Μαρτυρία Γέροντος Νικοδήμου Αγιορείτου
Τον μακαριστό άγιο Πορφύριο τον γνώρισα σε ηλικία 19 ετών το 1974 στον Άγιο Νικόλαο στα Καλλίσια. Με ρώτησε τι σπουδάζω, του είπα Χημικός και μου λέει: «Ξέρετε να κάνετε λιβάνι εσείς οι Χημικοί; Όχι αυτά τα έτοιμα λιβάνια με τα αρώματα».
Είχε εκεί στην Εκκλησία αρωματικά φυτά και έκανε απόσταξη από αυτά και έβγαζε λιβάνι πρωτότυπο, όπως έλεγε, και έδειχνε πόσο πολύ καταλάβαινε και εισέδυε στην επιστημονική γνώση.
Τον ξαναείδα αρκετές φορές τον Γέροντα, γιατί είχα ανάγκη, και κάθε φορά με συμβούλευε αναλόγως την κατάσταση που είχα. Για τα φάρμακα τα σχετικά που δίνουν οι ψυχίατροι –για κάποιον καιρό έπαιρνα απ’ αυτά– ενώ τον πρώτο καιρό μου είχε πει να τα παίρνω και ότι η Παλαιά Διαθήκη μας λέει να σεβώμαστε τους γιατρούς και να ακούμε τις συμβουλές τους, αργότερα, όταν με την Χάρη του Θεού δυνάμωσα, μου λέει: «Δεν καταλαβαίνεις ότι τα φάρμακα είναι φαρμάκια;»
Η εικόνα που παρουσίαζε ο Γέροντας ήταν η εικόνα ενός χαριτωμένου ανθρώπου, που σε ανέπαυε και αισθανόσουν εμπιστοσύνη. Εξωτερικά φαινόταν σοβαρός, δεν έλεγε πολλά αλλά καταλάβαινε πολλά περισσότερα και προσευχόταν ιδιαιτέρως για την κάθε ψυχή.
Θυμάμαι που αναφέραμε στον Γέροντα μια περίπτωση ενός μικρού κοριτσιού 8-9 χρονών που ήταν έτοιμο να πεθάνη (ήταν στο νοσοκομείο σε πολύ άσχημη κατάσταση, του έδιναν κορτιζόνη) και λέει ο Γέροντας: «Και τι καθόμαστε, μωρέ; Να αρχίσουμε όλοι προσευχή» και τελικά δι’ ευχών του Γέροντα το κορίτσι έγινε καλά. Ήθελε να μας δείξη πόσο η προσευχή της Εκκλησίας έχει πολύ μεγάλη επίδραση σε ό,τι θέλουμε να βελτιωθή.
Όταν ήμουν καθηγητής στην Αθωνιάδα, είχα ένα παιδί δύσκολο στην τελευταία τάξη, ήταν προβληματικό και προσπαθούσα να το προστατεύω. Όταν κατέβηκα να δω τον Γέροντα, πριν καλά-καλά προλάβω να τον δω, μου λέει: «Τι δύσκολο παιδί αυτός ο Παναγιώτης;!» Τον “έβλεπε”, ενώ ο Γέροντας ήταν στον Ωρωπό και εμείς ήμασταν στην Αθωνιάδα.
Για το Πανεπιστήμιο μας έλεγε πολλές συμβουλές, ήθελε να είμαστε πολύ καλοί στο αντικείμενο και στην επιστήμη που σπουδάζουμε. Του άρεσε η εργατικότητα και η φιλοτιμία. Έλεγε σε μια γνωστή μου φυσικό: «Ασημίνα, αφού αποφάσισες να πάρης αυτοκίνητο, πρέπει να το μάθης σαν την παντόφλα σου». Ήθελε να έχουμε επαφή και με τα άψυχα αντικείμενα ώστε σε μια κατάλληλη στιγμή να μπορή αυτή η γνώση να μας προστατέψη.
Στον Ωρωπό μια φορά ο Γέροντας σταμάτησε σε μία στροφή, η οποία ήταν απότομη, και την σταύρωνε και του λένε:
– Γέροντα, γιατί την σταυρώνεις;
– Γιατί εδώ κάθεται ένα δαιμόνιο και περνάνε τα παιδιά με την μηχανή και τα βγάζει έξω από τον δρόμο και σκοτώνονται.
Όταν ήμουν στην Αθωνιάδα είχα πάρει αρκετές φορές τον Γέροντα από εκεί τηλέφωνο και με ρώταγε ο Γέροντας:
– Είναι δικό σου το τηλέφωνο που παίρνεις ή χρεώνεται στην Σχολή;
– Είναι της Σχολής, Γέροντα.
Τίποτα δεν τον ξέφευγε τον Γέροντα, δεν μπορούσες να του κρύψης κάτι, αλλά δεν ήθελε και την αδικία.
Προ της θείας Κοινωνίας ο Γέροντας ήταν πολύ προσεκτικός, δεν μιλούσε, μπορούσε να σε ακούση αλλά δεν μιλούσε.
Ήταν κάποτε ο Γέροντας με μία κοπέλλα πνευματικοπαίδι του αρχιτεκτόνισσα και περιμένανε για ταξί μέσα στην βροχή. Τα ταξί όμως δεν σταματούσαν. Κάποια στιγμή σταμάτησε κάποιο και μπήκε ο Γέροντας μέσα. Λέει ο ταξιτζής: «Δεν θα σταματούσα, αλλά επειδή είχα πατέρα παπά, γι’ αυτό σταμάτησα· και μάλιστα ήταν ο πατέρας μου άγιος, όχι σαν εσάς».
Δεν είπε τίποτα ο Γέροντας. Σε λίγο όμως άρχισε να του λέη πράγματα για την ζωή του και μάλιστα με τους αντάρτες που είχε περάσει δύσκολα ο οδηγός. Του λέει λοιπόν: «Θυμάσαι που σε είχαν οι αντάρτες εκεί στο δένδρο» κτλ.· οπότε ο οδηγός σταμάτησε το ταξί και λέει:
– Γέροντα, πού με ξέρεις;
– Δεν σε ξέρω, αλλά με την Χάρη του Θεού βλέπω την ζωή σου. Αυτός ο ταξιτζής μας έλεγε ότι εκείνη την ώρα ήρθε σε τέτοια κατάνυξη, που ήτανε έτοιμος για το μαρτύριο.
Είχε για τον εαυτό του πολύ ταπεινή γνώμη. Θυμάμαι τον παπα-Μάξιμο, έναν συνάδελφό μου που είχε κατεβή να δη τον Γέροντα, και του λέει ο Γέροντας:
– Από πού είσαι;
– Είμαι Αγιορείτης.
– Και γιατί κατέβηκες;
– Ήρθα να δω εσάς, μας είπανε ότι αξίζετε.
– Ε, καημένε, την πάτησες· στο Άγιον Όρος υπάρχουν καλοί ιερομόναχοι.
Όταν ήμουν λαϊκός και είχα τις αναζητήσεις μου, πήγα και τον είδα στο τροχόσπιτο, πριν γίνη το κτίριο εκεί στο Μήλεσι και μου λέει: «Παιδί μου, εγώ θα κάνω προσευχή να πετύχης να γίνης μοναχός στο Άγιον Όρος, μην μείνης εδώ πέρα, δεν βλέπεις τις γυναίκες; δεν βλέπεις εμένα με τις γυναίκες; με έχουν διαλύσει». Ίσως επειδή πήγαιναν συνέχεια οι γυναίκες και του λέγανε τα βάσανά τους και όλα αυτά τα βάσανα τον επιβάρυναν.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 148.
https://paraklisi.blogspot.com/2020/01/blog-post_4.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου