Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Τρ. ς΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ιζ΄ 19-28).
Πραξ. 17,19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ
ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες·
δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ
σοῦ λαλουμένη διδαχή;
Πραξ. 17,19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και
του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν
κηρύττεις;
Πραξ. 17,20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις
εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν
γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι.
Πραξ. 17,20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις
τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”.
Πραξ. 17,21 Ἀθηναῖοι δὲ
πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν
ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν
καινότερον.
Πραξ. 17,21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι
ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον
δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα.
Πραξ. 17,22 Σταθεὶς δὲ ὁ
Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς
θεωρῶ.
Πραξ. 17,22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε·
“άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους
ανθρώπους.
Πραξ. 17,23 διερχόμενος γὰρ καὶ
ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ
βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν
οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ
καταγγέλλω ὑμῖν.
Πραξ. 17,23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και
έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο
χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε
χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας.
Πραξ. 17,24 ὁ Θεὸς ὁ
ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος
οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν
χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Πραξ. 17,24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν
εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν
κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων.
Πραξ. 17,25 οὐδὲ ὑπὸ
χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς
διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ
πάντα·
Πραξ. 17,25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη
ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα
ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των.
Πραξ. 17,26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς
αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ
πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους
καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Πραξ. 17,26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να
κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά
προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της
κατοικίας των.
Πραξ. 17,27 ζητεῖν τὸν
Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν,
καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν
ὑπάρχοντα.
Πραξ. 17,27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον
Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και
αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς.
Πραξ. 17,28 ἐν αὐτῷ
γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί
τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι·
τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Πραξ. 17,28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα
ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν
πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και
καθ' ομοίωσιν.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Τρ. ς΄ ἑβδ. Ἰωάν. (Ἰω. ιβ΄ 19-36).
Ιω. 12,19 οἱ οὖν
Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι
οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω
αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
Ιω. 12,19 Οι Φαρισαίοι είπον τότε μεταξύ των· “βλέπετε ότι
δεν ωφελείσθε τίποτε με το να αναβάλλετε την σύλληψίν του; Ιδού ότι όλος ο
κόσμος τώρα επήγε κοντά του”.
Ιω. 12,20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες
ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ
ἑορτῇ.
Ιω. 12,20 Ησαν δε εκεί κατά τας ημέρας εκείνας μερικοί
προσήλυτοι Ελληνες, οι οποίοι είχαν ανεβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια να
προσκυνήσουν κατά την εορτήν του Πασχα.
Ιω. 12,21 οὗτοι οὖν
προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς
Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε,
θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν.
Ιω. 12,21 Αυτοί, λοιπόν, ήλθαν στον Φιλιππον, που κατήγετο
από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “κύριε, θέλομεν
να ίδωμεν τον Ιησούν και να ομιλήσωμεν μαζή του”.
Ιω. 12,22 ἔρχεται Φίλιππος
καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ
Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ·
Ιω. 12,22 Ερχεται ο Φιλιππος και λέγει τούτο στον Ανδρέαν,
μαζή δε κατόπιν, δια λόγους σεβασμού, ο Ανδρέας και ο Φιλιππος λέγουν στον
Ιησούν ότι οι Ελληνες θέλουν να τον ίδουν.
Ιω. 12,23 ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα
ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Ιω. 12,23 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “έφθασε τώρα η
ωρισμένη από τον Θεόν ώρα, δια να δοξασθή με την σταύρωσιν και την ανάληψίν του
ο υιός του ανθρώπου και να αναγνωρισθή ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους
Ελληνας, οι οποίοι αυτήν την στιγμήν αντιπροσωπεύουν και όλον τον εθνικόν
κόσμον.
Ιω. 12,24 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου
πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς
μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν
καρπὸν φέρει.
Ιω. 12,24 Σας διαβεβαιώνω, εάν ο κόκκος του σιταριού δεν πέση
στο χώμα και δεν αποθάνη, αυτός μένει μόνος. Εάν όμως σπαρή και ταφή εις την
γην, τότε βλαστάνει και φέρει πολύν καρπόν. (Ετσι και εγώ θα αποθάνω επί του
σταυρού, δια να φέρω με την μεγάλην αυτήν θυσίαν πολλήν καρποφορίαν).
Ιω. 12,25 ὁ φιλῶν τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ,
εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.
Ιω. 12,25 Εκείνος, που την αγαπά την ζωήν του και αποφεύγει
να την θυσιάση, όταν το καθήκον το επιβάλλη, αυτός θα την χάση εις την
αιωνιότητα. Και εκείνος, που χάριν του καθήκοντός του δεν υπολογίζει την ζωήν
του στον κόσμον αυτόν, θα την εξασφαλίση και θα απολαύση την αιώνιον ζωήν.
Ιω. 12 ,26 ἐὰν ἐμοὶ
διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ
ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς
ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει
αὐτὸν ὁ πατήρ.
Ιω. 12,26 Οποιος με υπηρετεί με πίστιν, ας με ακολουθήση με
αυταπάρνησιν. Και όπου είμαι εγώ, μετά την σταύρωσιν εις την αιωνίαν δόξαν,
εκεί θα είναι και ο ιδικός μου διάκονος. Μαθετε δε και τούτο, ότι εκείνον που
με υπηρετεί, θα τον δοξάση ο Πατήρ.
Ιω. 12,27 Νῦν ἡ ψυχή
μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς
ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν
ὥραν ταύτην.
Ιω. 12,27 Τωρα που πλησιάζει η μεγάλη ώρα του σταυρικού μου
θανάτου, η ψυχή μου έχει ταραχθή από την τόσον φυσικήν οδύνην ένεκα του υψίστου
αυτού μαρτυρίου. Και τι να είπω; Πατερ, γλύτωσέ με από την ώραν αυτήν. Αλλά δια
τούτο ακριβώς έφθασα εις την ώραν αυτήν, δια να προσφέρω την μεγάλην λυτρωτικήν
θυσίαν προς σωτηρίαν του κόσμου.
Ιω. 12,28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ
ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ·
καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.
Ιω. 12,28 Πατερ, με την θυσίαν και το όλον έργον μου, κάμε να
δοξασθή το όνομά σου”. Ηλθε τότε φωνή από τον ουρανόν και είπε· “και εδόξασα το
όνομά μου με όλην την μέχρι σήμερα αγιωτάτην ζωήν σου και δράσιν σου και πάλιν
θα το δοξάσω με την λυτρωτικήν θυσίαν σου και την ένδοξον ανάστασίν σου”.
Ιω. 12,29 ὁ οὖν ὄχλος
ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν
γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ
λελάληκεν.
Ιω. 12,29 Ο λαός, που εστέκετο εκεί και ήκουσε την φωνήν,
έλεγεν ότι έγινε βροντή. Αλλοι έλεγαν ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν.
Ιω. 12,30 ἀπεκρίθη ὁ
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι᾿ ἐμὲ
αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.
Ιω. 12,30 Απήντησεν ο Ιησούς και είπε· “η φωνή δεν έγινε δι'
εμέ, αλλά έγινε για σας, δια να βεβαιωθήτε δηλαδή ότι πράγματι με έστειλε ο
Θεός.
Ιω. 12,31 νῦν κρίσις ἐστὶ
τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται
ἔξω·
Ιω. 12,31 Τωρα, που εγώ θα σταυρωθώ, κρίνεται ο κόσμος και
θα ξεχωρίσουν οι πιστοί από τους απίστους. Τωρα ο άρχων του αμαρτωλού τούτου
κόσμου θα κρημνισθή από την εξουσίαν του, θα χάση τους υπηκόους του και θα
ριφθή έξω.
Ιω. 12,32 κἀγὼ ἐὰν
ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν.
Ιω. 12,32 Τουναντίον όμως εγώ, εάν υψωθώ επάνω στον σταυρόν
και δια του σταυρού αναληφθώ στους ουρανούς, όλους τους καλοπροαιρέτους
Ιουδαίους και Ελληνας θα ελκύσω προς τον ευατόν μου”.
Ιω. 12,33 τοῦτο δὲ ἔλεγε
σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
Ιω. 12,33 Ελεγε δε τούτο, υποδουλώνων τον σταυρικόν θάνατον,
με τον οποίον επρόκειτο να πεθάνη.
Ιω. 12,34 ἀπεκρίθη αὐτῷ
ὁ ὄχλος· ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ
νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα,
καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου;
Ιω. 12,34 Απήντησεν εις αυτόν ο λαός· “ημείς έχομεν
πληροφορηθή από τον νόμον ότι ο Χριστός μένει αθάνατος στον αιώνα· και πως συ
λέγεις ότι πρέπει να υψωθή επάνω στον σταυρόν ο υιός του ανθρώπου; Ποίος είναι
αυτός ο υιός του ανθρώπου; Είναι ο Χριστός η όχι;”
Ιω. 12,35 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν
χρόνον τὸ φῶς μεθ᾿ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε
ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς
καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ
οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει.
Ιω. 12,35 Είπε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ολίγον ακόμη
χρόνον έχετε μαζή σας εμέ, που είμαι το φως του κόσμου· βαδίζετε, έως ότου
έχετε το φως, δια να μη σας καταλάβη το σκοτάδι. Και εκείνος, που περιπατεί
μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει που πηγαίνει.
Ιω. 12,36 ἕως τὸ φῶς
ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ
φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ
ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ᾿ αὐτῶν.
Ιω. 12,36 Εως ότου έχετε μεταξύ σας το φως, πιστεύετε στο
φως, δηλαδή εις εμέ, που είμαι το φως του κόσμου, δια να γίνετε και σεις παιδιά
του φωτός, φωτισμένοι από την διδασκαλίαν μου”. Αυτά εδίδαξεν ο Ιησούς και
εβγήκεν έξω από την Ιερουσαλήμ και εκρύβη από αυτούς, δια να μη εξερεθίζωνται
περισσότερον οι εχθροί του.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/04.%20Ioan.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου