἴδιος
ὁ διάβολος. Εἴμαστε ἀλλοπρόσαλοι, σχιζοφρενεῖς πνευματικά. Ναί μέν λέμε δέν
θέλουμε τόν διάβολο, ἀλλά ἀπ’ τήν ἄλλη τόν κρατᾶμε σφιχτά καί τοῦ φτιάχνουμε
καί παλάτι μέσα μας.
Κάθε ἁμαρτία, δέν ὑπάρχει
ἀμφιβολία, ὅτι εἶναι πρόδρομος τοῦ διαβόλου, παρατηρητήριο τοῦ διαβόλου, «στρατόπεδο»
τοῦ διαβόλου. Γιατί ὅπου μπῆκε -ἐνδιατρίβει- ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος πού ἑτοιμάστηκε
γιά τόν διάβολο. Πραγματικά ἐκεῖ ἤδη εἶναι καί αὐτός ὁ διάβολος. Γιατί ἡ ἁμαρτία
εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἐξομολογοῦνται,
δέχονται πολύ εὔκολα δαιμονικές ἐνέργειες. Λόγου χάρη, ματιάζονται. Τό μάτιασμα
εἶναι δαιμονική ἐνέργεια.
- Ἀλλά ποιοί ματιάζονται;
Αὐτοί πού δίνουν τόπο
στόν διάβολο, ἔχουν ἀνοιχτή τήν ψυχή τους, τήν καρδιά τους στήν ἁμαρτία. Εἶναι ἀνεξομολόγητοι
καί ἀφύλακτοι. Ἡ καρδιά τους εἶναι χωρίς πόρτες καί παράθυρα, ὁπότε μπαίνει
μέσα ὁ πονηρός καί τούς ταράζει. Κι αὐτοί βέβαια γιά νά γλιτώσουν, κάνουν ἕνα ἐπιπλέον
λάθος καί πᾶνε στίς ξεματιάστρες καί σ’ αὐτούς πού ξεματιάζουν καί νομίζουν ὅτι
ἐλευθερώνονται καί τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος. Λίγο σταματάει, γιά νά φανεῖ ὅτι
κάτι ἔγινε καί μετά ξανά τά ἴδια. Ἐνῶ ἡ λύση εἶναι νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς, νά
μετανοήσεις καί νά βάλεις φύλακα στήν καρδιά σου τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν
πνευματική ζωή. Νά κάνεις πνευματική ζωή, ὁπότε δέν θά σέ ματιάζει κανένας καί
καμιά δαιμονική ἐνέργεια δέν θά μπαίνει μέσα σου.
Ἐκεῖ λοιπόν πού ἐνδιατρίβει
ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἤδη εἶναι παρών καί ὁ διάβολος, γιατί ὁ τόπος πού κατοικεῖ ὁ
διάβολος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος γεμίσει μέ τόν Θεό, τότε σ’ αὐτόν
δέν ἔχει τόπο ὁ διάβολος. Δέν τολμάει νά μπεῖ ὁ διάβολος ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ
Κύριος καί Θεός. Γεμίζοντας τόν ἑαυτό τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό οἱ
χριστιανοί, πληρώνοντας τόν ἑαυτό τους μέ τό πλήρωμα τῆς Θεότητος, σιγουρεύουν
καί φυλάγουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τόν διάβολο καί τά στρατεύματά του.
- Ὅταν ὁ «χριστιανός» -ἐντός
εἰσαγωγικῶν ἡ λέξη πλέον- δέν ἐκκλησιάζεται, δέν προσεύχεται, δέν ἐξομολογεῖται,
δέν κοινωνεῖ, πῶς εἶναι δυνατό νά εἶναι γεμάτος μέ Χριστό;
Εἶναι ἄδειος ἀπό Χριστό,
ὁπότε μπαίνει μέσα του τό πονηρό πνεῦμα. Κι ὅμως ὑπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι ἄνθρωποι,
οἱ ὁποῖοι καυχῶνται ὅτι πιστεύουν καί πολλές φορές σοῦ λένε, ξέρεις, ἐγώ δέν
πάω ἐκκλησία, ἀλλά πιστεύω πιό πολύ ἀπό σένα.. Εἶναι ἀνόητα πράγματα, δαιμονικά
πράγματα. Δέν μπορεῖς νά πιστεύεις, ἄν δέν ἐφαρμόζεις αὐτά πού λέει ὁ Χριστός.
Κοροϊδεύεις τόν ἑαυτό σου καί σέ κοροϊδεύει ὁ διάβολος.
Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἄν θά
δώσουμε τόπο καί εὐκαιρία στόν διάβολο ἤ ὄχι. Ἡ ἐντολή τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου λέει
ὅτι, ἄν θέλουμε, μποροῦμε νά μή δώσουμε τόπο στόν διάβολο. Μποροῦμε! Ἔχουμε ἐξουσία.
Ἔχουμε πάρει ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό μας νά πατᾶμε «ἐπί ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί
πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»[28].
Καί δέν ἐννοεῖ, ὅπως ἕνα ἁπλός μοναχός ἔλεγε.. νά.. δέ μᾶς εἶπε ὁ Χριστός νά
πατᾶμε τά φίδια καί τούς σκορπιούς; Καί τούς πατοῦσε ὅπου ἔβρισκε! Ἐννοεῖ νά
πατᾶμε τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Μποροῦμε νά τό κάνουμε. Δέν εἶναι ἀνίκητη ἡ
ἁμαρτία οὔτε ὁ διάβολος. Εἶναι πολύ εὔκολο. Ἀλλά ὄχι μόνοι μας, μέ τή Χάρη τοῦ
Χριστοῦ τό κάνουμε.
Εἶναι ἐντολή εὐαγγελική
νά ἀντιστεκόμαστε στόν διάβολο. «Ἀντίστητε στερεοί τῇ πίστει»[29] τῷ
διαβόλῳ. Ἀμυνθεῖτε κατά τοῦ διαβόλου. Μέ τή στέρεη πίστη μπορεῖς νά ἀντισταθεῖς.
Ἡ πίστη σου πρός τόν Κύριο εἶναι, λέει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος, κατά τοῦ διαβόλου
φρούριο ἀδιαπέραστο, ἀπροσπέλαστο καί ἀπόρθητο. Ἡ στερεότητα τῆς πίστης κλείνει
ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς καί εἶναι ὁ πιό σίγουρος φύλακάς της, πού δέν ἐπιτρέπει
στόν διάβολο νά εἰσέλθει σ’ αὐτήν οὔτε ἀπό τή θύρα τῶν ἀκουσμάτων μας οὔτε ἀπό
τά παράθυρα τῶν σκέψεών μας οὔτε ἀπό τίς ρωγμές τοῦ νοῦ μας. Ὁ διάβολος εἶναι
πάντοτε πιό ἀδύνατος ἀπό τήν πίστη μας στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν νικητή, τόν
μοναδικό νικητή τοῦ διαβόλου σέ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ
νίκη μας, ἡ ὁποία νικάει τόν διάβολο καί καθετί τοῦ διαβόλου στόν γήινο κόσμο
μας. «Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον» καί τόν κοσμοκράτορα, τόν
διάβολο δηλαδή, «ἡ πίστις ἡμῶν»[30]. Ἡ
νίκη μας κατά τοῦ διαβόλου εἶναι σίγουρη, ἐάν καταφέρουμε σ’ αὐτόν ἰσχυρά
κτυπήματα καί μαστιγώματα καί τοῦ δημιουργήσουμε μεγάλες πληγές, μεγάλα
πλήγματα, πρῶτον, μέ τήν ἰσχυρή μας πίστη, δεύτερον, μέ τήν ἰσχυρή μας ἀγάπη,
τρίτον, μέ τήν ἰσχυρή μας προσευχή, τέταρτον μέ τήν ἰσχυρή νηστεία, καί
πέμπτον, μέ τήν ἰσχυρή δύναμη κάθε εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, πραότητα, ἀνεξικακία,
συγχωρητικότητα, εἰρήνη, ἐλπίδα καί ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές. Καί ὁ διάβολος
ἐκμηδενισμένος πλέον φεύγει ἀπό ἐμᾶς. Γι’ αὐτό μᾶς λέγει ἡ εὐαγγελική ἐντολή, «ὑποτάγητε
οὖν τῷ Θεῷ, ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν»[31].
Καί ἐμεῖς εἴμαστε ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί ἀντιστεκόμαστε σέ αὐτόν, ὅταν εἴμαστε
ἐναντίον τῶν ἁμαρτιῶν καί δέν ἐπιτρέπουμε σ’ αὐτές νά ἐνδιατρίβουν σέ μᾶς. Γι’
αὐτό, ἀδελφοί μου, καμιά ὑποχώρηση στήν ἁμαρτία, οὔτε στήν πιό μικρή ἁμαρτία.
Λένε μερικοί, ἔ καλά τώρα.. ἕνα ψέμα.. Ἕνα ψέμα τί εἶναι;.. Εἶναι μεγίστη
καταστροφή νά πεῖς ἕνα ψέμα. Γιατί νά τό πεῖς; Γιά νά δώσεις τόπο στόν διάβολο
καί νά σέ κάνει ἄνω κάτω;
Σέ κάθε ἁμαρτία ὑπάρχει ἀόρατα
αὐτός ὁ διάβολος, πού ἔντεχνα καί μέ πονηριά, κρύβει τήν ἀπαίσια μορφή του. Αὐτή
εἶναι ἡ παμπάλαιη τακτική του, ἡ πολεμική τακτική του ἐναντίον μας. Τό
δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας πάντα προσφέρεται στό χρυσό ποτήρι τῆς περιέργειας.
Προσέξτε το κι αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος. Εἶναι πολύ σημαντικό.
- Ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ ἁμαρτία;
Ἀπό τήν περιέργεια. Λέει
κάπου ὁ Ἀπόστολος «μή ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι»[32],
γιά κάποιους Θεσσαλονικεῖς οἱ ὁποῖοι λέγανε, θά ἔρθει ἡ Δευτέρα Παρουσία, δέν
χρειάζεται νά ἐργαστοῦμε. Ἀλλά ἔχει καί πνευματική ἔννοια. Ἐργασία κατεξοχήν,
πού πρέπει νά κάνουμε ὅλοι μας, δέν εἶναι μόνο αὐτά τά βιοτικά, ἀλλά ἡ
πνευματική ἐργασία, ἡ μετάνοια, ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν. Ὅταν λοιπόν δέν ἐργάζεσαι
αὐτή τήν ἐργασία, περιεργάζεσαι. Καί τί κάνεις; Ἀσχολεῖσαι μέ τά τοῦ κόσμου, μέ
τό τί κάνει ὁ ἕνας, τί κάνει ὁ ἄλλος καί μέ τούς ἀπαγορευμένους καρπούς. Ὅπως ἡ
Εὔα, περιεργάστηκε τό δέντρο, εἶδε τόν καρπό, περιεργάστηκε τόν καρπό, εἶδε ὅτι
ἦταν ὡραῖος, μετά τό δοκίμασε κιόλας.. περιέργεια.. ὅραση -γεύση. Καί μετά
πτώση, πλήρης καί τελεία.
Τό δηλητήριο λοιπόν τῆς ἁμαρτίας
μᾶς προσφέρεται στό χρυσό ποτήρι τῆς περιέργειας. Σοῦ λέει, τί πειράζει; Νά τό
μάθουμε κι αὐτό.. νά τό δοῦμε κι αὐτό.. Γιατί νά τό δεῖς; Γιατί νά ἀσχοληθεῖς;
Δέ σέ ἀφορᾶ, δέ συμβάλλει στή σωτηρία σου. Καί ἀκόμα πιό κάτω ἀπό τό δηλητήριο
τῆς ἁμαρτίας εἶναι χυμένη ἀφρώδης καί ἀθέατη, ἀλλά πολύ ἑλκυστική, ἡ ἐξωτερική
περιτύλιξη τοῦ πάθους τῆς ἡδονῆς. Ἔχει καί τό δέλεαρ, τό ἀγκίστρι, πού εἶναι ἡ ἡδονή,
ὁ διάβολος. Πίνεις τό ποτήρι καί ἰδού στήν ψυχή ἐκχύνεται τό πικρό δηλητήριο. Ὁ
Χερουβικά ἀτρόμητος καί Σεραφικά πανικητής στούς πολέμους κατά τοῦ διαβόλου, ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέει: «Μηδέ δίδοτε τόπον τω̨̃ διαβόλω̨. Ὥστε τό νά πολεμᾶτε
μεταξύ σας, σημαίνει νά δίνετε τόπο στόν διάβολο». Ὅταν παύει ἡ ἀγάπη ἀνάμεσά
μας, τότε δίνουμε τόπο στόν πονηρό. «Πρέπει λοιπόν ὅλοι νά ἔχουμε σχηματισμένη
πυκνή παράταξη ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ καταπαύσουμε τήν ἔχθρα μας πρός ἐκεῖνον,
προτρέπουμε νά στρεφόσαστε ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου». Αὐτό κάνουμε ἐμεῖς,
δυστυχῶς. Δέν ἀσχολούμαστε μέ τόν διάβολο, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἔχουμε ἔχθρα
συνεχῆ καί πόλεμο συνεχῆ, τόν ἀφήνουμε τόν διάβολο, κατά κάποιο τρόπο σχεδόν
συμφιλιωνόμαστε, καί ἀρχίζουμε νά μαχόμαστε ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, νά
τσακωνόμαστε μεταξύ μας.
Ποτέ δέν ἔχει εὐκαιρία ὁ
διάβολος νά μᾶς πληγώσει, ὅσο ὅταν ὑπάρχουν ἐχθρότητες. Ἡ χρυσή εὐκαιρία τοῦ
διαβόλου εἶναι οἱ μεταξύ μας ἐχθρότητες καί ρωγμές, οἱ διάφορες ψυχρότητες. Εἴδατε
πού τό λέμε πολλές φορές; Μέ τόν ἄλλον κάτι ἔσπασε μέσα μου, μιά ρωγμή
δημιουργήθηκε καί ἀρχίζει νά μπαίνει ἀπό ’κεῖ ὁ πονηρός. Ἀπό αὐτό προέρχονται
τά ἀμέτρητα κακά καί ὅπως ἀκριβῶς μέχρις ὅτου οἱ πέτρες εἶναι κατάλληλα
προσαρμοσμένες καί χωρίς νά ἔχουν κανένα κενό, ὁ τοῖχος στέκεται ἀράγιστος, ἄν ὅμως
μέ βελόνα μόνο γίνει ἀπό τή μιά ἄκρη ἕως τήν ἄλλη μιά τρύπα ἤ συμβεῖ μιά λεπτή
ρωγμή, πού δίνει τήν ἀφορμή, αὐτό διαλύει καί καταστρέφει τά πάντα, ἔτσι
συμβαίνει καί μέ τόν διάβολο. Ὅσο εἴμαστε πυκνά παρατεταγμένοι καί ἑνωμένοι,
δέν βάζει τίποτα μέσα καί ἀνάμεσα. Τίποτε δέν μπορεῖ νά μπεῖ ἀπ’ τά δικά του ἀνάμεσά
μας. Ὅταν ὅμως μᾶς χαλαρώσει λίγο, ὁρμᾶ σάν κάποιος χείμαρρος. Διότι παντοῦ, αὐτός
ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπ’ τήν ἀρχή. Λίγο νά τοῦ δώσεις τόπο στήν ἀρχή, δέν θέλει
πολύ.. λίγο, σοῦ λέει.. Ξέρετε, μοιάζει λίγο, νά μέ συγχωρέσουνε οἱ ἔμποροι, μέ
αὐτό πού γίνεται ὅμως μέ αὐτούς πού ἔχουν τά καταστήματα. Βλέπετε ὁ ἔμπορος
κάθεται στήν πόρτα καί ἐσύ περνᾶς ἀπ’ ἔξω καί σέ βλέπει. Καί μπορεῖ νά κοίταξες
λίγο τήν βιτρίνα καί σοῦ λέει, περάστε, περάστε μέσα.. Ὄχι, λές, δέν θέλω νά
πάρω τίποτα. Καλά, δέν πειράζει, μόνο νά δεῖτε.. περάστε μέσα.. Καί ξέρει μέ τό
πού θά περάσεις μέσα, θά γίνει λίγο ἡ ἀρχή, δέν θά βγεῖς μέ ἄδεια χέρια. Κάτι
θά πάρεις τελικά... Θά σέ καταφέρει.
Ἔτσι καί ὁ διάβολος. Σοῦ
λέει, λίγο.. δῶσ’ μου λίγο τόπο.. ἔλα λίγο, μόνο νά δεῖς.. δέν θέλω τίποτα...
κοίταξε λίγο ἐκεῖ... ἄκουσε λίγο αὐτό.. δέν εἶναι κακό. Λίγο νά τό ξέρεις κι αὐτό...
Ἀρχίζει μέ τήν περιέργεια. Εἶναι ὡραῖο... Σοῦ βάζει καί τήν ἡδονή. Καί αὐτή εἶναι
ἡ ἀρχή κι ἀπό ἐκεῖ καί μετά ὁρμᾶ σάν χείμαρρος καί σέ κατακλύζει. Παντοῦ αὐτός ἔχει
ἀνάγκη μόνο ἀπ’ τήν ἀρχή.
Προσέξτε πῶς τό λέει ὡραῖα
ὁ ἱερός Χρυσόστομος «κι αὐτό εἶναι τό δυσκολοκατόρθωτο» γι’ αὐτόν, νά καταφέρει
νά μπεῖ μέσα μας, νά άρχίσει νά μπαίνει μέσα μας. Ὅταν ὅμως γίνει αὐτό, αὐτός
πλαταίνει γιά τόν ἑαυτό του τά πάντα. Μετά γίνεται κυρίαρχος. Μέ τίς διαβολές
του ἔχει πλέον ἀνοίξει τά αὐτιά, καί αὐτοί πού λένε ψέματα, γίνονται πιό
πιστευτοί, γιατί ἔχουν τό μίσος πού καταδικάζει, ὄχι τήν ἀλήθεια πού κρίνει.
Καί καθώς ὅταν ὑπάρχει φιλία καί τά ἀληθινά ἀπό τά κακά φαίνονται ψεύτικα, ἔτσι,
ὅταν ὑπάρχει ἔχθρα, καί τά ψεύτικα φαίνονται ἀληθινά. Ἄν δηλαδή, λέει ἐδῶ ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, ἀφήσεις νά μπεῖ μιά ἀντιπάθεια μέσα σου, τότε καί τά ψέματα πού θά
ἀκούσεις γι’ αὐτόν πού ἀντιπαθεῖς, θά τά πιστέψεις. Ὅταν ὅμως δέν ἀφήσεις νά
μπεῖ τίποτε κακό, κακός λογισμός γιά τόν ἄλλον, ὑπάρχει φιλία καί ἀγάπη, τότε
καί αὐτό πού θά εἶναι ἀλήθεια, πού θά σοῦ ποῦνε εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, ἐσύ δέν θά
τό δεχτεῖς. Δέν θά τό πιστέψεις εὔκολα, θά προσπαθήσεις νά τόν δικαιολογήσεις,
θά ἔχεις ἕνα ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Ὅταν ὅμως μπεῖ μέσα ἡ ἔχθρα, τότε
δημιουργεῖται ἕνα ἐργοστάσιο κακῶν λογισμῶν καί ὅλα τά διαστρέφεις καί τά ἑρμηνεύεις
κακῶς. Ἄλλος νοῦς, ἄλλο δικαστήριο, τό ὁποῖο δέν ἀκούει δίκαια, ἀλλά μέ πολύ
μεροληψία καί συμπάθεια γιά κάποιον. Ὅπως τό μολύβι πού προστίθεται στή
ζυγαριά, σηκώνει ψηλά τό πᾶν, ἔτσι συμβαίνει κι ἐδῶ, ἐπειδή τό βάρος τοῦ μίσους
εἶναι πιό φοβερό καί ἀπό τό μολύβι.
Γι’ αὐτό, παρακαλῶ, ἄς
κάνουμε τά πάντα γιά νά διαλύονται τά μίση προτοῦ νά δύσει ὁ ἥλιος. Μή διατηρεῖτε
ἔχθρες μεταξύ σας. Μέ τή δύση τοῦ ἡλίου νά ἔχουν λυθεῖ ὅλες οἱ παρεξηγήσεις.
Γιατί ἄν δέν νικήσεις κατά τήν πρώτη καί τήν ἑπόμενη μέρα τό μίσος, πολλές
φορές ἔχεις ἐπεκτείνει αὐτό καί σέ ὁλόκληρο τό ἔτος. Καί αὐτό μεγαλώνει πλέον
μόνο του καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κανέναν. Δουλεύει ἀπό μόνο του τό κακό καί ἐπεκτείνεται.
Καί λόγια πού λέγονται διαφορετικά, τά κάνει καί τά ἐννοοῦν διαφορετικά. Καί τά
προσχήματα καί ὁτιδήποτε ἄλλο, τά κάνει σάν θηρία καί ἐξαγριώνει καί
προδιαθέτει πολύ χειρότερα ἀπό αὐτούς πού κάνουν σάν τρελοί. Καί δέν ἀνέχεται οὔτε
τό ὄνομα νά πεῖ οὔτε νά ἀκούσει, ἀλλά ξεστομίζει ὅλες τίς βρισιές.
- Πῶς λοιπόν θά
καταπραΰνουμε τόν θυμό; Πῶς θά σβήσουμε τή φλόγα;
Ἄν κατανοήσουμε τά ἁμαρτήματά
μας καί πόσο εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν κατανοήσουμε ὅτι δέν ὑπερασπιζόμαστε
τόν ἐχθρό, ἀλλά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἄν κατανοήσουμε ὅτι εὐφραίνουμε τόν
διάβολο, ὅτι εὐφραίνουμε τόν δικό μας ἐχθρό, τόν πραγματικό ἐχθρό, γιά τόν ὁποῖο
ἀδικοῦμε τό δικό μας μέλος. Ὅταν δηλαδή ἀνέχεσαι
τήν ἔχθρα καί δέν τήν ἐξαλείφεις, τόν ἑαυτό σου πολεμᾶς. Γιατί ὁ ἄλλος, ὁ
πλησιόν σου, τόν ὁποῖο ἐχθρεύεσαι, εἶσαι ἐσύ. Εἴμαστε ὁ ἕνας μέλος τοῦ ἄλλου, «ἀλλήλων
μέλη»[33]. Ὅταν
λοιπόν ἐσύ πολεμᾶς τόν ἀδελφό σου, τόν ἑαυτό σου πολεμᾶς καί δίνεις χαρά, ὄχι
φυσικά στόν Θεό, ἀλλά στόν διάβολο.
- Θέλεις νά εἶσαι
μνησίκακος καί ἐχθρός; Σοῦ ἀρέσουν οἱ ἔχθρες καί ἡ μνησικακία;
Νά εἶσαι ἐχθρός ὄχι τοῦ
δικοῦ σου μέλους, ἀλλά τοῦ διαβόλου. Ὅλη τή μνησικακία σου νά τή στρέψεις κατά
τοῦ πονηροῦ. Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς ὅπλισε μέ θυμό. Γιά νά μήν στρέφουμε τό ξίφος ἐναντίον
τῶν δικῶν μας σωμάτων, τῶν ἀδελφῶν μας δηλαδή, ἀλλά γιά νά βυθίζουμε ὁλόκληρο
τό μαχαίρι στό στῆθος τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ μέσα βάλε τό ξίφος μέχρι τή λαβή. Ἄν
θέλεις κι αὐτή τή λαβή.. καί ποτέ νά μήν τό βγάλεις, ἀλλά νά προσθέσεις κι ἄλλο.
Καί τοῦτο θά συμβεῖ, ὅταν σπλαχνιζόμαστε τόν ἑαυτό μας, ὅταν συμπεριφερόμαστε εἰρηνικά
μεταξύ μας, γιατί ὁ πλησίον μας, ὁ ἀδελφός μας, εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Λυπήσου
λοιπόν τόν ἑαυτό σου, μήν ἐπιτίθεσαι ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου. Μήν ἔχεις ἔχθρα
κατά τοῦ πλησίον σου. Ἄς χαθοῦν τά χρήματα, ἄς χαθεῖ ἡ δόξα καί ἡ ὑπόληψη, τό
δικό μου μέλος μοῦ εἶναι πιό τίμιο καί ἀκριβό ἀπό ὅλα αὐτά.
Ἄς λέμε στούς ἑαυτούς
μας αὐτά, γιά νά μήν ἀδικοῦμε τή φύση μας γιά νά ἀποκτήσουμε χρήματα καί νά
πετύχουμε δόξα. Γιατί αὐτά εἶναι πού μᾶς χωρίζουν, τά χρήματα καί ἡ μάταιη δόξα
τοῦ κόσμου. Καί μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν ἑαυτό μας οὐσιαστικά, γιατί ὁ πλησίον μας
εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἄς
προσέχουμε λοιπόν νά μή δίνουμε τόπο στόν διάβολο μέ τίς ἔχθρες, μέ τήν ἀπουσία
τῆς ἀγάπης καί μέ τό νά ἀφήνουμε τούς λογισμούς, τήν ἀρχή τῶν λογισμῶν νά
μπαίνει μέσα μας. Τό κεφάλι τοῦ διαβόλου, νά μήν τοῦ ἐπιτρέπουμε νά μπεῖ μέσα
στήν ψυχή μας, γιατί μετά θά μπεῖ καί ὁλόκληρος καί θά μᾶς ταλαιπωρεῖ. «Μή δίδετε
τόπον τῷ διαβόλῳ».
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα
στήν ἀγάπη σας. Ἄν θέλετε κάτι νά συζητήσουμε σ’ αὐτά, πολύ εὐχαρίστως.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εἴπατε ὅτι ἡ ἀρχή τῶν πάντων εἶναι
νά μήν ἀφήνουμε τόν λογισμό. Πῶς δηλαδή;
Ἀπ. : Τήν ἀρχή νά
μήν ἀφήνουμε. Μέ τήν νοερά προσευχή κυρίως, λένε οἱ Πατέρες, καί μέ τήν νήψη,
τήν προσοχή. Προσευχή καί προσοχή. Αὐτά πᾶνε μαζί. Γιά νά κάνεις σωστή
προσευχή, πρέπει νά ἔχεις νήψη, νά ἔχεις προσοχή δηλαδή. Μιά ἀπρόσεκτη
προσευχή, λέμε, λέμε, λέμε... ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι ἀλλοῦ, δέν εἶναι προσευχή. Προσοχή
καί προσευχή φυλᾶνε τήν καρδιά μας ἀπό τούς λογισμούς. Κι ἄν, παρ’ ἐλπίδα,
καταφέρει ὁ διάβολος καί χώσει λίγο τό κεφάλι του, ἀμέσως νά πεῖς πάλι τήν εὐχή
γιά νά φύγει. Γιατί δέν μπορεῖ νά συνυπάρξει ὁ Χριστός μέ τόν διάβολο. Μόλις
καταλάβει ὁ διάβολος ὅτι λές τήν εὐχή, ἐξαφανίζεται.
Σᾶς εἶχα πεῖ ἕνα
παράδειγμα μέ κάποιον μοναχό, πού ἦταν δαιμονισμένος ὁ καημένος, γιατί εἶχε
δώσει τόπο στόν διάβολο καί παραχώρησε ὁ Θεός παιδαγωγικά νά δαιμονιστεῖ,
δηλαδή νά κατοικήσει μέσα του ὁ διάβολος. Δέν συμβαίνει σέ ὅλους, μή νομίσετε ὅτι
εἶστε δαιμονισμένοι.. ὅτι εἴμαστε ὅλοι δαιμονισμένοι μ’ αὐτή τήν ἔννοια.. Ὄχι, ἀλλά
ἔχουμε δαιμονική ἐπήρεια. Αὐτός ὅμως ἤτανε. Καί ὑποστατικά δηλαδή, πραγματικά ὡς
πρόσωπο ἔμενε μέσα του ὁ διάβολος. Καί ἔβλεπε τούς δαίμονες. Τούς ἔβλεπε.. καί ἔλεγε
στόν Γέροντά του, νάτος, ἐκεῖ εἶναι, στόν νάρθηκα κάθεται. Τόν βλέπεις,
Γέροντα; Δέν τόν βλέπω. Δέν τόν ἔβλεπε ὁ Γέροντας. Καί τί κάνει ἐκεῖ; Νά, λέει,
κάθεται ἐκεῖ, κουνάει τά πόδια του. Ἅμα πῶ μιά φορά τήν εὐχή, γίνεται νευρικός.
Ἀρχίζει καί ταράζεται. Ἅμα τήν πῶ δυό φορές, ἀρχίζει καί ἀφρίζει. Θυμώνει πάρα
πολύ. Κι ἄν τήν πῶ τρεῖς φορές, ἔχει ἐξαφανιστεῖ! Καταλάβατε;
Νά πῶς διώχνουμε τόν
διάβολο καί ἀπ’ τό σπίτι μας καί ἀπό μέσα μας καί ἀπό παντοῦ. Μά τόσο γρήγορα
θά πεῖς; Μέ τρεῖς εὐχές; Ναί, μέ τρεῖς εὐχές! Δέν ἀντέχει τόν Χριστό. Γι’ αὐτό
δέν πρέπει νά ἀμελοῦμε. Νά προσευχόμαστε. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «ἀδιαλείπτως
προσεύχεσθε»[34]. Εἶναι πολύ πεζά τά
πράγματα καί πολύ πραγματικά καί ρεαλιστικά. Δέν λέμε τήν εὐχή ἔτσι ἐπειδή μᾶς
τό εἶπαν.. γιατί ἔχουμε νά κάνουμε πόλεμο. Ἄν μπορούσαμε νά βλέπαμε τί γίνεται
γύρω μας, θά φρίτταμε! Πόσο λυσσοῦν οἱ δαίμονες νά μποῦν μέσα στήν ψυχή μας καί
νά μᾶς ρίξουν στήν ἁμαρτία!
Τό μίσος μας ὅλο καί τήν
ἐχθρότητά μας καί τήν κακία μας ἐναντίον αὐτοῦ πρέπει νά τά στρέψουμε, ἐναντίον
τοῦ διαβόλου καί ὄχι ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας. Δέν φταίει κανένας, οὔτε ἡ
γυναίκα μας οὔτε τά παιδιά μας οὔτε ὁ ἄντρας μας, ἀντίστοιχα γιά τίς γυναῖκες
τό λέω. Καί πολλές φορές ἔρχονται στήν ἐξομολόγηση καί κατηγορεῖ ὁ ἄντρας τή
γυναίκα καί ἡ γυναίκα τόν ἄντρα. Ἔτσι ὁ σύζυγος.. καί ἡ σύζυγος… Ἔρχεται νά ἐξομολογηθεῖ
ἡ γυναίκα καί τό πρῶτο πού θά πεῖ, ἔχω πάρα πολλά προβλήματα μέ τόν ἄντρα μου.
Μά ἦρθες νά ἐξομολογηθεῖς... Μέ τόν διάβολο ἔχεις προβλήματα, δέν ἔχεις μέ τόν ἄντρα
σου! Τοῦ ἔχεις δώσει τόπο. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τό ἴδιο καί μέ τούς ἄντρες ἀντιστοίχως.
Ἐρ. : Ὅταν θέλουμε νά κάνουμε τήν εὐχή
γιά κάποιο ἄλλο πρόσωπο, εἶναι καλά νά λέμε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε τόν δοῦλο
σου ἤ νά λέμε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με ἔχοντας στό μυαλό μας τόν ἄνθρωπο αὐτόν;
Ἀπ. : Ρωτῆστε τόν
πνευματικό. Καλύτερα ὁ καθένας νά ρωτάει τόν πνευματικό, γιατί δέν εἶναι γιά ὅλους
ὅλα. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε νά λές, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με. Νά μή
διακόπτεις τήν εὐχή, γιατί μπορεῖ νά διασπᾶσαι καί εὔκολα ὅταν θυμᾶσαι τό ὄνομα.
Μερικοί ὅμως μπορεῖ νά βοηθιοῦνται ἀπ’ αὐτό. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν περίπτωση. Καί
τό ἕνα καί τό ἄλλο. Δέν ἀποκλείεται. Ἀλλά τό καλύτερο εἶναι ὁ καθένας νά ρωτάει
τόν πνευματικό του πῶς νά τό κάνει.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Ὅταν ἔκαναν τήν
παρακοή ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ὁ Κύριος τούς ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο καί ἔφερε τόν
θάνατο, ὥστε νά μή γίνει αἰώνια ἡ ἁμαρτία.
Ἀπ’ τήν ἄλλη ὅμως οἱ Πατέρες μᾶς λένε γιά τήν αἰώνια κόλαση. Ἐκεῖ δέν θά εἶναι
αἰώνια ἡ ἁμαρτία, πάτερ;
Ἀπ. : Παύει ἡ ἁμαρτία.
Στήν κόλαση δέν θά ἔχει ἁμαρτία. Ὁ κακός ὅ,τι ἔκανε ἔκανε σ’ αὐτή τή ζωή. Γι’ αὐτό
εἶναι καλός ὁ θάνατος. Καί γιά τούς κακούς εἶναι καλός. Ὅ,τι κάνανε ἐκεῖ, μετά
δέν συνεχίζεται ἡ ἁμαρτία. Μετά ὅλοι θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ
κολασμένοι τή δόξα τοῦ Θεοῦ θά βλέπουνε, ἀλλά θά τήν βλέπουν ὡς φωτιά. Δέν θά
μποροῦνε νά ἁμαρτήσουνε. Θά βασανίζονται ἀπό τίς ἐπιθυμίες τους. Βλέπετε; Ἄς ποῦμε
τώρα ἕνας πού εἶναι ἐμπαθής, θέλει νά καπνίσει, πάει ἔξω καί καπνίζει. Μπορεῖ λίγο
νά ζοριστεῖ.. σοῦ λέει.. πῶς νά βγῶ τώρα ἔξω, ἔχει ὁμιλία.. περιμένει λίγο..
ζορίζεται.. Βγαίνει ἔξω, ξεδίνει μετά. Αὐτοί πού πᾶνε ταξίδι, στό λεωφορεῖο σκᾶνε
μέχρι νά κάνει στάση τό λεωφορεῖο.. ἤ μπορεῖ νά ἀνάψουν κρυφά ἐκεῖ.. ἀρχίζουν
νά φωνάζουν οἱ ἄλλοι ἀπό μέσα.. Τί γίνεται; Βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι αὐτό
τό πάθος. Ἔλα τώρα στήν ἄλλη ζωή πού δέν θά μποροῦνε νά τό ἀνάψουν τό τσιγάρο
καθόλου! Ἐδῶ ἐντάξει, καθυστερεῖς λίγο, βγαίνεις ἔξω τό καπνίζεις. Στήν ἄλλη
ζωή δέν θά μπορεῖς νά ἱκανοποιήσεις τά πάθη σου. Καταλάβατε; Αὐτό θά εἶναι τό
μεγάλο βάσανο. Καί σᾶς εἶπα γιά ἕνα πάθος, τό τσιγάρο. Ποῦ νά βάλεις τά σαρκικά
πάθη; Ποῦ νά βάλεις τίς ζήλειες, τίς κακίες; Ὅλα αὐτά τά φοβερά πάθη. Θά
καίγονται. Ἀπό τά ἴδια τους τά πάθη θά καίγονται οἱ ἄνθρωποι. Αὐτή εἶναι ἡ
κόλαση. Καί ἐπειδή δέν θά ἔχουν ἀγαπήσει τόν Χριστό, θά καίγονται καί ἀπό τή
θέα τοῦ Χριστοῦ. Πῶς ὅταν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο πού δέν συμπαθεῖς; Κακό..
κάκιστο.. Δέν ἐπιτρέπεται γιά ἕναν χριστιανό νά μήν συμπαθεῖ ἕναν ἄνθρωπο. Ἀλλά
λέμε πώς συμβαίνει αὐτό.. Τί παθαίνεις; Ὄχι ἐκεῖνος πού δέν συμπαθεῖς. Ἐσύ πού
δέν συμπαθεῖς, δέν ταράζεσαι ὁλόκληρος; Καί λές, πώ, πώ.. πάλι αὐτός μπροστά
μου.. καί ἀρχίζει καί θυμώνει καί κοκκινίζει καί ταράζεται ὁλόκληρος. Αὐτό τί εἶναι;
Βάσανο δέν εἶναι; Ἔ, αὐτό θά γίνεται μέ τόν Χριστό, πού θά Τόν βλέπουνε συνεχῶς
μπροστά τους. Καί θά λένε, δέν θέλω.. Ναί, ἀλλά μόνο ὁ Χριστός ὑπάρχει, θά ὑπάρχει
ἐκεῖ. Δέν θά ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Γι’ αὐτό ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτούς θά εἶναι
φωτιά.
Δέν λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ
δίκαιος γιά τούς κακούς, γιά τούς ἁμαρτωλούς, «βαρύς ἐστιν καί βλεπόμενος»[35];
Καί μόνο πού τόν βλέπουν τόν καλό ἄνθρωπο οἱ κακοί, τούς εἶναι βαρύς. Τούς
κάθεται στό στομάχι. Δέν θέλουν νά τόν βλέπουνε, γιατί ἀπό πίσω εἶναι ὁ
διάβολος. Πολύ περισσότερο τόν ἴδιο τόν Καλόν ὑπέρ πάντα καλό, πού εἶναι ὁ
Χριστός. Αὐτή θά εἶναι ἡ κόλαση, ἔτσι; Δέν θά εἶναι ἡ ἁμαρτία πλέον. Θά εἶναι οἱ
ἄνομες ἐπιθυμίες, οἱ κακές ἔξεις, πού δέν θά μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν. Δέν θά
μπορεῖ νά γίνει ἁμαρτία. Ἐδῶ ἔχουν αὐτή τήν ψευτοπαρηγοριά τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖ
δέν θά μποροῦν οὔτε αὐτό νά τό ἔχουν. Γι’ αὐτό εἶναι φοβερό πράγμα ἡ κόλαση.
Φοβερότατο! Καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει τά μέτρα του νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό
τά πάθη του, ἀπό τίς ἐξαρτήσεις του.
Αὐτό πού λέει πολύ ὄμορφα,
ἡ ἁμαρτία χτίζει τό σπίτι τοῦ διαβόλου μέσα μας. Αὐτό εἶναι ἀκριβῶς. Τό σπίτι
τοῦ διαβόλου, στό ὁποῖο θά κατοικήσεις μετά! Αὐτό τό σπίτι τό χτίζουμε κάθε
στιγμή μέ τίς ἀρετές ἤ μέ τίς ἁμαρτίες. Καί εἶναι ἀναλόγως, τό σπίτι πού θά
βασιλεύει ὁ Χριστός, ἤ τό σπίτι πού θά εἶναι ὁ διάβολος.
Ἐρ. : ..................
Ἀπ. : Παντοῦ,
βέβαια. Μά δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κτίσματα. Ὁ πανταχοῦ
παρών καί τά πάντα πληρῶν. Ὄχι θά εἶναι. Εἶναι. Καί τώρα εἶναι, ἁπλῶς τώρα δέν ἔχουμε
μάτια καθαρά γιά νά Τόν βλέπουμε. Πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν!
Ἐρ. : Γιά τόν πονηρό ὅμως τί θά εἶναι ἡ
κόλαση; Γιά μᾶς εἶναι τά πάθη μας. Θά χαίρεται πού θά βλέπει ἐμᾶς νά
βασανιζόμαστε;
Ἀπ. : Ἡ κόλαση,
πού λέει ὁ Κύριος, ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τόν διάβολο. Καί ὁ διάβολος βασανίζεται.
Καί βασανίζεται καί θά βασανίζεται κι αὐτός μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί
κατεξοχήν αὐτός δέν ἀγάπησε καί δέν ἀγαπάει τόν Θεό. Καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ καί ἡ
καλοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι γι’ αὐτόν φωτιά. Κολάζεται ὁ διάβολος, καίγεται. Ἐδῶ
βλέπετε καίγεται ἀπό τούς Ἁγίους! Πόσο μᾶλλον ἀπό τή θέα τοῦ Χριστοῦ! Καί θά ἀναγκαστεῖ
καί ὁ διάβολος νά προσκυνήσει τόν Χριστό. Ὅλοι θά προσκυνήσουν, «καί τά ἐπουράνια
καί τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια»[36],
λέει. Ὅλοι θά ἀναγκαστοῦν. Καί οἱ δαίμονες δηλαδή θά προσκυνήσουν τόν Χριστό.
Γιατί καί οἱ δαίμονες κτίσματα εἶναι, ἀλλά ἐπειδή μισοῦν τόν Χριστό, δέν θέλουν
τόν Χριστό, δέν θά δεχθοῦν τόν Χριστό ὡς φῶς, ἀλλά ὡς φωτιά. Κατεξοχήν οἱ
δαίμονες... καί θά βασανίζονται αἰώνια ἀπό αὐτό τό πῦρ τῆς κολάσεως.
Ἐρ. : Ἕνας ἄνθρωπος πού κινεῖται ὑπερβολικά
μέ τόν ἐγωισμό, αὐτόν τόν ἄνθρωπο πῶς μποροῦμε νά τόν ἀντιμετωπίσουμε; Δηλαδή
ξέρουμε ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι λάθος καί πρέπει ἐμεῖς νά ὑποκύπτουμε στό
θέλημά του. Πρέπει πάντα νά λέμε ναί, γιά νά μήν ὑπάρχει φασαρία, νά μήν ὑπάρχει
ἀντιπαράθεση. Τί μποροῦμε νά κάνουμε σ’ αὐτή τήν περίπτωση;
Ἀπ. : Προφανῶς ἔχετε
κάτι συγκεκριμένο ὑπόψη σας. Τό ἄριστο εἶναι νά ἔχουμε τόν πνευματικό μας ὁ
καθένας. Αὐτό πρέπει, καί νά τόν συμβουλευτοῦμε. Γιατί κάθε περίπτωση θέλει μία
εἰδική ἀντιμετώπιση. Τί εἶναι αὐτός; Εἶναι συγγενής σου; Εἶναι πατέρας σου; Εἶναι
μάνα σου; Τί εἶναι; Μπορεῖς νά τόν ἀποφύγεις; Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις. Μέ
τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ, θά πάρεις τήν καθοδήγηση.
Γενικῶς, ὑπάρχει ἡ
καθοδήγηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς λέει,
μέ ἀνθρώπους πού δέν εἶναι ἐνάρετοι, τούς ἀποφεύγουμε. Καί ὁ ἐγωιστής φυσικά
δέν εἶναι ἐνάρετος. Τόν ἀποφεύγουμε. Τόν ἀποφεύγουμε τελείως. Ὅσο γίνεται
περισσότερο δηλαδή.
Ἐρ. : Ὅταν εἶναι ὁ προϊστάμενός της τί
κάνεις; Λές πάντα ναί, γιά νά μή θυμώνει ὁ προϊστάμενός της καί δημιουργεῖ
πρόβλημα σέ ὅλους;
Ἀπ. : Σᾶς λέω, ἔχετε
μία συγκεκριμένη περίπτωση. Θά πεῖτε μέ τόν
πνευματικό ὅλες τίς παραμέτρους καί θά πάρετε τή σωστή καθοδήγηση.
Γενικῶς ἐμεῖς
δέν πρέπει νά ἁμαρτήσουμε. Δέν λέμε σέ ὅλα ναί. Στήν ἁμαρτία ποτέ δέν λέμε ναί.
Ἀκόμα κι ἄν χάσουμε τήν ἐργασία μας. Ποτέ δέν λέμε ναί στήν ἁμαρτία, ὅ,τι κι ἄν
κοστίσει. Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε, μή δίνεις τόπο στόν διάβολο. Ἅπαξ καί λές ναί
σέ ὅλα, ἁμαρτάνεις. Μά θά γίνω ἀντιπαθής. Θά γίνεις. Μά θά χάσω τήν ἐργασία
μου. Νά τή χάσεις. Μά θά χάσω τή ζωή μου. Νά τή χάσεις. Προκειμένου νά ἁμαρτήσεις;
Νά χάσεις τή ζωή σου, μάλιστα. Θά πεῖς, τί λές πάτερ; Ναί, αὐτό. Αὐτό λέω,
γιατί αὐτό ξέρουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἁγία Γραφή.
Τά τρία
παιδιά στή Βαβυλῶνα γιατί ρίχτηκαν στό καμίνι θυμάστε; Γιατί δέν προσκύνησαν
τήν χρυσή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ, τῆς Βαβυλῶνας. Ἁμαρτία. Θά πεῖς,
τώρα.. σιγά τό πράγμα.. νά κάνουν μιά τούμπα μπροστά στή χρυσή εἰκόνα τόσο κακό
ἤτανε; Καί ἔπρεπε νά ἀφήσουν τόν βασιλιά νά τούς ρίξει στό καμίνι; Πολύ κακό,
κάκιστο! Ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτό.
Νά πῶ ἕνα
ψέμα, μοῦ τό λέει ὁ προϊστάμενος. Ὄχι, δέν θά τό πῶ. Μέ συγχωρεῖτε, δέν θά τό πῶ.
Σέ ἀπολύω. Ἀπόλυσέ με. Ψέμα δέν λέω. Καταλάβατε; Δέν θά κάνουμε ποτέ ἁμαρτία, αὐτό
εἶναι μιά βασική ὁδηγία. Πρῶτον.
Δεύτερον,
δέν θά ἔχουμε συναναστροφές, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἡ Ἁγία Γραφή τό λέει, μέ
ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. Τί σημαίνει συναναστροφές; Δέν θά τόν
πάρεις στό σπίτι σου, νά τοῦ κάνεις τό τραπέζι. Δέν θά τόν πάρεις δίπλα σου νά
τοῦ πεῖς τά μυστικά σου. Τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά λόγους ἐργασιακούς κ.λ.π.
ναί. Πέραν τούτου, οὐδέν. Τά ἀπολύτως τυπικά, ὅπως λέμε ἔτσι στήν
καθομιλουμένη. Τίποτα ἄλλο. Καί φυσικά προσευχή, ταπείνωση, ἀλλά ὁπωσδήποτε ὄχι
ἁμαρτία. Τό ξανατονίζω αὐτό. Ὁπότε μετά ὁ Θεός σέ φυλάει. «Φυλάσσει τά νήπια ὁ
Κύριος»[37].
Τά νήπια δέν εἶναι μόνο τά παιδάκια τά μικρά, πού τά φυλάει φυσικά, ἀλλά καί αὐτούς
πού εἶναι ἄκακοι. Γιατί, ἄν κι ἐσύ κάνεις λογισμούς γιά τόν προϊστάμενό σου καί
ἔχεις κακία καί ἔχεις μίσος καί ἔχεις ἔχθρα, μετά φυσικά ἔχει μπεῖ καί σέ σένα ὁ
διάβολος. Ἔχει μπεῖ καί σ’ αὐτόν καί σᾶς κάνει μαλλιά κουβάρια, ὅπως τό λέμε
λαϊκά. Καταλάβατε;
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε,
Γέροντα. Πολλές φορές προσβάλλεται κανείς ἀπό ἄτοπους λογισμούς. Μήπως εἶναι
συνέπεια κάποιας κρυφῆς ὑπερηφάνειας; Ἤ ὅταν σκέπτεται κανείς, μετά μπαίνουν
καί λογισμοί, μαζί μέ τίς σκέψεις, γίνεται ἕνα συνονθύλευμα. Καί δέν ξέρουμε ἄν
εἶναι ἀπό μᾶς ἤ ὄχι.. εἶναι κάτι πού δέν μᾶς ἀρέσει.
Ἀπ. : Προφανῶς ἔχουμε
δώσει κάποια δικαιώματα, γιά νά μᾶς βάζει λογισμούς ὁ διάβολος καί ἴσως λίγο
πέσαμε στή ραθυμία, στήν ἀμέλεια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος φωτιά, θεϊκή
φωτιά, γεμάτος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν πλησιάζει ὁ διάβολος. Γιά νά μᾶς
πλησιάσει καί νά καταφέρει νά μᾶς ρίξει λογισμούς, σημαίνει ὅτι λίγο ἔχουμε
ραθυμήσει, ὅπως καί ἡ Εὔα. Τήν πλησίασε τό φίδι, πότε; Ὅταν δέν ἦταν μέ τόν Ἀδάμ. Κάπου ἦταν μόνη της, κάπου εἶχε ξεστρατήσει λίγο καί βρῆκε
εὐκαιρία τό φίδι καί τῆς ἔπιασε κουβέντα.
Πρῶτα ἦταν
δίπλα της, συνύπαρξη, ὅπως εἴπαμε, τό πρῶτο στάδιο καί μετά διάλογος. Γιατί νά
συνυπάρξουμε; Δέν θέλω νά συνυπάρξω καθόλου. Καί πῶς θά γίνει νά μήν
συνυπάρχουμε μέ τόν διάβολο καί μέ τούς λογισμούς πού εἴπατε; Ὅταν ὑπάρχουμε
συνέχεια μέ τόν Χριστό. Μά, θά πεῖς, γίνεται νά εἶμαι κάθε στιγμή μέ τόν
Χριστό; Βέβαια γίνεται. Αὐτό εἶπε ὁ Χριστός, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»[38],
ἀδιαλείπτως μελετᾶτε τόν λόγο Μου. Δέν μπορεῖς νά διαβάζεις, ἄκουσε μιά ὁμιλία.
Δέν μπορεῖς ν’ ἀκούσεις ὁμιλία, θυμήσου τί ἄκουσες στήν ὁμιλία πού εἴπαμε
σήμερα. Τί εἴπαμε σήμερα στό κήρυγμα; Ἅμα σᾶς ρωτήσω, δέν ξέρω ἄν θά θυμάστε τί
εἴπαμε. Τά ἀκοῦμε καί τά ξεχνᾶμε. Μά δέν τά λέμε γιά νά τά ἀκούσουμε μόνο. Τά ἀκοῦμε
γιά νά τά ἔχουμε μέσα μας βαθιά καί νά τά ἐφαρμόσουμε. Γι’ αὐτό τά λέμε.
Ἄν λοιπόν εἶσαι
ἔτσι καί συνέχεια ἡ μνήμη σου, ἡ καρδιά σου, ἡ θέλησή σου, ὅλα εἶναι στόν
Χριστό, δέν πλησιάζει. Κι ἄν τολμήσει καί πλησιάσει, ἀμέσως τό καταλαβαίνεις
καί τό πετᾶς ἀμέσως. Ὁπότε φταῖμε κι ἐμεῖς λίγο. Ὑπάρχει καί λίγη ὑπερηφάνεια, ὅπως
τό εἴπατε. Εἶναι αὐτό τό εὔκρατο κλίμα τῆς ἁμαρτίας. Καί ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ ὑπερηφάνεια;
Ἀπό τήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάποιοι καί δέν χρειαζόμαστε τή βοήθεια κανενός. Μποροῦμε
μόνοι μας νά ὑπάρξουμε... Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶπε «χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά
κάνετε τίποτε καλό»[39].
Φεύγει ἡ ταπείνωση, ὁπότε χάνεται καί ἡ προσευχή. Γιατί ἕνας πού εἶναι ταπεινός
καί καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, συνέχεια λέει, Θεέ μου, βοήθησέ με, ἐλέησέ
με. Βοήθησέ με.. κάθε στιγμή τό λέει. Ἐνῶ, ὅταν χάσει τήν ταπείνωση καί ἔρχεται
ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, μετά ἔρχεται καί ὁ πονηρός. Καί σοῦ λέει, νά ἦρθα..
ἐδῶ εἶμαι.. ἀφοῦ νομίζεις μόνος σου, θά πάρεις κι ἐμένα παρέα.. κι ἀρχίζει νά
σοῦ λέει τά δικά του. Ἐντάξει;
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Γιά τούς λογισμούς, πού
εἴπατε προσβάλλουν τόν ἄνθρωπο στό τέλος τῆς ζωῆς του, τῆς ἀθεΐας, τῆς ..
Ἀπ. : Ἀκοῦστε τήν
χθεσινή ὁμιλία καί θά τό καταλάβετε. Κάναμε μία ὁμιλία ἐχθές στήν Κατερίνη γιά
αὐτούς τούς τέσσερις λογισμούς, τίς τέσσερις αὐτές ἐπιθέσεις. Τούς τέσσερις
πειρασμούς γιά τήν ἀκρίβεια. Ἀκοῦστε καί θά καταλάβετε.
Ἐρ. : Ἤθελα νά ρωτήσω, ἄν προσβάλλουν ὅλους
τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως.
Ἀπ. : Ὅλους, ὅλους.
Ἐρ. : Δηλαδή ἀνεξάρτητα ἄν δώσανε
δικαιώματα στή διάρκεια τῆς ζωῆς τους.
Ἀπ. : Ναί. Ἀφοῦ
τόλμησε νά πάει καί στόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ διάβολος καί εἶπε ὁ Κύριος «ἔρχεται ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, καί ἐν ἐμοί εὑρήσει οὐδέν»[40].
Δέν θά βρεῖ σέ Μένα τίποτα.
Ἐρ. : Δηλαδή, μπορεῖ κάποιος νά ἦταν
πιστός καί νά προσβληθεῖ στό τέλος..
Ἀπ. : Ναί σέ ὅλους ἔρχεται, σέ ὅλους.
Ἐρ. : Καί ἀνάλογα μέ τό τί πνευματικό ὀχυρό
ἔχει χτίσει ὁ καθένας μας, μπορεῖ νά τούς ἀντιμετωπίσει ἤ ὄχι;
Ἀπ. : Φυσικά,
βέβαια. Πῶς ἐργάστηκε σ’ ὅλη του τή ζωή, αὐτό εἶναι τό καθοριστικό σημεῖο. Ἄν ἔχεις
μάθει νά πολεμᾶς τόν διάβολο σ’ ὅλη σου τή ζωή, πολύ εὔκολα θά τόν νικήσεις. Θά
τόν καταλάβεις ἀμέσως ὅτι αὐτός εἶναι καί θά τόν συντρίψεις μέ τή μία. Ἐνῶ ὁ ἄλλος,
πού εἶναι ἄπειρος, ἀρχίζει καί παλεύει καί μπορεῖ νά φτάσει καί νά συγκατατεθεῖ
κιόλας. Γιατί ξέρει ὁ διάβολος ὅτι εἶναι ἡ τελευταία του εὐκαιρία καί σοῦ λέει
τώρα πού εἶναι στά τελευταῖα του νά τόν πιάσω, νά τόν κολάσω. Νά τόν βάλω νά
κάνει αὐτή τήν ἁμαρτία, εἴτε τήν ἀπιστία εἴτε τήν ἀπελπισία κ.λ.π. γιά νά τόν
κολάσω. Γι’ αὐτό, ἡ πιό σφοδρή ἐπίθεση εἶναι αὐτή τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς
μας. Καί ὅλη μας ἡ ζωή οὐσιαστικά, νά ξέρετε, εἶναι μία προετοιμασία γι’ αὐτήν
τήν ὥρα. Δίνουμε ἐξετάσεις ἐκείνη τήν ὥρα. Πῶς ὁ ἀθλητής πάει στούς ἀγῶνες;
Πόση προετοιμασία κάνει; Μῆνες, χρόνια.. γιά νά πάει στόν τελικό ἀγῶνα. Ἔτσι εἶναι
καί ἡ ζωή μας ὅλη, μιά προετοιμασία γι’ αὐτή τήν ὥρα.
[1] Ἐφεσ. 4, 27.
[2] Ἐφεσ. 4, 26.
[3] Ὅ.π.
[4]
Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νικη.
[5] Ἰακ. 1, 14.
[6] Ἰακ. 4, 7.
[7] Ἐκκλ. 10, 4.
[8] Ἰω. 13, 7.
[9] Ψαλμ. 118, 67.
[10] Ἰω. 12, 6.
[11] Ἐκκλ. 10, 4.
[12] Ὅ.π.
[13] Γαλ.
5, 17.
[14] Ἐφεσ. 6, 15.
[15] Παρ.
24, 27.
[16] Ἐφεσ. 6, 15.
[17] Ἔξ.
12, 11.
[18] Ἔξ. 3, 5.
[19] Ὅ.π.
[20] Λουκ. 10, 19.
[21] Γέν.
3, 15.
[22] Γέν.
3, 15.
[23] Ἐφεσ. 4, 27.
[24] Ὅ.π.
[25] Ἐφεσ. 4, 26.
[26] Ἐφεσ. 4, 27.
[27]
Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή Ἀποστόλου Παύλου, ἀρχ.
Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκδ. Ρηγοπούλου.
[28] Λουκ. 10, 19.
[29] Α΄Πετρ. 5, 9.
[30] Α΄Ἰωαν. 5, 4.
[31] Ἰακ.
4, 7.
[32] Β΄Θεσ. 3, 11.
[33] Ἐφεσ. 4, 25.
[34] Α΄Θεσ. 5, 17.
[35] Σοφ.Σολ 2, 14.
[36] Πρβλ. Φιλ. 2, 10.
[37] Ψαλμ. 114, 6.
[38] Α΄Θεσ. 5, 17.
[39] Ἰω.
15, 4.
[40] Ἰω.
14, 30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου