«Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε; καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ (:Εάν σας είπα διδασκαλίες και αλήθειες θείες, οι οποίες όμως σχετίζονται με όσα συμβαίνουν πάνω στη γη και οι πιστοί αποκτούν εμπειρία γι' αυτά στην επίγεια ζωή τους και είναι επομένως εύκολο να τις εννοήσετε και όμως δεν τις πιστεύετε, πώς, εάν σας πω υψηλές αλήθειες, που αναφέρονται στον επουράνιο κόσμο, θα τις παραδεχτείτε και θα τις πιστέψετε; Κι όμως, μόνο από Εμένα θα μάθετε τα επουράνια αυτά μυστήρια. Διότι κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό, για να μάθει εκεί και να διδάξει σε σας αυτές τις αλήθειες, παρά μόνο Αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό και έγινε με την ενανθρώπησή Του υιός του ανθρώπου και ο οποίος εξακολουθεί, όσο χρόνο ζει στη γη, να είναι και στον ουρανό ως Θεός πανταχού παρών)»(Ιω.3,12-13)[Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Αυτό που πολλές φορές είπα, αυτό και τώρα θα πω και δε θα πάψω ποτέ να το επαναλαμβάνω. Ποιο είναι αυτό; Ότι, όταν ο Ιησούς πρόκειται να θίξει υψηλά δόγματα, προσαρμόζεται πολλές φορές προς την αδυναμία των ακροατών Του και δε χρονοτριβεί σε λόγους αντάξιους της μεγαλοσύνης Του, αλλά συγκαταβαίνει περισσότερο σε λόγους που είναι πολύ μετριότεροι. Διότι τόσο ο υψηλός, όσο και ο μεγάλος λόγος, έστω και αν εκφραστεί μία φορά, είναι ικανός να αποδείξει την αξία του, όσο βέβαια εμείς έχουμε την δύναμη να τον κατανοήσουμε δια της ακοής· όμως τα μετριότερα και όσα περισσότερο προσεγγίζουν τη διάνοια των ακροατών, αν δεν επαναλαμβάνονταν συχνά, επειδή αναφέρονται σε υψηλά πράγματα, δε θα εισέδυαν γρήγορα στον νου του αμαθούς και προς τα χαμηλά ρέποντα ακροατή.
Γι' αυτό ακριβώς και τα περισσότερα από τα υψηλά έχουν λεχθεί από Αυτόν κατά τρόπο ταπεινότερο και απλούστερο. Αλλά για να μην προξενήσει αυτό πάλι κάποια άλλη ζημιά, με το να κρατεί τον μαθητή σε χαμηλό επίπεδο, δεν καταφεύγει μόνο στα απλούστερα λόγια, αλλά εκθέτει και την αιτία για την οποία τα λέγει, πράγμα που έχει κάνει και εδώ.
Αφού δηλαδή είπε για το βάπτισμα, όσα είπε, καθώς και για τη γέννηση που γίνεται στη γη κατά χάριν, επειδή θέλει να φτάσει και στη δική Του γέννηση τη μυστηριώδη και ανέκφραστη, μέχρι κάποιο σημείο συγκρατείται και δεν συνεχίζει, κατόπιν όμως λέγει και την αιτία για την οποία δε συνεχίζει. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Η παχυλή αμάθεια και η αδυναμία των ακροατών. Και αυτήν υπαινισσόμενος πρόσθεσε τα εξής: « Εάν δεν πιστεύετε όταν σας ομιλώ για τα γήινα, πώς θα πιστέψετε, εάν σας ομιλήσω για τα επουράνια;». Ώστε όπου ομιλήσει με μέτρια και απλά λόγια, πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτό γίνεται εξαιτίας της αδυναμίας των ακροατών.
Ως προς τα «επίγεια», μερικοί νομίζουν ότι εδώ έχει λεχθεί για τον άνεμο, σαν να είπε: «Μολονότι σας έφερα παράδειγμα από τα επίγεια και ούτε έτσι δεν πειστήκατε, πώς θα μπορέσετε να δεχτείτε τα υψηλότερα;». Και μην απορήσεις, διότι λέγει εδώ το βάπτισμα επίγειο. Το ονομάζει έτσι ή διότι τελείται στη γη ή διότι θέλει να το συγκρίνει με την δική Του μυστηριώδη γέννηση, αποκαλώντας το με αυτό το όνομα. Διότι αν και η γέννηση αυτή είναι επουράνια, εντούτοις συγκρινόμενη με εκείνη την αληθινή, που προέρχεται από την ουσία του Πατρός, είναι επίγεια.
Και ορθώς δεν είπε: «Δεν καταλαβαίνετε», αλλά «Δεν πιστεύετε». Διότι όταν κάποιος δυσκολεύεται να καταλάβει εκείνα που μπορεί να τα συλλάβει με τη λογική του και δεν τα παραδέχεται εύκολα, δικαίως θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως ανόητος. Όταν όμως δεν παραδέχεται αυτά, που δεν μπορεί να συλλάβει με τη λογική, αλλά μόνο με την πίστη, τότε δε θα είναι πλέον ένοχος ανοησίας, αλλά απιστίας. Και επειδή ήθελε να αποτρέψει τον Νικόδημο από το να ζητεί εξήγηση αυτού που ειπώθηκε με συλλογισμούς της λογικής και να το εννοήσει με βάση τη λογική, τον επιπλήττει δριμύτερα κατηγορώντας τον για απιστία. Και εάν πρέπει να δεχτούμε τη δική μας τη γέννηση δια της πίστεως, ποιας τιμωρίας θα είναι άξιοι εκείνοι που περιεργάζονται και ερευνούν με περιέργεια με συλλογισμούς της λογικής την γέννηση του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού;
Αλλά μπορεί κανείς να ρωτήσει ίσως: «Και γιατί έλεγε αυτά ο Χριστός, εάν δεν επρόκειτο να πιστέψουν οι ακροατές Του; Διότι και αν ακόμη δεν τα πίστευαν εκείνοι, όμως οι μεταγενέστεροι επρόκειτο να τα δεχθούν και να ωφεληθούν». Ενώ λοιπόν επιπλήττει τον Νικόδημο δριμύτατα, δείχνει στη συνέχεια ότι δεν γνωρίζει μόνο αυτά, αλλά και άλλα πολύ περισσότερα και σπουδαιότερα από αυτά. Και αυτό λοιπόν δήλωσε με την αποτροπή προς τον Νικόδημο, όταν είπε: «Κι όμως μόνο από Εμένα θα μάθετε τα επουράνια μυστήρια. Διότι κανείς από τους ανθρώπους δεν έχει ανεβεί στον ουρανό για να μάθει τα επουράνια και να σας τα διδάξει, παρά μόνο Εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό και έγινε με την ενανθρώπησή Του Υιός του ανθρώπου. Αυτός, ενώ τώρα είναι στη γη, εξακολουθεί να είναι και στον ουρανό ως Θεός πανταχού παρών».
Και θα μπορούσε επίσης να ρωτήσει: «Και ποια νοηματική σύνδεση και ακολουθία με τα προγούμενα έχει αυτό;». Είναι πολύ μεγάλη και συμφωνεί απόλυτα με τα προηγούμενα. Όταν δηλαδή ο Νικόδημος είχε πει: «ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος(:“Διδάσκαλε, γνωρίζουμε ότι Εσύ ήλθες από τον Θεό ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών αληθειών)»[Ιω.3,2]. Γ, ο Χριστός διορθώνει αυτό , σαν να λέγει περίπου τα εξής: «Μη νομίσεις ότι εγώ είμαι τέτοιος διδάσκαλος όπως οι περισσότεροι από τους Προφήτες, που ήταν από την γη. Διότι εγώ βρίσκομαι τώρα εδώ, έχοντας κατέβει από τον ουρανό. Και κανείς από τους Προφήτες δεν έχει ανεβεί εκεί, εγώ όμως εκεί κατοικώ». Είδες με ποιο τρόπο ακόμη και αυτό που φαίνεται ότι είναι πολύ υψηλό, πόσο πολύ είναι ανάξιο της μεγαλοσύνης Του; Διότι δεν κατοικεί μόνο στον ουρανό, αλλά βρίσκεται παντού και πληροί τα πάντα.
Αλλά ακόμη περισσότερο προσαρμόζεται προς την αδυναμία του ακροατή, επειδή θέλει να τον ανυψώσει ανεπαίσθητα. Και Υιό του ανθρώπου εδώ δεν αποκάλεσε τη σάρκα, αλλά για να εκφραστώ έτσι, ονόμασε όλο τον εαυτό Του από το λιγότερο ευγενές μέρος της ουσίας Του. Διότι συνηθίζει να αποκαλεί το παν άλλοτε μεν από τη θεία, άλλοτε δε από την ανθρώπινη φύση Του.
«Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(:Και όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται από το θανατηφόρο δηλητήριο των φιδιών της ερήμου όσοι Ισραηλίτες το αντίκριζαν με πίστη, έτσι σύμφωνα με το πάνσοφο σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμασθεί ψηλά επάνω στον Σταυρό ο Υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή)»[Ιω.,3,14].Και αυτό πάλι φαίνεται να μη συνδέεται με τα προηγούμενα, αλλά όμως έχει μεγάλη σχέση. Διότι, αφού ανέπτυξε τη μεγάλη ευεργεσία που έχει παραχωρηθεί στους ανθρώπους με το βάπτισμα, προσθέτει και την αιτία αυτής, δηλαδή την ευεργεσία δια του σταυρού, που δεν είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη. Όπως ακριβώς και ο Παύλος ομιλώντας προς τους Κορινθίους συνδέει μαζί αυτές τις ευεργεσίες λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;(: μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για χάρη σας, για να λάβετε την σωτηρία; Ή μήπως έχετε βαπτιστεί στο όνομα του Παύλου;)»[Α΄Κορ. 1,13]. Διότι περισσότερο από όλα τα άλλα, αυτά τα δύο δείχνουν την απεριόριστη αγάπη Του και ότι υπέφερε χάριν των εχθρών Του και ότι αφού πέθανε χάριν των εχθρών Του, μας χάρισε την συγχώρηση όλων των αμαρτιών δια του βαπτίσματος.
Γιατί όμως δεν δήλωσε σαφώς, ότι πρόκειται να σταυρωθεί, αλλά παρέπεμψε τους ακροατές στον παλαιό συμβολικό τύπο του χάλκινου όφεως; Πρώτον μεν για να μάθουν, ότι τα παλαιά συνδέονται με τα νέα(:η Παλαιά Διαθήκη συνδέεται με την Καινή) και δεν είναι ξένα μεταξύ τους, και έπειτα για να ξέρεις, ότι δεν βαδίζει στο Πάθος χωρίς να θέλει. Και για να μην αντείπει κανείς: «πώς είναι δυνατόν, αφού πιστέψουμε στον Εσταυρωμένο, να σωθούμε, όταν μάλιστα και ο Ίδιος αρπάχτηκε από τον θάνατο;», μας παραπέμπει στην παλαιά ιστορία. Διότι, αν οι Εβραίοι διέφυγαν τότε τον θάνατο από τα δηλητηριώδη φίδια της ερήμου, μόλις αντίκριζαν το χάλκινο ομοίωμα του όφεως, δικαίως θα απολαύσουν πολύ μεγαλύτερη ευεργεσία εκείνοι που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο. Αλλά δεν συνέβη αυτό εξαιτίας της αδυναμίας του Εσταυρωμένου και της υπεροχής των Ιουδαίων, αλλά επειδή «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν(:τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον βυθισμένο στην αμαρτία κόσμο των ανθρώπων, ώστε παρέδωσε σε σταυρικό θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του», γι΄ αυτό σταυρώνεται ο έμψυχος ναός Του, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (:για να μην καταδικαστεί σε αιώνια απώλεια κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια»[Ιω.3,16].
Βλέπεις ποια είναι η αιτία του σταυρού και η εξ αυτού σωτηρία; Βλέπεις τη συνάφεια μεταξύ της εικόνας του όφεως και της αληθείας; Εκείνοι οι Ιουδαίοι απέφυγαν τον θάνατο, αλλά τον προσωρινό· εδώ οι πιστοί αποφεύγουν τον αιώνιο. Εκεί ο κρεμασμένος όφις θεράπευε τα δαγκώματα των όφεων· εδώ ο σταυρωθείς Χριστός θεράπευσε τις πληγές από τα δαγκώματα του πνευματικού δράκοντος. Εκεί θεραπευόταν εκείνος που βλέπει με τους υλικούς οφθαλμούς· εδώ Εκείνος που βλέπει με τους οφθαλμούς της ψυχής, αποβάλλει όλες τις αμαρτίες. Εκεί ο κρεμασμένος χαλκός είχε κατασκευαστεί σε εικόνα όφεως· εδώ το σώμα του Κυρίου κατασκευασμένο από το Άγιο Πνεύμα. Εκεί όφις δάγκωνε και όφις θεράπευε. Έτσι και εδώ θάνατος κατέστρεψε και θάνατος έσωσε. Αλλά ο μεν όφις που φόνευε, είχε δηλητήριο, εκείνος δε που έσωζε ήταν καθαρός από δηλητήριο. Και εδώ πάλι το ίδιο συνέβη. Δηλαδή ο μεν θάνατος που αφάνιζε είχε αμαρτία, όπως ο όφις είχε δηλητήριο. Αλλά ο θάνατος του Κυρίου ήταν απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, όπως ακριβώς ο χάλκινος όφις από το δηλητήριο.
Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος, «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:Αυτός δεν έκαμε ποτέ καμία απολύτως αμαρτία· “ούτε δε και στο στόμα Του βρέθηκε ποτέ δόλος ή έστω και ο παραμικρότερος αμαρτωλός λόγος”)»[Α΄Πετρ. 2,22· επίσης βλ. Ησ.53,9: «ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:Διότι ο Υιός μου δεν διέπραξε καμία παρανομία, ούτε βρέθηκε ποτέ δόλος και ψεύδος στο στόμα Του)»]. Και αυτό είναι εκείνο που είπε ο Παύλος: «ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ(:Απογύμνωσε τις αρχές και τις εξουσίες και τις διαπόμπεψε δημόσια, αφού θριάμβευσε εναντίον τους με τον εαυτό Του)»[Κολ.2,15]. Όπως ακριβώς ένας ρωμαλέος αθλητής, ο οποίος, αφού σηκώσει στον αέρα τον αντίπαλό του και αφού τον ρίξει κατά γης, κατακτά μία λαμπρή νίκη, έτσι και ο Χριστός εμπρός στα μάτια όλης της οικουμένης νίκησε όλες τις εχθρικές δυνάμεις και αφού θεράπευσε όλους εκείνους, που είχαν πληγωθεί στην έρημο, τους απάλλαξε από όλα τα θηρία από τη στιγμή που κρεμάστηκε επάνω στον σταυρό. Αλλά δεν είπε ότι «πρέπει να κρεμαστεί», αλλά «πρέπει να υψωθεί». Διότι εκείνη την έκφραση χρησιμοποίησε, η οποία του φαινόταν ότι είναι ανεκτικότερη για τον ακροατή και πλησιέστερη προς την εικόνα.
«οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον βυθισμένο στην αμαρτία κόσμο των ανθρώπων, ώστε παρέδωσε σε σταυρικό θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του, για να μην καταδικαστεί σε αιώνια απώλεια κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια»[Ιω.3,16]. Αυτό δε που λέγει, σημαίνει το εξής· «Μην απορείς, επειδή πρόκειται να σταυρωθώ εγώ, για να σωθείς εσύ. Διότι και στον Πατέρα φάνηκε καλό αυτό και Αυτός τόσο πολύ σας αγάπησε, ώστε να δώσει τον Υιό Του χάριν των δούλων και μάλιστα δούλων αγνωμόνων». Και όμως αυτό δε θα το έκανε κανείς ούτε για χάρη των προσφιλών του προσώπων, ούτε για χάρη του δικαίου προφανώς, πράγμα που ο Παύλος διδάσκει, όταν λέγει: «μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται (:Μεγίστη όντως η αγάπη του Θεού. Διότι μόλις και μετά δυσκολίας θα υπάρξει άνθρωπος να θυσιαστεί για κάποιον δίκαιο)»[Ρωμ.5,7].
Αλλά ο μεν Παύλος μίλησε διεξοδικότερα, επειδή απευθυνόταν σε πιστούς, εδώ όμως ο Χριστός συντομότερα λέγει αυτά και παραστατικότερα, επειδή συνομιλούσε με τον Νικόδημο. Και διότι κάθε λέξη έχει μεγάλη έμφαση. Διότι με τις φράσεις «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν (:τόσο πολύ αγάπησε)» και «ὁ Θεὸς τὸν κόσμον (:ο Θεός τον κόσμο)» δείχνει τη μεγάλη έκταση της αγάπης Του. Διότι μεγάλη και απεριόριστη ήταν η μεταξύ τους απόσταση. Διότι ο αθάνατος Θεός, που δεν έχει αρχή και τέλος, η απέραντη μεγαλοσύνη, αγάπησε αυτούς, που πλάσθηκαν από χώμα και τέφρα, που είναι φορτωμένοι από άπειρες αμαρτίες, αυτούς που εξόκειλαν συνεχώς, τους αχάριστους.
Αλλά και τα επόμενα πρόσθεσε, που είναι εξίσου εμφαντικά, λέγοντας: «ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν(:ώστε παρέδωσε σε σταυρικό θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του)». Δε λέγει ότι παρέδωσε ούτε δούλο, ούτε άγγελο, ούτε αρχάγγελο. Και όμως ποτέ ένας πατέρας δε θα έδειχνε τόση προθυμία για τον υιό του, όση έδειξε ο Θεός προς τους αχάριστους δούλους Του. Και το μεν πάθος Του δεν το τοποθετεί πολύ καθαρά, αλλά με ασάφεια, αλλά την ωφέλεια από το πάθος με σαφήνεια: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:Και τούτο, για να μην καταδικαστεί στην αιώνια απώλεια κανένας από εκείνους, που θα πιστέψουν σε Αυτόν, αλλά να κερδίσει και να έχει την αιώνια ζωή)».
Επειδή όμως είχε πει τη φράση «πρέπει να υψωθεί» και με αυτό υπαινίχτηκε τον θάνατο, για να μην αποθαρρυνθεί ο ακροατής από αυτά τα λόγια σχηματίζοντας ανθρώπινη ιδέα περί αυτού και έχοντας τη φανταστική εντύπωση ότι ο θάνατος είναι τέλος της υπάρξεως, πρόσεξε πώς το προσαρμόζει, διασαφηνίζοντας ότι ο προσφερόμενος είναι Υιός του Θεού και ότι είναι η αρχή της ζωής και μάλιστα της αιώνιας ζωής. Και δεν θα ήταν δυνατόν, εκείνος που παρέχει στους άλλους ζωή δια του δικού Του θανάτου, να παραμένει διαρκώς στον θάνατο. Διότι, αν δεν χάνονται αυτοί που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο, πολύ περισσότερο δεν θα χαθεί ο ίδιος ο Εσταυρωμένος. Διότι εκείνος που απαλλάσσει τους άλλους από την απώλεια, έχει απαλλαγεί πολύ περισσότερο ο ίδιος από αυτήν. Εκείνος ο οποίος παρέχει ζωή στους άλλους, πολύ περισσότερο πηγάζει ζωή για τον εαυτό Του.
Βλέπεις ότι παντού χρειάζεται πίστη; Ο Ιησούς βεβαιώνει ότι ο σταυρός είναι πηγή της ζωής, πράγμα το οποίο η λογική δεν θα παραδεχθεί εύκολα. Και μάρτυρες ακόμη και σήμερα είναι οι εθνικοί(:οι ειδωλολάτρες), οι οποίοι αυτό το περιγελούν. Όμως η πίστη που υπερβαίνει την αδυναμία των συλλογισμών της πεπερασμένης μας λογικής, εύκολα aυτό θα το δεχτεί και θα το εννοήσει πλήρως. Και γιατί αγάπησε ο Θεός τόσο πολύ τον κόσμο; Για καμία άλλη αιτία, παρά διότι είναι Αγαθός.[…]
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄ του Ιερού Χρυσοστόμου κατά τον υπομνηματισμό του αγίου στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο[κεφ.3,χωρία 17-18]
« οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ. Διότι δεν απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του στο αμαρτωλό γένος των ανθρώπων για να κατακρίνει και να καταδικάσει το γένος αυτό, αλλά για να σωθεί ολόκληρος ο κόσμος των ανθρώπων διαμέσου της δικής Του θυσίας)».
Πολλοί από τους οκνηρούς και ραθύμους, που κάνουν κατάχρηση της φιλανθρωπίας του Θεού με τον πολλαπλασιασμό των αμαρτημάτων τους και με την υπερβολική τους αμέλεια για τη σωτηρία της ψυχής τους, ισχυρίζονται τα εξής: «Δεν υπάρχει γέενα, δεν υπάρχει τιμωρία, ο Θεός συγχωρεί όλα τα αμαρτήματά μας». Αυτούς τους αποστομώνει ο σοφός Σειράχ, που λέγει: «καὶ μὴ εἴπῃς· ὁ οἰκτιρμὸς αὐτοῦ πολύς, τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐξιλάσεται· ἔλεος γὰρ καὶ ὀργὴ παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς καταπαύσει ὁ θυμὸς αὐτοῦ (:Και μην πεις: ‘’Η φιλανθρωπία Του είναι μεγάλη, θα ευσπλαγχνισθεί το πλήθος των αμαρτιών μου’’, διότι η οργή Του δεν είναι μικρότερη από την ευσπλαχνία Του και η οργή Του θα ξεσπάσει ενάντια σε όσους άφοβα αμαρτάνουν» [Σοφ. Σειρ.5,6)]. Και πάλι· «κατὰ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ, οὕτως καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ· ἄνδρα κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ κρίνει (:Όπως είναι μεγάλη η ευσπλαχνία Του, είναι μεγάλος και ο έλεγχός Του)»[: Σοφ. Σειρ. 16,12].Και θα ρωτήσεις πού είναι η φιλανθρωπία Του, αν ανταμειφθούμε ανάλογα, άκουσε και τον Προφητάνακτα Δαβίδ και τον Απόστολο Παύλο που λένε, ο μεν πρώτος: «καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ (:και η ευσπλαχνία είναι επίσης δική σου, Κύριε. Βάσει λοιπόν αυτών Εσύ θα αποδώσεις στον καθένα κατά τα έργα του. Θα τιμωρήσεις για τις αδικίες του τον ένοχο. Θα αμείψεις τον αγαθό για τα καλά του έργα)»[Ψαλμ.61,13],ο δε δεύτερος: «ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ(:Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του)» [Ρωμ.2,6].
Αλλά ότι παρά ταύτα η φιλανθρωπία του Θεού είναι μεγάλη, αποδεικνύεται από τα επόμενα· εάν δηλαδή ο Θεός, αφού διαίρεσε τη ζωή μας σε δύο χρονικές περιόδους, την παρούσα και την μέλλουσα, και αφού στη μία όρισε για τους αγώνες, την δε άλλη έκανε χώρο απονομής των στεφάνων, απέδειξε και με αυτόν τον τρόπο την φιλανθρωπία Του. Πώς και με ποιο τρόπο; Με το ότι, αν και διαπράξαμε πολλά και σοβαρά αμαρτήματα και αν και δεν παραλείψαμε να ρυπαίνουμε την ψυχή μας με άπειρα κακά από την νεαρή ηλικία μας ως τα γεράματά μας, για κανένα από αυτά τα αμαρτήματα δεν μας ζήτησε λόγο, αλλά επιπλέον συγχώρησε αυτά με το βάπτισμα της παλιγγενεσίας και μας χάρισε δικαιοσύνη και αγιότητα. «Τι λοιπόν θα συμβεί», θα έλεγε κάποιος, «εάν κάποιος, αφού καταξιώθηκε των ιερών μυστηρίων από πολύ μικρή ηλικία, διαπράξει μετά από αυτά μύρια αμαρτήματα;». Αυτός λοιπόν είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας. Διότι για τα ίδια αμαρτήματα δεν υποφέρουμε τις ίδιες τιμωρίες, αλλά πολύ αυστηρότερες, όταν αμαρτήσουμε μετά τη μυσταγωγία του Βαπτίσματος. Και αυτό το βεβαιώνει ο Παύλος, ο οποίος λέγει: «ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;(: Εάν κανείς παραβεί τον μωσαϊκό Νόμο, καταδικάζεται χωρίς καμία επιείκεια σε θάνατο “επί τη βάσει της καταθέσεως δύο η τριών μαρτύρων”. Για πόσο όμως χειρότερες τιμωρίες νομίζετε, ότι θα κριθεί ένοχος εκείνος, που καταπάτησε με πείσμα και περιφρόνηση τον Υιό του Θεού και θεώρησε το Τίμιο Αίμα Του ευτελές και ανάξιο προσοχής, με το οποίο εντούτοις Αίμα ο ίδιος είχε πάρει τον αγιασμό, και ο οποίος παρ' όλ' αυτά ύβρισε, περιφρόνησε και χλεύασε το Άγιο Πνεύμα, που παρέχει την χάριν;)»[Εβρ.10,28-29].Αυτός θα είναι, λοιπόν, άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας.
Εντούτοις ο Θεός άνοιξε και γι’ αυτόν τις πόρτες της μετανοίας και του έδωσε πολλές ευκαιρίες, αν το θελήσει βεβαίως, να απαλλαγεί από τα αμαρτήματά του. Σκέψου, λοιπόν, πόσο μεγάλες είναι αυτές οι αποδείξεις της φιλανθρωπίας του Θεού, η δια της χάριτος χορήγηση της αφέσεως και ο μη κολασμός του και μετά τη χορήγηση της χάριτος αμαρτήσαντος και αξίου κάθε τιμωρίας, επιπλέον δε και η διάθεση σε αυτόν χρόνου και προθεσμίας απολογίας.
Για όλα αυτά, ο Ιησούς έλεγε στον Νικόδημο: «Δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό Του για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο». Δύο είναι οι παρουσίες του Χριστού, αυτή που ήδη έχει γίνει και η μέλλουσα, αλλά δεν έχουν τον ίδιο σκοπό και οι δύο, αλλά η μεν πρώτη έγινε όχι για να εξετάσει τα όσα πράξαμε, αλλά για να τα συγχωρήσει, ενώ η δεύτερη θα γίνει όχι για να συγχωρήσει, αλλά για να κρίνει. Γι’ αυτό περί της μεν πρώτης λέγει: «Δεν ήλθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο», περί δε της δεύτερης: «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων(:Όταν δε έλθει ο Υιός του ανθρώπου με όλη την δόξα του Πατρός του, τότε θα τοποθετήσει τα πρόβατα προς τα δεξιά του και τα ερίφια προς τα αριστερά του)»[Ματθ.25,31-33], «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον (:Και θα μεταβούν οι μεν αμαρτωλοί σε κόλαση αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια»[Ματθ.25,46].
Κι όμως και η πρώτη παρουσία του Χριστού ήταν και παρουσία κρίσεως κατά την αυστηρή λογική. Γιατί; Διότι προ της παρουσίας Του υπήρχε άγραφος φυσικός νόμος και προφήτες, επίσης γραπτός νόμος και διδασκαλία και άπειρες υποσχέσεις και ποινές και πολλά άλλα, που μπορούσαν να επανορθώσουν το κακό. Και το επακόλουθο όλων αυτών ήταν να ζητήσει ευθύνες. Αλλά επειδή είναι φιλάνθρωπος, δεν κρίνει, αλλά συγχωρεί μέχρις ενός σημείου. Διότι, εάν έκρινε, τότε όλοι ανεξαιρέτως θα χάνονταν. «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(:Διότι όλοι αμάρτησαν και στερούνται της δόξης του Θεού)», λέγει ο Απόστολος[Ρωμ.3,23].Βλέπεις πόσο υπερβολικά μεγάλη είναι η φιλανθρωπία Του;
« Εκείνος που πιστεύει στον Υιό δεν κρίνεται, εκείνος όμως που δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί». Αλλά τότε, εάν δεν ήλθε γι' αυτό, για να κρίνει δηλαδή τον κόσμο, πώς εκείνος που δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί, αφού δεν έφθασε ακόμη ο καιρός της κρίσεως; Ή εννοεί τούτο, ότι δηλαδή η απιστία χωρίς μετάνοια είναι άξια τιμωρίας, διότι το να μένει κανείς χωρίς το φως είναι καθ’ εαυτό μεγάλη τιμωρία, ή προαναγγέλλει τα μέλλοντα. Όπως ακριβώς εκείνος που φονεύει, και στην περίπτωση ακόμη που δεν καταδικαστεί από τον δικαστή, έχει ήδη καταδικαστεί από αυτήν την ίδια τη φύση της πράξεώς του, τοιουτοτρόπως και ο άπιστος. Επειδή και ο Αδάμ, από την ημέρα που έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό, πέθανε· διότι αυτή ακριβώς ήταν και η απόφαση του Θεού: «ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε(:Από το δέντρο όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέρα κατά την οποία θα φάγετε από τον καρπό του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωριστείτε από εμένα, που σας έδωσα την ζωή”)»[Γεν.2,17],μολονότι βεβαίως ζούσε.
Πώς λοιπόν πέθανε; Κατά την απόφαση και κατά τη φύση του πράγματος. Διότι εκείνος που ο ίδιος καθιστά τον εαυτό του υπεύθυνο της τιμωρίας έχει ήδη τιμωρηθεί, αν όχι μέχρις ενός σημείου πραγματικά, αλλά πνευματικά. Και για να μη νομίσει κανείς, ότι μπορεί να αμαρτάνει ατιμώρητα, όταν ακούει, «Δεν ήλθα για να καταδικάσω τον κόσμο», αφαιρεί και αυτήν την πρόφαση λέγοντας «έχει ήδη κριθεί». Επειδή δηλαδή, επρόκειτο να έλθει η κρίση και δεν είχε έλθει ακόμη, με τον τρόπο αυτόν, μεταφέρει κοντά το φόβο της τιμωρίας και δείχνει ήδη την κόλαση. Και αυτό επίσης είναι απόδειξη της μεγάλης Του φιλανθρωπίας, το ότι όχι μόνο έδωσε τον Υιό Του, προς σωτηρία των ανθρώπων, αλλά και το να αναβάλλει τον καιρό της κρίσεως για να δοθεί ευκαιρία στους αμαρτωλούς και τους απίστους να απονίψουν τα πλημμελήματά τους.
[…] Με αυτά λοιπόν τα λόγια, τους στερεί από κάθε απολογία. «Διότι», λέγει, «αν μεν είχα έλθει για να τους τιμωρήσω και να ζητήσω ευθύνες των πράξεών τους, μπορούσαν να ισχυρισθούν: γι’ αυτό απομακρυνθήκαμε. Τώρα έχω έλθει για να τους βγάλω από το σκοτάδι και να τους οδηγήσω στο φως». Και ποιος θα μπορούσε να λυπηθεί εκείνον, που δε θέλει να μεταβεί από το σκότος στο φως; «Διότι ενώ δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν σε τίποτε», λέγει, «αλλά αντιθέτως έχουν χίλιες φορές ευεργετηθεί, απομακρύνονται από μας». Επειδή ακριβώς υπάρχουν μερικοί τόσο οκνηροί και μαλθακοί στους κόπους της αρετής, ώστε να θέλουν να παραμένουν στην αμαρτία από την πρώτη έως την τελευταία τους πνοή και να μην απομακρύνονται από αυτήν ποτέ, αυτούς επισημαίνει εδώ, για να τους προσβάλλει. «Επειδή δηλαδή ο Χριστιανισμός απαιτεί και ορθότητα των δογμάτων και εντιμότητα ηθών, φοβήθηκαν», λέγει, «να έλθουν προς εμάς, επειδή δεν ήθελαν να επιδείξουν ορθή ζωή». Και εκείνον μεν που ζει στην ειδωλολατρία, δεν θα μπορέσει να τον ελέγξει κανείς. Διότι εκείνος που λατρεύει τέτοιους θεούς και έχει εορτές όμοιες με τους θεούς αισχρές και γελοίες, επιδεικνύει έργα ανάξια των δογμάτων. Εκείνοι όμως που λατρεύουν τον Θεό, εάν ζουν ραθύμως, όλοι τους επιτιμούν και τους κατηγορούν. Τόσο πολύ αξιοθαύμαστη είναι η δύναμη της αλήθειας ακόμη και στους εχθρούς της.
[…][από τον επίλογο της ομιλίας ΚΖ΄]: Ας αισθανθούμε ντροπή λοιπόν ενώπιον της μεγάλης αυτής αγάπης και της μακροθυμίας του Κυρίου, διότι ο Θεός δεν λυπήθηκε για χάρη μας ούτε τον μονογενή Υιό Του, εμείς όμως και τα υλικά αγαθά λυπούμαστε να τα προσφέρουμε σε συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη. Προς χάρη του Χριστού δεν τηρούμε ούτε αυτό το μέτρο της ευγνωμοσύνης. Αλλά εκείνος μεν έδωσε την ζωή Του για χάρη μας και έχυσε το πολύτιμο αίμα Του για εμάς, που δεν υπήρξαμε ούτε αγαθοί ούτε ευγνώμονες, εμείς όμως τίποτα δεν κάνουμε για να Του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, αντιθέτως αρκετές φορές φαινόμαστε αχάριστοι και ανελεήμονες. Δε λυπάμαι τόσο τους φτωχούς, όσο τις ψυχές τις δικές σας. Εκείνοι, κι αν δεν τους την προσφέρετε εσείς, θα βρουν ωστόσο από κάπου κάποια ανακούφιση. Μα κι αν δεν βρουν ανακούφιση, αλλά πεθάνουν από την πείνα , δεν είναι μεγάλη η ζημία τους. Τι τον έβλαψε το Λάζαρο η φτώχεια και η αδιάκοπη πείνα του; Εσάς όμως κανένας δε θα σας βγάλει από τη γέεννα, αν δε σας βοηθήσουν οι φτωχοί. Θα προβάλουμε μήπως τα ίδια με τον πλούσιο εκείνο αφέντη του πτωχού Λαζάρου, που βασανίζεται αδιάκοπα και καμιά παρηγοριά δε βρίσκει; Αλλά, μη γένοιτο, μακάρι κανένας να μην ακούσει ποτέ τους λόγους τούτους, αλλά να γίνει δεκτός μέσα στους κόλπους τους Αβραάμ, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μετά του οποίου ανήκει η δόξα στον Πατέρα ταυτόχρονα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 13, Υπόμνημα στον άγιον Ιωάννην, τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν , ομιλίες ΚΖ΄ και ΚΗ΄(κατ’επιλογήν), σελίδες 431-443 και 448-453.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72 , σελίδες 142-150 (ή 67-71 του PDF) και 154-158 ( σελ. 73- 75 του PDF)[https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLT091aXUwVTc5Wkk/view]
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΠΗΓΗ:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου