Γ) Στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ διὰ Χριστὸς σαλός
Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη
(Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος,
2001)
Ταῦτα ἰδὼν καὶ προσκυνήσας ὑπερεθαύμασε καὶ ἐσυλλογίζετο τὶ μεγάλην δόξα ἔχει ἡ Θεοτόκος εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ μένωντας ὅλος ἐκστατικός, ἐνυκτέρευεν μέσα εἰς τὸν ναόν. Ἦταν δὲ χωρὶς ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, χωρὶς σκέπασμα εἰς τὴν κεφαλήν, φορώντας μόνον ἕνα τρίχινον παλαιοφόρεμα· ἀπὸ τὴν θεωρίαν του δὲ αὐτήν, ἐφαίνετο εἰς ὅλους μωρός.
Τοῦτο ὅμως ὑπεκρίνετο καὶ αὐτούς, πλάττωντας τάχα μωρίαν, καθὼς καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Ὅθεν καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμαζον καὶ τὸν ἐστοχάζοντο σαλὸν διὰ Χριστὸν καὶ ὄχι τῇ ἀληθείᾳ.
Μαθὼν δὲ περὶ τούτου ὁ βασιλεὺς Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος[6], τὸν ἐπροσκάλεσεν εἰς τὰ βασίλεια, καὶ ἄρχισε νὰ συνομιλῇ μὲ αὐτὸν ἐν μέσῳ πολλῶν. Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν βασιλέα, λέγων νοήματα ἀπὸ τοὺς λόγους Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καθὼς εἶχε συνήθειαν, καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς.
Ἐθαυμάζετο δὲ ἀπὸ τοὺς ῥήτορας πῶς ἤξευρε τὰ τοῦ Θεολόγου καὶ πᾶσαν ἄλλην Γραφήν.
Ὅμως, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔμαθε γραμματικήν, καὶ μὴ λέγοντας τὶς λέξεις ὀρθὰ καὶ κατὰ τὴν τέχνην τῆς γραμματικῆς, εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας ὁ μέγας λογοθέτης Κανήκλιος: ἡ μὲν φωνή, φωνὴ Ἰακώβ· αἱ δὲ χεῖρες, χεῖρες Ἠσαῦ. Ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ Ὅσιος, ἀνεχώρησεν εὐθύς, καλῶν αὐτοὺς ματαιόφρονας καὶ ἄφρονας καὶ πλέον δὲν ἐπῆγεν εἰς τὰ βασίλεια.
Εἰς δὲ τὸν τότε Πατριάρχην, τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον[7], ἐπήγαινε συχνά καὶ ἤκουε μετὰ χαρᾶς τοὺς γλυκυτάτους λόγους του, ὀνομάζοντάς τον νέον Χρυσόστομον. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Πατριάρχης τὴν ἀρετήν του ἐπροσπάθησε πολὺ νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὰ κοινόβια, ὁποῦ ἀνήγειρεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς Θεοτόκου, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ προαύλια παρέμενε, μὲ πεῖναν, δίψαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, ἀγωνιζόμενος ὅλας τὰς νύκτας.
Τὰς δὲ ἡμέρας ὑπεκρίνατο μωρίαν καὶ ἐφαίνετο εις τοὺς ἀνθρώπους σαλός, ὁ κατ᾿ ἀλήθειαν σοφός, διὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποτινάζῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας.
Δ) Στὸ Ἅγιον Ὄρος
Ἀφοῦ δὲ διέτριψεν ἐκεὶ ἱκανὸν καιρόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἅγ Δημήτριον.
Ἐκπληρώσας δὲ τὸν πόθον του, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἅγ. Ὄρος· περιερχόμενος καὶ προσκυνώντας τὰ ἱερὰ Μοναστήρια, ἐπῆγεν ὕστερον εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τὸν βίον καὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Πέτρου Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζεν τοῦ Πέτρου τὴν ἡσυχίαν, τοῦ Ἀθανασίου τὴν κοινοβιακὴν ζωήν, καὶ συλλογιζόμενος τὴν προθυμίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν ὁποῦ εἶχαν εἰς τὸ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νὰ σταθῇ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ νὰ μιμηθῇ καὶ τῶν δύο τὰς πολιτείας.
Προτοῦ ὅμως νὰ ἀρχίσῃ, ρώτησε τοὺς ἐκεῖ ἐνασκουμένους Ἁγίους Πατέρας, ποίαν πολιτείαν νὰ μεταχειρισθῇ. Και αὐτοὶ τον συμβούλευσαν πρῶτον νὰ ὑποταχθῇ εἰς γέροντα και νὰ γυμνασθῇ καθὼς πρέπει, μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑπακοῆς, καὶ ὕστερον ἀφοῦ βάλῃ καλὸν θεμέλιον ἐπὶ τὴν θείαν ταπείνωσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ῥίζα πασῶν τῶν ἀρετῶν, νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀγωνίζεται μόνος του εἰς τὴν ἡσυχίαν.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, ὑπετάχθη εἰς τὸν ἡγούμενον και συγκατοίκησεν ἐκεῖ μὲ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς. Καὶ πρῶτον δοκιμάσθη εἰς τὰ κατώτερα διακονήματα, καθὼς εἶναι συνήθεια, ἔπειτα διωρίσθη νὰ ψάλλῃ εἰς τὸν χορὸν τῆς Ἐκκλησίας εἰς δόξαν Θεοῦ· διότι ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τὴν μουσικήν.
Ψάλλων δὲ συνετῶς καὶ ἐν γνώσει τῶν λεγομένων, ὕψωνε τὸν νοῦν του εἰς τὸν ὑμνούμενον Θεόν, καὶ ἔχυνε πολλὰ δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Τὸ ἴδιον ἐπάθαινε καὶ ἀπὸ τὰ νοήματα τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καὶ ἦταν ὅλος ἐκστατικός, θαυμάζοντας τὴν ἄπειρον φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ μᾶς ἔδωκε τοιαύτην χάριν διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος νὰ κατανοοῦμεν αὐτά, ὄντες ἀκόμη μετὰ σώματος.
Εἶχεν ὅλην τὴν καρδίαν του ἀναμμένην ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ καὶ φλέγοντο τὰ σπλάγχνα του ἀπὸ τὴν θείαν χάριν ποὺ κατοικοῦσε μέσα του. Διὰ τοῦτο καὶ παρόλο ὁποῦ ἦταν ἐν μέσῳ πολλῶν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο κατὰ μόνας, δὲν ἐμποδίζετο ποτὲ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, τό: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με· τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀσχόλαστον, κινουμένη πάντοτε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του μαζὶ μὲ τὸν νοῦν· κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι σπάνιο καὶ δυσκολοεύρετον.
Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ μακάριος ἀπέλαυσε παιδιόθεν τὸ τοιοῦτο χάρισμα τῆς προσευχῆς διὰ τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς εὐλαβείας του ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
Ὤντας εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ μοναστηρίου καὶ κάμνοντας προθύμως ὅλα τὰ προσταττόμενα, ἐπολιτεύετο πάλιν μὲ τὴν ὁμοίαν σκληραγωγίαν ὁποῦ περνοῦσε ὅταν ἦταν στὸ ἐν Βλαχέρναις ναόν. Καὶ οὔτε κελλίον εἶχε, οὔτε κανένα ἄλλο πράγμα ὅσα εἶναι πρὸς σωματικὴν ἄνεσιν. Μόνον τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγε μὲ ἐγκράτειαν, ὅσον διὰ νὰ ζῇ. Τὴν δὲ κατοικία του τὴν εἶχεν εἰς τὰ στασίδια τοῦ νάρθηκος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγωνιζόμενος πάντοτε μὲ τὴν ὁλονύχτιον στάσιν καὶ ἀγρυπνίαν κατὰ τὴν συνήθειάν του.
__________________________________________________________________________
[5] Πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸ ναὸ τῆς Παναγίας τὼν Βλαχερνῶν.
[6] Ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Β´ Παλαιολόγος, ὁ ἐπικαλούμενος Γέρων, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 1282 ἕως τὸ 1328.
[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28 Ὀκτωβρίου. Ἦταν Ἁγιορείτης, ἀπὸ τὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ πατριάρχευσε δύο φορές, 1289 καὶ 1303-1311.
nektarios.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου