ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ
24 Αυγούστου
Ο άγιος Κοσμάς γεννήθηκε, γύρω στα 1714, σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλίας, το Μέγα Δένδρον (που ήταν και η ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Ευγενίου [5 Αυγ.]), που υπαγόταν στη Μητρόπολη της Άρτας. Οι γονείς του, απλοί στην καταγωγή και ευλαβείς, τον ανέθρεψαν μέσα στην ατμόσφαιρα του φόβου του Θεού και του μετέδωσαν την αγάπη για τα ιερά Γράμματα. Έτσι, σε ηλικία περίπου είκοσι ετών, ανεβαίνει στο Άγιον Όρος για να σπουδάσει στην Αθωνιάδα Ακαδημία, που είχε προ ολίγου ιδρυθεί ως εξάρτημα της Μονής Βατοπαιδίου και όπου δίδασκε ο περίφημος Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806). Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από την ίδρυση αυτής της Σχολής, η οποία μετέδιδε το πνεύμα του Διαφωτισμού μέσα στην ίδια την καρδιά του κάστρου της Ορθοδοξίας, ανάγκασαν σύντομα τον Βούλγαρη και τους άλλους ονομαστούς διδασκάλους να εγκαταλείψουν τον Άθω· έτσι η Αθωνιάδα μοιραία περιέπεσε γρήγορα σε παρακμή (1759). Αυτό όμως στάθηκε για τον νεαρό Κοσμά σημείο της θεϊκής Προνοίας και, αφήνοντας πλέον τις σπουδές, στράφηκε προς τη μοναχική ζωή και εισήλθε στη Μονή του Φιλοθέου. Λίγο μετά τη μοναχική κουρά του, ο ζήλος για τα ασκητικά παλαίσματα και η ευλάβειά του τον κατέστησαν άξιο και της ιερωσύνης και, έτσι, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Είχε όμως εκ νεότητος ο μακάριος Κοσμάς μεγάλο πόθο να μεταδίδει γύρω του τον Λόγο του Θεού, σε σημείο που έλεγε ότι η έγνοια για τη Σωτηρία των αδελφών του τον κατέτρωγε, όπως το σαράκι το ξύλο (Κατήχησις Α΄, 5-6). Στους χαλεπούς εκείνους καιρούς για τον σκλαβωμένο λαό των Ελλήνων, όπου και η άγνοια και αυτών ακόμη των στοιχείων της Πίστεως και η έλλειψη χριστιανικής παιδείας επέφερε τη μεγάλη αδιαφορία, την αμέλεια και την έκπτωση των ηθών, το κήρυγμα του Ευαγγελίου επιβαλλόταν ως το πλέον επείγον καθήκον. Εναρμονισμένος όμως με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ο Κοσμάς δεν ήθελε να ακολουθήσει την αποστολική ζωή από δικό του θέλημα. Διψώντας να πληροφορηθεί εάν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, άνοιξε μία ημέρα την Αγία Γραφή στην τύχη και έπεσε πάνω στον εξής λόγο του Αποστόλου: «Δεν πρέπει κανείς να επιδιώκει να κάνει ό,τι βολεύει τον ίδιο, αλλά ο καθένας ας στοχεύει να πραγματοποιεί ό,τι βοηθάει τον άλλον» (Α΄ Κορ. 10, 24). Φωτισμένος λοιπόν από τον Λόγο του Θεού και, αφού συμβουλεύτηκε διάφορους πνευματικούς Πατέρες του Αγίου Όρους, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει την άδεια του πατριάρχη Σεραφείμ Β΄ (1757-1761), όπως επίσης και κάποια μαθήματα ρητορικής από τον αδελφό του, Χρύσανθο τον Αιτωλό (1712-1785), διευθυντή αργότερα της Πατριαρχικής Ακαδημίας και κατόπιν του Σχολείου της Νάξου.
Ο νέος απόστολος άρχισε το κηρυγματικό έργο του στις εκκλησίες της περιοχής Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν αναχώρησε προς τις περιοχές της δυτικής Ελλάδος (Ναύπακτο, Βραχώρι, Μεσολόγγι), από εκεί πέρασε στη Θεσσαλία και επέστρεψε στην Πόλη. Αφού αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα στον Άθω, έλαβε από τον πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1774-1780) την ευλογία να κηρύξει στις Κυκλάδες, με σκοπό να παρηγορήσει τον εντόπιο πληθυσμό. Οι Κυκλαδίτες είχαν τότε αποθαρρυνθεί λόγω της αποτυχημένης εξέγερσης, στην οποία τους είχε υποκινήσει η Ρωσία (1775). Από εκεί επέστρεψε πάλι και αποσύρθηκε στις Μονές του Άθω, συμπληρώνοντας έτσι δεκαεπτά χρόνια παραμονής και ασκήσεως στο Άγιον Όρος. Αλλά η καρδιά του, φλεγόμενη από αγάπη προς τους εν Χριστώ αδελφούς, δεν τον άφηνε να μείνει περισσότερο εκεί. Αναχώρησε πάλι για τη Θεσσαλονίκη, έμεινε για λίγο στη Βέροια και περιόδευσε ολόκληρη τη Μακεδονία, συγκεντρώνοντας μεγάλα πλήθη πιστών που τον άκουγαν με προσοχή και κατάνυξη.
Από την Κεφαλλονιά πέρασε στη Ζάκυνθο, κατόπιν στην Κέρκυρα κι από εκεί στην Ήπειρο - όπου οι χριστιανοί βρίσκονταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση– για να τους στερεώσει στην Ορθόδοξη Πίστη και να ανακόψει τις βίαιες μεταστροφές στο Ισλάμ. Στηριζόμενος από τη Χάρη του Θεού, ο άγιος Κοσμάς επιτέλεσε θαύματα στα μέρη εκείνα, που μέχρι τις ημέρες μας παραμένουν διαθρυλούμενα και διαποτισμένα με τη χάρη των κηρυγμάτων του, και πέτυχε με τις επίμονες πατρικές παραινέσεις του να ανορθώσει το καταρρακωμένο φρόνημα των χριστιανών.
Ο λόγος του ήταν απλός και προσιτός σε όλους, χρησιμοποιώντας εικόνες και εκφράσεις δανεισμένες από την καθημερινή ζωή· αλλά ταυτόχρονα ξεχείλιζε από τη γλυκύτητα, την ειρήνη και τη χαρά, που μόνον το Άγιον Πνεύμα μπορεί να χαρίζει. Είχε τη χαρισματική ιδιότητα να διεισδύει άμεσα στη ψυχή των ακροατών και να γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό, ως έκφραση του θείου θελήματος. Καθώς κανένας ναός δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει τα πλήθη που συνωστίζονταν γύρω από τον νέο απόστολο, κήρυττε στο ύπαιθρο, ανεβασμένος σ’ ένα φορητό βάθρο, πάντοτε δίπλα σ’ έναν μεγάλο Σταυρό που έμπηγε στη γη, και ο οποίος γινόταν, μετά την αναχώρησή του, πηγή ιαμάτων, επιστηριγμός και παρηγορία για τους ανθρώπους με πάθη σωματικά και πνευματικά. Δίδασκε τους χριστιανούς να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού και να τηρούν απαρέγκλιτα την αργία της Κυριακής, της Ημέρας του Κυρίου, αφήνοντας κατά μέρος τις ασχολίες τους, για να εκκλησιάζονται, να κοινωνούν και να ακούν τον Λόγο του Θεού. Απ’ όπου περνούσε, ίδρυε σχολεία –καθήκον που το θεωρούσε θεμελιώδες– όπου διδάσκονταν δωρεάν τα ελληνικά και τα ιερά Γράμματα. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος σε μία επιστολή στον αδελφό του, γραμμένη λίγους μήνες πριν τον μαρτυρικό του θάνατο, είχε ιδρύσει 200 δημοτικά σχολεία και δέκα σχολεία όπου διδάσκονταν τα ελληνικά γράμματα. Έπειθε τους πλουσίους να αφιερώνουν το περίσσευμά τους σε ελεημοσύνες, στη διανομή θρησκευτικών βιβλίων, σταυρών και κομβοσχοινίων, και τους παρότρυνε ακόμη να προσφέρουν στις εκκλησίες κολυμβήθρες για το Βάπτισμα των νηπίων.
Ένα σμήνος δύο ή τριών χιλιάδων πιστών τον ακολουθούσε παντού· θα έλεγε κανείς, ένας αληθινός στρατός του Χριστού όργωνε ολόκληρη την Αλβανία πίσω από τον άγιο, που τον έβλεπαν μέσα στις κακουχίες τους σαν άλλον Ενώχ ή προφήτη Ηλία, απεσταλμένον για να αναγγείλει την αυγή μιας νέας εποχής. Προτού αρχίσει το κήρυγμά του, τελούσε τον Εσπερινό ή Παράκληση στην Παναγία, και μετά, έχοντας πια μιλήσει ο ίδιος, άφηνε στους περίπου πενήντα ιερείς της συνοδείας του τη φροντίδα να συνεχίσουν το έργο του με την εξομολόγηση, την τέλεση του Ευχελαίου, τη θεία Κοινωνία και την επίσκεψη στον καθέναν προσωπικά.
Παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία του αγίου δεν είχε κανέναν τόνο πολεμικό, αλλά περιοριζόταν στη διδαχή των ευαγγελικών αρετών, κι ενώ ο πασάς των Ιωαννίνων τον είχε αποδεχθεί, δείχνοντάς του σημεία μεγάλης εκτίμησης, ορισμένοι Εβραίοι, κινούμενοι από φθόνο και εξοργισμένοι διότι ο άγιος είχε μεταθέσει το παζάρι της Κυριακής στο Σάββατο, έπεισαν τον πασά να βάλει τέρμα στη ζωή του.
Ο Κοσμάς συνήθιζε, φθάνοντας σ’ έναν τόπο όπου ήθελε να κηρύξει, να πηγαίνει προηγουμένως ο ίδιος για να ζητήσει την ευλογία του τοπικού επισκόπου, και κατόπιν να στέλνει μερικούς μαθητές του να ζητήσουν και την άδεια των τουρκικών πολιτικών αρχών. Φθάνοντας μία ημέρα κοντά σ’ ένα χωριό της Αλβανίας λεγόμενο Κολικόντασι, έμαθε ότι ο Κουρτ πασάς που διαφέντευε την περιοχή έμενε κάπου εκεί κοντά, στο Βεράτι. Παρά τις φρόνιμες συμβουλές του περιβάλλοντός του, ο άγιος αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στον αγά του τόπου, για να ζητήσει άδεια κηρύγματος· εκείνος όμως του ανακοίνωσε ότι είχε ήδη λάβει την εντολή να τον στείλει στον Κουρτ πασά. Από τα λόγια αυτό ο άγιος Κοσμάς κατάλαβε ότι έφτασε γι’ αυτόν η ευκαιρία να επιστέψει το έργο του με το μαρτύριο, και ευχαρίστησε τον Κύριο που τον έκρινε άξιο μιας τέτοιας τιμής.
Την επόμενη ημέρα, 24 Αυγούστου 1779, επτά στρατιώτες τον συνόδευσαν, με πρόσχημα να τον οδηγήσουν στον πασά· αλλά μετά από πορεία δύο ωρών, σταμάτησαν κοντά στον Πάσο ποταμό και του φανέρωσαν ότι η απόφαση της εκτέλεσής του είχε ληφθεί προ πολλού. Γεμάτος χαρά και αναπέμποντας ευχαριστίες στον Θεό, ο άγιος ευλόγησε με το σημείο του Σταυρού τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και προσευχήθηκε υπέρ της σωτηρίας πάντων των χριστιανών. Αρνήθηκε να του δέσουν τα χέρια, ώστε να τα κρατάει σταυρωμένα. Χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση, τον απαγχόνισαν σ’ ένα δέντρο και παρέδωσε ενδόξως τη ψυχή στον Θεό. Ήταν στην ηλικία των εξήντα πέντε ετών.
Οι δήμιοι έριξαν το σώμα του αγίου στο ποτάμι. Ενώ οι χριστιανοί που έσπευσαν να το περιμαζέψουν με τα δίχτυα τους έμειναν άπρακτοι· τρεις ημέρες αργότερα, ένας ιερέας ονόματι Μάρκος, οπλισμένος με την προσευχή, ανακάλυψε το πάντιμο λείψανο να επιπλέει στα νερά, όρθιο, ωσάν ο άγιος να ήταν ακόμη ζωντανός. Το μάζεψαν από το ποτάμι και, αφού το έντυσαν με τα μοναχικά του ενδύματα, το έθαψαν με τιμές. Πλήθος θαυμάτων επιτελέστηκαν στη συνέχεια πάνω στον τάφο του και με τη χάρη των λειψάνων του. Το 1813, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, στον οποίο ο άγιος Κοσμάς είχε προφητεύσει το λαμπρό μέλλον του, έκτισε εκκλησία και μοναστήρι κοντά στον τάφο του και πρόσφερε την κάρα του, μέσα σε αργυρή λειψανοθήκη, στη χριστιανή γυναίκα του την περιβόητη Βασιλική.
Ο άγιος Κοσμάς, του οποίου το κήρυγμα συνέβαλε με τρόπο αποφασιστικό στην αφύπνιση της Πίστεως και εθνικής συνειδήσεως του Ελληνικού λαού, τιμήθηκε αμέσως από τον λαό ως νέος απόστολος και «πρίγκηψ των νεομαρτύρων». Ωστόσο, η τιμή του άργησε να αναγνωρισθεί επίσημα -μόλις το 1961- από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τα δε ιερά λείψανα του αγίου, αφού διέφυγαν το σαρωτικό κύμα της αθεΐας στην Αλβανία, αποκαλύφθηκαν στον ναό της εγκαταλελειμμένης μονής. Κλάπηκαν το 1995 και εξαγοράστηκαν από την Εκκλησία της Αλβανίας, το 1998. Έκτοτε, αποτελούν αντικείμενο ευλαβούς προσκυνήματος των Ορθοδόξων και σύμβολο της αναστάσεως της Πίστεως στη χώρα αυτή.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»
Τόμ. 12ος, Αύγουστος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
https://wra9.blogspot.com/2022/08/blog-post_24.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου