Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Π. Γεώργιος Καψάνης

Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

Τί εἶναι ὅμως αὐτό τό Φῶς, γιά τό ὁποῖο μέχρι τώρα ὁμιλοῦμε;
Ὁ Δυτικός μοναχός Βαρλαάμ ἐπηρεασμένος ἀπό τήν φιλοσοφία καί τόν οὑμανισμό δέν ἠμποροῦσε νά ἐννοήσῃ τόν ὀρθοδοξο τρόπο ἀσκήσεως καί προσευχῆς τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, οὔτε τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ ὡς Φωτός, τήν ὁποία ἀπελάμβαναν οἱ ἐξ ἀυθτῶν πενυματικότεροι.
Γι’ αὐτό ἄρχισε νά κατηγορῇ τούς μοναχούς, ὅτι τό βλεπόμενο ἀπό αὐτούς φῶς ἦταν ἤ κτιστό ἤ τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ16. Ἔτσι οἱ μοναχοί, πού κατά τόν Βαρλαάμ ἐξελάμβαναν τά κτιστά καί φυσικά φῶτα ὡς τό θεῖο Φῶς, ἐπλανῶντο. Κατά τόν ἴδιο φιλόσοφο, ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά ἰδῇ τό θεῖο Φῶς, ὡς φῶς τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, διότι οὐσία του Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη.
Ἐάν ὁ Βαρλαάμ εἶχε δίκαιο, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἠμποροῦσε νά ἔλθῃ σέ πραγματική κοινωνία ζωῆς μέ τόν πλάστη καί πατέρα του Θεό καί νά ἑνωθῆ μαζί Του. Δέν θά ἠμποροῦσε νά λάβῃ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἠμποροῦσε νά ἀγιασθῇ, φωτισθῇ, θεωθῇ, καί ἄρα θά ἔμενε ἔξω ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ θά ἀπέβαινε ἐπί ματαίῳ.
Τότε ὁ θεολόγος μας ἅγιος Γρηγορίος ἀπέδειξε τήν πλάνη τοῦ Βαρλαάμ καί διευκρίνισε ὅτι ὁ καθαρός καί ἀπαθής ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ἰδῇ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά οἰκειωθῇ τήν θεία Χάρι νά θεωθῇ, διότι τό Φῶς αὐτό δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ πράγματι εἶναι ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο. Οἱ ἐνέργειές Του ὅμως πού εἶναι ἐξ ἴσου ἄκτιστες καί θεῖες, ὅπως ἡ οὐσία Του, εἶναι μεθεκτές, προσιτές καί κοινωνητές ἀπό τόν ἄνθρωπο.
Τό θεῖο καί Ἄκτιστο Φῶς εἶναι ἐνέργεια τῆς θείας ἀκτίστου οὐσίας καί ἄρα, χωρίς νά εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεῖο καί γι’ αὐτό φωτίζει καί θεώνει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Βαρλαάμ δέν ἠμποροῦσε νά διακρίνῃ οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό καί γι’ αὐτό ἠρνεῖτο τήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός καί ἅρα τήν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Βαρλαάμ ἐπέμενε στήν πλάνη του καί παρέσυρε πολλούς οὑμανιστάς τοῦ Βυζαντίου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε τότε μεγάλον ἀγῶνα, γιά νά στήρίξῃ τήν ὀρθόδοξο πίστι καί νά ἐξοβελίσῃ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία τήν πλάνη. Ὁ ἀγών του δέν ἦταν γιά τήν δικαίωσι κάποιας φιλοσοφικῆς προτάσεως, ἀλλά γιά τήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά θεωθῇ. Ὁ Βαρλαάμ κατ’ οὐσίαν ἦταν στήν γραμμή τοῦ Ἀρείου. Ὁ θεός τοῦ Βαρλαάμ δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά ὁ θεός τῶν φιλοσόφων. Προβολή τοῦ ἀνθρώπου στόν οὐρανό καί ὄχι ἀποκάλυψις τοῦ Ζῶντος Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἐκκλησία ἐδικαίωσε τόν ἅγιο Γρηγόριο καί μέ μεγάλες Συνόδους στήν Κωνσταντινούπολι ἀνεκήρυξε τήν διδασκαλία του ὡς διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τόν ἅγιο Γρηγόριο ἀπλανῆ διδάσκαλό της. Ἀπεκήρυξε καί ἀνεθεμάτισε τούς ἀντιφρονοῦντας ἤ μέλλοντας νά ἀντιφρονήσουν στόν ἅγιο Γρηγόριο17, γεγονός τό ὁποῖο ὡς φαίνεται δέν ἔλαβον ὑπ’ ὄψιν τους ἰδικοί μας νεώτεροι θεολόγοι πού κατηγόρησαν τόν ἅγιο Γρηγόριο κατ’ ἐπίδρασιν δυτικήν.Τό Φῶς λοιπόν τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἀληθινό θεῖο Φῶς. Δέν εἶναι ἁπλῶς σύμβολο οὔτε κτίσμα, ἀλλά ἄκτιστο ἀπαύγασμα τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας.
Αὐτό τό  Φῶς εἶδαν οἱ μαθηταί κατά τήν θεία Μεταμόρφωσι καί τήν ἁγία Πεντηκοστή. Αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος καί ἐθεάθη νά λάμπῃ μέσα σ’ αὐτό.
Αὐτό τό Φῶς ζητοῦμε νά λάμψῃ στίς καρδιές μας κατά τήν θεία Λειτουργία: «ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς». Μετά τήν θεία Λειτουργία πάλι εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο, διότι «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν».
Τελειώνοντας ὁ ὄρθρος δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό: «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς». Κατά τήν πρώτη ὥρα πάλι ζητοῦμε αὐτό τό Φῶς: «Χριστέ τό φῶς τό ἀληθινόν τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».
Στό κέντρο τοῦ Ἑσπερινοῦ, στήν ἐπιλύχνιο δοξολογία, πάλι στό Φῶς ἀναφερόμεθα: «Φῶς ἱλαρόν ἁγία δόξης».
Σ’ αὐτό τό Φῶς «ἐν τόπῳ φωτεινῷ» εὐχόμεθα νά ἀναπαυθοῦν οἱ ἐν Κυρίῳ κοιμηθέντες ἀδελφοί μας καί ἐμεῖς μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
Ὅλες οἱ ἀκολουθίες, ἡ ὑμνολογία, τά Μυστήρια, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καταυγάζονται ἀπό τό Φῶς αὐτό.
Αὐτό εἶναι αὐτονόητο, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς κεφαλή Της Αὐτόν πού εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός», τόν Κύριον Ἰησοῦν. Ὅπου ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐκεῖ τό Φῶς.
Ἐμεῖς δέν βλέπουμε τό Φῶς, διότι δέν ἔχουμε καθαρούς ὀφθαλμούς γιά νά τό δοῦμε. Καί οἱ μαθηταί δέν τό ἔβλεπαν, ἕως ὅτου «διηνοίχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί». Οἱ ἄξιοι καί καθαροί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ ἔχοντες διανοιγμένους ὀφθαλμούς σέ κάθε ἐποχή βλέπουν. Ἐμεῖς τούς πιστεύουμε καί ἔτσι χαιρόμεθα γιά τήν παρουσία τοῦ Φωτός καί ἐλπίζουμε.
Ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς μᾶς προσκαλεῖ: «Δεῦτε λάβετε τό Φῶς ἐκ τοῦ ἀνασπέρου φωτός».  Τό Φῶς αὐτό εἶναι ἀνέσπερο γιατί εἶναι Ἄκτιστο.
Ἄς λάβουμε πάλι τόν θεῖο Ἱεράρχη ὡς χειραγωγό, γιά νά μᾶς ὑποδείξῃ καί χειραγωρήσῃ στόν τρόπο τῆς θέας αὐτοῦ τοῦ Φωτός.
Ὁ ἐπιθυμῶν νά φθάσῃ τήν ἀληθῆ γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπανακτήσῃ ἀκέραιο τό κατ’ εἰκόνα πρέπει νά φεύγῃ τήν ἁμαρτία, νά τηρῇ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ - «τόν νόμον τῶν ἐντολῶν διά πράξεως ἀναγνωστέον»-, νά ἐπιμελῆται κάθε ἀρετῆς καί «δι’ εὐχῆς καί θεωρίας ἀληθοῦς»18 νά ἐπανέλθῃ στόν Θεό.
Τά ἔργα λοιπόν τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πορείας πρός τό Φῶς. Ἄς ἀκούσουμε τόν Ἅγιο διδάσκοντα στήν Θεσσαλονίκη:
«Μετανοήσωμεν οὖν, ἀδελφοί, παρακαλῶ, καί καρπούς
ἀξίους τῆς μετανοίας ἐπιδειξώμεθα, ἵνα τήν τῶν οὐρανῶν
βασιλείαν κληρονομήσωμεν· ἐγγύς ἡμῶν αὕτη γέγονε, μή
μακρύνωμεν ἡμᾶς αὐτούς ἀπό ταύτης ἡμεῖς διά τῶν ἔργων
τῶν πονηρῶν. Τό ἀνέσπερον ἡμῖν ἐπέλαμψε φῶς· ὁδεύσωμεν
πρός τήν λάμψιν αὐτοῦ διά τῶν ἔργων τῶν ἀγαθῶν. Ἡ
αἰώνιος ἐφανερώθη ζωή· ἀντιλαβώμεθα ταύτης ἡμεῖς δι’
ἀρετῶν ὅση δύναμις. Ὁ μακαρίους ποιῶν ἡμᾶς Χριστός
ἐπεδήμησε· προθύμως αὐτῷ προσέλθωμεν. Φύγωμεν τῶν ἐν
σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένων τήν ἀθλιότητα.
Ποθήσωμεν καί κτησώμεθα τά ἔργα τῆς μετανοίας, φρόνημα
ταπεινόν, κατάνυξιν καί πένθος πνευματικόν, καρδίαν
πρᾳεῖαν ἐλέους γέμουσαν, δικαιοσύνης ἐρῶσαν,
καθαριότητος ἀντιποιουμένην, εἰρηνικήν, εἰρηνοποιόν,
φερέπονον, τοῖς ὑπέρ ἀληθείας καί δικαιοσύνης
ἐνασμενίζουσαν διωγμοῖς καί ζημίαις καί ὕβρεσι καί
συκοφαντίας καί πάθεσιν»19.
(Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν ἀδελφοί, παρακαλῶ, καί ἄς παρουσιάσουμε διά τῶν ἔργων μας καρπούς ἄξιους τῆς μετανοίας, διά νά κληρονομήσουμε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή [ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] εἶναι πλησίον μας, ἄς μή ἀπομακρυνόμεθα ἐμεῖς ἀπ’ αὐτήν μέ τά πονηρά ἔργα. Τό ἀνέσπερο φῶς ἔλαμψε γιά μᾶς , ἄς πορευθοῦμε πρός τήν λάμψι του μέ τά καλά ἔργα.
Ἐφανερώθη ἡ αἰώνιος ζωή, ἄς τήν διεκδικήσουμε ἐμεῖς διά τῶν ἀρετῶν μέ ὅση δύναμι διαθέτουμε. Ὁ Χριστός, πού μᾶς κάνει εὐτυχεῖς, ἦλθε, ἄς προσέλθουμε κι ἐμεῖς προθύμως σ’ αὐτόν. Ἄς ἀφήσουμε τήν ἀθλιότητα αὐτῶν πού ζοῦν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου.
Ἄς ποθήσουμε καί ἄς ἀποκτήσουμε τά ἔργα τῆς μετανοίας, δηλ. ταπεινό φρόνημα, κατάνυξι καί πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη   πραότητα καί ἔλεος, καρδιά πού ἔχει ἔρωτα πρός τήν δικαιοσύνη καί ἐπιδιώκει τήν καθαρότητα, εἰρηνική, εἰρηνοποιό, καρτερική, καρδιά πού εὐχαριστεῖται νά διώκεται, νά ζημιώνεται, νά ὑβρίζεται, νά συκοφαντῆται καί νά πάσχῃ ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης).
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος πρέπει νά καθαρισθῇ, γιά νά γίνῃ ἄξιος τοῦ θείου φωτός. Τό σῶμα καθαρίζεται μέ τήν ἐγκράτεια. Τό θυμικόν καί ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀγάπη καί ὁ νοῦς μέ τήν προσευχή20.
Τό παθητικόν τῆς ψυχῆς δέν νεκρώνεται, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ σύμφωνα μέ τίς φιλοσοφικές του προϋποθέσεις, ἀλλά μεταμορφώνεται καί ἐξαγιάζεται. Τό μίσος π.χ. κατά τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά μεταποιηθῇ σέ μίσος κατά τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου.
Ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τά πάθη καί προσευχόμενος νοῦς ἔχει τώρα τήν δυνατότητα νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεό.
Πῶς ὅμως ὁ ἀνθρώπινος νοῦς θά ἑνωθῇ μέ τόν Πρῶτο καί Ἀρχίφωτο Θεῖο Νοῦ, ὅταν ὁ ἴδιος διαχέεται καί σκορπίζεται ἐκτός ἑαυτοῦ ἐδῶ καί ἐκεῖ καί  προσκολλᾶται διά τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα;
Πρέπει ὁ νοῦς νά συγκεντρωθῇ καί ἐπιστρέψῃ στόν ἑαυτό του καί νά ἐπιτηρῇ τόν ἑαυτό του, ὥστε νά μή μολύνετε ἀπό κακές σκέψεις ἤ νά μή ἀπασχολῆται ἀκόμη καί ἀπό καλές σκέψεις, πού ἐμποδίζουν τήν μόνο μέ τόν Θεό ἐνασχόλησί του. Ἔτσι ἐλεύθερος ἀπό κάθε τι πού δέν εἶναι Θεός, ὑπεραναβαίνων ἑαυτόν, θά ἠμπορέσῃ νά συναντήσῃ καί συνουσιωθῇ μέ τόν Θεό.
Μέ τήν τριπλῆ αὐτή κίνησι, ὁ νοῦς γίνεται τρισσός καί συγχρόνως ἑνιαῖος κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε καί δεκτικός τῆς Τριαδικῆς ἐλλάμψεως:
Ἄς ἀκούσουμε ὅμως τά ἴδια τά λόγια τοῦ θεοφόρου πατρός:
«Τῆς οὖν καθ’ ἑαυτόν ἐνεργείας γενόμενος ὁ νοῦς, ἥτις
ἐστίν ἡ πρός ἑαυτόν στροφή καί τήρησις, δι’ αὐτῆς
ὑπεραναβαίνων ἑαυτόν, καί Θεῷ συγγένοιτ’ ἄν»21. Τότε «ὡς
φῶς αὐτός ἑαυτόν κατά τήν προσευχήν ὁρᾷ καί θείῳ
περιλάμπεται φωτί»22.
Τό  Φῶς αὐτό δέν εἶναι τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ, ὅπως ἐνόμιζε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά τό Ἄκτιστο Φῶς πού τόν περιλάμπει: «Ἴσασι μέν οὖν οἱ πρός τοῦτο θεωρίας ἀναβεβηκότες ὅτι φῶς ὁρῶσιν αἰσθήσει νοερᾷ καί ὅτι τό φῶς τοῦτο ὁ Θεός ἐστι, τῇ ἑνώσει Χάριτι λαμπρύνων ἀπορρήτως τούς μετέχοντας»23.
Σέ ἄλλο κείμενό του ἀναλύει πληρέστερα τὴν ὕψωσι τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό:
«Θεόν δ’ ἐν ἑαυτῷ κτήσασθαι καὶ Θεῷ καθαρῶς συγγενέσθαικαὶ τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί κραθῆναι, καθ’ ὅσον ἐφικτόν ἀνθρωπίνῃ φύσει, τῶν ἀδυνάτων ἐστίν, εἰ μὴ πρός τῇ δι’
ἀρετῆς καθάρσει καί ἡμῶν αὐτῶν ἔξω, μᾶλλον δέ ὑπεράνω, γενοίμεθα, καταλιπόντες μέν πᾶν ὅ,τι τῶν αἰσθητῶν μετά τῆς αἰσθήσεως ὑπεραρθέντες λογισμῶν καὶ διανοιῶν καὶ τῆς διὰ
τούτων γνώσεως, ὅλοι δέ γενόμενοι τῆς ἀΰλου καί νοερᾶς κατά τήν προσευχήν ἐνεργείας καί τυχόντες ὑπέρ τήν γνῶσιν ἀγνοίας καί πλησθέντες ἐν αὐτῇ τῆς τοῦ πνεύματος ὑπερφαοῦς ἀγλαΐας, ὡς ἀθανάτου κόσμου γέρα φύσεως ἀοράτως καθορᾶν»24.
( Τό νά ἀκοκτήσουμε μέσα μας Θεό καί νά γίνουμε καθαρά ἕνα μέ τόν Θεό καί νά ἀναμιχθοῦμε μέ τό καθαρώταο Φῶς, ὅσο εἶναι δυνατό στήν ἀνθρωπίνη φύσι, εἶναι ἀδύνατο, ἐάν ἐκτός ἀπό τήν κάθαρσι μέ τήν ἀρετή δέν ἐξέλθουμε ἤ μᾶλλον δὲν ὑψωθοῦμε ἐπάνω ἀπό τόν ἑαυτό μας καί, ἀφοῦ ἐγκαταλείψουμε κάθε αἰσθητό μαζί μέ τήν αἴσθησι καί σηκωθοῦμε ἐπάνω ἀπό λογισμούς καί διανοήσεις καί τίς γνώσεις πού προέρχονται ἀπό αὐτά, δέν γίνουμε ὁλοκληρωτικκά [ἕνα] μέ τήν ἄϋλο καί νοερά ἐνέργεια τῆς προσευχῆς καί ἐπιτύχουμε τήν ἄγνοια ἐκείνη πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τήν γνῶσι καί πληρωθοῦμε ἀπό αὐτήν μέ τήν ὑπέρφωτο λαμπρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς βλέποντες τά βραβεῖα τῆς φύσεως τοῦ ἀθανάτου κόσμου).
Ὅταν ὁ καθαρός νοῦς τιμηθῇ ἀπό τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ25, εἰσέρχεται σέ κατάστασι ἀνωτέρα καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τήν κατάστασι τῆς ἁρπαγῆς καί ἐκστάσεως.
Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ ἔχοντα συμμάρτυρα τόν θεολόγο Γρηγόριο,
«καθαρότης ἐστί νοός ἐφ’ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς
προσευχῆς τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τότε ὁ νοῦς
ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται, καί οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην
προσευχήν, ἀλλά τοκετόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διά
τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης· οὐδέ προσευχῇ τότε
προσεύχεται ὁ νοῦς, ἀλλ’ ἐν ἐκστάσει γίνεται ἐν τοῖς
ἀκαταλήπτοις πράγμασι·καὶ αὕτη ἐστίν ἡ ἄνγοια ἡ ὑπερτέρα
τῆς γνώσεως»26.
Συνεχίζει δέ ὁ ἑφάμιλλος τοῦ πρώτου θεολόγος Γρηγορίου ἅγιος Παλαμᾶς:
«Τό γοῦν ἁρπάσαν ἐκεῖνο καί τόν νοῦν ἐκστῆσαν πάντων
καὶ πρὸς ἑαυτό ὅλον ἐπιστρέψαν, θυμηρέστατον τι χρῆμα,
φῶς οἷον ὁρᾷ ἀποκαλυπτικόν μέν, ἀλλ’ οὐκ αἰσθητῶν
σωμάτων, μήτε μέντοι πρός τά κάτω περαινόμενον, μήτε πρός
τά ἄνω, μητ’ ἐπί τά πλάγια, καί πέρας ὅλως οὐχ ὁρᾷ τοῦ
ὁρωμένου καί περιλάμποντος αὐτόν φωτός, ἀλλ’ ὥσπερ ἄν εἴ
τις ἦν ἥλιος ἀπειροπλασίως λαμπρότερός τε καί μείζων τοῦ
τοῦ παντός· μέσονδ’ ἔστηκεν αὐτός, ὤν ὅλος ὀφθαλμός·
 τοῦτόν τι ἐστιν ἐκεῖνο»27.
(Βλέπει βεβαίως ὡς φῶς ἐκεῖνο τό ἀγαπητότατο πρᾶγμα πού ἀρπάζει τόν νοῦ, τόν κάνει νά ἐξίσταται ἀπό ὅλα καί τόν στρέφει ὁλόκληρο μόνο σ’ αὐτό, εἶναι ἀποκαλυπτικό ἀλλ’ ὄχι αἰσθητῶν σωμάτων, τό βλέπει νά μή τελειώνῃ οὔτε πρός τά κάτω οὔτε πρός τά ἄνω οὔτε πρός τά πλάγια, καί δέν διακρίνει κάποιο τέλος τοῦ φωτός πού βλέπει καί τόν περιλάμπει, ἀλλά σάν νά ἦταν ἥλιος πού εἶναι ἀπειροπλάσια λαμπρότερος καί μεγαλύτερος του σύμπαντος·  στό μέσον δέ εὑρίσκεται αὐτός, ὄντας ὁλόκληρος ὀφθαλμός κάτι τέτοιο εἶναι ἐκεῖνο [ἡ ἔκστασις].
Παραπέμπει ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή:
«Καρδία καθαρά», λέγει, «ἐστίν ἡ παντάπασιν ἀνείδεον
παραστήσασα τόν νοῦν τῷ Θεῷ καί μόνοις τοῖς αὐτοῦ
ἕτοιμον ἐνσημαίνεσθαι τύποις, δι’ὧν ἐμφανής πέφυκε
γίνεσθαι»28.
(Ὁ νοῦς παριστάμενος ἄμορφος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δύναται νά δεχθῇ τήν ἀποτύπωσι τῶν θείων τύπων, διά τῶν ὁποίων καί γίνεται ἐμφανής).
Ὅλη αὐτή τήν κίνησι-στάσι τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό βοηθεῖ ἡ νοερά καρδιακή προσευχή πού χρησιμοποιεῖ καί τήν εἰσπνοή-ἐκπνοή.  Πρόκειται γιά τήν παραδεδομένη ἤδη ἀπό τούς χρόνους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στό Ἅγιο Ὅρος μέθοδο  προσευχῆς. Μέ τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόνμε» ἤ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ὁ νοῦς ἐργάζεται τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καί βοηθεῖται ἔτσι νά μή περιεργάζεται ὅ,τι δέν εἶναι ὁ Θεός. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ γίνεται τροφή τοῦ νοός.
Μέ τήν εἰσπνοή ἐπίσης κατά τήν ἐκφώνησι τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», τό ἐλαφρό κράτημα τῆς ἀναπνοῆς στήν καρδιά καί τήν ἐκφώνησι τοῦ «ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» κατά τήν ἐκπνοή, διευκολύνεται ἡ συναγωγή καί παραμονή τοῦ νοῦ καί τῆς εὐχῆς στήν καρδιά. Τό σῶμα λαμβάνει κατάλληλο θέσι, ὥστε νά διευκολύνεται ἡ εἴσοδος τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Ἡ μέθοδος αὐτή, πού χρειάζεται ἄλλως τε καί πεπειραμένο δάσκαλο γιά νά διδαχθῇ, δέν εἶναι ἀναγκαία ἀλλά βοηθτητική καί μάλιστα στούς ἀρχαρίους.
Ὁ Δυτικός Βαρλαάμ εἶχε ἀντίθετες ἀπόψεις ὡς πρός τό θέμα αὐτό. Δέν ἠμποροῦσε νά ἐννοήσῃ πῶς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού ταξιδεύει ἐκτός αὐτοῦ, εἶναι δυνατόν νά συγκεντρωθῇ εἰς ἑαυτόν καί μάλιστα μέσα στό σῶμα. Κατά τήν πλατωνική ἄλλωστε ἀντίληψι τό σῶμα εἶναι φυλακή τῆς ψυχῆς. Γιά τό Εὐαγγέλιο ὅμως καί τήν Ὀρθοδοξία τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος καί μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τήν Χάρι λαμβάνουμε μέσα μας μέ τά ἅγια Μυστήρια καί ἅρα μέσα μας ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε τό Ἄκτιστο Φῶς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος διευκρίνισε ὅτι ὁ νοῦς μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ συνυφασμένη μέ τό σῶμα ἔχει ὡς κέντρο-ὄχημα τήν καρδιά. Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εὑρίσκεται στόν ἐγκέφαλο. Ἄρα ἡ κυκλική κίνησις τοῦ νοῦ δέν κάνει τίποτε ἄλλο παρά νά ἐπαναφέρῃ τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ στήν οὐσία του καί ἔτσι νά ἑνοποιῇ τόν νοῦ καί τόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθῇ νά ἐγκαθιστᾷ στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του τόν Χριστό. Καρδιακή προσευχή σημαίνει προσευχή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἐκ βαθέων του, ἐκ βάθυτάτου κέντρου τῆς καρδιᾶς.
Τήν καρδιά διεκδικοῦν οἱ δαίμονες. Τήν καρδιά ζητεῖ καί ὁ Θεός.  «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». Ὅταν στή καρδιά ἐνοικήση τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία Χάρις δηλαδή, τότε ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἁγιάζεται , φωτίζεται, θεώνεται. Αὐτή τήν ἐν ἡσυχίᾳ μυστική καί ἀπόρρητο ἄνοδο πρός τόν Θεόν πρώτη ἐμφήρμοσε καί παρέδωσε στόν  κόσμο, κατά τόν ἅγιο Γηγόριο, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅταν ἐλάτρευε  μυστικά τόν Θεόν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Στόν σπουδαιότατο στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου λόγο του ὁ ἅγιος Γρηγόριος, πού μετέφρασε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, λέγει:
«Ταύτας λοιπόν τάς γηΐνας σχέσεις ἀποβαλοῦσα ἡ Παρθένος
ἀπό τήν πρώτην ἀρχήν τῆς ζωῆς της, ἀνεχώρησεν ἀπό τούς
ἀνθρώπους, καί φυγοῦσα τόν ἁμαρτωλόν βίον, ἐδιάλεξε μίαν
ζωήν ἀθεώρητον ἀπό ὅλους ἐνδιατρίβουσα μέσα εἰς τά ἅγια,
εἰς τά ὁποῖα διατελοῦσα ἐλύθη ἀπό κάθε δεσμόν ὑλικόν·
ἀπετίναξε κάθε σχέσιν· ἀνέβη ἐπάνω ἀπό κάθε ἀγάπην ἕως
καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καί οὕτω ἥνωσε τόν νοῦν 
της εἰς τόν ἑαυτόν του μέ μία στροφήν καί προσευχήν καί
μέ θείαν καί παντοτεινήν προσευχή· καί διά μέσου αὐτῆς τῆς
στροφῆς τοῦ νοός ἡνώθη ὅλως δι’ ὅλου μέ τόν ἑαυτόν της· 
ὑψώθη ἐπάνω ἀπό κάθε πολύμορφον σκούπιδον τῶν
λογισμῶν καί ἁπλῶς ἀπό κάθε εἶδος καί σχῆμα, καί ἔτσι
κατεσκεύασε μίαν καινούργιαν στράταν εἰς τούς οὐρανούς,
δηλαδή, τήν νοητήν (γιά νά τήν ὀνομάσω ἔτσι) σιωπήν, εἰς
τήν ὁποίαν προσκολήσασα τόν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω
ἀπό ὅλα τά κτίσματα, καί βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον
ἀπό τόν Μωϋσῆν, καί ὁρᾷ θείαν χάριν, ἥτις δέν
καταλαμβάνεται τελείως ἀπό τήν αἴσθησιν, ἀλλά εἶναι ἕνα
ἱερόν καί χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν ψυχῶν τῶν
καθαρῶν καί ἁγίων ἀγγέλων. Ἀφ’ οὗ δέ ἡ Παρθένος τοῦτο
ἐπέτυχε, τότε ἔγινε νεφέλη φωτεινή, κατά τούς θείους
μελωδούς, τοῦ ἀληθῶς ζῶντος ὕδατος, καί αὐγή μυστικῆς
ἡμέρας, καί τοῦ λόγου πυρίμορφον ὄχημα. Διότι χωρίς νά
ἐπιφοιτήσῃ ἡ χάρις εἰς τήν ψυχήν, δέν δύναται ποτέ ὁ νοῦς
νά εὕρῃ τήν θείαν αἴσθησιν, ἤ νά γένῃ καθ’ ἑαυτόν ἐνέργεια·
καθώς οὔτε ὁ ὀφθαλμός ἠμπορεῖ νά ἰδῇ χωρίς τό αἰσθητόν
φῶς»29.
Τά πρῶτα μαθήματα τῆς προσευχῆς αὐτῆς εἶχε διδαχθῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν ἁγιορείτη ἅγιο Θεόκλητο, Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Ὁ θεῖος πόθος τόν ἀνάγκασε, εἰσκοσαετῆ, νά ἔλθῃ στό Ἅγιον Ὄρος ἀναζητητής καί ἐραστής τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἤδη γνωρίσει καί κατακτήσει τήν ἀνθρωπίνη σοφία, ἀλλά ἡ εὐαίσθητος καρδία του δέν ἀναπαυόταν στά κτιστά φῶτα, ζητοῦσε τό Ἄκτιστο Φῶς.
Ἀκολούθηστε τήν συνήθη ἀσκητική ὁδό τῆς ἀποταγῆς, ὑπακοῆς, ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, καθάρσεως ἀπό τά πάθη, ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τόν βιογράφο του ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο νά μᾶς διηγηθῇ ἕνα χαριτωμένο γεγονός ἀπό τή ζωή τοῦ νεαροῦ Γρηγορίου στό Ἅγιο Ὅρος:
«Δεύτερον χρόνον εἶχεν ἀπεράσει, ὁπού μέ νηστείας καί ἀγρυπνίας, μέ συμμάξωξιν τῶν λογισμῶν καί μέ ἀκατάπαυστον προσευχήν ἡμέρας καί νυκτός, ἐφέρετο πρός τόν Θεόν, καί ὁδηγόν ὁμοῦ καί προστάτιν καί μεσίτριαν ἐπρόβαλλε τήν Θεοτόκον, καί μέ λόγους καί μέ προσευχάς καί μέ νοερά κινήματα τῆς ψυχῆς του, κάθε στιγμήν καί ὥραν ἔβανεν ἔμπροσθεν εἰς τούς ὀφθαλμούς του τήν βοήθειαν ἐκείνης, καί τρόπον τινά ἐκείνη βλέποντας καί ἀπό ἐκείνην χειραγωγούμενος ἔτρεχε τόν δρόμον τῆς ὑπακοῆς.
Ἐν μιᾷ γοῦν τῶν ἡμερῶν, ἐκεῖ ὁπού κατά μόνας ἡσύχαζεν καί τούς
λογισμούς του ὅλους εἶχε γυρισμένους εἰς τόν ἑαυτόν του καί πρός τόν Θεόν, εἰς καιρόν ὁπού ἦτον ἔξυπνος καί ὄχι εἰς τόν ὕπνο του, ἰδού ἔξαφνα φαίνεται εἰς τούς ὀφθαλμούς του ἕνας
ἱεροπρεπής καί σεβάσμιος ἄνθρωπος·  Ἰωάννης ἦτον ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἐξαίρετος μαθητής καί φίλος του Χριστοῦ. Οὗτος βλέπων μέ ἱλαρόν ὄμμα τόν Γρηγόριον, ἰδού ἐγώ, τέκνον Γρηγόριε, ἦλθον, καθώς βλέπεις, ἀπεσταλμένος ἀπό τήν ἁγιωτέραν καί Βασίλισσαν τῶν ἁπάντων, διά νά σέ
ἐρωτήσω, διά ποίαν αἰτίαν νύχτα καί ἡμέραν, καί σχεδόν καθ’ ἑκάστην ὥραν, δέν παύεις ἀπό τό νά φωνάζῃς τοιούτης λογῆς  ‟φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος’’· (ἀπαραλλάκτως σημειώνομεν τά ἴδιά του λόγια, ὡς ἱερά καί σεβάσμια). Ἀπεκρίθη πρός ταῦτα ὁ Γρηγόριος· καί τί ἄλλο πρός τόν Θεόν, ἄνθρωπος ἐμπαθής καί γεμᾶτος ἀπό  ἁμαρτίας, καθώς ἐγώ, εἶναι χρεία καί πρέπον εἰς τήν προσευχή μου νά ζητῶ, παρά νά ἐλεηθῶ καί νά φωτισθῶ, διά νά ἠξεύρω καί νά πράττω τό σωτήριον ἐκείνου θέλημα; Τότε εἶπε πρός αὐτόν ὁ ἠγαπημένος μαθητής πάλιν· ἡ Δέσποινα
τῶν ἁπάντων διά μέσου ἐμοῦ τοῦ δούλου της ὁρίζει καί ἀποφασίζει λέγουσα ‟ὅτι αὐτή ἐγώ ἡ ἰδία θέλω σοῦ εἶμαι βοηθός’’·  ὁ δέ Γρηγόριος πάλιν ἠρώτησε τόν ἱερόν διδάσκαλον· καί ποῦ ἔχει νά μέ βοηθῇ ἡ μήτηρ του Κυρίου μου, ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ ἤ ἐν τῇ μελλούσῃ; εἰς τόν ὁποῖον ὁ θεῖος Εὐαγγελιστής μετά χαρᾶςἀπεκρίθη, ὅτι καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι. Ταῦτα εἰπών καί γεμίζοντας τήν καρδίαν του ἀπό ἄρρητον εὐφροσύνην καί ἀγαλλλίασιν,μέ τάς δωρεάς καί ὑποσχέσεις τῆς Θεομήτορος ἔγινεν ἄφαντος»30.
Μέ τήν ἄσκησι καί ἀδιάλειπτο προσευχή ὁ μοναχός καί μετά ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος ἔπαθε καί ἔτσι ἔμαθε τά θεῖα. Ὅσα λοιπόν μᾶς λέγει περί Ἀκτίστου Φωτός δέν εἶναι ἐξ ἀκοῆς ἤ μελέτης ἀλλά ἐκ προσωπικῆς του πείρας.
Αὐτό τό Φῳς τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς θελογίας καί τῆς θαυματουργίας καί αὐτό τό Φῶς περιέλαμψε καί τό ἱερό του σκήνωμα κατά τήν ἁγία του κοίμησι.
Ἄς ἀκούσουμε πάλι τόν βιογράφο του ἅγιο Φιλόθεο:
«Ἀφοῦ δέ ἐξῆλεθν ἡ μακρία του ψυχή, ἡ παντουργός τοῦ Πνεύματος χάρις ἐφανέρωσεν ἐξαισίως, καί εἰς τούς ἔξω, τήν ἔνδον τῆς ψυχῆς λαμπρότητα· ἐπειδή φῶς πολύ καί παράδοξον ἐγέμισε τόν οἰκίσκον ἐκεῖνον, εἰς τόν ὁποῖον μέσα, ὁ ἱερός ἐκείνου νεκρός ἐκείτετο· καί ἐν ταὐτῷ ἔλαμψε καί τό πρόσωπό του, καί ἔγινε παρόμοιον  μέ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, καί μέ ὅλον ὁπού ἦτον στυγνότατον καί κατάξηρον ἀκόμα καί πρό τῆς νεκρώσεώς  του· ὅτι μία καί αὐτή ἐνέργεια τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος, ἐνήργει καί εἰς ἐκεῖνον τότε, καί εἰς τοῦτον τώρα τήν ἐξαίσιον ἐκείνην ἀστραπήν καί λαμπρότητα, ἄν καί οἱ σκοτεινοί περί τό φῶς, καί ἀπό τούτην καί ἀπό ἐκείνην πληγώνωνται καί ἀντιλέγωσιν, οἱ μέν Ἰουδαῖοι, τότε, οἱ δέ βαρλααμῖται τήν σήμερον, κακῶς καί ἀναξίως
τοῦ Πνεύματος φρονοῦντες καί φανταζόμενοι. 
Ἀλλά τό φῶς μέν ἐκείνο, τό ὁποῖον ἔλαμψε καί ἐγέμισε ὅλη ἡ οἰκία, ὅταν ἡ ψυχή ἀνεχώρει ἀπό τό σῶμα, δύο ἱερεῖς εὐλαβέστατοι, καί μέ κάθε λογῆς ἀρετήν ἐστολισμένοι, τό εἶδαν μόνοι, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἦτον ἱερομόναχος· καί αὐτοί ἐδιηγήθησαν καί εἰς τούς ἄλλους, τό ὑπερφυές καί ἐξαίσιον ἐκεῖνο θέαμα.
Τῆς δέ ὑπερφυσικῆς τοῦ προσώπου λαμπρότητος, μάρτυρες ἐστάθησαν κάθε γένος, καί σχεδόν πᾶσα ἡλικία, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, μάρτυρες ὅσοι συνέδραμοντότε, εἰς τήν ἐκφοράν, καί εἰς τόν ἐνταφιασμόν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου νεκροῦ·  συνέδραμε δέ ὁμοῦ ἡ πόλις ὅλη, ὥστε ὁπούὁ ἱερός ναός τῆς Ἐκκλησίας, ἐστενοχωρεῖτο καί μέσα καί ἔξω ἀπό τά πλήθη τοῦ λαοῦ· ἔμεινε δέ ἀχώριστος ἀπό αὐτόν διά  παντός, καί ἀπό τά ἱερά του λείψανα ἡ χάρις του θείου Πνεύματος· καί εἰς τό ἑξῆς ἀνέδειξε τόν ἱερόν ἐκείνου τάφον, θείου φωτός οἶκον, καί θαυμάτων πηγήν, καί βρύσιν ἱερῶν Χαρισμάτων, καί κοινόν ἀδάπανον ἰατρεῖον»31.

Ἡ ἐπιδημία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός χαρίζει διά νοερᾶς αἰσθήσεως στόν ἄνθρωπο τήν γεῦσι τῆς «θείας καί ἀμιγοῦς ὀδύνης ἡδονῆς» , ἡ ὁποία θαυμασίως μετασκευάζει καί τό σῶμα πρός τόν ἀπαθῆ θεῖο ἔρωτα πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά βοᾷ πρός τόν Θεόν: «ὡς γλυκεία τῷ λάρυγγί μου τά λόγια σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου» καί «ὡς ἐκ στέατος καί πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου καὶ τά χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τό στόμα μου»32.
Ἡ γλυκήτης δηλαδή τοῦ Θεοῦ εὐφραίνει ὄχι μόνο τίς ψυχές ἀλλά καί τά σώματα τῶν θεουμένων. Ὅπως τό σῶμα, ὅταν μετανοῇ καί πενθῇ ἡ ψυχή, συμπάσχει, ἔτσι συμπαρακαλεῖται μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα, ὅταν ἡ ψυχή ἀπολαμβάνῃ θείας ἡδονῆς.
«Ἀλλά τῆς παρακλήσεως ταύτης καί τό σῶμα μεταλαχγάνει πολυτρόπως. Ὦν τούς μέ ἴσασιν οἱ ἐν πείρᾳ γεγονότες, οἱ δέ καί τοῖς ἔξωθεν ὁρῶσι δῆλοι, τό προσηνές ἦθος, τό γλυκύ δάκρυον, ἡ χαρίτων γέμουσα τοῖς προσιοῦσιν ἔντευξις, κατά τόν ἐν Ἄσμασιν εἰπόντα ‟κηρία μέλιτος ἀπό στόματός σου στάζουσι, νύμφη’’. Λαμβάνει γάρ οὐ ἡ ψυχή μόνον τόν ἀρραβῶνα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τό σῶμα τό  συνδιανῦον τόν πρός ταῦτα τοῦ εὐαγγελίου δρόμον.
Ὁ δέ μή τουτο λέγων, καί τήν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι μετά σώματος ἀπαναίνεται διαγωγήν. Εἰ δέ καί τό σῶμα συμμεθέξει τότε τῶν ἀπορρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν, καί νῦν δήπου συμμεθέξει καταλλήλως ἑαυτῷ τῆς ἐνδιδομένης πρός Θεοῦ χάριτος τῷ νῷ.
 Διά ταῦτα γοῦν αἰσθήσει καταλαμβάνεσθαί φαμεν αὐτά, προστίθεμεν δέ  τό ‟νοερᾷ’’, διά τε τό ὑπέρ αἴσθησιν εἶναι ταῦτα φυσικήν καί διά τό πρώτως τόν νοῦν εἶναι τούτων δεκτικόν καί διά τήν πρός τόν πρῶτον νοῦν ἀνάτασιν τοῦ ἡμετέρου νοῦ, οὗ κατά τό ἐγχωροῦν μεταλαγχάντων θείως, αὐτός τε καί δι’αὐτοῦ τό συνημμένον σῶμα πρός τό θειότερον μετασκευάζεται, δεικνύς ἐντεῦθεν καί προοιμιαζόμενος τήν ὑπό τοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τῆς σαρκόςκατάποσιν.
Οὐ γάρ οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σώματος, ἀλλ’ οἱ τῆς ψυχῆς τήν ὁρῶσαν ταῦτα δύναμιν τοῦ πνεύματος λαμβάνουσι· διά ταῦτα νοεράν αὐτήν καλούμεν, ὑπέρ νοεράν οὗταν»33.

( Ἀλλά σ’ αὐτήν τήν παρηγορία [παράκλησι] μετέχει καί τό σῶμα μέ πολλούς τρόπους. Τούς καρπούς αὐτούς γνωρίζουν ὅσοι τούς ἔχουν δοκιμάσει, ἄλλοι δέ καρποί φαίνονται καί στούς ἐξωτερικά βλέποντας [τούς θεωμένους ἀνθρώπους]. Τέτοιοι καρποί εἶναι τό καταδεκτικό ἦθος, τό γλυκύ δάκρυον, ἡ γεμάτη χάρι ὁμιλία πρός τούς προσερχομένους, σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα τοῦ Ἄσματος «κηρία μέλιτος ἀπό στόματός σου στάζουσι νύμφη».
Διότι δέν λαμβάνει μόνο ἡ ψυχή τόν ἀρραβῶνα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τό σῶμα πού συνδιανύει πρός αὐτά τόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτός δέ πού δέν δέχεται αὐτό [τήν συμπαράκλησι τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή] ἀπορρίπτει καί τήν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα διαβίωσι [διαγωγή] μέ τό σῶμα.
Ἐάν δέ τό σῶμα πρόκειται νά συναπολαύσῃ τότε τά ἀπόρρητα ἐκεῖνα ἀγαθά, καί τώρα βέβαια θά συναπολαύσῃ μέ τόν κατάλληλο σ’ αὐτό τρόπο τήν Χάρι πού χορηγεῖ ὁ Θεός στόν νοῦ. Γι’ αὐτό λοιπόν λέγομε ὅτι γίνονται καταληπτά αὐτά μέ τήν αἴσθησι, προσθέτουμε ὅμως καί τό «νοερά», ἐπειδή ἀφ’ ἑνός μέν αὐτά εἶναι πάνω ἀπό τήν φυσική αἴσθησι, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι ὁ νοῦς πρωτίστως εἶναι δεκτικός αὐτῶν καί ἐπί πλέον ἐπειδή ὁ δικός μας νοῦς ἀναβαίνει πρός τόν πρῶτο νοῦ, τοῦ ὁποίου μεταλαμβάνοντας θείως κατά δύναμι, μεταμορφώνεται πρός τό θειότερο καί ὁ ἴδιος καί δι’ αὐτοῦ καί τό συνημμένο σῶμα, δείχνοντας καί φανερώνοντας ἐκ προοιμίων τήν ἀπό τό πνεῦμα κατάστασι τῆς σαρκός κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα. Διότι δέν λαμβάνουν οἱ ὀφθαλμοι τοῦ σώματος τήν δύναμιν τοῦ πνεύματος γιά νά βλέπουν αὐτά, ἀλλά οἱ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό τήν ὀνομάζουμε νοερά, μολονότι εἶναι ὑπέρ-νοερά).
Μέ τήν ἄσκησι καί ἀδιάλειπτο προσευχή ὁ μοναχός καί μετά ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος ἔπαθε καί ἔτσι ἔμαθε τά θεῖα. Ὅσα λοιπόν μᾶς λέγει περί Ἀκτίστου Φωτός δέν εἶναι ἐξ ἀκοῆς ἤ μελέτης ἀλλά ἐκ προσωπικῆς του πείρας.
Αὐτό τό Φῳς τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς θελογίας καί τῆς θαυματουργίας καί αὐτό τό Φῶς περιέλαμψε καί τό ἱερό του σκήνωμα κατά τήν ἁγία του κοίμησι.Ἄς ἀκούσουμε πάλι τόν βιογράφο του ἅγιο Φιλόθεο:
«Ἀφοῦ δέ ἐξῆλεθν ἡ μακρία του ψυχή, ἡ παντουργός τοῦ Πνεύματος χάρις ἐφανέρωσεν ἐξαισίως, καί εἰς τούς ἔξω, τήν ἔνδον τῆς ψυχῆς λαμπρότητα· ἐπειδή φῶς πολύ καί παράδοξον ἐγέμισε τόν οἰκίσκον ἐκεῖνον, εἰς τόν ὁποῖον μέσα, ὁ ἱερός ἐκείνου νεκρός ἐκείτετο· καί ἐν ταὐτῷ ἔλαμψε καί τό πρόσωπό του, καί ἔγινε παρόμοιον μέ τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, καί μέ ὅλον ὁπού ἦτον στυγνότατον καί κατάξηρον ἀκόμα καί πρό τῆς νεκρώσεώς του· ὅτι μία καί αὐτή ἐνέργεια τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος, ἐνήργει καί εἰς ἐκεῖνον τότε, καί εἰς τοῦτον τώρα τήν ἐξαίσιον ἐκείνην ἀστραπήν καί λαμπρότητα, ἄν καί οἱ σκοτεινοί περί τό φῶς, καί ἀπό τούτην καί ἀπό ἐκείνην πληγώνωνται καί ἀντιλέγωσιν, οἱ μέν Ἰουδαῖοι, τότε, οἱ δέ βαρλααμῖται τήν σήμερον, κακῶς καί ἀναξίως τοῦ Πνεύματος φρονοῦντες καί φανταζόμενοι. 
Ἀλλά τό φῶς μέν ἐκείνο, τό ὁποῖον ἔλαμψε καί ἐγέμισε ὅλη ἡ οἰκία, ὅταν ἡ ψυχή ἀνεχώρει ἀπό τό σῶμα, δύο ἱερεῖς εὐλαβέστατοι, καί μέ κάθε λογῆς ἀρετήν ἐστολισμένοι, τό εἶδαν μόνοι, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἦτον ἱερομόναχος· καί αὐτοί ἐδιηγήθησαν καί εἰς τούς ἄλλους, τό ὑπερφυές καί ἐξαίσιονἐκεῖνο θέαμα.
 Τῆς δέ ὑπερφυσικῆς τοῦ προσώπου λαμπρότητος, μάρτυρες ἐστάθησαν κάθε γένος, καί σχεδόν πᾶσα ἡλικία, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, μάρτυρες ὅσοι συνέδραμον τότε, εἰς τήν ἐκφοράν, καί εἰς τόν ἐνταφιασμόν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου νεκροῦ·  συνέδραμε δέ ὁμοῦ ἡ πόλις ὅλη, ὥστε ὁπού ὁ ἱερός ναός τῆς Ἐκκλησίας, ἐστενοχωρεῖτο καί μέσα καί ἔξω ἀπό τά πλήθη τοῦ λαοῦ· ἔμεινε δέ ἀχώριστος ἀπό αὐτόν διά  παντός, καί ἀπό τά ἱερά του λείψανα ἡ χάρις του θείου Πνεύματος· καί εἰς τό ἑξῆς ἀνέδειξε τόν ἱερόν ἐκείνου τάφον, θείου φωτός οἶκον, καί θαυμάτων πηγήν, καί βρύσιν ἱερῶν Χαρισμάτων, καί κοινόν ἀδάπανον ἰατρεῖον»31.
Ἡ ἐπιδημία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός χαρίζει διά νοερᾶς αἰσθήσεως στόν ἄνθρωπο τήν γεῦσι τῆς «θείας καί ἀμιγοῦς ὀδύνης ἡδονῆς» , ἡ ὁποία θαυμασίως μετασκευάζει καί τό σῶμα πρός τόν ἀπαθῆ θεῖο ἔρωτα πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά βοᾷ πρός τόν Θεόν: «ὡς γλυκεία τῷ λάρυγγί μου τά λόγια σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου» καί «ὡς ἐκ στέατος καί πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου καὶ τά χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τό στόμα μου»32.
Ἡ γλυκήτης δηλαδή τοῦ Θεοῦ εὐφραίνει ὄχι μόνο τίς ψυχές ἀλλά καί τά σώματα τῶν θεουμένων. Ὅπως τό σῶμα, ὅταν μετανοῇ καί πενθῇ ἡ ψυχή, συμπάσχει, ἔτσι συμπαρακαλεῖται μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα, ὅταν ἡ ψυχή ἀπολαμβάνῃ θείας ἡδονῆς.
«Ἀλλά τῆς παρακλήσεως ταύτης καί τό σῶμα μεταλαχγάνει πολυτρόπως. Ὦν τούς μέ ἴσασιν οἱ ἐν πείρᾳ γεγονότες, οἱ δέ καί τοῖς ἔξωθεν ὁρῶσι δῆλοι, τό προσηνές ἦθος, τό γλυκύ δάκρυον, ἡ χαρίτων γέμουσα τοῖς προσιοῦσιν ἔντευξις, κατά τόν ἐν Ἄσμασιν εἰπόντα ‟κηρία μέλιτος ἀπό στόματός
σου στάζουσι, νύμφη’’. Λαμβάνει γάρ οὐ ἡ ψυχή μόνον τόν ἀρραβῶνα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τό σῶμα τό συνδιανῦον τόν πρός ταῦτα τοῦ εὐαγγελίου δρόμον.

Ὁ δέ μή τουτο λέγων, καί τήν ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι μετά σώματος ἀπαναίνεται διαγωγήν. Εἰ δέ καί τό σῶμα συμμεθέξει τότε τῶν ἀπορρήτων ἐκείνων ἀγαθῶν, καί νῦν δήπου συμμεθέξει
καταλλήλως ἑαυτῷ τῆς ἐνδιδομένης πρός Θεοῦ χάριτος τῷ νῷ. Διά ταῦτα γοῦν αἰσθήσει καταλαμβάνεσθαί φαμεν αὐτά, προστίθεμεν δέ  τό ‟νοερᾷ’’, διά τε τό ὑπέρ αἴσθησιν εἶναι ταῦτα φυσικήν καί διά τό πρώτως τόν νοῦν εἶναι τούτων δεκτικόν καί διά τήν πρός τόν πρῶτον νοῦν ἀνάτασιν τοῦ ἡμετέρου νοῦ, οὗ κατά τό ἐγχωροῦν μεταλαγχάντων θείως, αὐτός τε καί δι’αὐτοῦ τό συνημμένον σῶμα πρός τό θειότερον μετασκευάζεται, δεικνύς ἐντεῦθεν καί προοιμιαζόμενος τήν
ὑπό τοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τῆς σαρκός κατάποσιν.
Οὐ γάρ οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σώματος, ἀλλ’ οἱ τῆς ψυχῆς τήν ὁρῶσαν ταῦτα δύναμιν τοῦ πνεύματος λαμβάνουσι· διά ταῦτα νοεράν αὐτήν καλούμεν, ὑπέρ νοεράν οὗταν»33.
( Ἀλλά σ’ αὐτήν τήν παρηγορία [παράκλησι] μετέχει καί τό σῶμα μέ πολλούς τρόπους. Τούς καρπούς αὐτούς γνωρίζουν ὅσοι τούς ἔχουν δοκιμάσει, ἄλλοι δέ καρποί φαίνονται καί στούς ἐξωτερικά βλέποντας [τούς θεωμένους ἀνθρώπους].
Τέτοιοι καρποί εἶναι τό καταδεκτικό ἦθος, τό γλυκύ δάκρυον, ἡ γεμάτη χάρι ὁμιλία πρός τούς προσερχομένους, σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα τοῦ Ἄσματος «κηρία μέλιτος ἀπό στόματός σου στάζουσι νύμφη».
Διότι δέν λαμβάνει μόνο ἡ ψυχή τόν ἀρραβῶνα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀλλά καί τό σῶμα πού συνδιανύει πρός αὐτά τόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτός δέ πού δέν δέχεται αὐτό [τήν συμπαράκλησι τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή] ἀπορρίπτει καί τήν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα διαβίωσι [διαγωγή] μέ τό σῶμα.
Ἐάν δέ τό σῶμα πρόκειται νά συναπολαύσῃ τότε τά ἀπόρρητα ἐκεῖνα ἀγαθά, καί τώρα βέβαια θά συναπολαύσῃ μέ τόν κατάλληλο σ’ αὐτό τρόπο τήν Χάρι πού χορηγεῖ ὁ Θεός στόν νοῦ.
Γι’ αὐτό λοιπόν λέγομε ὅτι γίνονται καταληπτά αὐτά μέ τήν αἴσθησι, προσθέτουμε ὅμως καί τό «νοερά», ἐπειδή ἀφ’ ἑνός μέν αὐτά εἶναι πάνω ἀπό τήν φυσική αἴσθησι, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι ὁ νοῦς πρωτίστως εἶναι δεκτικός αὐτῶν καί ἐπί πλέον ἐπειδή ὁ δικός μας νοῦς ἀναβαίνει πρός τόν πρῶτο νοῦ, τοῦ ὁποίου μεταλαμβάνοντας θείως κατά δύναμι, μεταμορφώνεται πρός τό θειότερο καί ὁ ἴδιος καί δι’ αὐτοῦ καί τό συνημμένο σῶμα, δείχνοντας καί φανερώνοντας ἐκ προοιμίων τήν ἀπό τό πνεῦμα κατάστασι τῆς σαρκός κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα.
Διότι δέν λαμβάνουν οἱ ὀφθαλμοι τοῦ σώματος τήν δύναμιν τοῦ πνεύματος γιά νά βλέπουν αὐτά, ἀλλά οἱ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό τήν ὀνομάζουμε νοερά, μολονότι εἶναι ὑπέρ-νοερά).
Εἶναι φανερό ἀπό ἐλέχθησαν, ὅτι ὁ ἁγιασμένος χριστιανός, ὀ καινός ἄνθρωπος, ἠμπορεῖ νά συμμετάσχῃ ἀπό αὐτή τήν ζωή στήν δόξα καί στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά προγεύεται τήν μακαριότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Παρασύρεται ὅμως ἀπό τόν διάβολο, ὅπως καί ὁ Ἀδάμ, καί ἀποσπᾶται ἀπό τά κρείττονα, τά ἀνώτερα, καί νά μαγεύεται καί νά δένεται μέ ἀδιάλυτα δεσμά μέ τά πρόσκαιρα, μάταια καί κατώτερα34.
Ἄλλοι παρασύρονται ἀπό τόν πλοῦτο, ἤ τήν ἄδοξο δόξα, ἤ τίς σαρκικές ἡδονές.
Ἄλλοι παρασύροντα ἀπό τήν διά βίου ἐπιδίωξι τῆς κατά κόσμον σοφίας, πού μέ τό μῆκος καί τό πλῆθος τῶν γνώσεων δέν τούς ἀφήνει χρόνο νά ἀσχοληθοῦν μέ τόν Θεό.
Ὑπάρχουν μάλιστα καί αὐτοί πού πιστεύουν, ὅπως ὁ Βαρλαάμ, ὅτι φθάνει ἡ ἀνθρωπίνη γνώσις γιά νά τελειωθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ἡ γνῶσις καί μάλιστα τῆς σοφίας τῶν Ἑλλήνων καθ’ ἑαυτήν εἶναι φωτιστική καί λυτρωτική καί ὅτι ἀληθινό φῶς εἶναι τό φῶς τῆς ἀθρωπίνης γνώσεως καί ὄχι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Δέν εἶναι δύσκολο σέ ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος νά διακρίνουμε καί αὐτά πού συμβαίνουν σήμερα.
Πολλοί παρασυρόμεθα ἀπό τήν αἰσθηματική ζωή. Οἱ ἀκρίδες του εὐδαιμονισμοῦ, τῆς καλοζωΐας, τῆς εὐημερίας, τῆς αὐταρκείας, τῆς ἡδονοθηρίας ἔχουν ἐπιπέσει σάν σύννεφο καί κατατρώγουν τίς ψυχές μικρῶν καί μεγάλων.
Οἱ βαθύτερες πνευματικές ἐφέσεις τοῦ ἀνθρώπου νεκρώνονται.
Μετά ἀπό τήν πολύωρη παρακολούθησι τῆς τηλεοράσεως ἤ τοῦ ραδιοφώνου, τό διάβασμα ἐφημερίδων, περιοδικῶν καί βιβλιων πού δέν ἔχουν τίποτε τό πνευματικό, τήν καλοφαγία (λίγοι ἄνθρωποι σήμερα νηστεύουν), τί ὄρεξι καί τί πόθο ἠμπορεῖ νά ἔχῃ κανείς γιά προσευχή, πνευματική μελέτη, ἀναζήτησι τοῦ Θεοῦ;
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά εἰποῦμε ὅτι ὁ μεγαλύτερος πνευματικός κίνδυνος πού ἀπειλεῖ νά καταστρέψῃ τό ὀρθόδοξο ἦθος καί την ὀρθόδοξο πίστι καί ζωή τοῦ λαοῦ μας εἶναι ὁ κατακλυσμός τῆς ὑλιστικῆς καί εὐδαιμονιστικῆς ζωῆς πού μᾶς ἔρχεται κυρίως ἀπό τήν ὑλιστική Δύσι.
Ἄλλοι πάλι πού ἔχουν ἀνώτερα ἐνδιαφέροντα καί κατορθώνουν νά ὑψωθοῦν ἐπάνω ἀπό τήν χαμερπῆ ὑλιστική ζωή κάνουν τό λάθος νά θεοποιοῦν κτιστές ἀξίες, σ’ αὐτές νά ζητοῦν τό φῶς (ὅπως ὁ Βαραλαάμ στήν ἀνθρωπίνη σοφία) καί ἔτσι νά χάνουν τήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός.
Οἱ κτιστές αὐτές ἀξίες δέν εἶναι ἀπό τήν φύσι τους κακές35. Γίνονται πνευματικά θανατηφόρες, ὅταν ἐνῶ εἶναι κτιστές  ζητοῦν νά ἀντικαταστήσουν, ἤ μᾶλλον ἐμεῖς ζητᾶμε νά ἀντικαταστήσουμε μέ αὐτές, τόν Ἄκτιστο Θεό.
Πίσω ἀπό τήν αὐτόνομη ἐπιδίωξι τέτοιων ἀξιῶν εὑρίσκεται ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος πού θέλει νά αὐτολυθτρωθῇ, αὐτοδικαιωθῇ, αὐτοϋψωθῇ, αὐτοτελειωθῇ, αὐτοθεωθῇ.
Στίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, δέν δυσκολευόμεθα νά διαρκίνουμε τόν πρόδρομο τῶν συγχρόνων οὑμανιστῶν.
Τό ἐρώτημα ὅμως παραμένει. Ἠμπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, νά πραγματοποιήσῃ καί ἀξιοποιήσῃ τόν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐαυτό του ἔξω ἀπό τήν ἀγαπητική σχέσι μέ τόν Θεό; Ἠμπορεῖ δηλαδή ὁ κτιστός ἄνθρωπος νά ἀναπαυθῇ τελεσίδικα μέ τά κτιστά φῶτα χωρίς τό Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ;
Ἠμποροῦν ἡ ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία, ἡ πολιτική, ἡ παιδεία, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁ γάμος, ἡ τέχνη, ξεκομμένα ἀπό τόν Θεό νά πληρώσουν τόν θεόπλαστο ἄνθρωπο;
Ἠμποροῦν αὐτοί, πού κατά τό ἅγιο Γρηγόριο «μένουσι ἀνέραστοι πρός τόν αὐτοπτικόν καί αὐτονόητον ἐκεῖνον ἔρωτα»36 τοῦ θείου Φωτος, νά χαροῦν ἀληθινά στήν ζωή τους;
Κάποιος νέος, τελειόφοιτος Πανεπιστημιακῆς Σχολῆς, πού ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ ἐξέφρασε τήν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ πού εἶχε μετά ἀπό προσπάθεια νά βρῇ τό νόημα τῆς ζωῆς του γιά ἀρκετά χρόνια σέ ἔντονα πολιτικοποιημένη ζωή, μετά στίς διαπροσωπικές σχέσεις μέ πρόσωπα τοῦ ἄλλου φύλλου καί σέ «πνευματικότητες» ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Τελευταῖα εἶχε ἀνακαλύψει τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχε αἰσθανθῆ ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἄλλο Φῶς γιά τήν ψυχή.
Ὅλα τά κτιστά φῶτα, οἱ ἀξίες, ἠμποροῦν νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο, ὅταν μένουν στά σχετικά τους ὅρια καί δέν τοῦ ἐμποδίζουν τή θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός·  ὅταν χαριτώνονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦν σ’ αὐτό.
 Ἡ φυσική γνῶσις, κακά τόν ἅγιο Γρηγόριο, δέν ἠμπορεῖ νά γίνῃ πνευματική, ἐάν μαζί μέ τήν πίστι δέν συγγενεύῃ καί μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δέ ἐάν δέν ἀναγεννηθῇ ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐξ αὐτῆς χάρι.
Τότε γίνεται κάτι ἄλλο ἐν σχέσει μέ τήν προηγούμενη, γίνεται «καινή τε και θεοειδής, ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τούς ἀκούοντας οἰκοδομούντων καί καρπῶν ἀγαθῶν», σοφία πού ὑποτάσσεται στήν ἄνωθεν σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού γνωρίζει καί ἀποδέχεται τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος37.
Ἡ ἄλλη γνῶσις (καί οἱ ἄλλες συνεπῶς χωρίς Χριστό ἀξίες) τελικά γίνονται ἀπαξίες καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόκτηση καί τόν δαιμονισμό.
Ὁ αἰώνας μας εἶναι μάρτυς τῆς θηριωδίας καί βαρβαρότητος, στήν ὁποία ἐκπίπτει ὁ ἄνθρωπος «τῶν φώτων» ἀλλ’ ὄχι τοῦ Ἀκτίστου Φωτός.
Οἱ ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας του Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας, ἀκολουθοῦντες τήν Ὀρθδόξο παράδοσι καί τόν δάσκαλο τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους ἅγιο Γρηγόριο, ἤθελαν ὅλες οἱ ἀξίες νά καταξιώνωνται στό Φῶς τοῦ Χριστοῦ· ἡ οἰκογένεια, τό σχολεῖο, ἡ κοινωνική ζωή, ἡ πολιτική. Ἄς θυμηθοῦμε  τό ποιηματάκι τῶν παιδιῶν τῶν κρυφῶν σχολεῖων: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νά περπατῶ, νά πηγαίνω στό σχολειό, νά μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα».  Τό ποιηματάκι αὐτό ἐκφράζει ἁπλᾶ τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καί τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν ἐν Χριστῷ παιδία τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας ἔδιναν μία αἰώνια σημασία σ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα, γιατί τά συνέδεαν μέ τόν Θεόν. Ἀκόμη καί τό κράτος δέν τό ἔβλεπαν ὡς αὐτοσκοπό ἀλλά ὡς προθάλαμο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἔτσι τό σχολεῖο, ἡ οἰκογένεια, ἡ παιδεία ἀνεδείκνυαν ἀνθρώπους πραγματικά φωτισμένους, ὄχι μόνο μέ τά κοσμικά φυσικά φῶτα ἀλλά μέ τό αἰώνιο Φῶς τοῦ Θεοῦ.
 Κάτω ἀπό τήν πίεσι τοῦ ἀθεϊσμοῦ σήμερα ἐπιδιώκεται ἀπό ποικίλους παράγοντες ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας ἀπό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πυκνό σκοτάδι βασιλεύει ἐκεῖ πού οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τά μάτια τους στό Φῶς τοῦ Χριστοῦ· σκοτάδι ἀγνωσίας Θεοῦ, ἐγωϊσμοῦ, ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀνθρώπων, ἐλλείψεως σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων, κυριαρχίας τῶν παθῶν, ἀποθεώσεως τῶν κατωτέρων ἐνστίκτων.
 Ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀποτρόπαιη καί ἀγνώριστη, εἰκόνα τοῦ διαβόλου. Αὐτούς πού ζητοῦν τό φῶς στή λογική, θά ἐλέγαμε σήμερα στά ἀνθρώπινα μόνο ἐπιτεύγματα καί ὄχι στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, παρομοιάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τυφλούς38.
Τό χειρότερο εἶναι ὅταν οἱ τυφλοί θέλουν νά πείσουν ὅλους ὅτι δέν ὑπάρχει τό φῶς καί ἔτσι νά τούς παρασύρουν κατά κρημνόν.
Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν τά τέκνα τοῦ πρώτου φωτιστοῦ μας ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τά τέκνα τῶν φωτοφόρων ἁγίων Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καί Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου καί ὅλων τῶν ἁγίων Μαρτύρων, τά τέκνα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὅλων τῶν ἁγίων διδασκάλων μας, νά ἀνταλλάξουμε τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ μέ τό σκότος τῶν κτιστῶν «φώτων» τοῦ κόσμου;
Ὁ Θεός νά φυλάξῃ τόν Ὀρθόδοξο λαό μας ἀπό μιά τέτοια τύφλωσι καί πνευματική ἅλωσι, πού θά εἶναι ἡ χειροτέρα καί πιό ἐπικίνδυνη τῆς ἱστορίας του.
Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθουμε στό φαιδρότατο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο ὑπερβαίνει κάθε αἴσθησι, κάθε γνῶσι, κάθε ἀρετή, καί κάθε τελειότητα πού προσγίνεται ἀπό μίμησι ἤ φρόνησι (δηλαδή κάθε ἀνθρωπίνη ἠθική)  καί εἶναι «παρεκτικόν.... τῆς μυστικῆς καί ἀπορρήτου γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἀρραβών νῦν τοῖς κεκεθαρμένοις τήν καρδίαν ἐνορώμενος... καί τῆς ἐνταῦθα κατά χριστιανούς τελειότητος παρεκτικός μονώτατος... ἀποκαλύψει καί χάριτι τοῦ Πνεύματος»39.
Αὐτή ἡ ἔλλαμψις πού δίδεται στήν ψυχή «ἀποκαλύψει καί δυνάμει τοῦ Πνεύματος»  εἶναι «τό ἐντελές τοῦ Χριστιανισμοῦ μυστήριον» καί «τό τέλειον τῆς χάριτος μυστήριον»40.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως ἡ θεά τοῦ Φωτός αὐτοῦ δέν εἶναι παρά «προοίμιον»41 τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί «ὁ ἀρραβών»42 τῆς ἀπορρήτου κατά τό μέλλον Ἰησοῦ κοινωνίας.
Δεῖγμα τῆς ἀπείρου καί ἐκστατικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δωρεά τοῦ θεοποιοῦ δώρου τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς θεώσεως.
«Ἀλλά μή διά τό ὑπερβάλλον τῆς εὐεργεσίας ἀπειθήσαντες
ἀφηνιάσωμεν, πιστεύσαντες δέ τῷ  μεταλαβόντι τῆς φύσεως 
ἡμῶν καί μεταδόντι τῆς δόξης τῆς φύσεως αὐτοῦ ζητήσωμεν
πῶς κτᾶταί τις τοῦτο καί ὁρᾷ. Πῶς οὖν; Τῇ τῶν θείων
ἐντολῶν τηρήσει»43.
Δέν εἶναι ἐπικίνδυνο σέ μᾶς πού εἴμεθα τόσο μακρυά ἀπό τό Φῶς αὐτό, δηλαδή τήν θέωσι, νά ὁμιλοῦμε γι’ αὐτό; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς ἐνθαρρύνει ὅτι ἡ ἐπιδίωξις τῆς θεώσεως εἶναι ὠφέλιμη γιά τήν ψυχή μας: 
«Ὁ τοῦτο τό μέγα τῆς καινῆς χάριτος μή πιστεύων μυστήριον, μηδέ πρός τήν ἐλπίδα τῆς θεώσεως βλέπων, οὐδὲ σαρκός ἡδονῆς καί χρημάτων καί κτημάτων καί τῆς πρός ἀνθρώπων δόξης καταφρονεῖν δύναιτ’ ἄν. Εἰ δ’ ἄρα καί δυνηθείη κἄν πρός βραχύ, φυσίωσις αὐτόν ὡς
τό τέλειον ἤδη κτησάμενον διαδέχεται, δι’ ἧς αὗθις πρός τόν τῶν ἀκαθάρτων κατασπᾶται κατάλογον. Ὁ δέ πρὸς ἐκεῖνο βλέπων, κἄν ἅπαν ἔργον ἀγαθόν κτήσηται, προκείμενον ἔχων τήν ὑπερτελῆ καὶ ἀτέλεστον τελειότητα, ἑαυτόν οὔπω λογίζεται κατειληφέναι τι καί οὕτω τῇ  ταπεινώσει προστίθησι· διανοούμενος δέ τοῦτο μέν τήν τῶν προωδευκότων ἁγίων ὑπεροχήν, τοῦτο δέ τήν τῆς θείας
φιλανθρωπίας ὑπερβολήν, πενθῶν, τό τοῦ Ἠσαΐου βοᾷ, ‟οἴμοι ὅτι ἀκάθαρτος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, Κύριον  Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου’’. Τό δέ πένθος τοῦτο τῇ καθάρσειπροστίθησιν· ἐπιδαψιλεύεται δέ ταύτη παράκλησίν τε καί ἔλλαμψιν ὁ τῆς χάριτος Κύριος»44.

(Αὐτός πού δὲν πίστεύει σ’ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο τῆς νέας χάριτος, μήτε ἀποβλέπει στήν ἐλπίδα τῆς θεώσεως, δέν θά ἠμποροῦσε νά καταφρονῇ οὔτε ἡδονή σαρκός οὔτε χρήματα καί κτήματα καί τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί ἄν ἠμποροῦσε ἔστω καί γιά λίγο, τόν ἀκολουθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, ὡσάν νά ἐπέτυχε τό τέλειο.
Ἔτσι μέ τήν ὑπερηφάνεια ἐκπίπτει στούς ἀκαθάρτους. Ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει [στή θέωσι], ἀκόμη καί ὅταν κατορθώσῃ κάθε ἀγαθό, ἔχοντας ἐμπρός του τήν ὑπερτελεία καί ἀτελείωτη τελειότητα, δέν νομίζει ὅτι ἐπέτυχε κάτι κι ἔτσι γίνεται ταπεινότερος.
Σκεπτόμενος δέ ἀφ’ ἑνός μέν τήν ὑπεροχή τῶν προπροευθέντων Ἁγίων, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό ὕψος τῆς θείας φιλανθρωπίας, πενθεῖ καὶ βοᾷ τό τοῦ Ἡσαΐου «οἴμοι ὅτι ἀκάθαρτος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, Κύριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου».
Αὐτό τό πένθος προσθέτει στήν καθαρότητα [τῆς ψυχῆς], ὁ δέ Κύριος τῆς χάριτος ἐπιδαψιλεύει σ’ αὐτήν παράκλησι [παρηγορία] καί ἔλλαμψι).
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἐδίσασα ἀπόψε νά ὁμιλήσω πρός τὴν ἀγάπη σας γιά τήν μεγαλυτέρα σέ μᾶς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἤ μᾶλλον νά ὁμιλήσῃ πρός ὅλους μας ὁ θεῖος διδάσκαλός μας, ὁ θεόπτης Γρηγόριος.
Προσοχή ὅμως, γιατί κάθε φῶς δέν εἶναι ἐκ Θεοῦ, οὔτε κάθε ἐμπειρία εἶναι τῆς Χάριτος. Ὁ πονηρός διάβολος μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο φωτός. Γι’ αὐτό κάθε πνευματική ἐμπειρία πρέπει νά τίθεται ὑπό τήν κρίσι ἐμπείρου καί διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατρός.
Τί ἠμποροῦμε νά κρατήσουμε ἐμεῖς ἀπό αὐτά γιά τόν καθημερινό μας ἀγῶνα καί μάλιστα ὅσοι ζοῦν καί ἀγωνίζονται στόν κόσμο;
Ἄν δέν ἠμποροῦμε τήν ἐν ἡσυχίᾳ λόγῳ βιοτικῶν μεριμνῶν ἀδιάλειπτο προσευχή, ἄς ἀγωνισθῦμε γιά τήν συχνότερη εἴσοδο στό «ταμεῖο»  μας, δηλαδή στήν καρδιά καί στό προσευχητήριό μας, καί ἄς ἐπιμεληθοῦμε τήν ἐπίκλησι τοῦ γλυκητάτου ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐδίδασκε καί θεία ἀποκάλυψις ἐβεβαίωσε, ὅτι ἡ προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἀλλά καί γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανούς. Ἄς λέμε τήν εὐλογημένη αὐτή εὐχή ὄχι μόνο στίς τακτικές ὧρες τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί στίς ἄλλες ὧρες τοῦ εἰκοσιτετραώρου, ὅταν ὁδοιποροῦμε ἤ ταξιδεύουμε, ὅταν ἐργαζώμεθα ἤ ἀναπαυώμεθα.
Ἄς μή κατατριβώμεθα μέ πολλά μάταια καί δευτερεύοντα, πού μᾶς ἀφαιροῦν πολύτιμο χρόνο ἀπό τήν μελέτη καί τήν προσευχή.
Ἄς προσέχουμε τήν ἀργολογία καί τήν κατάκρισι, πού φθείρουν τήν ψυχή μας.
Ἄς ἐπιμελούμεθα νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί κυρίως τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πού ἀναπαύει τόν Θεό στίς καρδιές μας.
Ἄς μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή καί τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἄς συχνάζουμε προθυμότεροι στίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις καί ἀκολουθίες.
Ἄς τρέχουμε σάν διψασμένοι ἔλαφοι στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς.
Πρό πάντων ὅμως ἄς μετανοοῦμε καί ἄς ἐξομολογούμεθα τελωνικῶς κάθε φορά πού μέ τίς ἁμαρτίες μας πικραίνουμε τόν εὐεργέτη μας Κύριο.
Ἄν ἔτσι πορευώμεθα, ἄς ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στόν Κύριό μας ὅτι, καί ἐάν ἐδῶ σ’ αὐτή τή ζωή δέν καταξιωθοῦμε τῆς θέας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, τοὐλάχιστον δέν θά στερηθοῦμε κάτι ἀπό τήν μακαρία θέα Του στήν αἰώνιο ζωή.
Θά δώσω καί πάλι τόν λόγο στόν ἅγιο Γρηγόριο γιά νά κατακλείσῃ ἐκεῖνος τήν παροῦσα ὁμιλία:
«Καλῶς οὖν πιστεύοντες ὡς ἐδιδάχθημεν, καί τοῦ μυστηρίου συνιέντες τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως,
ὁδεύσουμεν πρός τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου·  καί τοῦ κάλλους ἐρασθέντες τῆς ἀναλλοιώτου δόξης, τό ὄμμα τῆς
διανοίας τῶν γηΐνων μολυσμῶν ἐκκαθάρωμεν, πᾶν περιφρονοῦντες τερπνόν καί περικαλλές, ὅ μή μόνιμον,
ὅ κἄν ἡδύ δοκῇ, ἀλλ’ ὀδύνην προξενεῖ τήν αἰώνιον, κἄν ὥραν φέρῃ τῷ σώματι, ἀλλά τῇ ψυχῇ περιβάλλει τὸν
δυσειδῆ χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας ἐκεῖνον, δι’ ὅν δεθείς χεῖρας καί πόδας ὁ μή τό ἔνδυμα τῆς ἀφθάρτου συναφείας ἔχων,
εἰς τό πῦρ ἐκεῖνο καί τό σκότος ἐξάγεται τό ἐξώτερον· οὗ ρυσθείημεν ἅπαντες ἐλλάμψει καί ἐπιγνώσει τοῦ ἀΰλου καί
ἀϊδίου φωτός τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, εἰς δόξαν αὐτοῦ καί τοῦ ἀνάρχου αὐτοῦ Πατρός, καί τοῦ ζωοποιοῦ
Πνεύματος, ὧν μία καί ἡ αὐτή λαμπρότης τε καί θεότης καί δόξα καί Βασιλεία καί δύναμις, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»45.
( Πιστεύοντες λοιπόν καλῶς ὅπως διδαχθήκαμε καί κατανοήσαντες τό μυστήριο τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψι τοῦ φωτός ἐκείνου· καί ἀφοῦ ἐρωτικῶς ποθήσουμε τό κάλλος τῆς ἀναλλοιώτου δόξης, ἄς καθαρίσουμε τόν ὀφθαλμό τῆς διανοίας ἀπό τούς γηΐνους μολυσμούς, περιφρονοῦντες κάθε τί εὐχάριστο καί ὡραῖο πού δέν εἶναι μόνιμο καί πού, ἔστω καί ἄν φαίνεται γλυκύ, ὅμως προξενεῖ αἰώνια ὀδύνη καί, ἔστω κι ἄν φέρῃ ὀμορφιά στό σῶμα, ὅμως ντύνει τήν ψυχή μέ ἐκεῖνον τόν ἄσχημο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀφοῦ δεθῇ χέρια καί πόδια αὐτός πού δέν ἔχει τό ἔνδυμα τῆς ἀφθάρτου συναφείας, ὁδηγεῖται στό πῦρ ἐκεῖνο καί τό σκότος τό ἐξώτερο, ἀπό τό ὁποῖο εἴθε νά σωθοῦμε ὅλοι διά τῆς ἐλλάμψεως καί ἐπιγνώσεως τοῦ ἀΰλου καί ἀϊδίου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου πρός δόξαν αὐτοῦ καί τοῦ ἀνάρχου Του Πατρός καί τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος, τῶν ὁποίων μία καί ἡ αὐτή εἶναι ἡ λαμπρότης καί θεότης καί βασιλεία καί δύναμις νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀμήν).

__________________________________________________________________________________________________________

16. Μοναχοῦ Θεκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἅγιον Ὄρος –Θεσ/νικη, 1976, σελ. 142.
17. «Ἀλλά καί εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τά αὐτά ποτε φωραθείη ἤ φρονῶν ἤ λέγων ἤ συγγραφόμενος κατά τοῦ ἱερωτάτου Θεσσαλονίκης, μᾶλλον δέ κατά τῶν ἱερῶν θεολόγων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τά αὐτά κατ’ αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καί τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν. Αὑτόν μέντοι τόν πολλάκις ῥηθέντα Θεσσαλονίκης ἱερώτατον μητροπολίτην, μηδέν ἀπᾷδον τῶν θείων λογίων γράφοντά τε καί φρονοῦντα μετ’ ἐξετάσεως καταλαβόντες, μᾶλλον δέ τῶν θείων λογίων καί τῆς κοινῆς ἡμῶν εὐσεβείας καί παραδόσεως, ὡς προσῆκεν, ὑπερμαχοῦντα, οὐκ ἀνώτερον μόνον παντάπασι τῶν κατ’ αὐτοῦ μᾶλλον δέ τῶν κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐρεσχελιῶν, ὡς καί οἱ πρώην συνοδικοί τόμοι προβάντες ἔχομεν ἀλλά καί ἀσφαλέστερον τῆς Ἐκκλησίας καί εὐσεβείας πρόμαχον καί προαγωγνιστήν καί βοηθόν ταύτης ἀποφαινόμεθα». ( Συνοδικός Τόμος κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου, ἐν Ἰω. Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, τ. 1, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 405.
18.Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 1,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 64, στίχ. 13-18.
19.Ὁμιλίαι 41, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 174.
20. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 2,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.122, στίχ. 15 καί ἑξῆς.
21. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1, 3,ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 246, στίχ. 12.
22. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 164, στίχ. 30.
23. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 200, στίχ. 6.
24. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 238, στίχ. 11 καί ἑξῆς.
25.Ἰσαάκ Σύρου Ἀκσητικά, Ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νικη 1997, σελ. 140, στίχ. 7.
26.Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ἀνωτ. σελ. 194, στίχ. 30 καί ἑξῆς.
27. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 196, στίχ. 5.
28. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 236, στίχ. 13.
29. Ἐν Περιοδ. Ἅγ. Νεκτάριος, ἔνθ’ ἀνωτ. σέλ. 170.
30. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ Ἀντίπαπας, ἔκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, Θεσ/νικη 1981, σελ. 56 καί 57.
31. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 189.
32. Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,3 ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 218, στίχ 3.
33. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ  218, στίχ. 26 καί ἑξῆς.
34. . Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,1 ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 74, στίχ 3.
35. «Ἔπειτα καί τοῦτο διανοεῖσθαι τοῦτον ἀξιοῦμεν, ὡς οὐδέν κακόν,ᾗ ἐστι, κακόν ἐστι, ἀλλ’ ᾗ τῆς καταλλήλου τε και προσηκούσης ἐνεργείας καί τοῦ τῆς ἐνεργείας τέλους ἀποπέπτωκε»(Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 108, στίχ. 7).
36. Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,3 ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 170, στίχ 5.
 37. Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,1 ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 82, στίχ 3.
38. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 170, στίχ. 5
39. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 172, στίχ. 10.
40.Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.172, στίχ. 24.
41.Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 206, στίχ. 2-7.
42. Ἔνθ’ ἄνωτ. σελ. 172, στίχ. 10-19.
43. Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 2,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 444, στίχ.6.
44.  Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 256, στίχ. 12 καί ἑξῆς.
45.Ὁμιλίαι 41, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 194.

ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
2000
σελ. 14-17
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible