Γέροντα, πονάτε;
– Εσύ τί λές; Αν δεν ξημερώσω απόψε, τότε θα έχω μεγάλη ημέρα· δεν θα βραδιάζη ποτέ ούτε θα ξημερώνη! Τον ήλιο κρατήστε τον εσείς !*
– Γέροντα, όταν πλησιάζη ο καιρός να φύγη από αυτήν την ζωή κάποιος που είναι τακτοποιημένος πνευματικά, άραγε πώς νιώθει;
– Που να ξέρω;
– Γέροντα, δεν σάς είπε κανένας καμμιά φορά;
– «Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν»** , δεν λέει; Άρα, αυτή η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος είναι μετάβαση προς την αληθινή ζωή. Επομένως, πηγαίνει χαρούμενος προς την ζωή!
– Γέροντα, πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές, όταν φεύγουν από το σώμα. Τί μορφή έχουν;
– Είναι σαν παιδάκια. Στην άλλη ζωή όλοι θα είναι όπως οι Άγγελοι· δεν θα υπάρχουν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες ούτε γέροι ούτε γριές ούτε μωρά· όλοι θα είναι ένα φύλο, θα έχουν μια ηλικία. Γι’ αυτό, και όταν δη κανείς ψυχές που φεύγουν από την ζωή, τις βλέπει κατά κάποιον τρόπο σαν μικρά παιδιά. Το πρόσωπό τους έχει τα χαρακτηριστικά του, αλλά είναι σαν μικρού παιδιού.
Όταν έμενα στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, επισκεπτόμουν καμμιά φορά τον Γερο-Φιλάρετο***. Ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι που έμενε σε ένα κοντινό Κελλί. Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αρρώστησε και ο ίδιος, διακονούσε τον υποτακτικό του Πατέρα Βαρθολομαίο, που έπασχε από πάρκινσον. Την τελευταία φορά που πήγα στο Κελλί του, τον βρήκα πεσμένο κάτω. Είχε έναν μήνα που δεν έτρωγε τίποτε· έπινε μόνο λίγο νερό. Ούτε να ξαπλώση μπορούσε· κοιμόταν με τα παπούτσια, καθιστός και ακουμπισμένος στον τοίχο. Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του και τα παπούτσια του γεμάτα υγρά, γιατί είχαν ανοίξει τα πόδια του και έβγαζαν αίμα και νερό. Αλλά αυτός αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτε. «Και αυτά, έλεγε, είναι ευλογία από τον Θεό». Τον σήκωσα λοιπόν και παρακάλεσα τον Πατέρα Βαρθολομαίο να μείνω το βράδυ στο Καλύβι τους, για να τους συμπαρασταθώ, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε. Μου είπε να πάω την άλλη μέρα. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έκανα κομποσχοίνι, τί να δώ! Βλέπω τον Γερο-Φιλάρετο με ένα φωτεινό πρόσωπο, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, να φεύγη στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φώς. Κατάλαβα ότι είχε αναπαυθή.
– Γέροντα, τις πρώτες σαράντα μέρες χρειάζεται να προσευχώμαστε περισσότερο για έναν κεκοιμημένο;
– Ναί, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη, επειδή δεν ξέρει πώς θα κριθή.
Είχα συναντήσει εδώ έξω από τον ξενώνα μία ηλικιωμένη γυναίκα που ζήτησε να πάρη την ευχή μου. Της φίλησα κι εγώ το χέρι, γιατί είδα Χάρη Θεού σ’ αυτήν την ψυχή. Μετά από λίγο καιρό έγινε μοναχή. Όταν κοιμήθηκε, ήμουν εδώ και την ασπάσθηκα νεκρή με ευλάβεια. Στην συνέχεια μου συνέβησαν δύο γεγονότα. Το ένα εδώ στο Ησυχαστήριο και το άλλο στο Καλύβι μου. Το πρώτο συνέβη επτά ημέρες μετά την κοίμησή της: Είδα την ψυχή της σαν αγγελούδι που έμοιαζε με κοριτσάκι δώδεκα ετών· έλαμπε. Την δεύτερη φορά παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου και μου έβαλε μετάνοια με ευγνωμοσύνη και με ευχαρίστησε για την προσευχή που έκανα για εκείνη. Ήταν πολύ συγκινητικό και πολλή χαρά μου έδωσε. Όταν πήγα να σημειώσω την ημερομηνία, είδα ότι ήταν σαράντα ημέρες μετά τον θάνατό της. Η ψυχή αυτή πολλή καλωσύνη είχε και πολλή ευγνωμοσύνη έχει.
*Ειπώθηκε από τον Γέροντα στις 28 Ιουνίου του 1994, δηλαδή δύο εβδομάδες πριν από την κοίμησή του.
**Ιω. 5, 24.
***Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου,
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 85-88.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόµος 6ος,
Περί Προσευχής, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”, Σουρωτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου