ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ [:Λουκ.15,11 – 32]
Ομιλία αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου,
«Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου»
[Μέρος πρώτο]
Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (διότι μέσω αυτής «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν(:ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε)»[Πράξ.17,28])· και μάλιστα σε τούτον τον καιρό έχουμε χρέος να το κάνουμε αυτό, για να υπάρξει κοινή ωφέλεια και για να ευεργετηθούν οι αστέρες που πρόκειται να ανατείλουν από την κολυμβήθρα[: όσοι κατηχούμενοι επρόκειτο σε λίγο να βαπτιστούν]. Καθώς και αυτοί μέσω αυτής θα λάμψουν και εμείς μέσω αυτής σωθήκαμε και σωζόμαστε· αυτή δόθηκε από τον Δημιουργό Θεό και Πατέρα μας σε μας αντί κληρονομίας.
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά ακριβώς που είπε ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλάνθρωπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλη την παραβολή για τον Άσωτο, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσεγγίζουμε τον Απροσπέλαστο και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
«Ἄνθρωπός τις(:ένας άνθρωπος)», λέγει , «εἶχε δύο υἱούς(:είχε δύο γιους)». Ο Σωτήρας εδώ ομιλεί όχι με τρόπο που να παρουσιάζει ευδιάκριτα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης, αλλά με παραβολές. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα Του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπο, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνα, για να δείξει την στοργή του Θεού προς τους ανθρώπους. «Κάποιος άνθρωπος», λέγει, «είχε δύο υιούς». Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι γνωρίσματα είχαν αυτοί οι δύο υιοί; Αντιπροσωπεύουν ο ένας τους δικαίους και ο άλλος τους αμαρτωλούς. Ο ένας γιος αντιπροσωπεύει αυτούς που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και ο άλλος γιος, ο άσωτος, αυτούς που παρέβαιναν τις δεσποτικές εντολές.
«Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί(:Και είπε ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα του)». Και ποιος είναι αυτός ο νεότερος υιός; Αυτός που έχει αστάθεια γνώμης και παρασύρεται εδώ και εκεί από τους φρέσκους πρωινούς ανέμους της νεότητας. Και εκ φύσεως μεν αναγνώρισε Αυτόν που τον έπλασε ως Πατέρα, αλλά από την κακή του προαίρεση δεν απέδωσε την πρέπουσα τιμή σε Αυτόν που τον δημιούργησε. Και λέγει: «Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας(:Πατέρα, δώσε μου το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει)». Καλώς ζήτησε από τον Θεό τον θεϊκό πλούτο, αλλά κακώς δαπάνησε όσα έλαβε. «Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον(:και ο πατέρας μοίρασε και στους δύο του γιους την περιουσία)». Και έδωσε σε αυτούς, ως Κτίστης, όλη την κτίση. Παρείχε σε αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, ώστε από τον ορθό λόγο καθοδηγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Όρισε σε αυτούς τον νόμο Του, τον φυσικό και τον γραπτό, σαν ένα θείο παιδαγωγό, ώστε από τον νόμο παιδαγωγούμενοι, να εφαρμόσουν τη βούληση του Νομοθέτου.
«Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν(:ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και ταξίδεψε σε χώρα μακρινή)»· ο νεότερος λοιπόν υιός, ωσάν νεότερος ενήργησε, και έφυγε σε χώρα μακρινή. Απομακρύνθηκε από τον Θεό και στάθηκε σε απόσταση και ο Θεός απ’ αυτόν· ο Θεός δεν εξαναγκάζει με τη βία εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί σε Αυτόν. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελεύθερης προαίρεσης και όχι εξαναγκασμού. «Καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(:εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας μια ζωή άσωτη και ακόλαστη)». Εκεί όλο τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί με σαρκικές τέρψεις ναυάγησε. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατάντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και παζαρευόμενος γέλωτες, κέρδισε αιτίες δακρύων. Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε, τις απέκτησε.
«Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην(:όταν ο νεότερος γιος ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι αυτός άρχισε να στερείται)». Αφού δαπάνησε λοιπόν όλο τον πλούτο του (γιατί είναι εκ φύσεως αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που περνούν τον βίο τους με αισχρό τρόπο), έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου δεν έχει φυτευτεί η άμπελος της εγκρατείας, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου το σταφύλι της αγνότητας δεν ληνοπατείται, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου ο ουράνιος μούστος δεν ξεχειλίζει, εκεί «λιμός ἰσχυρός», πείνα φοβερή. Όπου υπάρχει ευφορία κακών, εκεί σε κάθε περίπτωση υπάρχει και ακαρπία αγαθών. Όπου υπάρχει αφθονία πράξεων πονηρών, εκεί σε κάθε περίπτωση θα υπάρχει έλλειψη των αρετών. Όπου δεν πηγάζει το έλαιο της φιλανθρωπίας, εκεί «λιμός ἰσχυρός».
«Καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(:τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής και να πεινάει)». Γιατί δεν απέμειναν σε αυτόν, παρά μόνο τα κακά της ακράτειάς του, επειδή έπραξε τα κακά της ηθικής έκλυσης. «Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης (:και ο άσωτος γιος εξαιτίας των στερήσεων και της πείνας του πήγε και προσκολλήθηκε ως δούλος σ’ έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας)». Και πολίτες εκείνης της χώρας όπου είχε μεταναστεύσει ήσαν οι δαίμονες. «Καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους(:και τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους, ζώα δηλαδή ακάθαρτα, που προκαλούσαν την αηδία και την αποστροφή σ’ έναν Ιουδαίο, όπως ήταν ο νεότερος γιος)». Γιατί με τέτοιον τρόπο τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Με τέτοιον τρόπο αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν· τέτοιες δωρεές χαρίζουν σε αυτούς που τους υπακούουν.
«Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι(:και επιθυμούσε ο νεότερος γιος να γεμίσει την κοιλιά του με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι)». Με τα ξυλοκέρατα; Η γεύση των ξυλοκεράτων είναι γλυκιά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχιά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν για λίγο καιρό, κολάζει όμως για πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
«εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν (:σε κάποια όμως στιγμή αυτός ήλθε στον εαυτό του από τη μέθη και την τρέλα της αμαρτίας)» και αφού συλλογίστηκε την προηγούμενη μακαριότητά του στο πατρικό σπίτι και την τωρινή του αθλιότητα και αφού έβαλε καλά στον νου του αφενός ποιος ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Θεό και Πατέρα και αφετέρου τι έχει γίνει όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες, «εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! (:είπε: “Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν άφθονο και περίσσιο ψωμί, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα…”)». «Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές, ενώ εγώ συνθλίβομαι λιμοκτονώντας για τα θεία λόγια; Ω, από πόσα αγαθά στέρησα τον εαυτό μου! Ω, με πόσα κακά περιέβαλα τον εαυτό μου! Γιατί απομακρύνθηκα από τον μακάριο εκείνο τρόπο ζωής; Γιατί να εισέλθω στον χώρο αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπει κανείς τον Θεό. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να παραμένω κοντά σε Αυτόν που πάντοτε προστατεύει αυτούς που είναι πλησίον Του και δεν απομακρύνονται από Αυτόν. Τώρα έμαθα ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τους ακάθαρτους δαίμονες, που διδάσκουν κάθε ακαθαρσία και φθορά».
Τι λέγει λοιπόν; «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(:Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου)». «Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου έφυγα κακώς. Θα πάω προς τον δικό μου τον Πατέρα και Ποιητή και Δεσπότη και κηδεμόνα και προνοητή. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπη αυτούς που επιστρέφουν σε Αυτόν. Λοιπόν, θα σηκωθώ να πάω στον Πατέρα μου και θα του πω: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου (:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό. (Διότι εκεί οι άγγελοι εκτελούν με ευλάβεια το θείο θέλημα, και όπως υπακούουν αυτοί, έτσι αξιώνουν και όλα τα κτίσματα να υπακούουν σε αυτό, και λυπούνται για την αποστασία κάθε ανθρώπου). Αμάρτησα και σε σένα διότι περιφρόνησα τη στοργή σου και δεν λογάριασα τη λύπη που δοκίμαζες όταν έφευγα μακριά σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Δεν ζητώ να προσληφθώ ούτε ως μόνιμος δούλος σου παραμένοντας διαρκώς στο σπίτι σου. Κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου)». «Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετό που «πατέρα» θα τον αποκαλέσω, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο πατέρας μου, ακούγοντάς με να Τον επικαλούμαι ως πατέρα μου, να μη φανεί και στα έργα πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί, αφού είναι εύσπλαχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαια οργή Του, μόλις ακούσει τη δική μου φωνή. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια απέναντι στον Θεό. Γνωρίζω πόσο ισχυρά είναι τα δάκρυα απέναντι στον Θεό· γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεό με θερμά δάκρυα, σαν τον Πέτρο, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την πραότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει αφού μετανόησα, εμένα που δεν με τιμώρησε αμέσως όταν αμάρτησα».
«Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ(:και η σωτηριώδης απόφαση άρχισε να ενεργοποιείται. Ο άσωτος σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του)», προσθέτοντας έτσι στην καλή απόφαση την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να αποφασίζουμε τα συμφέροντα, αλλά να δείχνουμε και με τις πράξεις τις αγαθές μας ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο, που ήταν ο πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπο προσέγγισής του, και σηκώνοντας συνεχώς τα χέρια του και χτυπώντας το στήθος του, που υπήρξε εργαστήριο πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπό του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας σαν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογία του, μόλις έφτασε, αναβόησε με δυνατή φωνή και με δάκρυα λέγοντας: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου(:Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα)». «Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Εσύ μόνο γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησέ με ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανό και να παρακαλώ Εσένα τον αγαθό μου Δεσπότη, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός για τις αμέτρητες αμαρτίες μου. Ελέησέ με ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, επειδή δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου».
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει όσους διαπράττουν πλημμελήματα, αλλά και που παραβλέπει υπομονετικά όσους αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιά τους. Τον είδε ο πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθηκε. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα, αν και υπήρχε Θεός στην φύση. «Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν(:και ενώ βρισκόταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίσθηκε. Έτρεξε τότε για να τον προϋπαντήσει, έπεσε στον τράχηλό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε με στοργή)». Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας έσπευσε και προϋπάντησε τον υιό. Και δεν σιχάθηκε τον τράχηλό του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτίας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια Του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε να επιστρέψει. Ω της αφάτου και φοβερής ευσπλαχνίας! Ω παράδοξης φιλανθρωπίας! Ω ασυνήθιστη συμφιλίωση! Έπεισε αμέσως τον Θεό σε μια μόνο κρίσιμη μεταστροφή, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητο αμαρτημάτων.
Θαύμασες, βλέποντας τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ω της στοργής των σπλάχνων των πατρικών! Ο αμαρτωλός επί της γης δάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανό έστρεψε τον εαυτό Του από φιλανθρωπία προς την γη. Ποιος είδε ποτέ τον Θεό να κολακεύει αμαρτωλό; Ποιος είδε τον δικαστή να περιποιείται τον κατάδικο; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικο να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ: «Λαός μου(:Λαέ μου)», λέγει, «τί ἐποίησά σοι ἢ τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά σοι;(:τι σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε ενόχλησα;)»[Μιχ.6,3]. Και τώρα τα ίδια γίνονται, και έγιναν, επειδή έτσι συνηθίζει να νικιέται από τον εαυτό Του ο Πατέρας των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγορίας.
Και δεν αρκέστηκε βέβαια σε αυτά ο άσωτος αυτός υιός· αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν νόμισε ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την ολοκληρωτική σωτηρία σε σύγκριση προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που σκέφτηκε να πει στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με το κατάλληλο ταπεινό σχήμα : «Πατέρα, αν βέβαια έχω τη δυνατότητα να Σε ονομάζω ‘’Πατέρα’’· γιατί, μήπως και αυτό συγκαταλέγεται στα άλλα μου αμαρτήματα φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε «Πατέρα»· ή μήπως διαπράττω ύβρη ενώπιόν Σου με το να αποκαλώ έτσι το άσπιλο και ανύβριστό Σου όνομα· ακόμη, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου δεν εμποδίζει τον λόγο. Πατέρα Άγιε, ας δεχτείς δέηση ρυπαρή από στόμα ρυπαρό. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που καλά γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ ενώπιόν Σου, ως παράνομος κατακρίνομαι, Εσύ ως κριτής ελέησέ με. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου. Φοβάμαι να ανατείνω τους οφθαλμούς μου στον ουρανό· γιατί φοβούμαι ως ενός κατηγόρου φωνή την μορφή του στερεώματος· ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. Ιδού ανακηρύττω τον εαυτό μου άξιο κάθε καταδίκης, τον εαυτό μου κατακρίνω, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση.
Δεν χρειάζομαι δικαστή να με καταδικάσει με την απόφασή του, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκη μαρτύρων για έγγραφες αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, σαν ένα δικαστή αδέκαστο, στην ψυχή μου υπάρχει το φοβερό δικαστήριο, μέσα στην συνείδησή μου βρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Οι θεατρικές παραστάσεις που παρακολούθησα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες στις οποίες πήγα και στοιχημάτιζα με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με κάνει να αισθάνομαι βαθύτατη αισχύνη, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότητά μου με αποκαλύπτει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. «Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Μήτε από την αυλή Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με βρει πάλι ο πολέμιος περιπλανώμενο και με συλλάβει σαν αιχμάλωτο. Αλλά ούτε πλησίον της φοβερής Σου και μυστικής Τραπέζης να με ελκύσεις· γιατί δεν τολμώ να βλέπω με μάτια ακάθαρτα τα Άγια των Αγίων. Άφησέ με να στέκομαι μαζί με τους κατηχουμένους, μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια σε αυτήν, να ποθήσω, με τον καιρό, να μετάσχω πάλι σε αυτά· και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπο, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (:το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθώ».
[συνεχίζεται]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου(ερμηνευτική εξομάλυνση της υπάρχουσας μεταφράσεως σε ορισμένα σημεία-προσθήκες αγιογραφικών παραπομπών): Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.
ΠΗΓΕΣ:
· Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Εἰς τὴν παραβολὴν περὶ τοῦ ἀσώτου», απόδοση στη νέα ελληνική: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
· Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Παν. Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου