Παπαχαράλαμπος
Διονυσιάτης
Στά
πλαίσια
τῶς
διδαχῶν
του
ὁ
Γέροντας,
ἔκαμνε
ἰδιαίτερον
λόγον
σέ
ὅλους
γενικά,
εἴτε
ἔγγαμους
εἴτε
ἄγαμους,
περί
νοερᾶς
προσευχῆς.
Ὁ
ἀείμνηστος
καθώς
τόν
ἐζήσαμε
ἀπό
κοντά,
ἀφοῦ
ἐγεύθηκε
ὁ
ἴδιος
τούς
γλυκύτατους
καρπούς
τῆς
νοερᾶς
προσευχῆς,
μέσα
του
διάπυρος
ἦταν
ὁ
πόθος,
εἰ
δυνατόν
ὅλος
ὁ
κόσμος
ὁμοίως
νά
γευθῆ
αὐτούς
τούς
βότρυας.
Ἰδιαιτέρως
ὅμως
ἐσυγκινεῖτο,
ὅταν
ἔβλεπε
ἀνάλογον
ἐνδιαφέρον
ἀπό
τούς
συνδαιτημόνες.
Τότε
πραγματικά
ἄνοιγε
ἡ
καρδιά
του.
Χωρίς
ὑπερβολήν
ἔβγαζε
ἀπό
τό
ξεχείλισμά
της
καί
μετέδιδε
ἄμεσα
στούς
ἀκροαζόμενους.
Ὁ
ἅγιος
αὐτός
Γέροντας
δέν
ἔλεγε
λόγια,
παχυλά,
χωρίς
περιεχόμενο.
Γιά
τόν
Γέροντά
μου
μπορῶ
νά
διαβεβαιώσω
χωρίς
ἐνδοιασμούς,
καί
ἀπό
τήν
πεῖραν
πολλῶν
ἄλλων
καί
λίγο
ἀπό
τήν
δική
μου,
ὅτι
ἴσχυε
ὁ
λόγος
τοῦ
Κυρίου,
«τά
λόγια
ἅ
ἐγώ
λαλῶ
πνεῦμά
ἐστι
καί
ζωή
ἐστιν»
(Ἰω.
Σ΄
:
63).
Ἀκούοντας
τήν
φήμη
του
ὡς
διδασκάλου
τῆς
νοερᾶς
προσευχῆς,
συνέρρεαν
πλήθη
ἀνθρώπων
ὅλων
τῶν
τάξεων
καί
ἐξ
ἐγγάμων
καί
ἐξ
ἀγάμων.
Σέ
ὅλους
ὅσοι
τόν
ἐπισκέπτονταν,
μετέδιδε
ἀπό
τήν
πρώτη
στιγμή
ἀπό
τόν
ἑαυτόν
του
καί
ἀναλόγως
τῆς
δεκτικότητας
καθενός.
Στήν
Ν.
Σκήτην
κατά
τό
ἔτος
1964,
ἐπισκέφθηκε
τόν
Γέροντα
ὁ
ἀείμνηστος
πνευματικός
παπα-Σάββας
Σταυροβουνιώτης.
Μαζί
του,
ἀκολουθοῦσε
καί
ἕνας
νεαρός
ὑποψήφιος
μοναχός.
Ὁ
νέος
ἐζήτησε
νά
συμβουλευτῆ
τόν
Γέροντα.
Ἐκάθισαν
ἀρκετά
μαζί
καί
στήν
συνέχεια
ἀναχώρησαν
μέ
τόν
ὡς
ἄνω
πνευματικόν
γιά
τίς
Ἱ.Μονές.
Τήν
ἄλλην
ἡμέραν
ἐσπευσμένως
ἐπιστρέφει
ἀπό
τήν
Ἱ.
Μ.
Ἁγ.
Παύλου
ὁ
νέος
καί
κτυπᾶ
τήν
πόρτα
τοῦ
Γέροντα
μέ
τίς
πρῶτες
ἀκτῖνες
τοῦ
ἥλιου.
Ἀνοίγει
ὁ
Γέροντας.
- Τί συμβαίνει, παιδί μου;
- Γέροντα, νά σᾶς πῶ κάτι σοβαρό. Ὅταν φύγαμε χθές, ἀκολούθησα τίς συμβουλές σας καί ἄρχισα νά λέω συνέχεια μέ τό στόμα τήν εὐχήν. Ἀλλά τό βράδυ αἰσθάνθηκα μέσα στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μιά δυνατή φλόγα πού ἔκαιε ἀλλά μοῦ ἔφερε τόση ἐνδοστρέφεια καί τόση γλυκύτητα, ὥστε ἐνόμιζα ὅτι τόν νοῦν μου τόν κατάπιεν ἡ καρδιά. Ἔμεινα μέ τόν νοῦν ὥραν πολλή στήν καρδιά. Δέν ἤθελε νά βγῆ ἀπό μέσα. Ἀπό ἐκείνην τήν ὥρα δυνάμωσε τόσον ἡ εὐχή, ὥστε νά μή σταματᾶ οὔτε δευτερόλεπτο.
Ἔ,
ὅταν
ὁ
Γέροντας
ἄκουσε
κάτι
τέτοιο,
μέ
τήν
συνηθισμένην
του
παιδικήν
ἁπλότητα,
τόν
ἀγκάλιασε
καί
τόν
φιλοῦσε
μέ
δάκρυα.
Κατόπιν
τοῦ
συνέστησε
ἀντί
νά
γυρίζη
γιά
προσκύνημα,
νά
παραμείνη
ὅλες
τίς
ἡμέρες
κοντά
του,
γιά
νά
κρατήση
καί
νά
περισσεύση
αὐτό
πού
τοῦ
χάρισε
ὁ
Θεός.
Δυστυχῶς
ὁ
νέος
δέν
μποροῦσε
ν᾿
ἀποχωρισθῆ
τόν
σύντροφόν
του
πνευματικόν.
Σέ
μιά
νέαν
εὐκαιρία,
πρίν
φύγουν,
γύρισε
βιαστικά
στήν
Ν.
Σκήτην,
εἶδε
τόν
Γέροντα
καί
τοῦ
ὁμολόγησε
ὅτι
κρατᾶ
μέν
τήν
ἀδιάλειπτον
εὐχήν,
ἀλλά
μέ
τούς
γύρους
καί
τόν
περισπασμόν
ἡ
φλόγα
ἔχει
ἀδυνατήσει
κατά
πολύ·
ἦταν
ἑπόμενο.
Ὡστόσο
ὁ
Γέροντας
τόν
ἀπεκάλεσε
«κλέφτην».
Ἦλθε
ἐδῶ,
μᾶς
ἔκλεψε
τήν
νοεράν
προσευχήν
κι
ἔφυγε.
Ἀλλά
καί
πάρα
πολλοί
ἄλλοι
νέοι
ὁμολογοῦσαν,
ὅτι
ἀπό
τήν
πρώτη
φορά
πού
τούς
ἐδίδασκε
γιά
τήν
εὐχή
μποροῦσαν
νά
προσαρμοστοῦν
μέ
τό
πρόγραμμα
τῆς
ὀκτάωρης
ἀγρυπνίας
πού
ἀκολουθοῦσε
ἡ
συνοδεία
μας.
Ἔχουμε
ἀρκετές
περιπτώσεις
ὅπου
ἡ
θεία
πρόνοια
ἔφερε
στό
κελλί
μας
ἀνθρώπους
τελείως
ἄσχετους,
ναρκομανεῖς,
ἀναρχικούς
καί
ἄλλους,
καλοπροαίρετους
ὅμως,
οἱ
ὁποῖοι
ἀπό
τήν
πρώτην
ἐπαφήν
καί
ἐξομολόγησιν
ἐγκατέλειψαν
τήν
πρώην
ἄσωτη
ζωή
καί
μπῆκαν
στό
πρόγραμμα
τῆς
ἀγρυπνίας.
Ἀπ᾿
αὐτούς
ἔχουμε
καί
ὁρισμένους
οἱ
ὁποῖοι
ἔγιναν
καί
μοναχοί.
Δέν
θά
παρασιωπήσω
καί
τήν
περίπτωσιν
τοῦ
νέου,
ὁ
ὁποῖος
κινούμενος
ἀπό
πνευματική
δίψαν
ὅταν
ἦταν
στόν
κόσμον,
ἀνέγνωσε
βιβλία
περί
νοερᾶς
προσευχῆς.
Ἡ
φλογισμένη
ἐκείνη
ψυχή,
ὅπως
ἕνας
σπόγγος,
ἀπορρόφισε
ἐκεῖνα
τά
θεόσοφα
λόγια
καί
τά
ἔθεσε
σέ
ἐφαρμογή.
Δέν
ἄργησε
δέ
νά
ἀποκομίση
καί
τούς
πρώτους
ἀγλαεῖς
καρπούς.
Συγκεντρωνόταν
τό
βράδυ
στό
μέσο
τῆς
Ἀθήνας,
ὧρες
ὁλόκληρες,
ἀγωνιζόμενος
ἀλλά
καί
«ἐντρυφῶντας»
στό
ἱερόν
αὐτό
ἔργο
τῆς
εὐχῆς.
Συγχρόνως
τήν
ἡμέρα
δέν
ἔπαυε
ἀδιαλείπτως
νά
λέη
τήν
εὐχήν.
Ὅμως,
ἑπόμενο
ἦταν
χωρίς
πνευματικόν
ὁδηγόν
νά
σκοντάψη.
Ἀπαραίτητη
προϋπόθεσις
κατά
τούς
πατέρες
γιά
τήν
πνευματικήν
πρόοδον
αὐτοῦ
τοῦ
ἔργου,
εἶναι
ὁ
κατάλληλος
ὁδηγός.
Τήν
ἐποχήν
ἐκείνην
ἡ
πόλις
τν
Ἀθηνῶν
ἐκοσμεῖτο
μέ
ἀρκετούς
εὐλαβεῖς
καί
χαρισματούχους
πνευματικούς.
Ὁ
νέος
αὐτός,
εἴτε
ἐκ
δαιμονικῆς
συνεργείας
εἴτε
ἐκ
τῆς
ἀνθρωπίνης
φύσεως,
περιῆλθε
σέ
μίαν
ὑπερβολική
ψυχοσωματικήν
ὑπερκόπωσιν,
σέ
βαθμόν
ὥστε
μόλις
ἐσυγκέντρωνε
τόν
νοῦν
στήν
κατανόησιν
τῆς
εὐχῆς,
αἰσθανόταν
ἕνα
τόσον
φρικτόν
πονοκέφαλον,
ὥστε
νά
νομίζη
ὅτι
θά
τοῦ
φύγουν
τά
μυαλά.
Ἐξ
ἀνάγκης
κατέφυγε
σέ
ὅλους
τούς
τότε
κορυφαίους
πνευματικούς
τῆς
Ἀθήνας·
πλήν
ὁ
Θεός
δέν
εὐδόκησε
μέσω
αὐτῶν
νά
εὕρη
θεραπείαν.
Κατά
θείαν
νεῦσιν,
τοῦ
συνέστησεν
ὁ
πνευματικός
νά
μεταβῆ
γιά
ἕνα
μῆνα
στό
Ἅγ.
Ὄρος
πρός
ψυχικήν
ἠρεμίαν.
Αὐτό
ἤτανε.
Κατά
θείαν
εὐδοκίαν
ἀπό
τίς
πρῶτες
κιόλας
ἡμέρες,
«ἅμα
τῇ
ἀκοῇ»,
προσέτρεξε
στόν
παπα-Χαράλαμπον,
μήπως
ἀκούση
λόγον
σωτήριον,
γιά
τήν
δυσκολίαν
στήν
ὁποίαν
περιῆλθε.
Πρίν
ὅμως
γνωρίσει
τόν
παπα-Χαράλαμπον,
ἐξομολογήθηκε
σέ
κάποιον
ἄλλον
φημισμένον
πνευματικόν,
ὁ
ὁποῖος
τοῦ
ἐπέβαλε
καθημερινά
πρό
τοῦ
ὕπνου
πενήντα
γονυκλισίες
καί
τέσσερα
κομποσχοίνια
τῶν
ἑκατόν
κόμβων.
Ὁ
νέος
ἀρνήθηκε
ρητά
τόν
κανόνα,
ἐπικαλούμενος
ψυχοσωματικήν
ὑπερκόπωσιν.
Μεταβαίνοντας
ἀκολούθως
στόν
παπα-Χαράλαμπον,
μεταξύ
ἄλλων
διηγήθηκε
καί
τό
ἀνωτέρω
πάθημα
μέ
τόν
ἄλλον
πνευματικόν,
λέγοντας:
«Ἄν
γίνεται,
σέ
παρακαλῶ,
λύσε
με
ἀπ᾿
αὐτόν
τόν
κανόνα,
διότι
δέν
μπορῶ
νά
κάμνω
τόσο
κομποσχοίνι».
Τότε
τόν
περιλαμβάνει
ὁ
Γέροντας.
Τοῦ
δίνει
τό
πρῶτο
μάθημα
τῆς
εὐχῆς
καί
τόν
ἐξαποστέλλει
λέγοντας:
«Πήγαινε
σήμερα,
προσπάθησε
νά
ἐφαρμόσης
αὐτά
πού
εἴπαμε,.
Κι
ἄν
δυσκολευτῆς,
τότε
τά
ξαναλέμε».
«Ἀπό
τήν
ἴδιαν
κιόλας
στιγμή,
λέει
ὁ
ἀψευδής
ἐκεῖνος
νέος,
σάν
νέφος
διαλύθηκε
ἐκεῖνος
ὁ
πονοκέφαλος
καί
ἄρχισε
νά
δουλεύη
σάν
μηχανάκι
ἡ
ἀδιάλειπτός
εὐχή.
Πότε
μέ
τόν
νοῦν,
πότε
μέ
τό
στόμα
ἀσταμάτητα,
ὄχι
τέσσερα
κομποσχοίνια,
ἀλλά
τετράδες-τετράδες
κυλοῦσαν
ἀσταμάτητα».
Ὁ
νέος
αὐτός
ἀφοῦ
ἐγνώρισεν
ἀπό
τόν
Γέροντα
ὠφέλειαν
καί
θεραπείαν
δέν
μποροῦσε
πλέον
νά
τόν
ἀποχωρισθῆ.
Ὡστόσο
σεβόμενος
τήν
εὐλογίαν
τοῦ
πνευματικοῦ
του,
ἐπέστρεψεν
πρός
ὥραν
στά
ἐγκόσμια.
Δέν
ἄργησεν
ὅμως
νά
ἐγκαταβιώση
ἀργότερα
σέ
ἕνα
ἀπό
τά
σκηνώματα
τοῦ
Ἁγίου
Ὄρους
καί
νά
πλουτῆ
τόν
Γέροντα
μέχρι
καί
τοῦ
θανάτου
του,
ὡς
πνευματικόν
του
ὁδηγόν
καί
εὐεργέτην.
συνεχίζεται...
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἰωσήφ
Μ.Δ.
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ὁ
ἁπλοϊκός
ἡγούμενος
καί
διδάσκαλος
τῆς
νοερᾶς
προσευχῆς”
Ἐκτύπωση,
Βιβλιοδεσία:
ΓΡΑΦΙΚΕΣ
ΤΕΧΝΕΣ
«ΜΕΛΙΣΣΑ»
Κεντρική
Διάθεση:
Βιβλιοπωλεῖον
«ΛΥΔΙΑ»
Καμβουνίων
1,
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
τηλ.
2310237-412
Τά
ἔσοδα
θά
διατίθενται
γιά
φιλανθωπικούς
σκοπούς.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς Γραφικές Τέχνες
«ΜΕΛΙΣΣΑ» καί τό βιβλιοπωλεῖο
«ΛΥΔΙΑ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τα βιβλία πού ἐκδίδουν.
«ΜΕΛΙΣΣΑ» καί τό βιβλιοπωλεῖο
«ΛΥΔΙΑ» γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τα βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου