( Μέρος 8ο )
ΠΕΡΙ ΑΔΙΚΙΑΣ
127) Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: Κανένας δεν μπορεί να με βλάψει και να με αδικήσει, εάν δεν αδικήσω και βλάψω εγώ τον εαυτόν μου.
128) Ένας Άγιος, λέει τα εξής σοφά λόγια: Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με το Χριστό. Εκείνος που δεν αδικεί, αλλά ούτε να αδικείται του αρέσει, ομοιάζει με τον Αδάμ. Εκείνος όμως που είναι άδικος, κακεντρεχής, συκοφάντης και δεν συγχωρεί, δεν διαφέρει από τον διάβολο..
129) Το δίκαιό του, δεν πρέπει ο άνθρωπος να το παίρνει αν είναι δυνατόν στον κόσμο τούτο. ''Μα να τον αφήσω να με αδικήσει;'', λένε πολλοί.
Εσύ θα τον αφήσεις να σε αδικήσει, ο Θεός θα τον αφήσει; Εάν εσύ ήσουνα συνεπής απέναντι στον Θεό, θα είχες τέτοιον πειρασμό αδικίας; Ο Άγιος Σπυρίδων παρότι που δεν είχε τσομπάνη για τα πρόβατά του, δεν του έκλεβε κανείς από τα πρόβατά του! Γιατί άραγε; Γιατί είχε φύλακα τον Θεό από πάνω.
Τα έχεις καλά με τον Θεό και έρχεται ο άλλος να σε αδικήσει; Για να πάρει άδεια να σε αδικήσει, κάποιον παλαιό λογαριασμό πληρώνεις. Κάτι εξοφλείς και μην πλανάσαι!...
130) Πολλές φορές επιτρέπει ο Θεός να μας πικράνουν και να μας αδικήσουν χωρίς να φταίμε, προκειμένου να ξεχρεώσουμε κάποια ''βερεσέδια'' που οφείλαμε από παλιά. Είναι οικονομία Θεού, που βρίσκονται ορισμένοι άνθρωποι και μας πικραίνουν.
Άμα ο άνθρωπος σκέφτονταν έτσι, δεν θα ερχόταν ποτέ σε ρήξη με κανέναν. Θα έλεγε μάλιστα: ''Σε ευχαριστώ Θεέ μου, που μου έστειλες αυτόν τον άνθρωπο, να με βάλει μυαλό!''. Οι περισσότεροι όμως από εμάς, αθωώνουμε τον εαυτόν μας, χωρίς να βλέπουμε, ότι πρέπει να τιμωρηθούμε...
131) Παράδειγμα 30ο: Κάποτε ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος πήγαινε στην Αλεξάνδρεια, όμως νύχτωσε και δεν πρόλαβε να μπει στην πόλη. Αναγκάστηκε έτσι να διανυκτερεύσει, λίγο έξω από την πόλη, σε ένα ποιμενοστάσιο ενός βοσκού, ο οποίος ήταν γνωστός του.
Το βράδυ όμως, ήρθαν κλέφτες και έκλεψαν τα πρόβατα του βοσκού και το πρωί όταν ήρθε η αστυνομία κατηγόρησαν τον Άγιο, ότι πήγε εκεί, με σκοπό να απασχολήσει το βοσκό και να βρουν έτσι την ευκαιρία οι κλέφτες να επιτελέσουν το έργο τους. Έτσι φυλακίστηκε ο Όσιος, παρόλο που δεν έκανε τίποτα. Στο κελί που τον βάλανε, υπήρχαν άλλοι 2 συγκρατούμενοι. Αυτοί ρώτησαν τον Όσιο, τί έκανε και τον έφεραν εδώ.
- Τίποτα δεν έκανα, απάντησε αυτός. Είμαι αθώος!
- Δεν μπορεί, επέμεναν αυτοί. Κάτι θα έχεις κάνει. Δηλαδή ο Θεός είναι άδικος, ώστε επέτρεψε να σε βάλουν φυλακή, χωρίς να έχεις κάνει το παραμικρό; Και ακόμα φοράς το ράσο και δεν το έχεις ήδη πετάξει, με όλα αυτά που σου συμβαίνουν;
Ο Όσιος δεν τους απάντησε πάνω σε αυτό, αλλά τους ρώτησε, για ποιό λόγο ήταν και αυτοί φυλακισμένοι.