Τὸ κοινοτικὸ Ἰδεῶδες ἔλαβε τὴ βασικὴ θεμελίωσή του τὸν τέταρτο αἰώνα ἀπὸ τὸν Ἅγ. Βασίλειο τὸν Μέγα. Πραγματικά, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅτι ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἄλλαξε ριζικὰ τὸ μοναχισμό. Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἔβλεπε τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ ὡς ἕνα μικρόκοσμο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἕνα κοινωνικὸ ὀργανισμό, ὡς ἕνα εἶδος εἰδικῆς «πολιτείας». Ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Βασιλείου ἤσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση σὲ ὁλόκληρη τὴ μετέπειτα ἱστορία τοῦ μοναστικοῦ βίου στὸ Βυζάντιο καὶ στὴ Δύση. Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἔγραψε τὸν Κανόνα του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 358 καὶ 364. Ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μορφές. Στὴν κοινὴ Λατινικὴ ὁρολογία ἡ πρώτη μορφή, ἡ Regulae fusius tractatae (Ὅροι κατὰ Πλάτος), ἀποτελεῖται ἀπὸ 55 κατηγορίες (κεφάλαια)· ἡ δεύτερη μορφή, ἡ Regulae brevius tractatae (ὅροι κατ' ἐπιτομήν), συνίσταται ἀπὸ 313 κατηγορίες (κεφάλαια). Αὐτὲς οἱ κατηγορίες εἶναι μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως. Ἂν καὶ ὁ Κανόνας εἶναι αὐστηρός, ἀπέφευγε νὰ ἐνθαρρύνει τὶς πιὸ ἀκραῖες μορφὲς ἀσκητισμοῦ ποὺ ζοῦσαν οἱ ἐρημίτες τῆς ἐρήμου.
Ὁ Κανόνας ἐννοοῦσε τὸν ἀσκητισμὸ ὡς μέσον γιὰ τὴν τέλεια
ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὴ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ κοινοτικὴ ζωὴ μὲ
ὑπακοή. Ὁ Ἁγ. Βασίλειος προέβλεψε ὧρες γιὰ λειτουργικὴ προσευχὴ καὶ
ὧρες γιὰ χειρονακτικὴ ἐργασία καὶ ἄλλες μορφὲς ἐργασίας. Πτωχεία καὶ
ἀγαμία περιλαμβάνονταν ἐπίσης στὸν Κανόνα. Ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Βασιλείου
ἔχει μέσα του μία κοινωνικὴ ἐντολή: τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ διδάσκονται σὲ
τάξεις ποὺ ἦταν προσαρμοσμένες στὰ μοναστήρια καὶ οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ
μεριμνοῦν γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἡ παροῦσα μορφὴ τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Βασιλείου
εἶναι μία ἀναθεώρηση τοῦ Ἅγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη (πέθανε τὸ 826). Ὁ
ἴδιος ὁ Ἁγ. Βασίλειος ἵδρυσε μοναστήρια στὸν Πόντο. Ἐδῶ συνέχισε τὸ ἔργο
ποὺ ἄρχισε ὁ Εὐστάθιος Σεβαστείας (γεννήθηκε περὶ τὸ 300 πέθανε περὶ τὸ
377), ποὺ ἦταν κάποτε στενὸς φίλος τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ συμμετεῖχε στὴ
μοναστικὴ κίνηση, ἀλλὰ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡ ἡγετικὴ μορφὴ στὴν Μικρὰ
Ἀσία στὴ διάδοση τῆς αἱρέσεως τοῦ Μακεδονίου (πέθανε περὶ τὸ 362),
Ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως· ἡ αἵρεση εἶναι γνωστὴ ὡς αἵρεση τῶν
Πνευματομάχων. Ὁ Εὐστάθιος μάλιστα διέδιδε μία μορφὴ μοναχισμοῦ ποὺ
ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ γάμος ἐμπόδιζε τὴ σωτηρία καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἱερεῖς
ἔπρεπε νὰ μὴν νυμφεύονται. Ἂν ἡ «μεταρρύθμιση» τοῦ μοναχισμοῦ ἀπὸ τὸν
Ἅγ, Βασίλειο ἦταν τόσο ριζοσπαστική, τί τὸν ὤθησε σ’ αὐτήν;
Στὴν ὑπ' ἀριθμὸ 223 ἐπιστολή του, ποὺ ἀπευθύνεται, παρεμπιπτόντως, στὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας, ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἐκθέτει τὶς σκέψεις του πάνω στὸ θέμα: «Εἶχα διαθέσει πολὺν χρόνο σὲ μάταια πράγματα … Ἀλλὰ μία μέρα, καθὼς ξύπνησα σὰν ἀπὸ βαθὺ ὕπνο, ἄνοιξα τὰ μάτια μου στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ εὐαγγελίου … Καὶ κλαίοντας γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή μου, προσευχήθηκα νὰ μοῦ δοθεῖ ἕνας κανόνας συμπεριφορᾶς γιὰ νὰ μπῶ στοὺς δρόμους τῆς εὐσεβείας. Καὶ πρὸ πάντων, φρόντισα νὰ διορθώσω κάπως τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μου, ποὺ εἶχε ἀπὸ καιρὸ διαστραφεῖ ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ φαύλους ἀνθρώπους. Ὕστερα διάβασα τὸ εὐαγγέλιο καὶ εἶδα ὅτι τὰ μεγάλα μέσα γιὰ τὴν τελείωση ἦταν νὰ πωλήσει κανεὶς τὰ ὑπάρχοντά του, καὶ νὰ τὰ μοιράσει στοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς, καὶ νὰ ἀποδεσμευτεῖ πλήρως ἀπὸ τὶς φροντίδες αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρὶς νὰ διατηρεῖ καμιὰ προσκόλληση τῆς ψυχῆς στὰ ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς γῆς, καὶ ἤλπιζα νὰ βρῶ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ἐπιλέξει αὐτὴν τὴν ὁδὸ τοῦ βίου, καὶ νὰ ἐπιτύχω μαζὶ μ' αὐτὸν νὰ διαπεράσω τὸν βαθὺ κλύδωνα τῆς σύντομης αὐτῆς ζωῆς» (Patrologia Graeca 31, 337). Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ ἰδέα τοῦ Ἁγ. Βασιλείου γιὰ τὸν «ἄλλον», ἡ ἰδέα του γιὰ τὸν κοινοβιακὸ βίο, γιὰ ἐκείνη τὴν ὁδὸ τελειώσεως θὰ ταξίδευε μαζὶ μὲ «κάποιον ἀδελφόν», ὄχι μόνος του, ὄχι στὴν ἀπομόνωση τοῦ ἀναχωρητικοῦ μοναχισμοῦ.
Αὐτὴ ἡ σκέψη συνεχίζεται στοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» (Regulae fusius tractatae) (3): «Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πράγματι, εἶναι ἕνα ἤμερο καὶ κοινωνικὸ ζῶο, καὶ ὄχι μοναστικὸ καὶ ἄγριο; Γιατί τίποτε δὲν εἶναι τόσο σύμφωνο μὲ τὴ φύση μας ὅσο τὸ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν ἄλλο, τὸ νὰ ἔχουμε τὴν ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καὶ τὸ νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὴν ἴδια μὲ μᾶς φύση. Ὁ Κύριός μας ἔχει δώσει αὐτὰ τὰ σπέρματα ποὺ τὰ φύτεψε μέσα στὶς καρδιές μας. Αὐτὸς τώρα ἔρχεται νὰ ζητήσει τοὺς καρποὺς καὶ λέγει: «Σᾶς δίνω μία καινούρια ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάννης 13,34). Ὁ Κύριος ἤθελε νὰ διεγείρει τὴν ψυχή μας γιὰ νὰ τηρήσουμε αὐτὴν τὴν ἐντολή. Δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ἀνήκουστα σημεῖα ἢ θαύματα ἔστω κι ἂν τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κάνουν τέτοια πράγματα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀλλὰ τί τοὺς εἶπε; «ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι θὰ γνωρίζουν ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἂν ἔχετε ἀγάπη μεταξὺ σας» (Ἰωάννης 13:35). Συνάπτει αὐτὲς τὶς ἀρχὲς παντοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ του ὅ,τι καλὸ κάνουμε στὸν πλησίον. Γιατί πείνασα, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάγω… » καὶ προσθέτει: «ὅ,τι κάνατε στοὺς ἐλάχιστους ἀδελφούς μου, τὸ κάνατε σὲ μένα» (Ματθαῖος 15:35-40). Καὶ ἔτσι, μέσω τῆς πρώτης ἐντολῆς εἶναι δυνατὸ νὰ τηρήσεις τὴ δεύτερη, καὶ μὲ τὴ δεύτερη νὰ πᾶς πίσω στὴν πρώτη: Ὅταν ἀγαπᾶς τὸν Κύριο, νὰ ἀγαπᾶς καὶ τὸν πλησίον, «γιατί ὁποῖος μὲ ἀγαπᾶ», λέγει ὁ Κύριος, «θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου» καὶ «ἡ ἐντολή μου εἶναι νὰ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους ὅπως ἐγὼ σᾶς ἀγάπησα» (Ἰω. 14:15• 15,12). Ὁ Ἅγ. Βασίλειος γίνεται πιὸ σαφής. «Ἔτσι στὴ μονήρη ζωὴ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἄχρηστο (στοὺς ἄλλους), καὶ εἴμαστε χωρὶς βοήθεια σὲ ὅ,τι μᾶς λείπει, γιατί ὁ Θεός, ὁ δημιουργός μας, μᾶς ἔφτιαξε ἔτσι ὥστε νὰ χρειαζόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον … Ἀλήθεια! Ὁ Κύριος, ὑπερβαίνοντας τὴν κένωσή του, δὲν ἀρκέστηκε νὰ μᾶς διδάξει τὴ διδασκαλία του ἀλλά, γιὰ νὰ μᾶς δώσει ἕνα σαφὲς καὶ πρόδηλο παράδειγμα τῆς ταπεινώσεώς του, ὁ ἴδιος, μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη του, ἔπλυνε καὶ σκούπισε μὲ μία πετσέτα τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του … Ἀλλὰ ἐσεῖς τίνος τὰ πόδια θὰ πλύνετε; Γιὰ ποιὸν θὰ νοιαστεῖτε; πῶς θὰ βάλετε τὸν ἑαυτό σας στὴν τελευταία θέση, ἂν ζεῖτε μόνοι σας; … Στὴν ἀπομόνωση πῶς μπορεῖτε νὰ ἐπαληθεύσετε ὅτι εἶναι εὐχάριστο καὶ καλὸ νὰ ζοῦν οἱ ἀδελφοὶ μαζί; (Ψαλμοὶ 132:1). Ἔτσι, μία κοινότητα ἀδελφῶν εἶναι ἕνα στάδιο μέσα στὸ ὁποῖο ἀσκοῦνται ἀθλητές, μία καλὴ ὁδὸς πρὸς τὴν πρόοδο, μία συνεχὴς ἐκγύμναση, ἕνα μόνιμο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: τὸ τέλος του εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας (Ματθαῖος 5:16), ἀλλὰ αὐτὸ ἐπίσης διατηρεῖ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς λέγουν (Πράξεις 2:44• 4:32): «Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔμεναν μαζὶ καὶ τὰ εἶχαν ὅλα κοινὰ» καὶ «Ὅλοι ὅσοι εἶχαν πιστέψει εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή, καὶ κανένας δὲν ἔλεγε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι δικό του, ἄλλα ὅλα ἦταν σ’ αὐτοὺς κοινὰ» (Patrologia Graeca 30, 340• 345• 347). Ὁ Ἅγ. Βασίλειος τονίζει τὴ Βιβλικὴ ἔννοια «κοινά».
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀπορρίπτει τὴν «κατὰ μόνας» διαβίωση μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, καὶ τὸ θεολογικό του δράμα βρίσκει ὑποστήριξη στὴ ζωὴ καὶ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ παράδειγμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ἡ ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ Ἅγ. Βασίλειος στὸν κοινοβιακὸ βίο πρέπει νὰ εἰδωθεῖ στὸ φῶς ὅλων ὅσα ὁ ἴδιος ἔχει γράψει. Δὲν ἀντιτίθεται στὴ μόνωση, καὶ ἀσφαλῶς δὲν ἀπορρίπτει τὴ θεωρία. Ἀντιτίθεται στὸ νὰ γίνει ἡ ἀπομόνωση ἡ μόνη μορφὴ μοναστικῆς ζωῆς. Καί, ὄντως, «προτιμᾶ» καὶ βρίσκει τὸν κοινοβιακὸ βίο «πιὸ ἐπωφελῆ». Στὴ 2η ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γρηγόριο, ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐποικοδομητικὲς ἐπιστολὲς στὴν Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως, συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπομονώσεως («ἐρημίας»), ἀλλὰ καὶ πάλι πρέπει κανεὶς νὰ τὸ κατανοήσει αὐτὸ μέσα στὰ συμφραζόμενα. «Αὐτὸ ποὺ βοηθᾶ πάρα πολὺ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι ἡ «ἐρημία» (ἡ ἀπομόνωση). Αὐτὴ κατευνάζει τὰ πάθη καὶ δίνει στὸ λογικὸ τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ ἀποκόψει ἀπὸ τὴν ψυχή… . Ἔτσι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ ἐπιλεγεῖ πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν δικό μας ἐδῶ, ἀπαλλαγμένος λόγω τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ τίποτα νὰ διακόψει τὴ συνέχεια τῆς ἀσκήσεως … Ἡ ἡσυχία λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς». Τὸ ὅλο περιεχόμενο αὐτῆς τῆς θαυμάσιας ἐπιστολῆς δὲν ὑποστηρίζει τὴν προβαλλόμενη ἔνταση ὅτι ὁ Ἅγ. Βασίλειος συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπομονώσεως ὡς τῆς σταθερῆς ὁδοῦ πνευματικῆς ζωῆς. Μᾶλλον, αὐτὴ φανερώνει ὅτι ὁ Γρηγόριος χρειάζεται προσωρινὴ ἀπομόνωση. Αὐτὸς εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ τύπος ἀπομονώσεως ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Ἄγ. Βασίλειος.
Ρωτήθηκε ὁ Ἅγ. Βασίλειος «ἂν αὐτὸς ποὺ ἀπομονώνεται εἶναι ἀνάγκη νὰ παραμένει μόνος ἢ νὰ ζεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ἀποφασίσει νὰ ἀκολουθήσουν τὸν ἴδιο σκοπὸ τῆς εὐσέβειας». Ἡ ἀπάντησή του στοὺς Ὅρους κατ' Ἐπιτομὴν (74) [Patrologia Graeca 30, 441] ἐκφράζει πλήρως τὴ σκέψη του: «Νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἀρκετῶν στὸν ἴδιο τόπο εἶναι πολὺ προτιμότερη. Πρῶτον, γιατί γιὰ τὶς σωματικὲς ἀνάγκες κανένας μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐπαρκέσει μόνος του, ἀλλὰ ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου γιὰ τὴν προμήθεια αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τὸ πόδι ἔχει μία ἱκανότητα, ἀλλὰ στερεῖται μία ἄλλη, καὶ χωρὶς τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων μελῶν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε τὴ δύναμή του ἰσχυρὴ οὔτε ἱκανὴ ἀπὸ μόνη της νὰ συνεχίσει, οὔτε κανένα ἐφόδιο ποὺ τοῦ λείπει, ἔτσι εἶναι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μονήρους βίου: ὅ,τι χρειαζόμαστε καὶ ὅ,τι μᾶς λείπει δὲν μποροῦμε νὰ τὸ βροῦμε μόνοι μας, γιατί ὁ Θεός, ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο, ἔχει ἔτσι κανονίσει ὅλα τὰ πράγματα ὥστε νὰ στηριζόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ὅπως γράφτηκε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Ἀλλά, ἐπιπλέον, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέπει νὰ νοιάζεται κανεὶς μόνο γιὰ τὶς δικές του ὑποθέσεις, γιατί ἡ ἀγάπη, λέγει, δὲν ζητᾶ τὸ δικό της. Ὁ μονήρης βίος ἔχει ἕνα μόνο σκοπό, τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν δικῶν του ἐνδιαφερόντων. Αὐτὸ σαφῶς ἀντιτίθεται στὸ νόμο τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος ἐτήρησε ὅταν δὲν ζητοῦσε τὴ δική του ὠφέλεια ἀλλὰ τὴν ὠφέλεια τῶν πολλῶν, ὥστε αὐτοὶ νὰ μπορέσουν νὰ σωθοῦν. Ἐπιπλέον, κανένας, ὅταν ζεῖ μόνος, δὲν ἀναγνωρίζει τὰ ἐλαττώματά του, ἀφοῦ δὲν ἔχει κανέναν νὰ τὸν διορθώσει καὶ μὲ πραότητα καὶ εὐσπλαχνία νὰ τὸν καθοδηγήσει στὸ δρόμο του. Γιατί ἡ διόρθωση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἀπὸ ἐχθρό, μπορεῖ συχνὰ στὴν περίπτωση ἐκείνων ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση νὰ ἐγείρει τὴν ἐπιθυμία γιὰ θεραπεία … ἐπίσης οἱ ἐντολὲς μποροῦν νὰ τηρηθοῦν καλύτερα ἀπὸ μία μεγαλύτερη κοινότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ ἕναν μόνο … Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἐκτιμοῦσε καλύτερα τὴν ἄεργη, ἄχρηστη ζωὴ ἀπὸ τὴν καρποφόρα ἡ ὁποία τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; ἐπίσης γιὰ τὴ διατήρηση τῶν δωρεῶν ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι προτιμότερη ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ … Γιατί γι’ αὐτὸν ποὺ πέφτει στὴν ἁμαρτία, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ὀρθὴ ὁδὸ εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολη, γιατί αὐτὸς ντρέπεται γιὰ τὴ μομφὴ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ τόσους πολλοὺς … Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ ἄλλοι κίνδυνοι, οἱ ὁποῖοι ἰσχυριζόμαστε ὅτι συνοδεύουν τὸν μονήρη βίο, καὶ ὁ πρῶτος καὶ μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς αὐτο-ἱκανοποιήσεως. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει κανέναν γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸ ἔργο του εὔκολα πιστεύει ὅτι ἔχει πλήρως ἐκπληρώσει τὶς ἐντολὲς … Γιατί πῶς θὰ φανερώσει τὴν ταπείνωσή του ὅταν δὲν ἔχει κανέναν πρὸς τὸν ὁποῖο νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκαλύψει τὸ ἐσωτερικό του; πῶς θὰ δείξει συμπόνια, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν πολλῶν; πῶς θὰ ἀσκήσει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπομονή, ἂν δὲν ἀντιτίθεται κανένας στὶς ἐπιθυμίες του;».
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀπαντᾶ στοὺς Ὅρους κατ' Ἐπιτομὴν (277) στὸ ἐρώτημα ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στὸ Ματθαῖος 6:6: «Σὺ ὅταν προσεύχεσαι πήγαινε στὸ πιὸ ἀπόμερο δωμάτιό σου, κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ προσευχήσου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι παρὼν ἐκεῖ στὸ κρυφὸ μέρος» («Σὺ δὲ ὅταν προσεύχη, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖον σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ»). Ἡ ἐξήγηση τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ ἡ ἐν γένει θεολογική του κατανόηση τοποθετεῖ αὐτὸ τὸ χωρίο μέσα σ' ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο, ἕνα πλαίσιο ποὺ δὲν περιλαμβάνει μόνο τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμό, γιατί τὸ ἀντιπαραθέτει πρὸς τὸ χωρίο Ματθαῖος 5:14-16. «Οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ ἐντολὴ δίδεται δηλώνουν τὴ σημασία της. Ἀπευθύνεται σὲ αὐτοὺς ποὺ κατατρώγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ φαίνονται εὐχάριστοι στοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος λοιπὸν ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι σωστὸ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση μέχρις ὅτου δὲν κατατρώγεται πιὰ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἐπαίνου τῶν ἀνθρώπων, ἄλλα μπορεῖ νὰ κοιτάζει μόνο τὸν Θεό. Ἀλλά, ὅταν κάποιος, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαρθεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, δὲν εἶναι πιὰ ἀνάγκη νὰ κρύβει ὅ,τι εἶναι ὡραῖο. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος ὅταν λέγει: «Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κρυφτεῖ μία πόλη ποὺ βρίσκεται πάνω σ' ἕνα βουνό, οὔτε ἀνάβουν ἕνα λυχνάρι καὶ τὸ τοποθετοῦν κάτω ἀπὸ ἕνα μόδιο, ἀλλὰ πάνω στὸ λυχνοστάτη καὶ ἔτσι λάμπει σ' ὅλους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ σπίτι. Ἑπομένως, ἄς λάμψει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν ἐπουράνιο Πατέρα σας» [Patrologia Graeca 30,513].
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος πῆρε τὸ μοναχισμὸ ποὺ ὑπῆρχε στὰ χρόνια του, τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμὸ καὶ τὸν αὐστηρὸ κοινοβιακὸ μοναχισμὸ τοῦ Παχωμίου, καὶ ἄλλαξε τὴ δομή του. Ἀντὶ μιᾶς «δοκιμασίας» ποὺ ἦταν κατ' οὐσίαν μοναχική, αὐτὸς ἔφερε τὴ «δοκιμασία» κάτω ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐξάρτηση τῶν κοινωνικῶν ὑποχρεώσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «δοκιμασία» τώρα γίνεται ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία στὸν ἄνθρωπο. Οἱ μοναχοὶ τώρα πρέπει νὰ λαμβάνουν μέρος στὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν, στὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, καὶ στὴ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἁγ. Βασιλείου στὸ μοναχισμό, στὴν Ἑλληνικὴ ἀνατολὴ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση, ἦταν τεράστια. Ὁ «κανόνας» του μεταφράστηκε στὰ Λατινικὰ πρὸ τοῦ τέλους τοῦ τέταρτου αἰώνα ἀπὸ τὸν Ρουφῖνο ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀκυληία. Αὐτὸς ἦταν γνωστός τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, ἂν καὶ τὸ ἰδεῶδες τοῦ Ἁγ. Βασιλείου ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἔμφαση καὶ τὴ συνηγορία ποὺ ἔδινε στὴ θεωρία ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς -ὁ Κασσιανὸς ἦταν, λόγω καταγωγῆς καὶ πνεύματος, «Αἰγύπτιος μοναχός», καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴ μορφὴ μοναχισμοῦ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου. Στὸν πρόλογό του στὸ βιβλίο τοῦ Institutes of the Coenobia (Θεσμοὶ τῶν Κοινοβίων), ὅμως, ὁ Ἅγ. Κασσιανὸς μνημονεύει τὸν Ἅγ. Βασίλειο συμπτωματικά: «Ἐπάνω σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν εὐγενεῖς στὴ ζωὴ καὶ διακεκριμένοι στὸ λόγο καὶ τὴ γνώση ἔχουν ἤδη γράψει ἀρκετὰ μικρὰ βιβλία, ἐννοῶ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Ἱερώνυμο». Ἡ Λατινικὴ Δύση χαρακτηρίζει συχνὰ τὸν Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ὡς «Βασιλειανό». Αὐτὸ εἶναι μία ἐσφαλμένη ἐφαρμογὴ τῆς ὀνοματολογίας. Δὲν ὑπάρχουν «τάγματα» («orders») τοῦ μοναχισμοῦ στὸν Ἀνατολικὸ Χριστιανισμό. Ὁ Ἀνατολικὸς Χριστιανικὸς μοναχισμός, ἂν καὶ ἐπηρεάστηκε βαθιὰ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Βασίλειο, ποτὲ δὲν ἀπέρριψε τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμὸ ὡς μία ἔγκυρη μορφὴ μοναστικῆς ζωῆς. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Curia ἀπέδωσε τὸν ὅρο «Βασιλειανὸ τάγμα» στοὺς Οὐνῖτες μοναχοὺς καὶ στοὺς Μελχῖτες μοναχούς τοῦ Λιβάνου.
Στὴν ὑπ' ἀριθμὸ 223 ἐπιστολή του, ποὺ ἀπευθύνεται, παρεμπιπτόντως, στὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας, ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἐκθέτει τὶς σκέψεις του πάνω στὸ θέμα: «Εἶχα διαθέσει πολὺν χρόνο σὲ μάταια πράγματα … Ἀλλὰ μία μέρα, καθὼς ξύπνησα σὰν ἀπὸ βαθὺ ὕπνο, ἄνοιξα τὰ μάτια μου στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ εὐαγγελίου … Καὶ κλαίοντας γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή μου, προσευχήθηκα νὰ μοῦ δοθεῖ ἕνας κανόνας συμπεριφορᾶς γιὰ νὰ μπῶ στοὺς δρόμους τῆς εὐσεβείας. Καὶ πρὸ πάντων, φρόντισα νὰ διορθώσω κάπως τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μου, ποὺ εἶχε ἀπὸ καιρὸ διαστραφεῖ ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ φαύλους ἀνθρώπους. Ὕστερα διάβασα τὸ εὐαγγέλιο καὶ εἶδα ὅτι τὰ μεγάλα μέσα γιὰ τὴν τελείωση ἦταν νὰ πωλήσει κανεὶς τὰ ὑπάρχοντά του, καὶ νὰ τὰ μοιράσει στοὺς ἐνδεεῖς ἀδελφούς, καὶ νὰ ἀποδεσμευτεῖ πλήρως ἀπὸ τὶς φροντίδες αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρὶς νὰ διατηρεῖ καμιὰ προσκόλληση τῆς ψυχῆς στὰ ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς γῆς, καὶ ἤλπιζα νὰ βρῶ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ἐπιλέξει αὐτὴν τὴν ὁδὸ τοῦ βίου, καὶ νὰ ἐπιτύχω μαζὶ μ' αὐτὸν νὰ διαπεράσω τὸν βαθὺ κλύδωνα τῆς σύντομης αὐτῆς ζωῆς» (Patrologia Graeca 31, 337). Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ ἰδέα τοῦ Ἁγ. Βασιλείου γιὰ τὸν «ἄλλον», ἡ ἰδέα του γιὰ τὸν κοινοβιακὸ βίο, γιὰ ἐκείνη τὴν ὁδὸ τελειώσεως θὰ ταξίδευε μαζὶ μὲ «κάποιον ἀδελφόν», ὄχι μόνος του, ὄχι στὴν ἀπομόνωση τοῦ ἀναχωρητικοῦ μοναχισμοῦ.
Αὐτὴ ἡ σκέψη συνεχίζεται στοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» (Regulae fusius tractatae) (3): «Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πράγματι, εἶναι ἕνα ἤμερο καὶ κοινωνικὸ ζῶο, καὶ ὄχι μοναστικὸ καὶ ἄγριο; Γιατί τίποτε δὲν εἶναι τόσο σύμφωνο μὲ τὴ φύση μας ὅσο τὸ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν ἄλλο, τὸ νὰ ἔχουμε τὴν ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καὶ τὸ νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὴν ἴδια μὲ μᾶς φύση. Ὁ Κύριός μας ἔχει δώσει αὐτὰ τὰ σπέρματα ποὺ τὰ φύτεψε μέσα στὶς καρδιές μας. Αὐτὸς τώρα ἔρχεται νὰ ζητήσει τοὺς καρποὺς καὶ λέγει: «Σᾶς δίνω μία καινούρια ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάννης 13,34). Ὁ Κύριος ἤθελε νὰ διεγείρει τὴν ψυχή μας γιὰ νὰ τηρήσουμε αὐτὴν τὴν ἐντολή. Δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ἀνήκουστα σημεῖα ἢ θαύματα ἔστω κι ἂν τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κάνουν τέτοια πράγματα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀλλὰ τί τοὺς εἶπε; «ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι θὰ γνωρίζουν ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἂν ἔχετε ἀγάπη μεταξὺ σας» (Ἰωάννης 13:35). Συνάπτει αὐτὲς τὶς ἀρχὲς παντοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ του ὅ,τι καλὸ κάνουμε στὸν πλησίον. Γιατί πείνασα, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάγω… » καὶ προσθέτει: «ὅ,τι κάνατε στοὺς ἐλάχιστους ἀδελφούς μου, τὸ κάνατε σὲ μένα» (Ματθαῖος 15:35-40). Καὶ ἔτσι, μέσω τῆς πρώτης ἐντολῆς εἶναι δυνατὸ νὰ τηρήσεις τὴ δεύτερη, καὶ μὲ τὴ δεύτερη νὰ πᾶς πίσω στὴν πρώτη: Ὅταν ἀγαπᾶς τὸν Κύριο, νὰ ἀγαπᾶς καὶ τὸν πλησίον, «γιατί ὁποῖος μὲ ἀγαπᾶ», λέγει ὁ Κύριος, «θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου» καὶ «ἡ ἐντολή μου εἶναι νὰ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους ὅπως ἐγὼ σᾶς ἀγάπησα» (Ἰω. 14:15• 15,12). Ὁ Ἅγ. Βασίλειος γίνεται πιὸ σαφής. «Ἔτσι στὴ μονήρη ζωὴ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἄχρηστο (στοὺς ἄλλους), καὶ εἴμαστε χωρὶς βοήθεια σὲ ὅ,τι μᾶς λείπει, γιατί ὁ Θεός, ὁ δημιουργός μας, μᾶς ἔφτιαξε ἔτσι ὥστε νὰ χρειαζόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον … Ἀλήθεια! Ὁ Κύριος, ὑπερβαίνοντας τὴν κένωσή του, δὲν ἀρκέστηκε νὰ μᾶς διδάξει τὴ διδασκαλία του ἀλλά, γιὰ νὰ μᾶς δώσει ἕνα σαφὲς καὶ πρόδηλο παράδειγμα τῆς ταπεινώσεώς του, ὁ ἴδιος, μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη του, ἔπλυνε καὶ σκούπισε μὲ μία πετσέτα τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του … Ἀλλὰ ἐσεῖς τίνος τὰ πόδια θὰ πλύνετε; Γιὰ ποιὸν θὰ νοιαστεῖτε; πῶς θὰ βάλετε τὸν ἑαυτό σας στὴν τελευταία θέση, ἂν ζεῖτε μόνοι σας; … Στὴν ἀπομόνωση πῶς μπορεῖτε νὰ ἐπαληθεύσετε ὅτι εἶναι εὐχάριστο καὶ καλὸ νὰ ζοῦν οἱ ἀδελφοὶ μαζί; (Ψαλμοὶ 132:1). Ἔτσι, μία κοινότητα ἀδελφῶν εἶναι ἕνα στάδιο μέσα στὸ ὁποῖο ἀσκοῦνται ἀθλητές, μία καλὴ ὁδὸς πρὸς τὴν πρόοδο, μία συνεχὴς ἐκγύμναση, ἕνα μόνιμο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: τὸ τέλος του εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας (Ματθαῖος 5:16), ἀλλὰ αὐτὸ ἐπίσης διατηρεῖ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς λέγουν (Πράξεις 2:44• 4:32): «Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔμεναν μαζὶ καὶ τὰ εἶχαν ὅλα κοινὰ» καὶ «Ὅλοι ὅσοι εἶχαν πιστέψει εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή, καὶ κανένας δὲν ἔλεγε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι δικό του, ἄλλα ὅλα ἦταν σ’ αὐτοὺς κοινὰ» (Patrologia Graeca 30, 340• 345• 347). Ὁ Ἅγ. Βασίλειος τονίζει τὴ Βιβλικὴ ἔννοια «κοινά».
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀπορρίπτει τὴν «κατὰ μόνας» διαβίωση μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, καὶ τὸ θεολογικό του δράμα βρίσκει ὑποστήριξη στὴ ζωὴ καὶ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ παράδειγμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ἡ ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ Ἅγ. Βασίλειος στὸν κοινοβιακὸ βίο πρέπει νὰ εἰδωθεῖ στὸ φῶς ὅλων ὅσα ὁ ἴδιος ἔχει γράψει. Δὲν ἀντιτίθεται στὴ μόνωση, καὶ ἀσφαλῶς δὲν ἀπορρίπτει τὴ θεωρία. Ἀντιτίθεται στὸ νὰ γίνει ἡ ἀπομόνωση ἡ μόνη μορφὴ μοναστικῆς ζωῆς. Καί, ὄντως, «προτιμᾶ» καὶ βρίσκει τὸν κοινοβιακὸ βίο «πιὸ ἐπωφελῆ». Στὴ 2η ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γρηγόριο, ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐποικοδομητικὲς ἐπιστολὲς στὴν Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως, συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπομονώσεως («ἐρημίας»), ἀλλὰ καὶ πάλι πρέπει κανεὶς νὰ τὸ κατανοήσει αὐτὸ μέσα στὰ συμφραζόμενα. «Αὐτὸ ποὺ βοηθᾶ πάρα πολὺ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι ἡ «ἐρημία» (ἡ ἀπομόνωση). Αὐτὴ κατευνάζει τὰ πάθη καὶ δίνει στὸ λογικὸ τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ ἀποκόψει ἀπὸ τὴν ψυχή… . Ἔτσι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ ἐπιλεγεῖ πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν δικό μας ἐδῶ, ἀπαλλαγμένος λόγω τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ τίποτα νὰ διακόψει τὴ συνέχεια τῆς ἀσκήσεως … Ἡ ἡσυχία λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς». Τὸ ὅλο περιεχόμενο αὐτῆς τῆς θαυμάσιας ἐπιστολῆς δὲν ὑποστηρίζει τὴν προβαλλόμενη ἔνταση ὅτι ὁ Ἅγ. Βασίλειος συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπομονώσεως ὡς τῆς σταθερῆς ὁδοῦ πνευματικῆς ζωῆς. Μᾶλλον, αὐτὴ φανερώνει ὅτι ὁ Γρηγόριος χρειάζεται προσωρινὴ ἀπομόνωση. Αὐτὸς εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ τύπος ἀπομονώσεως ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Ἄγ. Βασίλειος.
Ρωτήθηκε ὁ Ἅγ. Βασίλειος «ἂν αὐτὸς ποὺ ἀπομονώνεται εἶναι ἀνάγκη νὰ παραμένει μόνος ἢ νὰ ζεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ἀποφασίσει νὰ ἀκολουθήσουν τὸν ἴδιο σκοπὸ τῆς εὐσέβειας». Ἡ ἀπάντησή του στοὺς Ὅρους κατ' Ἐπιτομὴν (74) [Patrologia Graeca 30, 441] ἐκφράζει πλήρως τὴ σκέψη του: «Νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἀρκετῶν στὸν ἴδιο τόπο εἶναι πολὺ προτιμότερη. Πρῶτον, γιατί γιὰ τὶς σωματικὲς ἀνάγκες κανένας μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐπαρκέσει μόνος του, ἀλλὰ ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου γιὰ τὴν προμήθεια αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τὸ πόδι ἔχει μία ἱκανότητα, ἀλλὰ στερεῖται μία ἄλλη, καὶ χωρὶς τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων μελῶν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ οὔτε τὴ δύναμή του ἰσχυρὴ οὔτε ἱκανὴ ἀπὸ μόνη της νὰ συνεχίσει, οὔτε κανένα ἐφόδιο ποὺ τοῦ λείπει, ἔτσι εἶναι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μονήρους βίου: ὅ,τι χρειαζόμαστε καὶ ὅ,τι μᾶς λείπει δὲν μποροῦμε νὰ τὸ βροῦμε μόνοι μας, γιατί ὁ Θεός, ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο, ἔχει ἔτσι κανονίσει ὅλα τὰ πράγματα ὥστε νὰ στηριζόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ὅπως γράφτηκε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Ἀλλά, ἐπιπλέον, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέπει νὰ νοιάζεται κανεὶς μόνο γιὰ τὶς δικές του ὑποθέσεις, γιατί ἡ ἀγάπη, λέγει, δὲν ζητᾶ τὸ δικό της. Ὁ μονήρης βίος ἔχει ἕνα μόνο σκοπό, τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν δικῶν του ἐνδιαφερόντων. Αὐτὸ σαφῶς ἀντιτίθεται στὸ νόμο τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος ἐτήρησε ὅταν δὲν ζητοῦσε τὴ δική του ὠφέλεια ἀλλὰ τὴν ὠφέλεια τῶν πολλῶν, ὥστε αὐτοὶ νὰ μπορέσουν νὰ σωθοῦν. Ἐπιπλέον, κανένας, ὅταν ζεῖ μόνος, δὲν ἀναγνωρίζει τὰ ἐλαττώματά του, ἀφοῦ δὲν ἔχει κανέναν νὰ τὸν διορθώσει καὶ μὲ πραότητα καὶ εὐσπλαχνία νὰ τὸν καθοδηγήσει στὸ δρόμο του. Γιατί ἡ διόρθωση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἀπὸ ἐχθρό, μπορεῖ συχνὰ στὴν περίπτωση ἐκείνων ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση νὰ ἐγείρει τὴν ἐπιθυμία γιὰ θεραπεία … ἐπίσης οἱ ἐντολὲς μποροῦν νὰ τηρηθοῦν καλύτερα ἀπὸ μία μεγαλύτερη κοινότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ ἕναν μόνο … Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἐκτιμοῦσε καλύτερα τὴν ἄεργη, ἄχρηστη ζωὴ ἀπὸ τὴν καρποφόρα ἡ ὁποία τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; ἐπίσης γιὰ τὴ διατήρηση τῶν δωρεῶν ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι προτιμότερη ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ … Γιατί γι’ αὐτὸν ποὺ πέφτει στὴν ἁμαρτία, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ὀρθὴ ὁδὸ εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολη, γιατί αὐτὸς ντρέπεται γιὰ τὴ μομφὴ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ τόσους πολλοὺς … Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ ἄλλοι κίνδυνοι, οἱ ὁποῖοι ἰσχυριζόμαστε ὅτι συνοδεύουν τὸν μονήρη βίο, καὶ ὁ πρῶτος καὶ μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος τῆς αὐτο-ἱκανοποιήσεως. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει κανέναν γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸ ἔργο του εὔκολα πιστεύει ὅτι ἔχει πλήρως ἐκπληρώσει τὶς ἐντολὲς … Γιατί πῶς θὰ φανερώσει τὴν ταπείνωσή του ὅταν δὲν ἔχει κανέναν πρὸς τὸν ὁποῖο νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκαλύψει τὸ ἐσωτερικό του; πῶς θὰ δείξει συμπόνια, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν πολλῶν; πῶς θὰ ἀσκήσει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπομονή, ἂν δὲν ἀντιτίθεται κανένας στὶς ἐπιθυμίες του;».
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀπαντᾶ στοὺς Ὅρους κατ' Ἐπιτομὴν (277) στὸ ἐρώτημα ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στὸ Ματθαῖος 6:6: «Σὺ ὅταν προσεύχεσαι πήγαινε στὸ πιὸ ἀπόμερο δωμάτιό σου, κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ προσευχήσου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι παρὼν ἐκεῖ στὸ κρυφὸ μέρος» («Σὺ δὲ ὅταν προσεύχη, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖον σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ»). Ἡ ἐξήγηση τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ ἡ ἐν γένει θεολογική του κατανόηση τοποθετεῖ αὐτὸ τὸ χωρίο μέσα σ' ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο, ἕνα πλαίσιο ποὺ δὲν περιλαμβάνει μόνο τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμό, γιατί τὸ ἀντιπαραθέτει πρὸς τὸ χωρίο Ματθαῖος 5:14-16. «Οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ ἐντολὴ δίδεται δηλώνουν τὴ σημασία της. Ἀπευθύνεται σὲ αὐτοὺς ποὺ κατατρώγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ φαίνονται εὐχάριστοι στοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος λοιπὸν ὑποφέρει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι σωστὸ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση μέχρις ὅτου δὲν κατατρώγεται πιὰ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἐπαίνου τῶν ἀνθρώπων, ἄλλα μπορεῖ νὰ κοιτάζει μόνο τὸν Θεό. Ἀλλά, ὅταν κάποιος, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαρθεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, δὲν εἶναι πιὰ ἀνάγκη νὰ κρύβει ὅ,τι εἶναι ὡραῖο. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος ὅταν λέγει: «Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κρυφτεῖ μία πόλη ποὺ βρίσκεται πάνω σ' ἕνα βουνό, οὔτε ἀνάβουν ἕνα λυχνάρι καὶ τὸ τοποθετοῦν κάτω ἀπὸ ἕνα μόδιο, ἀλλὰ πάνω στὸ λυχνοστάτη καὶ ἔτσι λάμπει σ' ὅλους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ σπίτι. Ἑπομένως, ἄς λάμψει τὸ φῶς σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν ἐπουράνιο Πατέρα σας» [Patrologia Graeca 30,513].
Ὁ Ἅγ. Βασίλειος πῆρε τὸ μοναχισμὸ ποὺ ὑπῆρχε στὰ χρόνια του, τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμὸ καὶ τὸν αὐστηρὸ κοινοβιακὸ μοναχισμὸ τοῦ Παχωμίου, καὶ ἄλλαξε τὴ δομή του. Ἀντὶ μιᾶς «δοκιμασίας» ποὺ ἦταν κατ' οὐσίαν μοναχική, αὐτὸς ἔφερε τὴ «δοκιμασία» κάτω ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐξάρτηση τῶν κοινωνικῶν ὑποχρεώσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «δοκιμασία» τώρα γίνεται ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία στὸν ἄνθρωπο. Οἱ μοναχοὶ τώρα πρέπει νὰ λαμβάνουν μέρος στὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν, στὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, καὶ στὴ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν. Ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἁγ. Βασιλείου στὸ μοναχισμό, στὴν Ἑλληνικὴ ἀνατολὴ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση, ἦταν τεράστια. Ὁ «κανόνας» του μεταφράστηκε στὰ Λατινικὰ πρὸ τοῦ τέλους τοῦ τέταρτου αἰώνα ἀπὸ τὸν Ρουφῖνο ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀκυληία. Αὐτὸς ἦταν γνωστός τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, ἂν καὶ τὸ ἰδεῶδες τοῦ Ἁγ. Βασιλείου ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἔμφαση καὶ τὴ συνηγορία ποὺ ἔδινε στὴ θεωρία ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς -ὁ Κασσιανὸς ἦταν, λόγω καταγωγῆς καὶ πνεύματος, «Αἰγύπτιος μοναχός», καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴ μορφὴ μοναχισμοῦ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου. Στὸν πρόλογό του στὸ βιβλίο τοῦ Institutes of the Coenobia (Θεσμοὶ τῶν Κοινοβίων), ὅμως, ὁ Ἅγ. Κασσιανὸς μνημονεύει τὸν Ἅγ. Βασίλειο συμπτωματικά: «Ἐπάνω σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν εὐγενεῖς στὴ ζωὴ καὶ διακεκριμένοι στὸ λόγο καὶ τὴ γνώση ἔχουν ἤδη γράψει ἀρκετὰ μικρὰ βιβλία, ἐννοῶ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Ἱερώνυμο». Ἡ Λατινικὴ Δύση χαρακτηρίζει συχνὰ τὸν Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ὡς «Βασιλειανό». Αὐτὸ εἶναι μία ἐσφαλμένη ἐφαρμογὴ τῆς ὀνοματολογίας. Δὲν ὑπάρχουν «τάγματα» («orders») τοῦ μοναχισμοῦ στὸν Ἀνατολικὸ Χριστιανισμό. Ὁ Ἀνατολικὸς Χριστιανικὸς μοναχισμός, ἂν καὶ ἐπηρεάστηκε βαθιὰ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Βασίλειο, ποτὲ δὲν ἀπέρριψε τὸν ἀναχωρητικὸ μοναχισμὸ ὡς μία ἔγκυρη μορφὴ μοναστικῆς ζωῆς. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Curia ἀπέδωσε τὸν ὅρο «Βασιλειανὸ τάγμα» στοὺς Οὐνῖτες μοναχοὺς καὶ στοὺς Μελχῖτες μοναχούς τοῦ Λιβάνου.
http://www.agiazoni.gr/article.php?id=98899658626685523356
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου