~ Τον κάθε επισκέπτη του τον θεωρούσε φίλο και απεσταλμένο από τον Θεό.
Ό,τι του πρόσφερε το κρατούσε κι αν δεν το είχε ανάγκη τα έδινε αμέσως σε άλλον.
Ενώ δεν είχε τίποτε, θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του.
– Εγώ πλούσιος, δόξα τω Θεώ, έλεγε.
Τω «δόξα τω Θεώ» το είχε συνέχεια στο στόμα του. Άντεχε πολύ στη νηστεία και κάποτε, που είχα να πάω πολλές ημέρες, αντίκρυσα το εξής θαυμαστό.
Σ’ εποχή που δεν υπήρχαν δαμάσκηνα και άνθρωπος είχε ημέρες να τον επισκεφθή, βλέπω στο κελλί του πολλά από αυτά, φρέσκα και ωραία.
Τον ρώτησα, πού τα βρήκε.
– Παιδί μου, άνθρωπος τού Θεού», μου απάντησε.
Πίστεψα πως άγγελος του τα πήγε. Τότε μου διηγήθηκε κι ένα άλλο θαύμα, που του είχε συμβεί στη Ρωσία.
Ήταν από τη Σιβηρία και εκεί είχαν πολύ σιτάρι και το ψωμί τους ήταν άσπρο. Όταν περιόδευε τα Ρωσικά μοναστήρια έφτασε στη Μόσχα. Λίγο πιο έξω, εκεί, έτρωγαν μαύρο ψωμί, που δεν μπορούσε να το φάη και για μέρες ήταν νηστικός.
Περνώντας έξω από ένα φούρνο βλέπει μια γυναίκα να του δίνη ένα κάτασπρο ψωμί, ζεστό. Χρήματα δεν είχε και μπήκε μέσα στον φούρνο να την ευχαριστήση.
Ρώτησε τον φούρναρη, πού πήγε ή γυναίκα που του έδωσε το ψωμί. Του απαντά πως καμμιά γυναίκα δεν βγήκε από το μαγαζί του. Όταν μάλιστα είδε το ψωμί στα χέρια του ν’ αχνίζη και σ’ όλη την επαρχία τους να μην υπάρχη τέτοιο, έκθαμβος ένοιωσε πως ήταν η Παναγία.
Ξέσπασε σε δάκρυα συγκινήσεως και ο φούρναρης μ’ ευλάβεια έλαβε λίγο απ’ το ψωμί για ευλογία. Ευχαρίστησαν και οι δύο τη Θεοτόκο. Με το ψωμί αυτό πέρασε όλο τον υπόλοιπο καιρό που έλειπε απ’ το σπίτι του.
Το θαύμα αυτό τον έκανε ν’ αποφασίση τη μοναχική του αφιέρωση.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, «Οι αναμνήσεις μου από τον παπα-Τύχωνα», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου