Μετὰ τὰ 70 χρόνια εἶσαι λαθραῖος σ’ αὐτὴ τὴ γῆ… Γιὰ τὶς ἀρρώστιες του ἔλεγε: ἂν δὲν ἔλθει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν παρακμή, μὲ τὴν ἀρρώστια, δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὸ νόημα.
Μετὰ τὶς ἀπανωτὲς εἰσαγωγὲς σὲ νοσοκομεῖα, λίγο καιρὸ πρὶν πεθάνει, ἔλεγε, ἡ ἀρρώστια καλὸ πράγμα εἶναι. Σὲ βοηθᾶ νὰ μὴν ἀγανακτᾶς, νὰ εἴμαστε ὑπέρ-εὐχαριστημένοι πού βρεθήκαμε σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο, νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, δόξα σοι ὁ Θεός! δισεκατομμύρια φορὲς δόξα σοι, κι ἔκλαιγε… λέγοντας· Ἅγιος ὁ Θεός! Ὁ ἀναμάρτητος Χριστός, τί θέλει ἀπό μας; Χριστιανὰ τὰ τέλη.
Ἦλθε στὸν κόσμο νὰ σώσει ἁμαρτωλούς. Νὰ παρακαλᾶμε τὸν φύλακα ἄγγελο, ποὺ θὰ ἔλθει ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα μήν μᾶς πάρουν… Ἄχ, Θεέ μου, σῶσε με! Ἄχ, Θεέ μου, σῶσε με! Ἐλεήμων, ἐλέησον με ὁ Θεός!
Ἡ Παναγία, ποὺ εἶναι σὰ μιὰ μάνα νὰ μᾶς δεχτεῖ στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων…
Κι ἐνῶ πονοῦσε τόσο πολὺ ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τοῦ πριονίζαν τὸ γαγγραινιασμένο πόδι, εἶχε καὶ τὴν δύσπνοια, ἀπ’ τὴν καρδιακὴ ἀνεπάρκεια, παρακαλοῦσε γιὰ ἄλλους. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἔλεγε·
Ἄχ, Θεέ μου, σῶσε τὴν ἀνθρωπότητα! Θεέ μου, σῶσε τὴν ἀνθρωπότητα! Δὲ θέλω τίποτ’ ἄλλο, δῶσε μου τὴν δύναμη καὶ τὸ κουράγιο τ’ ὄνομά σου νὰ ‘χω στὴν καρδιά μου…
Πέθανε στὸ νοσοκομεῖο Παπανικολάου, ὅπου εἶχε γίνει καὶ νέα εἰσαγωγὴ, ξημερώματα Δευτέρας 30 Αὐγούστου 2004, χωρὶς νὰ χάσει καθόλου τὶς αἰσθήσεις του. Ζήτησε ἀπ’ τὴ γυναίκα του, νὰ τῆς ἀσπαστεῖ τὰ χέρια, ποὺ τὸν φρόντισαν τόσο καιρό, κι ἄφησε μὲ εἰρήνη τὸ πνεῦμα του.
Μιὰ ἑβδομάδα πρὶν νὰ πεθάνει πονοῦσε πολὺ ἀπ’ τὶς πληγὲς στὸ πόδι μὲ τὴν γάγγραινα, εἶχε καὶ δύσπνοια ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ δὲν σταματοῦσε νὰ κάνει προσευχές. Μέχρι τὰ τελευταῖα του διατηροῦσε τὴν λογική του καὶ δὲν εἶπε τίποτε παράξενο. Πρὶν νὰ πεθάνει ζήτησε νὰ χαιρετήσει τὴν γυναῖκα του σὰν νὰ ἔφευγε ταξίδι.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκείνη τὸν εἶδε νὰ ἔχει σταυρώσει τὰ χέρια καὶ νὰ λέει· «Παναγιά μου, λύτρωσέ με» καὶ εἶδε ὅτι ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Ἄνοιξε μιὰ φορὰ ἁπαλὰ τὸ στόμα του καὶ εἶδε ἡ γυναίκα του, τότε, νὰ βγαίνει ἕνα ἄσπρο πρᾶγμα σὰν ἀτμός, σὰν ἕνα βρεγμένο πουλάκι, ποὺ ἀνέβαινε ψηλὰ κι ὅσο ἀνέβαινε τόσο ἄνοιγε τὰ φτερά του ὥσπου χάθηκε. Ἦταν ξημερώματα Δευτέρας 30 Αὐγούστου τοῦ 2004. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν γιὰ νὰ μπεῖ πάλι στὸ χειρουργεῖο γιὰ νὰ τοῦ κόψουν καὶ τὸ ἄλλο πόδι, διότι ἡ γάγγραινά του ἁπλωνόταν.
Ἕνα πρόσωπο ποὺ γνώρισε καλὰ καὶ ἀπὸ κοντὰ τὸν μακαριστὸ Ἀναστάσιο, τὸν ἄνθρωπο τῆς ὑπομονῆς, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀνεξικακίας καὶ τῆς ἀναστάσεως, εἶπε: «Ἐμένα ὅ,τι καὶ νὰ μὲ κάνουν, δὲν θὰ σταματῶ νὰ λέω ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶδα, ὑπάρχει ΑΛΛΗ ΖΩΗ καὶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει μετὰ ἀπὸ τὸν τάφο».
Τόσο πολὺ ἐπέδρασε ἡ ἐνάρετη ζωὴ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἀναστασίου στὴν ζωή του. Ὅ,τι δὲν κατορθώνουν πολλὰ κηρύγματα, ἐπέτυχε τὸ ἅγιο παράδειγμα τοῦ φωτισμένου καὶ στολισμένου μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ Ἀναστασίου.
Ἂς εἶχε ὁ κόσμος μας, ποὺ παραπαίει στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἄλλους ἁπλούς, ταπεινούς, καθαρούς, φωτισμένους Ἀναστάσιους, «ἀγράμματους καὶ τυφλοὺς καὶ μωροὺς κατὰ κόσμον» διὰ νὰ φωτιστοῦμε ἐμεῖς οἱ δῆθεν πολύξεροι, ἀνοιχτομάτηδες, νοσοῦντες ὅμως τὴν νόσον τῆς ἀπιστίας καὶ φρονοῦντες τὰ τοῦ κόσμου ἁμαρτωλὰ καὶ μάταια.
Εἴθε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου τῆς προσευχῆς, τῆς συγχωρητικότητος καὶ τῆς καλοσύνης, Ἀναστασίου, νὰ μᾶς ἐνισχύσει, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ἐδῶ στὴ γῆ, μὲ σωφροσύνη, δικαιοσύνη καὶ γνήσια εὐσέβεια πρὸς δόξα Θεοῦ, παραδειγματισμὸ τῶν συνανθρώπων μας καὶ σωτηρία μας.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
«ΤΕΛΗ ΟCIAKA»,
(Ἀπὸ τὸ τεῦχος: Σὰν χρυσάφι στὸ καμίνι)
Θεσσαλονίκη 2006.
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.
arnion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου