Καταγωγή
Ἡ Ἐθιά, ἡ πατρίδα τοῦ πατρός Εὐμενίου, εἶναι ἕνα ὀρεινό χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 740μ. καί ἀπέχει ἀπό τό Ἡράκλειο 38 χλμ. Εἶναι πολύ ἄγονο μέρος, γι' αὐτό καί οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν σ' ἕνα χαμηλότερο μέρος, στό χωριό Ροτάσι.
Στήν Ἐθιά ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες: Ἡ κεντρική εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγία μας καί φυλάσσει θαυματουργό εἰκόνα της. Ἐκεῖ ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθεῖ σάν γυναῖκα ντυμένη στά μαῦρα κάποια ἡμέρα, πού ὁ πατήρ Εὐμένιος, μικρό παιδί τότε, ἄναβε τά κανδήλια τοῦ ναοῦ, καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ μιά μέρα θά γίνης ἱερεύς». Ἐκεῖ, στόν αὔλιο χῶρο της, ἔμελλε νά εἶναι καί ὁ τάφος, ὅπου ἀναπαύεται τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Γέροντος μᾶς. Ἡ ἄλλη εἶναι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἐκεῖ.... κοντά ὑπάρχει καί ἁγίασμα.
Ὑπάρχουν καί πολλά μικρά ἐκκλησάκια, γιά τήν ἀνακαίνισι τῶν ὁποίων ὁ πατήρ Εὐμένιος ἔστελνε χρήματα.
Ὁ πατήρ Εὐμένιος ἦταν γόνος μιᾶς πολυμελοῦς καί πάμπτωχης οἰκογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1931.
Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Σοφία Σαριδάκη, ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Εἶχαν ὀκτώ παιδιά. Τό ὄγδοο καί τελευταῖο τους παιδί ἦταν ὁ πατήρ Εὐμένιος, πού στήν βάπτισί του πῆρε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Τά ἀδέλφια του, κατά σειρά ἡλικίας, ἦταν: Ἑλένη, Μιχαήλ, Αἰκατερίνη, Βασίλειος, Ἀμαλία, Μαρία καί Εὐγενία.
Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν, δηλαδή ἡ οἰκογένειά του ἔχασε τόν προστάτη της πολύ νωρίς. Ἦταν πού ἦταν φτωχή, χάνοντας καί τό στήριγμά της βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη κατάστασι. Ἡ χήρα μάνα του μέ τί δυνατότητες νά θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε γιά νά τά φέρη κάπως βόλτα. Μετά ἦρθε καί ἡ γερμανική κατοχή, ἡ ὁποία χειροτέρευσε κατά πολύ τά πράγματα. Σ' αὐτό τό περιβάλλον καί μέ πολλές στερήσεις μεγάλωσε ὁ Παππούλης μας. Παπούτσια φόρεσε στά δώδεκά του χρόνια. Παρ' ὅλα αὐτά, δηλαδή τίς στερήσεις, τήν πεῖνα καί τήν ἀνέχεια, τό ἦθος καί τό φρόνημα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παιδιοῦ δέν ἀλλοιώθηκαν.
Γιά παράδειγμα, ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ τους ἤθελε νά τοῦ δίνη μιά μικρή βοήθεια, ἐπειδή πήγαινε καί τόν βοηθοῦσε στόν ναό. Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος, ὅμως, τοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, Παπα-Γιάννη, δέν παίρνουμε ποτέ χρήματα ἀπό τήν Ἐκκλησία». (Μαρτυρία Ἀριστέας Σαριδάκη).
Ἡ, ὅταν τοῦ ἔδιναν μισή κουλούρα ψωμί γιά κάποια δουλειά πού ἔκανε, ποτέ δέν τήν ἔτρωγε μόνος του, ἀλλά τήν πήγαινε στό σπίτι του καί τήν ἔτρωγε μέ τ' ἀδέλφια του, ὅλοι μαζί.