Ψυχή (=οὐσία + ἐνέργεια). Οἱ δυνάμεις της εἶναι ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἡ δόξα, ἡ φαντασία καί ἡ αἴσθηση
«Στόν Θεό, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει οὐσία καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες συνάπτονται διηρημένως καί διαιροῦνται συνημμένως. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀδιαιρέτου διαιρέσεως οὐσίας καί ἐνεργείας. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές.
Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἡ ψυχή (ἔχει) διαιρεῖται ἀδιαιρέτως σέ οὐσία καί ἐνέργεια.
Αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρέπει νά κινεῖται ἀγαπητικά πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν δύναμη τῆς ψυχῆς, , πρέπει νά τήν κατευθύνουμε πρός τό καλό, πρός τόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέρων Πορφύριος: «Ὁ Θεός ἔχει βάλει μία δύναμη μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπ' αὐτόν ἐξαρτᾶται πῶς τή διοχετεύει, γιά τό καλό ἤ γιά τό κακό. Ἄν τό καλό τό παρομοιάσομε μέ ἀνθόκηπο γεμάτο λουλούδια, δέντρα καί φυτά, ἐνῶ τό κακό μέ ἀγκάθια καί τή δύναμη μέ νερό, τότε μπορεῖ νά συμβεῖ τό ἑξῆς: ὅταν τό νερό τό διοχετεύσομε πρός τόν ἀνθόκηπο, τότε ὅλα τά φυτά ἀναπτύσσονται, πρασινίζουν, ἀνθίζουν, ζωογονοῦνται· τήν ἴδια στιγμή τ' ἀγκάθια, ἐπειδή δέν ποτίζονται, μαραίνονται, χάνονται. Καί τό ἀντίθετο»[1].
Ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Νοῦς, Λόγος καί Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις, νοῦ, λόγο καί πνεῦμα[2].
Ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στά φυσικά καί θεολογικά κεφάλαιά του, τό πνεῦμα πού ζωοποιεῖ τό σῶμα εἶναι «ὁ νοερός ἔρως τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτό τό πνεῦμα «ἐκ τοῦ νοῦ ἐστί καί τοῦ λόγου ἐστί∙ καί ἐν τῷ λόγῳ καί τῷ νῷ ἐστί· καί ἐν αὐτῷ ἔχει τόν τε λόγον καί τόν νοῦν»[3].
Αὐτήν τήν δύναμη τήν τριπλῆ (νοῦς, λόγος καί πνεῦμα) πρέπει νά τήν κατευθύνουμε, νά τήν «ἀναφέρουμε» στόν Θεό. Αὐτό τόνιζε ὁ σοφός Γέροντας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματη, ἀόρατη στούς σωματικούς ὀφθαλμούς, λογική καί νοερά, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί τοῦ δίδει ζωή, αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή δηλαδή ἐθελότρεπτη, κτιστή[4].
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν διδασκαλία του ἀναφέρει ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι τρεῖς: α) ἡ θρεπτική, β) ἡ φανταστική καί ὁρμητική, γ) ἡ λογιστική καί νοητική.
Τῆς θρεπτικῆς δυνάμεως μετέχουν τά φυτά. Τῆς θρεπτικῆς, τῆς φανταστικῆς καί ὁρμητικῆς μετέχουν τά ἄλογα ζῶα, τῆς δέ λογιστικῆς καί νοητικῆς μαζί μέ τίς προηγούμενες μετέχουν οἱ ἄνθρωποι.[5]
Στόν ἄνθρωπο, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «ἑνώθηκε σέ ἕνα ὁ νοῦς καί ἡ αἴσθηση. Μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς αἴσθησης ὑπάρχει ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διαθέτει νοῦ, φαντασία, δόξα, διάνοια, καί αἴσθηση.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί μόνος αὐτός ἀπ' ὅλα τά ἐγκόσμια, ἐάν θέλη, μπορεῖ νά γνωρίση τόν Θεό καί νά γίνη κατά Χάρη Θεός. «...νοῦς, ὅς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καί Θεόν οἶδε καί μόνος τῶν ἐγκοσμίων Θεός, εἰ βούλεται, γίνεται».
Ἡ αἴσθηση ὄχι μόνον γνωρίζει τά μέτρα καί τά μεγέθη καί τίς ποικίλες ποιότητές της, ἀλλά γνωρίζει τά οὐράνια σώματα καί τίς κινήσεις τους καί ἔτσι εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐπιστήμης. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ αἴσθηση εἶναι ἡ ἄλογος δύναμη «γνωστική καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν παρόντων». Γνωρίζει καί ἀντιλαμβάνεται ὅλα τά αἰσθητά πράγματα.
Ἡ φαντασία ἔχει τήν ἀρχή στήν αἴσθηση καί ἐνεργεῖ καί ἀπόντων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Εἶναι τό ταμεῖο τῶν αἰσθήσεων.
Ἡ δόξα προέρχεται ἀπό τήν φαντασία καί εἶναι ψῆφος ἄλογος. Ἡ δόξα εἶναι ἡ γνώμη πού ἔχουμε γιά κάθε ζήτημα, γιά κάθε ἀντικείμενο. Καί αὐτή ἡ γνώμη, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, προέρχεται ἀπό τήν φαντασία, πού ἔχει ἀρχή της τήν αἴσθηση.
Ἡ διάνοια «λογική μέν ἐστιν ἀεί, διεξοδικῶς δέ πρόεισιν εἰς τήν μετά λόγου δόξαν ἀποτελευτῶσα». Δηλαδή, ἡ διάνοια εἶναι ἐκείνη ἡ λογική δύναμη πού ὁλοκληρώνει τήν δόξα.
Καί ἐνῶ ὁ νοῦς «αὐτοτελής ἐστιν οὐσία καί καθ' ἑαυτήν οὖσα ἐνεργητική» καί δέν ὑπάρχει κανένα ὄργανο τοῦ νοῦ, ἐν τούτοις ὅλες οἱ ἄλλες δυνάμεις ἐνεργοῦν μέ πρῶτο ὄργανο «τοῦ ψυχικοῦ ἐν ἐγκεφάλῳ πνεύματος».
Γίνεται αὐτή ἡ διαίρεση ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ γιά νά δοθῆ ἡ δυνατότητα νά δοῦμε τήν μεγάλη ἀξία τοῦ νοῦ ἐν σχέσει μέ τίς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
Ἡ αἴσθηση εἶναι ἄλογη δύναμη τῆς ψυχῆς καί γι' αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀνυψωθῆ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Οἱ ἄλλες δύο δυνάμεις, δηλαδή ἡ δόξα καί ἡ διάνοια, ἔστω καί ἄν εἶναι λογικές, ἐν τούτοις δέν εἶναι ἀποδεσμευμένες ἀπό τήν φαντασία, ἡ ὁποία εἶναι ταμεῖο τῶν αἰσθήσεων, καί γι' αὐτό εἶναι ἀκατάλληλες νά γνωρίσουν τόν Θεό, ἀφοῦ ἐνεργοῦν διά τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος, ὡς ὀργάνου, καί, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ πνεύματος». Γι' αὐτό μόνον ὁ νοῦς εἶναι τό ὄργανο ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά γίνει κατά Χάρη Θεός. Μέσα στόν νοῦ ἀποκτᾶται ὁ ἔρως πρός τόν Θεό.
Γι' αὐτό, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ὁ ἔρως πρός τόν Θεό δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τίς αἰσθήσεις καί τίς φαντασίες, ἀλλά μέ τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει προηγουμένως καθαρθῆ (δηλ. ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωση στή λογική καί τήν αἴσθηση, πού ἐνεργοῦν διά τοῦ ἐγκεφάλου) καί δέχεται τήν ἔλλαμψη τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ὁ νοῦς, ἄν ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν φορά πρός τά κάτω καί στραφῆ πρός ἑαυτόν, τότε «γίνεται καί τῆς κρείττονος καί ὑψηλοτέρας ἐνεργείας», διά τῆς ὁποίας μόνον ἑνώνεται μέ τόν Θεό.
Αὐτό βέβαια προϋποθέτει τήν νέκρωση τῶν ἀλόγων (αἴσθηση, φαντασία, δόξα) καί λογικῶν (διάνοια) ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς, ὥστε ὁ νοῦς νά μή διαχέεται στόν αἰσθητό κόσμο καί στά κτίσματα, καί ἔτσι νά ἐπιστρέψη πρός τόν ἑαυτό του, ἀπό τήν προηγουμένη διάχυση, νά ἔλθη στήν καρδιά καί διά τῆς καρδιᾶς νά ἀνέλθη πρός τόν Θεό. Ἔτσι θά ἀποκτήση τήν κοινωνία καί τήν γνώση τοῦ Θεοῦ»[6].
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό σῶμα καί ψυχή, πού εἶναι κτιστά· τοῦ δόθηκε ἐπίσης μέ τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι ἄκτιστο.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τήν πατερική σοφία ἔχει τρία μέρη: Τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό. Αὐτά ἀλληλοεπηρρεάζονται καί ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο ὅλο.
Ὁ γέροντας γνώριζε ὅτι ὅταν ταράζεται τό θυμικό τότε σκοτίζεται καί τό λογιστικό τῆς ψυχῆς.
Ἔλεγε κάποτε: «Ἤμουν στή σκήτη μας στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ μιά μέρα, οἱ ὑποτακτικοί μου βρίσκονταν σέ ἐκνευρισμό, διότι ἕνας μάνταλος σφηνώθηκε στήν πόρτα καί δέν μποροῦσαν νά τόν ἀπελευθερώσουν. Προσπαθοῦσαν, τόν χτυποῦσαν, τόν τραβοῦσαν, θύμωναν, τίποτα: ὁ μάνδαλος ἐκεῖ σφηνωμένος. Τότε σηκώθηκα καί τούς εἶπα νά τόν ἀφήσουν σέ μένα. Τόν πρόσεξα καλά, ἔκανα μιά ἁπλή κίνηση καί τόν ἀπέλευθέρωσα. Οἱ μοναχοί μέ κοίταζαν μέ θαυμασμό. Τούς λέω: Τί μέ κοιτᾶτε ἔτσι, βρέ εὐλογημένοι; Δέν ἔκαμα τίποτα σπουδαῖο, μία κίνηση ἔκαμα, ἀλλά τήν ἔκαμα μέ προσευχή καί ἡρεμία. Ἐσεῖς, ἔτσι πού εἴχατε νευριάσει, δέ θά ἐλευθερώνατε τόν μάνταλο οὔτε μέχρι αὔριο. Ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ταραγμένη, θολώνει τό λογικό καί δέ βλέπει καθαρά. Μόνον ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ἥρεμη, φωτίζει τό λογικό, γιά νά βλέπει καθαρά τήν αἰτία κάθε πράγματος»[7]. (Στό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο, Ἀθῆναι 1995, σελ. 118).
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου).
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου).
[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 287.
[2] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Φιλοκαλία Δ’, 145, λστ’, -146, λζ’
[3] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 147, λη’.
[4] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 152: «Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κάτ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καί τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καί αἰσθήσεως καί γεννήσεως παρεκτική... αὐτεξούσιος, θελητική τε καί ἐνεργητική, τρεπτή ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή, πάντα ταῦτα κατά φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτήν χάριτος εἰληφυία, ἐξ ἧς καί τό εἶναι καί τό φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν».
[5] Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λβ’.
[6] Μητρ. Ἱερόθεου Βλάχου, Θεραπευτική ἀγωγή, Γ΄ ἔκδοση, 1993, σελ. 38-40.
[7] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 213.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου