Τον
Αύγουστο του 1992 ξέσπασε ένας σφοδρός εμφύλιος πόλεμος στη
βορειοδυτική περιοχή της Γεωργίας, στην Αμπχαζία . Οι μουσουλμάνοι
αυτονομιστές της Αμπχαζίας παίρνοντας συμμάχους από την Ανατολική
Τουρκία, την κεντρική Ασία, την Συρία, την Ιορδανία, τη Ρωσία και την
Ουκρανία, σκότωσαν 20.000 ανθρώπους και έδιωξαν 250.000 από την πατρίδα
τους πεζούς. Ή κάποτε γνωστή για τις φυσικές ομορφιές της στις ακτές της
Μαύρης Θάλασσας Αμπχαζία, έγινε τόπος εθνικής καθάρσεως. Οι
περισσότεροι εκδιωχθέντες ήταν Γεωργιανοί —οι όποιοι αποτελούσαν το 44%
του πληθυσμού της περιοχής— όπως επίσης Αρμένιοι, Έσθονοί και Εβραίοι.
Με
την κατάρρευση της σοβιετικής κυβερνήσεως στις αρχές της δεκαετίας του
90, στην περιοχή αυτή —πού είχε ήδη έμποτισθή από τις εθνικές διακρίσεις
και την προπαγάνδα των σοβιετικών αρχών— δεν υπήρχε πλέον καμία
απολυταρχική αρχή. Έτσι ή περιοχή έγινε θύμα εθνικών εχθροπραξιών, πού
οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και άφησαν την Αμπχαζία θρυμματισμένη.
Από
ένα τόσο πυκνό σκοτάδι όμως έλαμψε μια ακτίνα φωτός αποκαλύπτοντας τη
δόξα του Θεού μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Ό π. Ανδρέας με την ασκητική
ζωή του —πού ήταν σύμφωνη με τη ζωή των πατέρων της έρημου της πρώτης
Εκκλησίας— έθεσε τα θεμέλια για τη μαρτυρική του θυσία προβάλλοντας την
παρουσία του Θεού. Στα επόμενα άρθρα παρουσιάζουμε τόσο τούς ασκητικούς
αγώνες του π. Ανδρέα όσο και το μαρτύριο του. Είθε ή ζωή του να μας
εμπνέει να σηκώνουμε αγόγγυστα το σταυρό μας και να ακολουθούμε το
παράδειγμα του Χριστού.
I. Νεανικά χρόνια και μεταστροφή στον Χριστιανισμό
Στις 3 Απριλίου του 1966 ή οικογένεια του ELGUDJA KURASHUILLI απέκτησε
ένα αγόρι στο όποιο έδωσαν το όνομα Πάατα (ΡΑΑΤΑ). Ονομάστηκε έτσι,
επειδή ένας πρόγονος της οικογένειας πού έφερε το όνομα αυτό θυσίασε τη
ζωή του σ' έναν πόλεμο εναντίον των ειδωλολατρών.
Αν
και ό πατέρας του Πάατα είχε γαλουχηθεί μέσα στην κομμουνιστική
ιδεολογία, μεγάλωσε τα παιδιά του με τα ιδανικά της ειλικρίνειας και της
αξιοπρέπειας. Τον καιρό πού υπήρχε ό κομμουνισμός στη Γεωργία ό ELGUDJA
κατάφερε να διάσωση όλες τις εικόνες από την εκκλησία του χωριού και
άλλες μεν να τις δώσει στον πατριάρχη Εφραίμ τον Β' και τις υπόλοιπες να
τις φυλάξη στο τοπικό Εθνολογικό Μουσείο το όποιο είχε ιδρύσει ό ίδιος.
Ή μητέρα του Πάατα, ή LAMARA,
δούλευε στο σπίτι ανατρέφοντας τα οκτώ παιδιά της, από τα οποία τα
τέσσερα υπηρέτησαν την Εκκλησία• δυο αγόρια της έγιναν Ιερείς και δύο
από τις κόρες μοναχές. Το παράδειγμα της ευγενείας της μητέρας άλλα και ή
αγάπη της τα βοήθησε να πλησιάσουν το Θεό.
Ό
Πάατα ήταν ένα ευγενικό αγόρι πού, αν και κάποιες φορές ήταν υπερήφανο
και θυμώδες, ήταν πάντοτε δίκαιο. Μετά— την ογδόη τάξη συνέχισε την
εκπαίδευση του σε τεχνικό σχολείο και παράλληλα δούλευε σ' ένα
εργοστάσιο πού κατασκεύαζαν σύρματα. Τα περισσότερα χρήματα πού κέρδιζε
από τη δουλειά του πήγαιναν στην οικογένεια του.
Ό
Πάατα ήταν προικισμένος με φοβερή σωματική δύναμη. Στα γυμνασιακά του
χρόνια ήταν πρωταθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης και του καράτε. Ή
μελέτη δεν του άρεσε πολύ, αλλά αγαπούσε τη λογοτεχνία.
Με το πέρας των σπουδών του στο τεχνικό σχολείο γύρισε στο χωριό του το BAGRAT,
στην Ίμερετία, και άρχισε να ζει μια συνηθισμένη ζωή έχοντας πολλούς
φίλους και διασκεδάζοντας συχνά μαζί τους. Πολύ γρήγορα όμως
συνειδητοποίησε ότι τέτοια ζωή δεν τον ικανοποιούσε, και έτσι άρχισε να
ψάχνει το θησαυρό της πνευματικής ζωής πού δεν είχε γνωρίσει ποτέ.
Στα
18 του χρόνια υπηρέτησε στο σοβιετικό στρατό και στάλθηκε στην
Ουγγαρία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του έστελνε και λάμβανε πολλά
γράμματα από την οικογένεια του. Ιδιαίτερα όμως χαιρόταν όταν λάμβανε
από τη μητέρα του επιστολές οι όποιες ήταν γεμάτες ενδιαφέρον και
μητρική αγάπη. Όταν απολύθηκε ό Πάατα, εξέφρασε όλη την εσωτερική του
δυσαρέσκεια για το στράτευμα με το να μαζέψει όλα όσα είχε στο στρατό
και να τα πετάξει στο ποτάμι, πνίγοντας μ' αυτό τον τρόπο όλες τις
αναμνήσεις της στρατιωτικής του θητείας στα νερά του.
Εκείνη την εποχή ή ανεξαρτησία της Γεωργίας άνοιξε σε πολλούς το δρόμο για τη γνωριμία τους με την Εκκλησία. Στο χωριό ΒAGDATI υπήρχε μια Χριστιανική βιβλιοθήκη, πού είχε υπεύθυνο τον Ηλία ΚARKADZE,
ό όποιος έγινε ό νονός του Πάατα , και τώρα είναι Ιερέας. Ό π. Ηλίας
θυμάται ότι μία μέρα συνάντησε τον Πάατα και, μετά από μία σύντομη
συνομιλία, ό Πάατα του ζήτησε βιβλία, επειδή είχε αρχίσει να δείχνει
ενδιαφέρον για τη Χριστιανική πίστη. 'Αφού διάλεξε αρκετά βιβλία, πήγε
σπίτι του και από κείνη τη στιγμή άρχισε να αλλάζει τρόπο ζωής. Διάβαζε
για πάρα πολλές ώρες και δεν έβγαινε καθόλου έξω. Το ενδιαφέρον του για
την πίστη μεγάλωνε και ή γνώσι του βάθαινε. Τα θεόπνευστα κείμενα τον
άγγιξαν κατάβαθα, ώστε μία φορά, τόσο απορροφήθηκε από το θείο λόγο, πού
δεν βγήκε από το σπίτι για μία εβδομάδα. Από εκείνη την περίοδο ό Πάατα
άρχισε να ζει ασκητικά και με πολύ ζήλο, αποδοκιμάζοντας τις εφήμερες
απολαύσεις. Έτσι προσέφερε όλη του τη νεότητα στο Χριστό.
Το
1991 ό Πάατα ανακάλυψε ότι ό «ιερέας» πού τον είχε βαπτίσει δεν ήταν
χειροτονημένος, έτσι ζήτησε από τον φίλο του Ηλία να γίνει ό ανάδοχος
του. Την ίδια χρονιά ό Πάατα πήγαινε για προσκύνημα κατά τη διάρκεια της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής στην ΑDJATA
και συγκεκριμένα στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα. Μετά την πρώτη του
επίσκεψι στο μοναστήρι, ξαναγυρνά για δεύτερη φορά, αλλά αύτη τη φορά
δεν θα ξαναφύγει, θα καθίσει εκεί.
Επισκεπτόμενος κάποτε την οικογένεια του αποσύρθηκε σε μια σπηλιά του χωριού και παρέμεινε εκεί μέσα δύο εβδομάδες εν προσευχή.
Ανήμερα
των γενεθλίων του, στις 3 Απριλίου του 1992, έκάρη μοναχός παίρνοντας
το όνομα του αποστόλου Ανδρέα, ό όποιος κάποτε είχε κηρύξει στην ΑDJATA.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς χειροτονείται Ιερεύς και ως ιερομόναχος
αναλαμβάνει την ηγουμενία του μοναστηρίου.
Ό
π. Ανδρέας είχε το δικό του κήπο. Τον καλλιεργούσε μόνος του και ή
σοδειά ήταν αρκετή για τις ανάγκες του μοναστηρίου. Έψηνε ψωμί και
έφτιαχνε ωραία πρόσφορα. Διάβαζε καθημερινά όλο το Ψαλτήρι και έκανε 200
μετάνοιες. Στη συνέχεια διάβαζε τούς Χαιρετισμούς της Παναγίας και του
αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου.
Για
πέντε μήνες είχε αποκλειστεί στο μοναστήρι εξ αιτίας του χιονιού. Όλο
εκείνο το διάστημα ό π. Ανδρέας προσευχόταν έντονα και έλεγε
χαρακτηριστικά• «'Άν ξέραμε τί είναι ή απομόνωση αύτη, θα αφήναμε τα
πάντα και θ' ακολουθούσαμε αυτή την οδό».
"Ή
άσκηση του πατρός Ανδρέα ήταν πολύ αυστηρή• έτρωγε και κοιμόταν
ελάχιστα, και στην πραγματικότητα κανείς δεν έπαιρνε είδηση πότε ξέκλεβε
λίγο ύπνο. Δεν κοιμόταν ποτέ σε κρεβάτι. Συνήθιζε να κάθεται πάνω σε
σανίδες κοντά στον τοίχο, να βάζει τα πόδια του στην καρέκλα, και έτσι
να αναπαύεται. Ή ψυχή του επιζητούσε τη μόνωση, να ζει σε μέρος πού δεν
υπήρχε άνθρωπος και να ζει εκεί σε μυστική συζήτησι με τον Ένα πού τον
είχε καλέσει σε μια τόσο υψηλή αποστολή. Αρχικά, ό γέροντας του, π.
Δανιήλ, του απαγόρευε να κάνη αυτού του είδους την άσκηση. Καθώς ό π.
Ανδρέας προχωρούσε όμως στην ιερατική του πορεία, ποθούσε όλο και
περισσότερο την ερημική ζωή. Απέφευγε να μιλά πολύ, τόσο με λαϊκούς όσο
και με γυναίκες. Απαιτούσε την αυστηρότητα από τούς άλλους, επειδή πρώτα
έδειξε αυστηρότητα στον εαυτό του.
2. Ή ζωή του στα Κόμανα
π. Ανδρέα να υπηρέτηση στο ΑBKHAZETI ως προϊστάμενος του ιερού ναού του
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι' αυτή τη θέση είχε και την ευλογία του
Πατριάρχου Ηλία του Β'.
Εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολλές
αναταραχές στο SUKHUMI και οι κάτοικοι του ζούσαν μέσα σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Οι δύο
αντίπαλες ομάδες, οι αυτονομιστές της περιοχής και οι ZVIADISTS, δημιουργούσαν πολλά προβλήματα, από τη μία ανατινάζοντας γέφυρες, προκαλώντας
ζημιές στο σιδηρόδρομο, κάνοντας σαμποτάζ, χαλώντας οδικά δίκτυα, κι από την
άλλη τρομοκρατώντας τούς πολίτες και παίρνοντας τους ακόμη και ομήρους.
Πάρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες ό π.
Ανδρέας στα μέσα Φεβρουαρίου του Ι993 ξεκίνησε με το δόκιμο Γαβριήλ από το
Σοχούμι με προορισμό τα Κόμανα. Ξεκίνησαν αρχικά με τα πόδια και στη συνέχεια
επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και με πολλή δυσκολία κατάφεραν να φτάσουν στον
προορισμό τους αποφεύγοντας πολλά στρατιωτικά μπλόκα πού βρίσκονταν κατά μήκος της
όχθης του πόταμου GUMITSA.
Ή εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου βρίσκεται στο κέντρο της πόλεως πάνω σ' ένα λόφο. Οι κάτοικοι της
περιοχής υποδέχτηκαν τον π. Ανδρέα με πολλή αγάπη και χαρά, μιας και δεν είχαν
Ιερέα για αρκετό καιρό κ' είχαν μείνει χωρίς θεία λειτουργία. Στα Κόμανα υπήρχαν
μόνο στρατιώτες οι όποιοι είχαν αποκάμει από την μάχη, αλλά τόσο τα κηρύγματα όσο
και ή παρουσία του π. Ανδρέα αποτέλεσαν βάλσαμο στην ψυχή τους. Πήγαιναν πολύ
συχνά να εκκλησιαστούν, αν και αρχικά δεν έδειξαν και τόσο ενδιαφέρον για την πίστη.
Ό πατήρ Ανδρέας μαζί με το δόκιμο
μοναχό Γαβριήλ πήγαιναν συχνά στην πρώτη γραμμή της μάχης, στην εμπόλεμη κυριολεκτικά
ζώνη, και έκαναν συζητήσεις με τους στρατιώτες πάνω σε θέματα πίστεως. Πολλές
φορές έμεναν και στο χωριό Αkhalsheni, όπου και οι ντόπιοι και οι στρατιώτες τούς υποδέχονταν με μεγάλο
ενθουσιασμό. Δυστυχώς εκείνο το χωριό δεν είχε ανθρώπους με αληθινά σταθερή πίστη,
και έτσι ό π. Ανδρέας έπρεπε να τούς κηρύττει συχνά το λόγο του Θεού προκειμένου
να τούς ενδυναμώνει.
Βλέποντας ό διάβολος τις επίπονες
προσπάθειες του π. Ανδρέα ξεκίνησε φοβερό πόλεμο. Ένα βράδυ ό δόκιμος Γαβριήλ
έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας σφοδρής επιθέσεως των δαιμόνων, οι όποιοι
προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πνίξουν τον π. Ανδρέα. Την επόμενη μέρα ό λαιμός του
π. Ανδρέα ήταν γεμάτος μελανιές και μώλωπες. Συμβουλεύοντας το δόκιμο Γαβριήλ του
είπε- Πρόσεξε, θα πρέπει να αντιμετώπισης μόνος σου τον πόλεμο αυτό εναντίον των
δαιμόνων. «Μα δεν μπορώ να νικήσω, πάτερ, σ' αυτή τη μάχη, έκτος κι αν ό Θεός με
σώσει». Πράγματι το ίδιο εκείνο βράδυ ό δόκιμος Γαβριήλ ήρθε και ό ίδιος αντιμέτωπος
με τούς δαίμονες, τούς οποίους νίκησε με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του
π. Ανδρέα. Γενικά, οι ατέρμονες συζητήσεις δεν ήταν κάτι πού ανέπαυαν τον π.
Ανδρέα. Ό λόγος του ήταν σύντομος αλλά ακριβής. Ήξερε να συγκινεί τις καρδιές
των ακροατών του μόνο με λίγες λέξεις και να τούς φέρνει σε συναίσθηση μετανοίας
ξυπνώντας μέσα τους την επιθυμία για , ουράνια θέματα.
Ένα άλλο χάρισμα πού είχε δοθεί στον
πατέρα Ανδρέα ήταν αυτό των δακρύων. Έλεγε ασταμάτητα μέσα του την καρδιακή
προσευχή ενθυμούμενος κάθε στιγμή το θάνατο. Αυτή ή διαρκής μνήμη θανάτου ήταν
πάντοτε στο νου του και με αυτό τον τρόπο κατάφερνε τις θλίψεις να τις αντιμετωπίζει
ως ευλογίες.
Τον συνόδευε πάντα ό λόγος του αγίου Σιλουανού
του Άθωνίτου- «Κράτα το νου σου στον αδη και μήν απελπίζεσαι». Όταν κάποιοι ρωτούσαν
τον π. Ανδρέα πώς είναι, εκείνος τούς απαντούσε με μια ερώτηση- Δεν έχεις το
φόβο του θανάτου; έχοντας ύπ' όψιν τον άγιο Μακάριο ό όποιος, αν και είχε
ανέβει με αγγέλους στον παράδεισο, δεν ήξερε αν ό ίδιος θα σωζόταν και τον όσιο
Ποιμένα ό όποιος διακήρυττε, ότι όλοι θα σώζονταν έκτος από τον ίδιο.
Ό πατήρ Ανδρέας έτρεφε μεγάλη αγάπη και
ευλάβεια προς τούς αγίους Πατέρες πού ήταν ησυχαστές και ασκούνταν στη νοερά
προσευχή. Ήξερε από προσωπική πείρα τις δυσκολίες της ησυχαστικής ζωής και τα
εμπόδια πού έπρεπε να ξεπεράσει κανείς για να είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στην
ευχή. Αγαπούσε πολύ τούς λόγους του αγίου Σιλουανού του Άθωνίτου, το Πατερικό
της Αιγύπτου και τα γράμματα προς τούς μοναχούς του άγ. Ιωάννου του
Χρυσοστόμου. Πόσο στενοχωρούνταν όταν άκουγε κάποιους να υποστηρίζουν, ότι στις
μέρες τους δεν ήταν δυνατόν κανείς να μιμηθεί τούς Πατέρες εκείνης της
περιόδου! -Γιατί; Γιατί είναι αδύνατον; ρωτούσε αμέσως. Δεν είναι ό θεός ό
ίδιος χθες και σήμερα και πάντα; (Έβρ. 13,8).
Τέλος ένα ακόμη χάρισμα πού είχε δοθεί
στον π. Ανδρέα από το Θεό ήταν εκείνο του να βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων και
να καταλαβαίνει σε τί ψυχική κατάσταση ήταν όσοι έρχονταν να τον συναντήσουν.
Αντιλαμβανόταν αμέσως τον λόγο για τον όποιο κάποιος υπέφερε από μια
συγκεκριμένη ψυχική ασθένεια και του έδινε την πιο ευεργετική θεραπεία.
Όλες αυτές οι ακούσιες και οι εκούσιες
ασκήσεις δυνάμωναν την πίστη του π. Ανδρέα και τον προετοίμαζαν, όπως θα δούμε
στο επόμενο άρθρο, για το μαρτυρικό του θάνατο.
3. Τὸ μαρτυρικό του τέλος
Στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πολέμου, ποὺ ὁ θάνατος εἶχε γίνει γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Γεωργίας ἕνα καθημερινὸ φαινόμενο, ἡ θεία Πρόνοια τοὺς εἶχε χαρίσει τὸν εἰκοσιεφτάχρονο ἱερομόναχο π. Ἀνδρέα. Ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Θεό, ἡ ἐμπιστοσύνη του καὶ οἱ προσευχές του διατηροῦσαν ἕνα κλίμα γαλήνης καὶ ἠρεμίας μέσα στὶς πραγματικὰ δύσκολες συνθῆκες ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Στὸ πρόσωπό του ἀντανακλοῦσαν τόσο ἡ ἐσωτερική του καθαρότητα ὅσο καὶ οἱ ἐπίπονοι μοναχικοί του ἀγῶνες. Παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες καὶ τὶς δύσκολες καταστάσεις μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦσε, κρατοῦσε μέσα του ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς πίστεως καὶ αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ λέγοντας ἀσταμάτητα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπιζητοῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴ μόνωσι.
Ἦταν σὲ συνεχῆ κατάστασι μετανοίας.
Ὁ λόγος του ἦταν ἤρεμος, γαλήνιος, ζεστός. Εἶχε
τὸ χάρισμα νὰ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων μὲ μιὰ εὐγένεια ψυχῆς.
Ποτέ δὲ θύμωνε μὲ κανέναν καὶ κάλυπτε τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μὲ μεγαλοψυχία
καὶ φοβερὴ ἀγάπη. Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του τὸν ὠθοῦσε νὰ δίνῃ ἐλεημοσύνη ὅσα
τρόφιμα τοῦ πρόσφεραν. Οἱ θεῖες λειτουργίες καθὼς καὶ οἱ ἀγρυπνίες, ποὺ τελοῦσε
στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, ἦταν καθημερινές. Προσευχόταν ὅλο τὸ βράδυ καὶ ἱκέτευε
τὸν ἅγιο Χρυσόστομο μπροστὰ στὴ λάρνακά του νὰ μεσιτεύῃ στὸν Κύριο γιὰ νὰ χαρίσῃ
τὴν εἰρήνη στὴν περιοχή τους. Ὅλα αὐτὰ ἦταν μέρος τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ π. Ἀνδρέα
στὰ Κόμανα.
Ἡ περιοχὴ ὅμως ἦταν σὲ ἐμπόλεμη
κατάστασι καὶ ὁ κλοιὸς ἔσφιγγε ὅλο καὶ περισσότερο. Ἡ κατάληψι τῆς πόλεως ἀναμενόταν
ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἀναταραχὴ καὶ ἀγωνία. Ὁ π. Ἀνδρέας ὅμως
ἦταν ὁ μοναδικὸς κάτοικος τῆς πόλεως ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἴχνος φόβου στὴν
καρδιά του. Κάποτε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ τὸν ρώτησε σχετικὰ μὲ τὸ φόβο, ὅταν οἱ
μουσουλμᾶνοι ἐχθροὶ πυροβολοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι· «π. Ἀνδρέα, δὲν φοβᾶστε;»
Καὶ ὁ π. Ἀνδρέας τότε τὸν ρώτησε μὲ τὴ σειρά του· «Ἂν δὲν φοβᾶσαι τὴν αἰώνια
κόλασι, γιατί φοβᾶσαι τοὺς Abkhazians;». Τότε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ κατάλαβε, ὅτι
πρέπει νὰ ἀδολεσχήσῃ στὴν πιθανὴ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του καὶ στὴν πιθανότητα νὰ μὴν
κερδίσῃ τὴν αἰώνια Βασιλεία. Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας εἶχε τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἐλπίδα τοῦ
ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε καὶ τὴ συναίσθησι τῆς δικῆς του ἀναξιότητος.
Οἱ ἐναπομείναντες κάτοικοι τῶν
Κομάνων ἐπιζητοῦσαν παρηγοριὰ κι αὐτὴ τοὺς τὴν προσέφερε ἁπλόχερα ὁ π. Ἀνδρέας
μέσα ἀπὸ θεῖες λειτουργίες, παρακλήσεις, ἱκεσίες καὶ προσευχές. Εἶχε ἑτοιμαστῆ
πολλὲς φορὲς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ Κόμανα, ἀλλὰ τώρα δὲν ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή. Ἕνα
θέμα μόνο τὸν ἀπασχολοῦσε τώρα· νὰ μπορέσῃ νὰ φανῇ ἄξιος τοῦ θανάτου σὲ μιὰ ἐπερχόμενη
εἰσβολὴ τοῦ ἐχθροῦ.
Λίγο πρὶν τὸ μαρτυρικό του θάνατο ὁ
π. Ἀνδρέας ἐπισκέπτεται γιὰ λίγες μέρες τὸ χωριό του καὶ συναντᾷ τοὺς γονεῖς
του, συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἀλλὰ ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἐνορία του γυρίζει πίσω στὰ
Κόμανα, γιὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ καθῆκον του ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Στὶς 4 Ἰουλίου τὰ Κόμανα βρίσκονταν
στὸ κέντρο τῶν ἐχθροπραξιῶν. Ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς πόλεως ἀκούγονταν
πυροβολισμοί. Ὅλοι οἱ κάτοικοι μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία. Κάποια μοναχὴ ρώτησε τὸν
π. Ἀνδρέα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀρνούμενος τόνισε·
Πρέπει ὅλο τὸ βράδυ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ τὸ πρωὶ νὰ τελέσουμε τὴ θεία
λειτουργία. Οἱ τοῖχοι τῆς ἐκκλησίας σείονταν ἀπὸ τοὺς πυροβολισμοὺς καὶ τὶς ἐκρήξεις.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, 5 Ἰουλίου, ἡ πόλι
κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ οἱ φωνὲς τῶν κατακτητῶν μποροῦσαν ν᾿ ἀκουστοῦν
μέσα στὸ ναὸ ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ κάτοικοι. Ὅλοι τώρα μποροῦσαν νὰ
αἰσθανθοῦν πόσο κοντά τους ἦταν ὁ θάνατος. Ἀκόμη ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς στιγμὲς
τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἀνδρέα ἦταν ἤρεμο καὶ γαλήνιο. Ὅταν ἀκούστηκαν ξαφνικὰ κραυγὲς
ἀνθρώπων ποὺ φώναζαν βοήθεια, ὁ π. Ἀνδρέας χωρὶς νὰ φοβηθῇ ἔτρεξε νὰ βοηθήσῃ, ἐνῷ
οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχὴ ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές. Ἦταν κάτι ἠλικιωμένοι ἐνορῖτες ποὺ
δὲν μπόρεσαν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία.
Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ οἱ πυροβολισμοὶ εἶχαν
ὅλοι στόχο τὴν ἐκκλησία. Στὶς 3 τὸ πρωὶ ὁ π. Ἀνδρέας εἶπε· Ὁ θάνατος εἶνε πολὺ
κοντά, γι᾿ αὐτὸ εἶνε ὥρα νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν
στὸ ναὸ ἐξωμολογήθηκαν καὶ κοινώνησαν τελευταία φορὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ποιμένος
τους. Ἀμέσως μετὰ ὁ π. Ἀνδρέας τοὺς ζήτησε νὰ μὴ μιλᾶνε καὶ νὰ προσεύχωνται ἐσωτερικὰ
ὁ καθένας, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀκούσουν τὴν ἤρεμη φωνὴ τῆς αἰωνιότητος ἐν μέσῳ
καταιγισμοῦ. Ὁ π. Ἀνδρέας βρίσκονταν σὲ μιὰ ἄλλη διάστασι, ἐκεῖ ὅπου βασίλευε ἡ
αἰώνια ἁρμονία καὶ ὀμορφιὰ καὶ ὅπου οἱ δυνάμεις τῆς κολάσεως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν
ἀγγίξουν.
Στὶς 4:30΄ οἱ ἐχθροὶ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ
τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχαν περικυκλώσει, καὶ χτυποῦσαν νὰ τοὺς ἀνοίξουν.
Ἕνας ἐνορίτης παίρνοντας εὐλογία ἀπὸ τὸν π. Ἀνδρέα ἄνοιξε τὶς πόρτες καὶ οἱ ἐχθροὶ
χύμηξαν μέσα, ἅρπαξαν τὸν π. Ἀνδρέα καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Ὁ π. Ἀνδρέας ὑπάκουσε
ταπεινὰ μὴ φέρνοντας καμμία ἀντίδρασι. Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ περίμενε
ὅλη του τὴ ζωή. Λέγοντας συνεχῶς μυστικὰ τὴν εὐχή, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ
γονάτισε νὰ προσευχηθῇ. Ἔτσι ὅμως, ὅπως ἦταν γονατιστός, ἕνας στρατιώτης τὸν
πυροβόλησε στὸ πίσω μέρος τοῦ λαιμοῦ. Ἀντὶ νὰ πέσῃ μπροστά, ὅπως θὰ ἦταν
φυσικό, τὸ σῶμα του ἔπεσε πίσω, κ᾽ ἔτσι δὲν προσκύνησε τοὺς δολοφόνους του. Τὸ
αἷμα ἀπὸ τὴν πληγὴ ἔρρεε γιὰ εἴκοσι λεπτὰ ὅπως τὸ νερό.
Οἱ ἐνορῖτες του τὸν βρῆκαν νὰ
κοίτεται στὸ χῶμα μὲ μισόκλειστα μάτια καὶ ἕνα φωτεινὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο.
Σήκωσαν προσεκτικὰ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐναπόθεσαν μέσα στὸ ναὸ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς
πόρτες τοῦ ἱεροῦ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀφοῦ ἔχρισαν μὲ ἅγιο ἔλαιο τὸ
πρόσωπο, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καθάρισαν τὰ ροῦχα του καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ
δεξί του χέρι νὰ κρατᾷ τὸ κομποσχοίνι του, αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε 24 ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο
καὶ προσευχόταν.
Ἂν καὶ ἦταν Ἰούλιος καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ
σῶμα του νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀποσυντίθεται, ἐκεῖνο ἔμεινε ἀνέπαφο. Τὸ αἷμα ἐπίσης, ποὺ
εἶχε χυθῆ στὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου του, δὲν εἶχε πήξει. Τέλος, τὸ αἷμα, στὴν
πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κεφάλι, συνέχιζε νὰ τρέχῃ. Ὅλα αὐτὰ ἦταν θαυμαστὰ γεγονότα,
τὰ ὁποῖα συνεκλόνισαν τοὺς Abkhaz στρατιῶτες, ποὺ ἔσπευσαν νὰ ζητήσουν
συγχώρησι μὴ μπορώντας νὰ κρύψουν τὰ δάκρυά τους.
Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ π. Ἀνδρέα ἔφερε μιὰ
νέα τροπὴ στὶς ἐχθροπραξίες.
Τὸ αἷμα του καὶ ἡ θυσία του ξεπλήρωσαν τὶς ἁμαρτίες
ὅλης τῆς Γεωργίας. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἀντίκρυσαν τὸ σῶμα του βουτηγμένο στὸ αἷμα
μέσα στὸ ναό, ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἔφυγαν ντροπιασμένοι. Παρ᾿ ὅλο ποὺ μπῆκαν στὸ
ναὸ κρατώντας στὰ χέρια τους αὐτόματα ὅπλα, εἶδαν ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν εἶχαν
κανένα ἴχνος φόβου στὰ μάτια τους.
Ὅλο τὸ βράδυ οἱ πιστοὶ ἐνορῖτες ἔψαλλαν
τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸ πρωὶ τῆς 7ης Ἰουλίου, στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐναπόθεσαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ π. Ἀνδρέα στὰ εὐλογημένα χώματα
τῶν Κομάνων, θάβοντάς τον δίπλα στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Στὸν τάφο τοῦ πατρὸς Ἀνδρέα ὑπάρχει ἕνας
ξύλινος σταυρός, σημάδι τοῦ πνευματικοῦ σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ σήκωσε ἀγόγγυστα
φτάνοντας μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε μιὰ συνεχὴς προσευχὴ στὸ Θεό, ἕνας
ἥσυχος ὕμνος γεμᾶτος φῶς, γι᾽ αὐτὸ καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τρία στεφάνια· τὸ
στεφάνι τῆς καθαρότητος, τὸ στεφάνι τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸ στεφάνι τοῦ
μαρτυρίου. Εἴθε ἡ ψυχή του ν᾿ ἀναπαύεται στὰ θεῖα σκηνώματα ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους·
ἀμήν.
(τέλος)
[πηγή• περιοδικό «THE ORTHODOX WORD», τ. 218-219, σσ. 159-193 - μετάφραση• I. μονή Αγίου Αυγουστίνου Φλωρίνης]
ΜΕΡΟΣ 3
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2012/01/3.html
ΜΕΡΟΣ 2
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2011/12/2_21.html
ΜΕΡΟΣ 1
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2011/12/blog-post_1123.html
http://www.xrspitha.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου