ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤ΄
Εὐλογημένα
μου
παιδιά,
θά
ὁμιλήσουμε
διά
τήν
χριστομίμητον
ὑπακοήν.
Θά
ξεκινήσουμε
τόν
λόγο
ἀπό
ἕνα
ὠφελιμώτατο
παράδειγμα
ὑπακοῆς
ἀπό
τό
Γεροντικό.
Διαβάζουμε
ἐκεῖ,
ὅτι
ἦταν
ἕνας
Γέροντας,
πνευματικός
ἄνθρωπος,
ὁ
ὁποῖος
εἶχε
ἕναν
πολύ
καλόν
ὑποτακτικό.
Ἀπό
τήν
πρώτη
ἡμέρα
τῆς
ὑπακοῆς
του,
ὁ
Γέροντας
αὐτός
μετά
τήν
λῆξι
τοῦ
Ἀποδείπνου,
τοῦ
ἔλεγε
μερικές
συμβουλές
καί
τόν
ἀπέλυε
νά
πάη
νά
ξεκουραστῆ,
γιά
νά
σηκωθοῦν
στόν
Ὄρθρο,
νά
διαβάσουν
τήν
ἀκολουθία.
Μιά
μέρα
ἐνῷ
ὁ
ὑποτακτικός
αὐτός
διάβαζε
τό
Ἀπόδειπνο,
ὁ
Γέροντας
νύσταξε
καί
κοιμήθηκε.
Τελείωσε
τό
Ἀπόδειπνο
καί
ὁ
Γέροντας
συνέχισε
νά
κοιμᾶται.
Ὁ
ὑποτακτικός
βλέποντας
τόν
Γέροντα
νά
ἔχη
ἀποκοιμηθῆ
ἀπό
τόν
κόπο
τῆς
ἡμέρας,
δέν
ἠθέλησε
νά
τόν
ξυπνήση,
γιά
νά
τόν
ἀπολύση,
ἀλλά
ἔκανε
ὑπομονή.
Ὁ
διάβολος
βλέποντας
τήν
καλή
συνήθεια
τοῦ
ὑποτακτικοῦ
νά
παίρνη
τήν
εὐχή
τοῦ
Γέροντα
καί
ἔτσι
νά
ἀπολύεται
γιά
ξεκούρασι,
θέλησε
νά
τοῦ
τήν
χαλάση
καί
τοῦ
ψιθύριζε: