«Πως όμως έδωσε εις αυτούς και τα κλειδιά των ουρανών; Διότι εάν δεν πρόκειται να κρίνουν, δεν θα έχουν καμμίαν δύναμιν και μάταια έλαβαν εξουσίαν του να μη συγχωρούν και του να συγχωρούν αμαρτίας. Εξ άλλου δε, εάν αυτό ήθελεν ισχύσει, όλα θα ανατραπούν, και εις τας Εκκλησίας και εις τα πόλεις και εις τα οικίας. Καθόσον εάν δεν κρίνουν ο κύριος τον δούλον και η κυρία την υπηρέτριαν και ο πατέρας τον υιόν και ο φίλος τον φίλον, θα αυξηθούν τα της κακίας. Και τι λέγω, ο φίλος τον φίλον; Εάν δεν κρίνωμεν τους εχθρούς μας, δεν θα ημπορέσωμεν ουδέποτε να καταργήσωμεν την έχθραν, αλλ' όλα θα γίνουν άνω-κάτω. [...]
Διότι εδώ, καθώς εγώ νομίζω, δεν παραγγέλει απλώς να μη κρίνει κανείς όλα τα αμαρτήματα, ούτε απλώς απαγορεύει να κάμνη κανείς αυτό, αλλά εννοεί αυτούς που είναι γεμάτοι απο αμέτρητα κακά και ελέγχουν άλλους δια τελείως ασήμαντα αμαρτήματα. [...]
Τι λοιπόν; εάν κάποιος πορνεύει, λέγει, να μη είπω ότι είναι κακόν πράγμα η πορνεία, ούτε να διορθώσω αυτόν που κάμνει αισχράς πράξεις;