ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - Ἀποστόλου. Σαβ. δ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ιβ΄ 1-11).
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Ἡμέρας. Τετ. ιδ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. δ΄ 35-41).
Πραξ. 12,1 Κατ᾿ ἐκεῖνον
δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ
βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ
τῆς ἐκκλησίας.
Πραξ. 12,1 Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας,
άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους
κακοποιήση.
Πραξ. 12,2 ἀνεῖλε δὲ
Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ.
Πραξ. 12,2 Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον,
αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου.
Πραξ. 12,3 καὶ ἰδὼν
ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο
συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι
τῶν ἀζύμων·
Πραξ. 12,3 Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους
Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι
ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα.
Πραξ. 12,4 ὃν καὶ πιάσας
ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν
φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν
αὐτὸν τῷ λαῷ.
Πραξ. 12,4 Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν,
παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως,
επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού.
Πραξ. 12,5 ὁ μὲν οὖν
Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ
δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας
πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.
Πραξ. 12,5 Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την
φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή
δι' αυτόν στον Θεόν.
Πραξ. 12,6 Ὅτε δὲ ἔμελλεν
αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ
ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι
δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.
Πραξ. 12,6 Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο
δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος
μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν
εφρουρούσαν την φυλακήν.
Πραξ. 12,7 καὶ ἰδοὺ
ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ
οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν
αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον
αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.
Πραξ. 12,7 Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε
στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον
εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.
Πραξ. 12,8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος
πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ
σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ·
περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.
Πραξ. 12,8 Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου
και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος·
“φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”.
Πραξ. 12,9 καὶ ἐξελθὼν
ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές
ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ
ὅραμα βλέπειν.
Πραξ. 12,9 Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν
είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του
αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα.
Πραξ. 12,10 διελθόντες δὲ πρώτην
φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν
σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη
ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην
μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿
αὐτοῦ.
Πραξ. 12,10 Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν,
ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και
ανοίχθηκε δι' αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και
αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος.
Πραξ. 12,11 καὶ ὁ Πέτρος
γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς
ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ
ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς
προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.
Πραξ. 12,11 Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά,
ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του
Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου
γίνη”.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Ἡμέρας. Τετ. ιδ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. δ΄ 35-41).
Μαρκ. 4,35 Καὶ λέγει αὐτοῖς
ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας
γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν.
Μαρκ. 4,35 Αργά εκείνην την ημέραν λέγει εις αυτούς· “ας περάσωμεν
στο απέναντι μέρος”.
Μαρκ. 4,36 καὶ ἀφέντες
τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν
τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ.
Μαρκ. 4,36 Και αφού αφήκαν τον λαόν, παρέλαβαν αυτόν οι μαθηταί,
όπως ευρίσκετο στο πλοίον· ήσαν δε και άλλα πλοία, που έπλεαν μαζή του.
Μαρκ. 4,37 καὶ γίνεται λαῖλαψ
ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ
πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι.
Μαρκ. 4,37 Και αίφνης εξέσπασε μεγάλη θύελλα, τα δε κύματα,
εκτυπούσαν το πλοίον και ανέβαιναν εις αυτό, ώστε εκινδύνευε να βυθισθή.
Μαρκ. 4,38 καὶ ἦν αὐτὸς
ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον
καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ·
διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα;
Μαρκ. 4,38 Και εκείνος εκοιμάτο εις την πρύμνην στο προσκέφαλον, που
ήτο στο κάθισμα. Και τον εξύπνησαν οι μαθηταί και του λέγουν· “διδάσκαλε, δεν
σε μέλλει που χανόμεθα;”
Μαρκ. 4,39 καὶ διεγερθεὶς
ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ·
σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο
γαλήνη μεγάλη.
Μαρκ. 4,39 Και αφού εσηκώθη επέπληξε τον άνεμον και είπεν εις την
θάλασσαν· “σώπα, πάψε αμέσως”. Και κατέπαυσεν ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη.
Μαρκ. 4,40 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;
Μαρκ. 4,40 Και είπεν εις αυτούς· διατί είσθε τόσον δειλοί; Πως,
αφού είδατε τόσα θαύματα, δεν έχετε πίστιν;”
Μαρκ. 4,41 καὶ ἐφοβήθησαν
φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα
οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ
θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;
Μαρκ. 4,41 Και κατελήφθησαν από μεγάλον φόβον και θαυμασμόν και
έλεγαν ο ένας στον άλλον· “ποιός, λοιπόν, είναι αυτός, αφού και ο άνεμος και η
θάλασσα τον υπακούουν;” (Υποτάσσονται εις αυτόν όχι μόνον αι ασθένειαι, ο
θάνατος και οι δαίμονες, αλλά και αυτά τα στοιχεία της φύσεως).
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/02.%20Mark.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου