Για να προχωρήση ο λόγος με ειρμό και τάξι, ας σου υπενθυμίσω, αγαπητέ μου, τι είδους είναι και ποια τα ηδονικά αντικείμενα της κάθε αισθήσεως και πώς πρέπει να προφυλάσσης το νου σου απ’ αυτά. Και να, το πρώτο αισθητήριο, το οποίο συναντούμε, είναι εκείνο της οράσεως, της βασιλικώτερης από τις αισθήσεις, σύμφωνα με τους φυσικούς αυτής που εξαρτάται από το ψυχικό πνεύμα και που είναι συγγενής του νου, κατά τους θεολόγους [1]˙
της πιο γνωστικής από τις άλλες και γι’ αυτό της πιο έμπιστης κατά τους μεταφυσικούς αν βέβαια, σύμφωνα με την παροιμία˙ «Τα μάτια είναι πιο έμπιστα από τα αυτιά»˙ και˙ «Τα μάτια είναι τα δύο λυχνάρια του σώματος», σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου (Ματθ. 6,22). Ακόμα, τα μάτια είναι οι δύο φωστήρες του προσώπου, σύμφωνα με τους αστρονόμους οι δυο πρώτοι κλέφτες της αμαρτίας, σύμφωνα με τους ηθικούς φιλοσόφους, τα δυο πλοκάμια της ψυχής, όπως τα ονομάζει κάποιος σοφός, τα οποία απλώνοντάς τα σαν χταπόδι η ψυχή, συλλαμβάνει από μακρυά αυτά που της αρέσουν. Ή, για να μιλήσω σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο˙ τα μάτια είναι τα δύο ασώματα χέρια με τα οποία η ψυχή πιάνει τα αγαπητά ορατά και από μακρυά˙ και όσα από αυτά δεν μπορεί να τα πιάση με τα χέρια (όπως είναι μάλιστα τα ωραία μάτια), αυτά τα πιάνει πάλι με τα μάτια και τα απολαμβάνει. Γιατί και η όρασι, αφή είναι, πιο λεπτή βέβαια από την αφή των χεριών, παχύτερη όμως από την αφή της φαντασίας και του νου, όπως λέει πάλι ο Βασίλειος: «Με την αφή λοιπόν κάποιου και η όψι την ψυχή εξαπατά προς την ηδονή, με τις βολές των ματιών, σαν με κάποια ασώματα χέρια, αγγίζοντας και από μακρυά, όσα θέλει˙ και όσα με τα χέρια του σώματος δεν μπορεί να τα αγγίξη, αυτά με τις βολές των ματιών τα αγκαλιάζει με πάθος» (Λόγ. περί Παρθενίας). Γι’ αυτό και ο θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Ψηλαφίζουν τα μάτια και αυτά που δεν μπορούν να ψηλαφισθούν».
Από αυτούς λοιπόν τους οφθαλμούς, να απομακρύνης την θεωρία και τα κάλλη εκείνων των σωμάτων, τα οποία παρακινούν την ψυχή σε αισχρούς και ανάρμοστους έρωτες. Γιατί άκουσες τον μεγάλο πατέρα Βασίλειο να λέη: «Μην εστιάζετε τα βλέμματα στις επιδείξεις των θαυματοποιών, ή στη θέα των σωμάτων τα οποία ξαναφυτεύουν το κεντρί της ηδονής» (Λόγ. προς τους νέους). Ακούς και τον Σολομώντα που φωνάζει: «Τα μάτια σου ας βλέπουν απονήρευτα και ίσια και όχι δόλια, και τα βλέφαρά σου ας κάμνουν δίκαια νεύματα» (Παρ. 4, 25). Ακούς και τον Ιώβ να διαμαρτύρεται˙ «Έκανα συμφωνία με τα μάτια μου και γι’ αυτό δεν θα δώσω προσοχή σε κόρη ανύπανδρη» (Ιώβ 31, 1). Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, δώσε όλη στου την προσοχή σ’ αυτή την αίσθησι. Γιατί πρώτον, αυτή η αίσθησι μοιάζει, όπως είπαμε με κάποιο κλέφτη, ή καλλίτερα, είναι πρώτη ανάμεσα στους κλέφτες. Γιατί γρήγορα συναρπάζοντας τον νου και διολισθαίνοντας εν ριπή οφθαλμού (το οποίο λέγεται πάλι γι’ αυτή) τρέχει στον τόπο της αμαρτίας εκεί κοιτάζει με πάθος˙ προσβάλλεται από το κάλλος του ειδώλου˙ το τυπώνει αμέσως μέσω της διασποράς των πνευμάτων στον εγκέφαλο˙ η ψυχή ευχαριστήθηκε με το είδωλο και έστειλε την όρεξι και την επιθυμία στο θάλαμο της καρδιάς και κατεργάσθηκε αμάρτυρη την αμαρτία, κατά τον μέγα Βασίλειο (Λόγ. εις το πρόσεχε σεαυτώ). Και αυτό είναι εκείνο που είπε ο Κύριος: «Κάθε άνθρωπος που βλέπει μια γυναίκα και την επιθυμεί, ήδη διέπραξε μ’ αυτή μοιχεία μέσα στην καρδιά του» (Ματθ. 5, 28). Γι’ αυτό και ο Σολομών μας εμποδίζει από το να πιαστούμε από τα μάτια μας λέγοντας: «Μη σε σκλαβώση η ομορφιά της επιθυμίας, μην αιχμαλωτισθής με τα μάτια σου». (Παρ. 6, 25). Μάλιστα ο θεολόγος Γρηγόριος προχωρώντας περισσότερο εμποδίζει ακόμη και αυτό το διαπεραστικό βλέμμα. Γιατί προσθέτει στα λόγια του Σολομώντα και λέγει τα εξής: «Να μην αφήσης να σε συναρπάσουν τα βλέφαρά σου, αν είναι δυνατόν, μέχρι παροράματος» (Λόγ. εις την Καινήν Κυριακήν). Ερμηνεύοντάς το αυτό ο σχολιαστής Νικήτας λέει τα εξής «Μη συναρπασθής με τα μάτια σου, όχι μόνο από περίεργη και ποικίλη θέα, αλλά αν είναι δυνατόν, ούτε απ’ αυτή που προσβάλλει τυχαία και από παραδρομή, μένοντας ασφαλής ακόμα και απ’ αυτό το παρόραμα που συναρπάζει το βλέμμα˙ για την δυσκολία του πράγματος όμως προβάλλεται το, αν είναι δυνατόν. Γιατί η όρασι είναι απλά το να βλέπης από την άλλη, το να κοιτάς με περιέργεια και το να παραβλέπης είναι σαν πλεονασμός και έλλειψι.
Τι πρέπει να κάνη κανείς όταν συναρπασθή από τα μάτια
Αλλά αν φθάση ποτέ αυτός ο κλέφτης στο σημείο να σε συναρπάση, αγωνίσου τουλάχιστον, να μην αφήσης το είδωλο της Αφροδίτης, δηλαδή της αισχρής επιθυμίας, να τυπωθή στην ψυχή σου. Πώς; Ή καταφεύγοντας στο Θεό με την προσευχή, που είναι και το ασφαλέστερο, αφού: «Η σωτηρία είναι μόνο από τον Κύριο», κατά τον ψαλμωδό (Ψαλμ. 3,9), ή στρέφοντας τη φαντασία σου σε κάποιο άλλο πνευματικό νόημα, ώστε να εξαλείψη η φαντασία την φαντασία και το είδωλο το είδωλο˙ γιατί σύμφωνα με την παροιμία, ο πάσσαλος χτυπά τον πάσσαλο. Παρόμοια εργασία φαίνεται να έκαμνε και ο θεολόγος Γρηγόριος λέγοντας: «Η όψι με συνάρπασε, αλλά άντεξα. Δεν έστησα είδωλο της αμαρτίας. Το είδωλο αναχαιτίσθηκε; Τη δοκιμή αποφύγαμε» (Εις τους τετραστ. Ιάμβους). Ακούς; Αναχαιτίστηκε λέει το είδωλο της αμαρτίας και δεν τυπώθηκε στη φαντασία, ελευθερώθηκε αμέσως ο άνθρωπος από τη δοκιμή, δηλαδή από τη συγκατάθεσι ή και την διάπραξι της αμαρτίας. Εάν όμως ο διάβολος δεν παύη να σ’ ενοχλή με εκείνο το είδωλο του προσώπου που έφτασε στο σημείο να τυπωθή στη φαντασία σου, ο θείος Χρυσόστομος και η Αγία Συγκλητική σε συμβουλεύουν να χρησιμοποιήσης την εξής μέθοδο για να λυτρωθής από την προσκόλλησι σ’ αυτό: Δηλαδή, «βγάλε από το μυαλό σου τα μάτια εκείνης της μορφής αφαίρεσε τις σάρκες, κόψε τα χείλη του από τα μάγουλα, αφαίρεσε το όμορφο δέρμα που φαίνεται εξωτερικά και στοχάσου ότι, αυτό που κρύβεται από κάτω, είναι τόσο σιχαμερό, ώστε άνθρωπος που υποφέρει να το βλέπη χωρίς μίσος και αηδία. Γιατί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά γδαρμένο κρανίο και αηδιαστικό οστό, γεμάτο από αίμα και φοβερό στη θέα». Και ο Χρυσόστομος λέγει τα εξής: «Μη προσέχης λοιπόν ούτε εδώ στο άνθος˙ αλλά προχώρησε με τον λογισμό βαθύτερα και αφαιρώντας εκείνο το καλό δέρμα με τον λογισμό, να περιεργάζεσαι αυτά που βρίσκονται κάτω απ’ αυτό» (Λόγ. ζ’ εις την προς Κορ. β’). Και η πολύ σοφή Συγκλητική λέει τα εξής: «Εάν βέβαια συμβή η φαντασία απρεπούς όψεως στα χωρία της σκέψεως, πρέπει να τιμωρήται με την λογική˙ και έτσι ας αποκόπτη τους οφθαλμούς από το είδωλο˙ ας αφαιρή τις σάρκες από τα μάγουλα και ας κόβη τα χείλη˙ και τότε ας βλέπη ένα άσχημο μείγμα γυμνών οστών και έτσι θα γίνη κατανοητό τι ήταν το ποθούμενο˙ γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να αναχαιτισθή ο λογισμός της ματαίας πλάνης˙ γιατί το αγαπητό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μόνο αίμα αναμεμιγμένο με φλέγμα… Και ακόμα θα ήταν από κάθε άποψι σωστό, το ερωμένο να σκιαγραφήται στο λογισμό σαν δύσοσμες πληγές και γεμάτες σαπίλα, για να μιλήσω και σύντομα, και να φαίνεται σαν νεκρό στους εσωτερικούς οφθαλμούς γιατί έτσι είναι δυνατόν να απομακρυνθή κανείς από την ηδυπάθεια» (Ο μέγας Αθανάσιος εις τον βίον της Αγίας Συγκλητικής).
___________________________
Υποσημείωσις:
1. Λέγει και ο άγιος και θεολογικώτατος Μάρκος Εφέσου στο η’ κεφάλαιο για το αισθητό φως τα εξής: «Η δύναμις του οράν δεν είναι ξένη της άυλης ψυχής διότι εξαρτάται από το ψυχικό πνεύμα, όπως ισχυρίζονται όσοι ασχολήθηκαν πολύ με αυτά».
(Από το βιβλίο:” Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
(Πηγή: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια: Σοφία Μερκούρη)
https://alopsis.gr/η-φυλακή-της-οράσεως-τι-είναι-η-όρασις/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου