Περί
της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού ορίζουσιν οι ιεροί κανόνες των
θεοφόρων Πατέρων τα εξής: «Τον του τιμίου Σταυρού τύπον εκ δύο ξύλων
συνάπτοντες, ήνικα τις ημίν των απίστων εγκαλέσειεν, ως ξύλον
προσκυνούσι, δυνάμεθα τα δύο ξύλα χωρίσαντες και τον τύπον του Σταυρού
διαλύσαντες. Ταύτα νομίζειν αργά ξύλα και τον άπιστον επιστομίζειν, ότι
ου το ξύλον, αλλά τον του Σταυρού τύπον σεβόμεθα» (Σύνταγμα Ιερών
Κανόνων, Ράλλη- Ποτλή, τόμ. 6, σελ. 248).
Και ο ΟΓ' Κανών της εν Τρούλλω Συνόδου ορίζει τα εξής : «Του ζωοποιού
Σταυρού δείξαντος ημίν το σωτήριον, πάσαν σπουδήν ημάς τιθέναι χρή του
τιμήν την αξίαν αποδιδόναι τω δι' ου σεσώσμεθα του παλαιού παραπτώματος.
Όθεν και νω και λόγω και αισθήσει την προσκύνησιν αυτώ απονέμοντες,
τους εν τω εδάφει του Σταυρούν τύπους υπό τινων κατασκευαζομένους
εξαφανίζεσθαι παντοίως προστάσσομεν, ως αν μη τη των βαδιζόντων
καταπατήσει το της νίκης ημών τρόπαιον εξυβρίζοιτο. Τους ουν από του νυν
του Σταυρού τόπον επί εδάφους κατασκευάζοντας, ορίζομεν αφορίζεσθαι».