Ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἀληθινός πολιτισμός. Ἡ καλλιέργεια τῆς πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης εἶναι τό ζητούμενο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀληθινή πρόοδος.
Ὁ Χριστός Μας δέν μᾶς δίδαξε νά φτιάξουμε γεφύρια καί ἀεροδρόμια καί γενικά πολισμό μέ τήν σημερινή ἔννοια. Δέν μᾶς προέτρεψε νά ὡραιοποιήσουμε τήν «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» μας, οὔτε νά κάνουμε ὄμορφη ἐξωτερικά τήν γῆς τῆς ἐξορίας μας.
Μᾶς δίδαξε τήν μετάνοια ἔτσι ὥστε νά «ἐκπολιτίσουμε» τήν ψυχή μας καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ἀληθινή πατρίδα μας ἀπό τήν ὁποία ξεπέσαμε, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας.
Οἱ κραιπάλες, οἱ μέθες, οἱ βιοτικές μέριμνες μᾶς ζαλίζουν καί μᾶς κολλᾶνε στή γῆ. Ἡ κενοδοξία μας πού μᾶς ἀγχώνει, τό ὄτι τρέμουμε νά μήν μᾶς ποῦνε «καθυστερημένους» καί «παλιομοδίτες», τό ὅτι «ζοῦμε πιά στόν 21ο αἰῶνα», ὅλα αὐτά μᾶς τυφλώνουν καί μᾶς δένουν στό ἅρμα τοῦ πονηροῦ καί τῶν ὀργάνων του. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ ἀνατολή ἑνός πολιτισμοῦ πού θανατώνει τίς ψυχές καί τίς ὑπάρξεις μας.
Διαβᾶστε τό πολύ ὡραῖο κείμενο τοῦ Φώτη Κόντογλου...
Η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. Άξαφνα το καμακίζουνε. Το χταποδάκι φωνάζει:”Με πιάσανε,μάνα!”.
Η μάνα του, του λέγει:”Μην φοβάσαι παιδί μου!”.
Ξαναφωνάζει το μικρό:”Με βγάζουν από τη θάλασσα!”.
Πάλι λέγει η μάνα:”Μην φοβάσαι παιδί μου”.
Και πάλι :”Με σγουρίζουνε, μάνα!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.
“Με κόβουνε με το μαχαίρι!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.