ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοὺ
Τὰ Ἄγραφα ἔγινα στὰ χρόνια της τουρκοκρατίας κοιτίδα καλλιέργειας τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, λόγω τῆς ἰδιομορφίας τοῦ ἐδάφους. Στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ἀναδείχτηκαν πολλοὶ ἅγιοι καὶ Νεομάρτυρες. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε ὀ άγιος ὁσιομάρτυρας Γεράσιμος ὁ Εὐρυτάνας.
Γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 18ου αιώνα στο Μεγάλο Χωριό της Εὐρυτανίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἤταν Γεωργιος. Λόγω τῆς φτώχιας τὸν πῆρε ὁ ἀδελφὸς του Αθανάσιος, ὅταν ἦταν 11 ἐτῶν, στην Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἔβαλε ὑπάλληλο σὲ παντοπωλεῖο κάποιου συντοπίτη του. Κάποια μέρα τὸ ἀφεντικὸ τοῦ τὸν ἔστειλε νὰ πουλήσει γιαούρτια σὲ πήλινα δοχεῖα, τὰ ὁποῖα εἶχε βάλλει σὲ ἕνα ταψί. Ὅμως, ἀπὸ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὅπως περπατοῦσε καὶ διαλαλοῦσε τὴν πραμάτειά του, σκόνταψε σὲ μία... πέτρα, τοῦ ἔπεσε τὸ ταψί, ἔσπασαν ὅλα τὰ πήλινα δοχεῖα καὶ χύθηκε τὸ γιαούρτι. Ὁ μικρὸς Γεώργιος κάθισε σὲ μία ἄκρη καὶ ἔκλαιε γοερά, φοβούμενος τὶς συνέπειες ἀπὸ τὸ δύστροπο ἀφεντικό του. Ἀπὸ ἕνα ἀντικρινὸ παράθυρο τὸν εἶδε μία τουρκάλα, σύζυγος ὀνομαστοῦ ἀγά, ἡ ὁποία τὸν μάζεψε στὸ σπίτι της, τὸν παρηγόρησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς ἂν ἤθελε θὰ τὸν ἔκανε σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά της.
Στὸ τουρκικὸ σπίτι ὁ Γεώργιος ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς ἀνέσεις καὶ μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες δέχτηκε νὰ τοῦ κάμουν περιτομή, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐξισλαμίστηκε. Ζοῦσε πλέον ὡς μουσουλμάνος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις τοῦ πλουσιόσπιτου. Μάλιστα εἶχε ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὔνοια τοῦ ἀγά, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια τὸν παρέδωσε σὲ ἄλλον ἀνώτατο ἀξιωματοῦχο, ὁ ὁποῖος, λόγω τῆς ὑπηρεσίας του, ταξίδευε σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια, ἔχοντα μαζί του ὡς πιστὸ βοηθὸ τοῦ τὸ Γεώργιο.
Μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη περιοδεία γύρισαν στὴν Πόλη καὶ κάποια στιγμή, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο λάθος του νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τῶν κατακτητῶν. Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ φύγει κρυφὰ γιὰ τὴν πατρίδα του, ὅπου μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια, ἐξομολογήθηκε στὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ του καὶ ἐπανῆλθε στὴν Ἐκκλησία. Σύχναζε σὲ ἕνα ἐρειπωμένο ἐξωκκλήσι, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μισῆ ὥρα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπου προσευχόταν μὲ τὶς ὧρες καὶ ἔκλαιε ἀσταμάτητα. Πολλὲς νύχτες τὶς περνοῦσε προσευχόμενος καὶ ὀδυρόμενος στὸ ἐξωκκλήσι.
Ἀφοῦ πέρασαν τρία χρόνια ἀπόλυτης συντριβῆς καὶ μετάνοιας, ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὅρος, στη Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ὑποτάχτηκε σὲ κάποιο ἐνάρετο γέροντα, τον Κύριλλο, ὁ ὁποῖος τὸν συμβούλευε καὶ τὸν παρηγοροῦσε. Τοῦ ἔμαθε καὶ λίγα γράμματα γιὰ νὰ διαβάζει ψυχωφελῆ ἀναγνώσματα. Τὸν συνάρπαζε ἰδίως τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον», ὅπου περιέχονταν τὰ ἡρωικὰ μαρτύρια τῶν Νεομαρτύρων. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριλλο νὰ καρεῖ μοναχός. Ὁ γέροντας εἶχε τοὺς ἐνδοιασμοὺς του διότι ἦταν σύντομος ὁ χρόνος δοκιμασίας. Τρεῖς μῆνες τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα. Τελικά του ἐπέτρεψε καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα Γερασιμος.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες γνωστοποίησε στὸ γέροντα τὴν ἀπόφασή του νὰ πάει νὰ μαρτυρήσει, γιὰ νὰ ξεπλύνει τὸ μεγάλο ἁμάρτημά του. Ὁ γέροντας φοβήθηκε ὅτι ἦταν δαιμονικὸς πειρασμὸς καὶ τὸν ἀποθάρρυνε, παρουσιάζοντας τοῦ τὶς δυσκολίες τοῦ μαρτυρίου καὶ τὸ φόβο ἑνὸς νέου ἐξισλαμισμοῦ. Τὸ ἴδιο τὸν ἀποθάρρυναν καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Σκήτης. Ὁ Γεράσιμος ἐπανερχόταν κατὰ καιρούς, ἀλλὰ ἔπαιρνε ἀρνητικὴ ἀπάντηση. Αὐτὸ κράτησε τρία χρόνια. Κάποια μέρα ὁ Γεράσιμος ζήτησε τὴν εὐχή τους νὰ πάει στὴν πατρίδα του. Αὐτοὶ κατάλαβαν ὅτι ζητοῦσε νὰ πάει στὴν
ἰδιαίτερη πατρίδα του, ἀλλὰ αὐτὸς ἐννοοῦσε την Άνω Ἱερουσαλήμ. Ἔτσι τοῦ ἔδωσαν τὴν εὐχή τους.
Βάδισε ὁλοταχῶς γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀγά, ὅπου στάθηκε μπροστά του καὶ ὁμολόγησε ὅτι ἦταν παιδικὸ λάθος του ποὺ ἐξισλαμίστηκε καὶ πὼς τώρα ποὺ μεγάλωσε μεταστράφηκε ξανὰ στὴν πίστη στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὅτι ἄφησε τὸ σκοτάδι καὶ βρῆκε τὸ φῶς. Ὁ ἀγὰς σαστισμένος, ἄρχισε νὰ τὸν συμβουλεύει ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο γι’ αὐτὴ τοῦ τὴν πράξη καὶ πὼς ἂν γινόταν ξανὰ μουσουλμάνος τὸν περίμεναν τιμές, ἀξιώματα καὶ πλούτη. Τρεῖς ἡμέρες προσπαθοῦσε ὁ ἀγὰς νὰ τὸν μεταπείσει. Ὅμως μάταια, ὁ Γεράσιμος εἶχε πάρει τὴν ἀπόφασή του, νὰ χύσει τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ ἀγάς, ἀγαθῶν διαθέσεων ἄνθρωπος καὶ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦσε, τὸν συμβούλεψε νὰ φύγει κρυφὰ σὲ ξένον τόπο καὶ νὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ ὁ Γεράσιμος ἔμεινε ἀμετάπειστος. Τότε ὁ ἀγὰς τὸν παρέδωσε σὲ σεΐχη νὰ τὸν ἀναλάβει ἐκεῖνος νὰ τὸν πείσει. Ὅμως καὶ πάλι ὁ Γεράσιμος ἔμενε σταθερὸς στὴ γνώμη του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν παρέδωσε στὸν τοῦρκο δικαστή, στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸ Χριστό.
Οἱ παριστάμενοι ὄρμισαν σὰν αἱμοβόρα θηρία καὶ τὸν ξυλοκόπησαν ἄγρια. Κατόπιν τὸν ἔκλεισαν σὲ φυλακὴ καὶ τοῦ ἔθεσαν στὸ στῆθος ἕναν βράχο. Ἔμεινε ἐκεῖ δέκα ἡμέρες, χωρὶς νὰ πάθει τίποτα! Κατόπιν τὸν ἀνέκριναν γιὰ δεύτερη φορά, ἀλλὰ ὁ Γεράσιμος δήλωσε φωναχτά, μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φωνῆς του, ὄτι «Τὸν δὲ γλυκύτατό μου Ἰησοῦ Χριστὸ οὐδέποτε Τὸν ἀρνοῦμαι , ἀκόμα κι ἂν μὲ καταδικάσεις σὲ χιλιάδες θανάτους»! Ὁ δικαστὴς ὀργισμένος ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση: θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ!
Τὸν παρέλαβαν οἱ δήμιοι καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στο Μπαμπὰ Χουμπάι, κοντὰ στὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Στὸ δρόμο τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἐξισλαμισθεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ὁ ἅγιος δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ζητοῦσε συγχώρεση ἀπὸ τοὺς περαστικούς Χριστιανούς. Τὴ στιγμὴ τῆς ἐκτέλεσης τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ νὰ γονατίσει. Ὁ Μάρτυρας ἀναφώνησε: «Μνήσθητί μου, Κύριε» καὶ ὁ δήμιος του ἔκοψε τὸ κεφάλι, τὸ ὁποῖο ἔμεινε γιὰ μία ὥρα γελαστό, ἐνῶ τὸ σῶμα του γιὰ ἕνα τέταρτο γονατιστό! Ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλαμψε πάνω ἀπὸ τὸ ἱερὸ λείψανο! Ἤταν 3 Ἰουλίου 1815. Ἐκεῖνος μόλις 25 ἐτῶν. Τὸ σῶμα τοῦ τὸ ἀγόρασαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμές. Λίγο καιρὸ μετὰ τὸ μετέφερε ὁ εὐρυτάνας λόγιος κληρικός Κυριλλος Καστανοφύλλης στην Ιερα Μονὴ Προυσού. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στις 3 Ἰουλίου.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2018/07/3.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου