Πριν από πολλά χρόνια στη Ρωσία οι άνθρωποι δεν µπορούσαν ν’ αγοράσουν ελεύθερα όσο ψωµί ήθελαν.
Την ποσότητα του ψωµιού, που έπρεπε να πάρουν, την όριζε το κράτος ανάλογα µε τα µέλη της κάθε οικογένειας.
Έτσι στον καθέναν αντιστοιχούσε ένα «κουπόνι ψωµιού» και µε αυτό το κουπόνι µπορούσε να πάρει από τον φούρνο την ποσότητα ψωµιού, που του αναλογούσε.
Στην πόλη Λένινγκραντ – σήµερα η πόλη αυτή λέγεται Αγία Πετρούπολη – ζούσε µια ευσεβής γυναίκα,
η Ελισάβετ Εφίµοβνα Χµελέβα.
Με το κουπόνι του ψωµιού της µπορούσε κάθε µέρα να αγοράζει από τον φούρνο 400 γραµµάρια ψωµί.
Το 1941, στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, το Λένινγκραντ πολιορκήθηκε από τους Γερµανούς για 900 ηµέρες,
δηλαδή για δυόµιση περίπου χρόνια.
Όταν άρχισε η πολιορκία τα τρόφιµα γίνανε δυσεύρετα και τα κουπόνια του ψωµιού, που κρατούσαν στα χέρια τους οι κάτοικοι, ήτανε πια άχρηστα.
Μια µέρα η Ελισάβετ άδικα προσπάθησε γυρνώντας ολόκληρη σχεδόν την πόλη να βρει λίγο ψωµί.
Οι διαδόσεις πως τάχα σε «κάποια» γειτονιά «κάποιος» φούρνος είχε βρει αλεύρι κι έψησε ψωµί αποδείχτηκαν πως ήταν όλες ψεύτικες.
Η γυναίκα γύρισε αργά το βράδυ απελπισµένη, ταλαιπωρηµένη και νηστική στο σπίτι της.
Η στεναχώρια της ήταν πολύ µεγάλη.
Έβγαλε το κουπόνι από την τσάντα της και κρατώντας το στα χέρια έστρεψε τα δακρυσµένα µάτια της στο εικονοστάσι και κοίταξε τον άγιο Νικόλαο.
Δεν µπόρεσε από τη λύπη της να του µιλήσει την ώρα εκείνη.
Το µόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί και να βάλει το άχρηστο εκείνο κουπόνι του ψωµιού, που κρατούσε, στο µικρό, στενόµακρο, ξύλινο κουτάκι των κεριών,που βρισκόταν µπροστά από την εικόνα.
– Ας το φυλάξω, σκέφτηκε, ίσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.